Επισκεφτήκαμε το εργαστήριο του γλύπτη Μάρκου Γεωργιλάκη, ο οποίος συμμετείχε στον Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό του ΚΚΕ για τη φιλοτέχνηση Μνημείων για τη Μακρόνησο και τη Γυάρο. Η πρότασή του με τον τίτλο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ πήρε το πρώτο βραβείο και του ανατέθηκε η δημιουργία του έργου θα τοποθετηθεί στη Μακρόνησο.
Από την πρώτη συνάντηση μαζί του νιώσαμε την αύρα της ευγένειας ενός δημιουργού που μπορεί να εκφράζεται με το λόγο με την ίδια άνεση που χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά στο εργαστήρι του. Με τόνο και διάθεση πολύ φιλική, κρητικό χρωματισμό στις λέξεις, ο Μάρκος Γεωργιλάκης ξανοίχτηκε και μας μίλησε για την τέχνη του, τη γλυπτική, τη δουλειά του και φυσικά για το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό που προκήρυξε το ΚΚΕ για την ανέγερση μνημείου στο μαρτυρικό νησί της Μακρονήσου.
Πριν απ’ όλα όμως του ζητήσαμε να συστηθεί ο ίδιος στους αναγνώστες του Ατέχνως
– Γεννήθηκα το 1957 στο χωριό Σπήλι Ρεθύμνου. Αρχικά σπούδασα στη σχολή ΑΣΕΤΕΜ/ΣΕΛΕΤΕ και αργότερα αποφάσισα να πάω στην ΑΣΚΤ. Στην ουσία αποφάσισα, αυτό που σε όλη μου τη ζωή έκανα ερασιτεχνικά και στο περιθώριο του χρόνου μου, να το κάνω ως κύριο επάγγελμα και να είναι η καθημερινή μου ασχολία. Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών σπούδασα από το 1987 έως το 1992 και από τότε μέχρι σήμερα είμαι επαγγελματίας γλύπτης.
– Σήμερα είστε ένας επαγγελματίας γλύπτης. Όμως, πώς σας κέρδισε η γλυπτική; Σε έναν ζωγράφο βλέπουμε μια εξέλιξη από τις πρώτες νηπιακές μουντζούρες μέχρι την καταξίωση. Στη γλυπτική πώς φτάνει κάποιος;
– Ξεκίνησα από παιδί με τις «μουντζούρες», όπως λένε, αυτό είναι το εύκολο να το κάνουμε αφού πάντα έχουμε χαρτιά και μολύβια. Έτσι λοιπόν κατ αρχάς εκφραζόμουνα πάνω στην δυσδιάστατη επιφάνια που συμβατικά ονομάζουμε ζωγραφική, συγχρόνως όμως μου άρεσε να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια μου. Όταν χρειάστηκε να διαλέξω στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενστικτωδώς αποφάσισα γλυπτική, φαίνεται πως η διάθεση που είχα να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια και η τεχνική που απαιτείται γι αυτό έπαιξαν το ρόλο τους. Η γλυπτική διαφέρει από τη ζωγραφική και αυτό το συνειδητοποιείς με το χρόνο.
– Η γλυπτική, πόσο είναι τέχνη και πόσο τεχνική;
– Είναι τέχνη και τεχνική μαζί, πρέπει να δώσεις μορφή, να εκφράσεις με την ύλη τις σκέψεις και τα συναισθήματα σου. Μάλιστα τόσο συνδέονται αυτά τα δύο που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις που τελειώνει το ένα και που αρχίζει το άλλο. Πρέπει ένα κομμάτι λαμαρίνα να το κόψεις, να το σφυρηλατήσεις, έναν όγκο μαρμάρου να τον λαξεύσεις, ή οποιοδήποτε υλικό να του δώσεις μορφή, να το μετατρέψεις σε έργο τέχνης. Θέλουμε δεν θέλουμε ο καλλιτέχνης και δη ο γλύπτης είναι και τεχνίτης. Ας μη ξεχνάμε ότι στην αρχαία Ελλάδα τέχνη και τεχνική ήταν έννοιες ταυτόσημες, ο καλλιτέχνης αποκαλείτο τεχνίτης. Σιγά σιγά οι δύο αυτές έννοιες διαχωρίστηκαν, αλλά όσο και αν διαχωρίστηκαν έχουν κοινό τόπο.
– Τα υλικά, το μάρμαρο, το ξύλο κλπ, έχουν διαφορετικές δυνατότητες;
– Όπως ο συνθέτης αποφασίζει με τι ορχήστρα, με ποια ή ποιο μουσικό όργανο θα εκτελέσει την κάθε μουσική σύνθεση, έτσι και ο γλύπτης επιλέγει το υλικό. Η επιλογή αυτή είναι μέρος της δημιουργικής διαδικασίας, που ξεκινά από τη σύλληψη-έμπνευση του θέματος έως την τελική υλοποίηση του. Το κάθε υλικό από τη φύση του έχει ιδιότητές και δυνατότητες που ο γλύπτης πρέπει να γνωρίζει για να τις αξιοποιεί. Το κάθε υλικό έχει διαφορετικές εκφραστικές δυνατότητες, όπως και το κάθε μουσικό όργανο.
– Υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσεις την υλοποίηση μια ιδέας σε ένα υλικό και στην πορεία να αλλάξεις;
– Μπορεί μια ιδέα να την υλοποιήσεις σε πολλές εκδοχές. Όπως μια μουσική σύνθεση, ο συνθέτης μπορεί να την εκτελέσει με πιάνο και σε άλλο χρόνο με κιθάρα π.χ., κάπως έτσι μπορούμε να φανταστούμε πως μπορεί και ένας γλύπτης να περάσει από το ένα υλικό στο άλλο.
– Έχετε χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα στην κουβέντα μας πολλές φορές παραδείγματα από τη μουσική. Έχουν τα έργα του γλυπτή μουσική, «βγάζουν» μουσική;
- Ναι και όχι μόνο τα έργα του γλύπτη. Οι διάφορες μορφές τέχνης συνδέονται μεταξύ τους, έχουν όλες, για παράδειγμα, ρυθμό. Υπάρχει στην μουσική, στον χορό, στην ποίηση, στην αρχιτεκτονική, στην γλυπτική, κλπ. Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι που να μην περιέχει την έννοια του ρυθμού, άσχετα αν μπορείς να την αναγνωρίσεις τόσο εύκολα στην γλυπτική πχ, με την ευκολία που την αναγνωρίζεις στη μουσική ή στο χορό.
– Οι πηγές έμπνευσής σας ποιες είναι;
– Οι πηγές έμπνευσης είναι η φύση, η κοινωνία, η ιστορία και γενικά το περιβάλλον μέσα στο οποίο υπάρχουμε και διαμορφωνόμαστε ως προσωπικότητες. Ο καλλιτέχνης είναι μέρος, και μάλιστα πολύ μικρό, της φύσης και της κοινωνίας. Οι «πηγές έμπνευσης» όμως απ όπου και αν προέρχονται, είναι μόνο οι αφορμές, η αφετηρία. Όλα περνάνε μέσα από τον καλλιτέχνη, αφομοιώνονται και εκφράζονται στο έργο τέχνης. Είναι μια διαδικασία διαμόρφωσης του έργου τέχνης και συγχρόνως διαμόρφωσης της προσωπικότητας του ίδιου του καλλιτέχνη.
– Υπάρχει κάποια σταθερά, ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται στην εικαστική σας έκφραση;
– Πολλές φορές στη δουλειά μου έχει εμφανιστεί το δένδρο, η βάρκα και βέβαια η ανθρώπινη μορφή (που έτσι και αλλιώς εμφανίζεται σ’ ολόκληρη την ιστορία της τέχνης). Δεν έχω μπει στον κόπο να εξηγήσω το γιατί, για την έννοια της δημιουργίας αυτό ίσως να μην είναι και τόσο σημαντικό. Το σημαντικό είναι πως κάποια θέματα διατηρούν σε βάθος χρόνου, και πολλές φορές, την ικανότητα να σε ευαισθητοποιούν, να αποτελούν την αφορμή για τη δημιουργία έργων, χωρίς αυτό να σημαίνει τυποποίηση ή στείρα επανάληψη.
– Πώς φτάνει στον κόσμο η Τέχνη;
– Με πολλούς τρόπους, που έχουν εμφανιστεί στις διάφορες ιστορικές περιόδους. Στην Αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, οι πολίτες απολάμβαναν την τέχνη στους ναούς, στην αγορά και γενικά στους δημόσιους χώρους. Στο Βυζάντιο μέσα στις εκκλησιές το ίδιο και στην Αναγέννηση. Στις μέρες μας εκτός από το δημόσιο χώρο, σ επαφή με την τέχνη ερχόμαστε στα μουσεία, στις γκαλερί, στις εκθέσεις και στα εργαστήρια των καλλιτεχνών.
– Δεν έχουμε τόσο δημόσιο γλυπτό όσο ιδιωτικό.
– Δεν είναι εύκολο να το μετρήσουμε, πάντως αν κάνουμε μια βόλτα στους δρόμους της Αθήνας θα διαπιστώσουμε πως δεν είναι λίγα τα έργα τέχνης που υπάρχουν, άσχετα αν τα θεωρούμε καλά ή λιγότερο καλά. Αυτό όμως εξαρτάται και κατά πόσο μια κοινότητα αναζητά να βρίσκονται έργα τέχνης στο περιβάλλον που ζει. Αν το «κοινό» των εικαστικών ήταν μεγαλύτερο και το ζητούσε, τότε είμαι σίγουρος πως και περισσότερα έργα τέχνης θα υπήρχαν στους δημόσιους χώρους και καλύτερα θα ήταν. Είναι όμως γεγονός πως το «κοινό» των εικαστικών τεχνών, είναι μικρό και μάλιστα πολύ μικρότερο από αυτό άλλων μορφών τέχνης όπως της μουσικής, του κινηματογράφου, κλπ, και αυτό διαχρονικά.
– Δε μας λείπουν τα εικαστικά από το δημόσιο χώρο. Αυτό που μας λείπει, είναι ένα εμβληματικό έργο. Σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έχουμε εμβληματικά έργα. Στην Αθήνα δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο.
– Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο έργο, που να συνδέεται μάλιστα και με την ιστορία μας, όπως για παράδειγμα «οι αστοί του Καλέ» του A. Rodin (όχι ότι δεν υπάρχουν τέτοια σημαντικά στη χώρα μας). Αυτό όμως πρέπει να οφείλεται σε ιστορικούς λόγους, όσο και αν ο καθένας μας μπορεί να υποθέτει αυτούς τους λόγους, νομίζω ότι είναι ένα θέμα που η ιστορία πρέπει να το διερευνήσει.
– Στην Ελλάδα, στο δημόσιο χώρο κυριαρχούν τα εικαστικά με ιστορική αναφορά. Οι δήμοι, οι κρατικοί φορείς, εύκολα παραγγέλνουν έναν ανδριάντα, πολύ πιο σπάνια όμως θα αναθέσουν σε έναν δημιουργό να φτιάξει ένα έργο που θα συμβάλει στην αισθητική ανάπλαση μια πλατείας
– Πράγματι πολλές αναθέσεις από κρατικούς, αλλά και ιδιωτικούς φορείς, αφορούν ιστορικά γεγονότα ή πρόσωπα. Το έργο τέχνης στον δημόσιο χώρο μπορεί να συντηρεί την ιστορική μνήμη και στην χώρα μας έχουμε πολλά ιστορικά γεγονότα, τα οποία θέλουμε να διατηρηθούν στη μνήμη του λαού. Είναι όμως και θέμα αντίληψης, κουλτούρας των φορέων αυτών, δεν έχουμε συνηθίσει να στολίζουμε τον δημόσιο χώρο με «ελεύθερα έργα», παρά το ότι υπάρχουν και τέτοια και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα.
– Όταν λέτε ελεύθερο έργο τι εννοείτε;
Το έργο να μην είναι η προτομή ενός προσώπου ή για την ανάμνηση μιας μάχης π.χ. Να ανατεθεί σ ένα γλύπτη, σ ένα καλλιτέχνη να διαμορφώσει μια πλατεία, ένα πέρασμα κλπ, ή κάποιο έργο που υπάρχει στο εργαστήριο του καλλιτέχνη, και έγινε σε άλλο χρόνο, να εγκατασταθεί στο δημόσιο χώρο. Θα ήθελα να συμπληρώσω εδώ ότι σε καμιά περίπτωση δεν θεωρώ ότι η μια ή η άλλη περίπτωση είναι σημαντικότερη ή υποδεέστερη από την άλλη, ως τέχνη έχουν ακριβώς την ίδια αξία. Το ζήτημα είναι η αντίληψη που αντιμετωπίζουμε αυτά τα ζητήματα.
– Θα μπορούσαν οι δήμοι να στηρίξουν μια τέτοια αντίληψη;
– Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε και όχι μόνο οι δήμοι. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο θα έπρεπε και οι δημοτικοί άρχοντες να έχουν μια παρόμοια αντίληψη, αλλά και οι δημότες να το ζητούν. Αυτοί είναι οι δύο πόλοι που αλληλοεπηρεάζονται, αλλά δυστυχώς δεν βλέπω να υπάρχει διάθεση και από τις δύο πλευρές γενικά, παρά τα όποια βήματα έχουν γίνει, όπως είπαμε και πριν.
– Θα σας ρωτήσω για τη συμμετοχή και βράβευσή σας στον Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό που είχε προκηρύξει η ΚΕ του ΚΚΕ για τη φιλοτέχνηση Μνημείων για τη Μακρόνησο και τη Γυάρο. Σε αυτόν το διαγωνισμό η πρότασή σας με τον τίτλο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ πήρε το πρώτο βραβείο και σας ανατέθηκε η δημιουργία του έργου θα τοποθετηθεί στη Μακρόνησο. Πώς αποφασίστε να συμμετάσχετε σε αυτόν το διαγωνισμό;
Μακρόνησος, τόπος-μνημείο για τη σύγχρονη ιστορία μας. Τόπος στον οποίο χιλιάδες άνθρωποι, που μέχρι και την προηγούμενη μέρα έδιναν και τη ζωή τους για την απελευθέρωση της χώρας μας, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν. Δεν υπάρχει σημείο σ’ αυτό το νησί, που να μην συσχετίζεται και με κάποιο γεγονός. Αλήθεια που βρήκαν τη δύναμη να αντέξουν τόσα βάσανα; Ο βράχος αυτός καθαγιάστηκε από τη θυσία αυτών των ανθρώπων και η παρουσία τους εκεί παραμένει ζωντανή. Την ιστορία αυτή αισθάνθηκα την ανάγκη να την μελετήσω, πριν όμως απ’ αυτή τη μελέτη, την ιστορία της Μακρονήσου την έμαθα από τους ίδιους του κρατούμενους της. Παιδί ακόμα στο χωριό τους έβλεπα, τον πατέρα, τον γείτονα, τον συγχωριανό, να ζουν τη καθημερινή τους ζωή και συγχρόνως να φέρουν μέσα τους κάτι το ξεχωριστό, αυτό που μόνο όσοι αγωνίστηκαν, όσοι έκαμαν το καθήκον τους στις πιο δύσκολες στιγμές, μπορούν να φέρουν, Αυτοί που κοιμήθηκαν με το θάνατο. Κατατρεγμένοι ναι, περήφανοι όμως και με ιδανικά. Στις πλάτες τους κουβαλούσαν την ιστορία. Ανεξίτηλη έμεινε μέσα μου η εικόνα τους, και κάθε φορά που συλλογίζομαι την ιστορία της Μακρονήσου τη συλλογίζομαι μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Κάθε φορά που επισκέπτομαι τη Μακρόνησο αισθάνομαι τις σκιές τους να με καλωσορίζουν και να με αποχαιρετούν φεύγοντας.
Τα συναισθήματα και τις σκέψεις αυτές θέλησα να εκφράσω με το έργο μου, παίρνοντας μέρος σ αυτόν το διαγωνισμό.
– Έχετε φτιάξει ήδη τη μακέτα του έργου και μπαίνετε στη φάση της τελικής υλοποίησής του. Ποιο είναι το μήνυμα που μεταφέρει ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ;
Το μνημείο αυτό συμπυκνώνει, όπως είπα και προηγουμένως, τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου. Η ανάγνωση όμως που γίνεται από τον θεατή είναι μοναδική για τον καθένα. Ο καθένας παίρνει το δικό του «μήνυμα», ανάλογα με το τι έχει κρατήσει στο μυαλό του και στην ψυχή του για αυτή την ιστορία. Ο καθένας το προσεγγίζει από τον δικό του δρόμο και είναι πολύ σημαντικό, άνθρωποι με διαφορετική αφετηρία, διαφορετικής ηλικίας και μέσα από διαφορετικούς τρόπους να συναντιούνται με αφορμή ένα μνημείο.
Ηρακλής Κακαβάνης — Στέλιος Κανάκης — Γιώργος Μουσγάς
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ του Μάρκου Γεωργιλάκη
1986. Πτυχίο ΑΣΕΤΕΜ-ΣΕΛΕΤΕ
1992. Πτυχίο Γλυπτικής ΑΣΚΤ
1992. Edinburgh College of Art, υποτροφία Erasmus.
1994–96. Υποτροφία του μεταπτυχιακού προγράμματος του ΙΚΥ.
2008. Δημιούργησε την ταινία «Χαλκός και Φωτιά» (συνεργασία με την εκπαιδευτική τηλεόραση).
2010. Επιμελήθηκε την έκθεση «το Εργαστήριο Χαλκοχυτικής της ΑΣΚΤ» στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων.
2015. Συμμετείχε στο «Φεστιβάλ Υψηλών Θερμοκρασιών», Academy of Fine Arts and Design, Wroclaw, Πολωνία.
2016. Επιμελήθηκε την έκθεση «Ανθρωπογραφές η Έννοια του Εκμαγείου στην Τέχνη», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα. Την ίδια έκθεση επιμελήθηκε και στο «Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Μετεώρων», Μετέωρα.
Έχει πραγματοποιήσει εννέα ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές, έχει επίσης βραβευτεί σε πανελλήνιους καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς. Το 2018 απέσπασε το 1ο βραβείο σε διαγωνισμό του ΚΚΕ για το «μνημείο Μακρονήσου».
Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην ΑΣΚΤ.
Φωτογραφίες: Στέλιος Κανάκης