Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συνέντευξη με τον γλύπτη Μάρκο Γεωργιλάκη, βραβευθέντα στον καλλιτεχνικό διαγωνισμό του ΚΚΕ για τη φιλοτέχνηση Μνημείου στη Μακρόνησο

Επι­σκε­φτή­κα­με το εργα­στή­ριο του γλύ­πτη Μάρ­κου Γεωρ­γι­λά­κη, ο οποί­ος συμ­με­τεί­χε στον Καλ­λι­τε­χνι­κό Δια­γω­νι­σμό του ΚΚΕ για τη φιλο­τέ­χνη­ση Μνη­μεί­ων για τη Μακρό­νη­σο και τη Γυά­ρο. Η πρό­τα­σή του με τον τίτλο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ πήρε το πρώ­το βρα­βείο και του ανα­τέ­θη­κε η δημιουρ­γία του έργου θα τοπο­θε­τη­θεί στη Μακρόνησο.

Από την πρώ­τη συνά­ντη­ση μαζί του νιώ­σα­με την αύρα της ευγέ­νειας ενός δημιουρ­γού που μπο­ρεί να εκφρά­ζε­ται με το λόγο με την ίδια άνε­ση που χρη­σι­μο­ποιεί ποι­κί­λα υλι­κά στο εργα­στή­ρι του. Με τόνο και διά­θε­ση πολύ φιλι­κή, κρη­τι­κό χρω­μα­τι­σμό στις λέξεις, ο Μάρ­κος Γεωρ­γι­λά­κης ξανοί­χτη­κε και μας μίλη­σε για την τέχνη του, τη γλυ­πτι­κή, τη δου­λειά του και φυσι­κά για το πρώ­το βρα­βείο στο δια­γω­νι­σμό που προ­κή­ρυ­ξε το ΚΚΕ για την ανέ­γερ­ση μνη­μεί­ου στο μαρ­τυ­ρι­κό νησί της Μακρονήσου.

Πριν απ’ όλα όμως του ζητή­σα­με να συστη­θεί ο ίδιος στους ανα­γνώ­στες του Ατέχνως

– Γεν­νή­θη­κα το 1957 στο χωριό Σπή­λι Ρεθύ­μνου. Αρχι­κά σπού­δα­σα στη σχο­λή ΑΣΕΤΕΜ/ΣΕΛΕΤΕ και αργό­τε­ρα απο­φά­σι­σα να πάω στην ΑΣΚΤ. Στην ουσία απο­φά­σι­σα, αυτό που σε όλη μου τη ζωή έκα­να ερα­σι­τε­χνι­κά και στο περι­θώ­ριο του χρό­νου μου, να το κάνω ως κύριο επάγ­γελ­μα και να είναι η καθη­με­ρι­νή μου ασχο­λία. Στην Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών σπού­δα­σα από το 1987 έως το 1992 και από τότε μέχρι σήμε­ρα είμαι επαγ­γελ­μα­τί­ας γλύπτης.

– Σήμε­ρα είστε ένας επαγ­γελ­μα­τί­ας γλύ­πτης. Όμως, πώς σας κέρ­δι­σε η γλυ­πτι­κή; Σε έναν ζωγρά­φο βλέ­που­με μια εξέ­λι­ξη από τις πρώ­τες νηπια­κές μουν­τζού­ρες μέχρι την κατα­ξί­ω­ση. Στη γλυ­πτι­κή πώς φτά­νει κάποιος;

– Ξεκί­νη­σα από παι­δί με τις «μουν­τζού­ρες», όπως λένε, αυτό είναι το εύκο­λο να το κάνου­με αφού πάντα έχου­με χαρ­τιά και μολύ­βια. Έτσι λοι­πόν κατ αρχάς εκφρα­ζό­μου­να πάνω στην δυσ­διά­στα­τη επι­φά­νια που συμ­βα­τι­κά ονο­μά­ζου­με ζωγρα­φι­κή, συγ­χρό­νως όμως μου άρε­σε να φτιά­χνω πράγ­μα­τα με τα χέρια μου. Όταν χρειά­στη­κε να δια­λέ­ξω στη Σχο­λή Καλών Τεχνών, ενστι­κτω­δώς απο­φά­σι­σα γλυ­πτι­κή, φαί­νε­ται πως η διά­θε­ση που είχα να φτιά­χνω πράγ­μα­τα με τα χέρια και η τεχνι­κή που απαι­τεί­ται γι αυτό έπαι­ξαν το ρόλο τους. Η γλυ­πτι­κή δια­φέ­ρει από τη ζωγρα­φι­κή και αυτό το συνει­δη­το­ποιείς με το χρόνο.

– Η γλυ­πτι­κή, πόσο είναι τέχνη και πόσο τεχνική;

– Είναι τέχνη και τεχνι­κή μαζί, πρέ­πει να δώσεις μορ­φή, να εκφρά­σεις με την ύλη τις σκέ­ψεις και τα συναι­σθή­μα­τα σου. Μάλι­στα τόσο συν­δέ­ο­νται αυτά τα δύο που δεν μπο­ρείς να ξεχω­ρί­σεις που τελειώ­νει το ένα και που αρχί­ζει το άλλο. Πρέ­πει ένα κομ­μά­τι λαμα­ρί­να να το κόψεις, να το σφυ­ρη­λα­τή­σεις, έναν όγκο μαρ­μά­ρου να τον λαξεύ­σεις, ή οποιο­δή­πο­τε υλι­κό να του δώσεις μορ­φή, να το μετα­τρέ­ψεις σε έργο τέχνης. Θέλου­με δεν θέλου­με ο καλ­λι­τέ­χνης και δη ο γλύ­πτης είναι και τεχνί­της. Ας μη ξεχνά­με ότι στην αρχαία Ελλά­δα τέχνη και τεχνι­κή ήταν έννοιες ταυ­τό­ση­μες, ο καλ­λι­τέ­χνης απο­κα­λεί­το τεχνί­της. Σιγά σιγά οι δύο αυτές έννοιες δια­χω­ρί­στη­καν, αλλά όσο και αν δια­χω­ρί­στη­καν έχουν κοι­νό τόπο.

– Τα υλι­κά, το μάρ­μα­ρο, το ξύλο κλπ, έχουν δια­φο­ρε­τι­κές δυνατότητες;

– Όπως ο συν­θέ­της απο­φα­σί­ζει με τι ορχή­στρα, με ποια ή ποιο μου­σι­κό όργα­νο θα εκτε­λέ­σει την κάθε μου­σι­κή σύν­θε­ση, έτσι και ο γλύ­πτης επι­λέ­γει το υλι­κό. Η επι­λο­γή αυτή είναι μέρος της δημιουρ­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας, που ξεκι­νά από τη σύλ­λη­ψη-έμπνευ­ση του θέμα­τος έως την τελι­κή υλο­ποί­η­ση του. Το κάθε υλι­κό από τη φύση του έχει ιδιό­τη­τές και δυνα­τό­τη­τες που ο γλύ­πτης πρέ­πει να γνω­ρί­ζει για να τις αξιο­ποιεί. Το κάθε υλι­κό έχει δια­φο­ρε­τι­κές εκφρα­στι­κές δυνα­τό­τη­τες, όπως και το κάθε μου­σι­κό όργανο.

– Υπάρ­χει περί­πτω­ση να ξεκι­νή­σεις την υλο­ποί­η­ση μια ιδέ­ας σε ένα υλι­κό και στην πορεία να αλλάξεις;

– Μπο­ρεί μια ιδέα να την υλο­ποι­ή­σεις σε πολ­λές εκδο­χές. Όπως μια μου­σι­κή σύν­θε­ση, ο συν­θέ­της μπο­ρεί να την εκτε­λέ­σει με πιά­νο και σε άλλο χρό­νο με κιθά­ρα π.χ., κάπως έτσι μπο­ρού­με να φαντα­στού­με πως μπο­ρεί και ένας γλύ­πτης να περά­σει από το ένα υλι­κό στο άλλο.

– Έχε­τε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει μέχρι τώρα στην κου­βέ­ντα μας πολ­λές φορές παρα­δείγ­μα­τα από τη μου­σι­κή. Έχουν τα έργα του γλυ­πτή μου­σι­κή, «βγά­ζουν» μουσική;

- Ναι και όχι μόνο τα έργα του γλύ­πτη. Οι διά­φο­ρες μορ­φές τέχνης συν­δέ­ο­νται μετα­ξύ τους, έχουν όλες, για παρά­δειγ­μα, ρυθ­μό. Υπάρ­χει στην μου­σι­κή, στον χορό, στην ποί­η­ση, στην αρχι­τε­κτο­νι­κή, στην γλυ­πτι­κή, κλπ. Δεν μπο­ρώ να φαντα­στώ κάτι που να μην περιέ­χει την έννοια του ρυθ­μού, άσχε­τα αν μπο­ρείς να την ανα­γνω­ρί­σεις τόσο εύκο­λα στην γλυ­πτι­κή πχ, με την ευκο­λία που την ανα­γνω­ρί­ζεις στη μου­σι­κή ή στο χορό.

– Οι πηγές έμπνευ­σής σας ποιες είναι;

– Οι πηγές έμπνευ­σης είναι η φύση, η κοι­νω­νία, η ιστο­ρία και γενι­κά το περι­βάλ­λον μέσα στο οποίο υπάρ­χου­με και δια­μορ­φω­νό­μα­στε ως προ­σω­πι­κό­τη­τες. Ο καλ­λι­τέ­χνης είναι μέρος, και μάλι­στα πολύ μικρό, της φύσης και της κοι­νω­νί­ας. Οι «πηγές έμπνευ­σης» όμως απ όπου και αν προ­έρ­χο­νται, είναι μόνο οι αφορ­μές, η αφε­τη­ρία. Όλα περ­νά­νε μέσα από τον καλ­λι­τέ­χνη, αφο­μοιώ­νο­νται και εκφρά­ζο­νται στο έργο τέχνης. Είναι μια δια­δι­κα­σία δια­μόρ­φω­σης του έργου τέχνης και συγ­χρό­νως δια­μόρ­φω­σης της προ­σω­πι­κό­τη­τας του ίδιου του καλλιτέχνη.

– Υπάρ­χει κάποια στα­θε­ρά, ένα μοτί­βο που επα­να­λαμ­βά­νε­ται στην εικα­στι­κή σας έκφραση;

– Πολ­λές φορές στη δου­λειά μου έχει εμφα­νι­στεί το δέν­δρο, η βάρ­κα και βέβαια η ανθρώ­πι­νη μορ­φή (που έτσι και αλλιώς εμφα­νί­ζε­ται σ’ ολό­κλη­ρη την ιστο­ρία της τέχνης). Δεν έχω μπει στον κόπο να εξη­γή­σω το για­τί, για την έννοια της δημιουρ­γί­ας αυτό ίσως να μην είναι και τόσο σημα­ντι­κό. Το σημα­ντι­κό είναι πως κάποια θέμα­τα δια­τη­ρούν σε βάθος χρό­νου, και πολ­λές φορές, την ικα­νό­τη­τα να σε ευαι­σθη­το­ποιούν, να απο­τε­λούν την αφορ­μή για τη δημιουρ­γία έργων, χωρίς αυτό να σημαί­νει τυπο­ποί­η­ση ή στεί­ρα επανάληψη.

– Πώς φτά­νει στον κόσμο η Τέχνη;

– Με πολ­λούς τρό­πους, που έχουν εμφα­νι­στεί στις διά­φο­ρες ιστο­ρι­κές περιό­δους. Στην Αρχαία Ελλά­δα, για παρά­δειγ­μα, οι πολί­τες απο­λάμ­βα­ναν την τέχνη στους ναούς, στην αγο­ρά και γενι­κά στους δημό­σιους χώρους. Στο Βυζά­ντιο μέσα στις εκκλη­σιές το ίδιο και στην Ανα­γέν­νη­ση. Στις μέρες μας εκτός από το δημό­σιο χώρο, σ επα­φή με την τέχνη ερχό­μα­στε στα μου­σεία, στις γκα­λε­ρί, στις εκθέ­σεις και στα εργα­στή­ρια των καλλιτεχνών.

– Δεν έχου­με τόσο δημό­σιο γλυ­πτό όσο ιδιωτικό.

– Δεν είναι εύκο­λο να το μετρή­σου­με, πάντως αν κάνου­με μια βόλ­τα στους δρό­μους της Αθή­νας θα δια­πι­στώ­σου­με πως δεν είναι λίγα τα έργα τέχνης που υπάρ­χουν, άσχε­τα αν τα θεω­ρού­με καλά ή λιγό­τε­ρο καλά. Αυτό όμως εξαρ­τά­ται και κατά πόσο μια κοι­νό­τη­τα ανα­ζη­τά να βρί­σκο­νται έργα τέχνης στο περι­βάλ­λον που ζει. Αν το «κοι­νό» των εικα­στι­κών ήταν μεγα­λύ­τε­ρο και το ζητού­σε, τότε είμαι σίγου­ρος πως και περισ­σό­τε­ρα έργα τέχνης θα υπήρ­χαν στους δημό­σιους χώρους και καλύ­τε­ρα θα ήταν. Είναι όμως γεγο­νός πως το «κοι­νό» των εικα­στι­κών τεχνών, είναι μικρό και μάλι­στα πολύ μικρό­τε­ρο από αυτό άλλων μορ­φών τέχνης όπως της μου­σι­κής, του κινη­μα­το­γρά­φου, κλπ, και αυτό διαχρονικά.

– Δε μας λεί­πουν τα εικα­στι­κά από το δημό­σιο χώρο. Αυτό που μας λεί­πει, είναι ένα εμβλη­μα­τι­κό έργο. Σε πολ­λές ευρω­παϊ­κές πρω­τεύ­ου­σες έχου­με εμβλη­μα­τι­κά έργα. Στην Αθή­να δεν έχου­με κάτι αντίστοιχο.

– Είναι αλή­θεια πως δεν υπάρ­χει κάποιο τέτοιο έργο, που να συν­δέ­ε­ται μάλι­στα και με την ιστο­ρία μας, όπως για παρά­δειγ­μα «οι αστοί του Καλέ» του A. Rodin (όχι ότι δεν υπάρ­χουν τέτοια σημα­ντι­κά στη χώρα μας). Αυτό όμως πρέ­πει να οφεί­λε­ται σε ιστο­ρι­κούς λόγους, όσο και αν ο καθέ­νας μας μπο­ρεί να υπο­θέ­τει αυτούς τους λόγους, νομί­ζω ότι είναι ένα θέμα που η ιστο­ρία πρέ­πει να το διερευνήσει.

– Στην Ελλά­δα, στο δημό­σιο χώρο κυριαρ­χούν τα εικα­στι­κά με ιστο­ρι­κή ανα­φο­ρά. Οι δήμοι, οι κρα­τι­κοί φορείς, εύκο­λα παραγ­γέλ­νουν έναν ανδριά­ντα, πολύ πιο σπά­νια όμως θα ανα­θέ­σουν σε έναν δημιουρ­γό να φτιά­ξει ένα έργο που θα συμ­βά­λει στην αισθη­τι­κή ανά­πλα­ση μια πλατείας

– Πράγ­μα­τι πολ­λές ανα­θέ­σεις από κρα­τι­κούς, αλλά και ιδιω­τι­κούς φορείς, αφο­ρούν ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα ή πρό­σω­πα. Το έργο τέχνης στον δημό­σιο χώρο μπο­ρεί να συντη­ρεί την ιστο­ρι­κή μνή­μη και στην χώρα μας έχου­με πολ­λά ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, τα οποία θέλου­με να δια­τη­ρη­θούν στη μνή­μη του λαού. Είναι όμως και θέμα αντί­λη­ψης, κουλ­τού­ρας των φορέ­ων αυτών, δεν έχου­με συνη­θί­σει να στο­λί­ζου­με τον δημό­σιο χώρο με «ελεύ­θε­ρα έργα», παρά το ότι υπάρ­χουν και τέτοια και τα τελευ­ταία χρό­νια έχουν γίνει βήματα.

– Όταν λέτε ελεύ­θε­ρο έργο τι εννοείτε;

Το έργο να μην είναι η προ­το­μή ενός προ­σώ­που ή για την ανά­μνη­ση μιας μάχης π.χ. Να ανα­τε­θεί σ ένα γλύ­πτη, σ ένα καλ­λι­τέ­χνη να δια­μορ­φώ­σει μια πλα­τεία, ένα πέρα­σμα κλπ, ή κάποιο έργο που υπάρ­χει στο εργα­στή­ριο του καλ­λι­τέ­χνη, και έγι­νε σε άλλο χρό­νο, να εγκα­τα­στα­θεί στο δημό­σιο χώρο. Θα ήθε­λα να συμπλη­ρώ­σω εδώ ότι σε καμιά περί­πτω­ση δεν θεω­ρώ ότι η μια ή η άλλη περί­πτω­ση είναι σημα­ντι­κό­τε­ρη ή υπο­δε­έ­στε­ρη από την άλλη, ως τέχνη έχουν ακρι­βώς την ίδια αξία. Το ζήτη­μα είναι η αντί­λη­ψη που αντι­με­τω­πί­ζου­με αυτά τα ζητήματα.

– Θα μπο­ρού­σαν οι δήμοι να στη­ρί­ξουν μια τέτοια αντίληψη;

– Κατά τη γνώ­μη μου θα έπρε­πε και όχι μόνο οι δήμοι. Για να συμ­βεί όμως κάτι τέτοιο θα έπρε­πε και οι δημο­τι­κοί άρχο­ντες να έχουν μια παρό­μοια αντί­λη­ψη, αλλά και οι δημό­τες να το ζητούν. Αυτοί είναι οι δύο πόλοι που αλλη­λο­ε­πη­ρε­ά­ζο­νται, αλλά δυστυ­χώς δεν βλέ­πω να υπάρ­χει διά­θε­ση και από τις δύο πλευ­ρές γενι­κά, παρά τα όποια βήμα­τα έχουν γίνει, όπως είπα­με και πριν.

– Θα σας ρωτή­σω για τη συμ­με­το­χή και βρά­βευ­σή σας στον Καλ­λι­τε­χνι­κό Δια­γω­νι­σμό που είχε προ­κη­ρύ­ξει η ΚΕ του ΚΚΕ για τη φιλο­τέ­χνη­ση Μνη­μεί­ων για τη Μακρό­νη­σο και τη Γυά­ρο. Σε αυτόν το δια­γω­νι­σμό  η πρό­τα­σή σας με τον τίτλο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ πήρε το πρώ­το βρα­βείο και σας ανα­τέ­θη­κε η δημιουρ­γία του έργου θα τοπο­θε­τη­θεί στη Μακρό­νη­σο. Πώς απο­φα­σί­στε να συμ­με­τά­σχε­τε σε αυτόν το διαγωνισμό;

Μακρό­νη­σος, τόπος-μνη­μείο για τη σύγ­χρο­νη ιστο­ρία μας. Τόπος στον οποίο χιλιά­δες άνθρω­ποι, που μέχρι και την προη­γού­με­νη μέρα έδι­ναν και τη ζωή τους για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της χώρας μας, εξο­ρί­στη­καν, βασα­νί­στη­καν, εκτε­λέ­στη­καν. Δεν υπάρ­χει σημείο σ’ αυτό το νησί, που να μην συσχε­τί­ζε­ται και με κάποιο γεγο­νός. Αλή­θεια που βρή­καν τη δύνα­μη να αντέ­ξουν τόσα βάσα­να; Ο βρά­χος αυτός καθα­γιά­στη­κε από τη θυσία αυτών των ανθρώ­πων και η παρου­σία τους εκεί παρα­μέ­νει ζωντα­νή. Την ιστο­ρία αυτή αισθάν­θη­κα την ανά­γκη να την μελε­τή­σω, πριν όμως απ’ αυτή τη μελέ­τη, την ιστο­ρία της Μακρο­νή­σου την έμα­θα από τους ίδιους του κρα­τού­με­νους της. Παι­δί ακό­μα στο χωριό τους έβλε­πα, τον πατέ­ρα, τον γεί­το­να, τον συγ­χω­ρια­νό, να ζουν τη καθη­με­ρι­νή τους ζωή και συγ­χρό­νως να φέρουν μέσα τους κάτι το ξεχω­ρι­στό, αυτό που μόνο όσοι αγω­νί­στη­καν, όσοι έκα­μαν το καθή­κον τους στις πιο δύσκο­λες στιγ­μές, μπο­ρούν να φέρουν, Αυτοί που κοι­μή­θη­καν με το θάνα­το. Κατα­τρεγ­μέ­νοι ναι, περή­φα­νοι όμως και με ιδα­νι­κά. Στις πλά­τες τους κου­βα­λού­σαν την ιστο­ρία. Ανε­ξί­τη­λη έμει­νε μέσα μου η εικό­να τους, και κάθε φορά που συλ­λο­γί­ζο­μαι την ιστο­ρία της Μακρο­νή­σου τη συλ­λο­γί­ζο­μαι μέσα από αυτούς τους ανθρώ­πους. Κάθε φορά που επι­σκέ­πτο­μαι τη Μακρό­νη­σο αισθά­νο­μαι τις σκιές τους να με καλω­σο­ρί­ζουν και να με απο­χαι­ρε­τούν φεύγοντας.

Τα συναι­σθή­μα­τα και τις σκέ­ψεις αυτές θέλη­σα να εκφρά­σω με το έργο μου, παίρ­νο­ντας μέρος σ αυτόν το διαγωνισμό.

– Έχε­τε φτιά­ξει ήδη τη μακέ­τα του έργου και μπαί­νε­τε στη φάση της τελι­κής υλο­ποί­η­σής του. Ποιο είναι το μήνυ­μα που μετα­φέ­ρει ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ;

Το μνη­μείο αυτό συμπυ­κνώ­νει, όπως είπα και προη­γου­μέ­νως, τα συναι­σθή­μα­τα και τις σκέ­ψεις μου. Η ανά­γνω­ση όμως που γίνε­ται από τον θεα­τή είναι μονα­δι­κή για τον καθέ­να. Ο καθέ­νας παίρ­νει το δικό του «μήνυ­μα», ανά­λο­γα με το τι έχει κρα­τή­σει στο μυα­λό του και στην ψυχή του για αυτή την ιστο­ρία. Ο καθέ­νας το προ­σεγ­γί­ζει από τον δικό του δρό­μο και είναι πολύ σημα­ντι­κό, άνθρω­ποι με δια­φο­ρε­τι­κή αφε­τη­ρία, δια­φο­ρε­τι­κής ηλι­κί­ας και μέσα από δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους να συνα­ντιού­νται με αφορ­μή ένα μνημείο.

 Ηρα­κλής Κακα­βά­νης Στέ­λιος Κανά­κηςΓιώρ­γος Μουσγάς

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ του Μάρκου Γεωργιλάκη

1986. Πτυ­χίο ΑΣΕΤΕΜ-ΣΕΛΕΤΕ

1992. Πτυ­χίο Γλυ­πτι­κής ΑΣΚΤ

1992. Edinburgh College of Art, υπο­τρο­φία Erasmus.

1994–96. Υπο­τρο­φία του μετα­πτυ­χια­κού προ­γράμ­μα­τος του ΙΚΥ.

2008. Δημιούρ­γη­σε την ται­νία «Χαλ­κός και Φωτιά» (συνερ­γα­σία με την εκπαι­δευ­τι­κή τηλεόραση).

2010. Επι­με­λή­θη­κε την έκθε­ση «το Εργα­στή­ριο Χαλ­κο­χυ­τι­κής της ΑΣΚΤ» στην Τεχνό­πο­λη του Δήμου Αθηναίων.

2015. Συμ­με­τεί­χε στο «Φεστι­βάλ Υψη­λών Θερ­μο­κρα­σιών», Academy of Fine Arts and Design, Wroclaw, Πολωνία.

2016. Επι­με­λή­θη­κε την έκθε­ση «Ανθρω­πο­γρα­φές η Έννοια του Εκμα­γεί­ου στην Τέχνη», Μου­σείο Μπε­νά­κη, Αθή­να. Την ίδια έκθε­ση επι­με­λή­θη­κε και στο «Μου­σείο Φυσι­κής Ιστο­ρί­ας Μετε­ώ­ρων», Μετέωρα.

Έχει πραγ­μα­το­ποι­ή­σει εννέα ατο­μι­κές εκθέ­σεις και έχει συμ­με­τά­σχει σε πολ­λές ομα­δι­κές, έχει επί­σης βρα­βευ­τεί σε πανελ­λή­νιους καλ­λι­τε­χνι­κούς δια­γω­νι­σμούς. Το 2018 απέ­σπα­σε το 1ο βρα­βείο σε δια­γω­νι­σμό του ΚΚΕ για το «μνη­μείο Μακρονήσου».

Είναι Ανα­πλη­ρω­τής Καθη­γη­τής στην ΑΣΚΤ.

Φωτο­γρα­φί­ες: Στέ­λιος Κανάκης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο