Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συνέντευξη με τον Μαρξ — Εντυπώσεις ενός θεατή

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Τελι­κά δεν υπάρ­χει  καλύ­τε­ρος τρό­πος να φέρει κανείς το στο­χα­σμό μιας άλλης επο­χής κοντά στο σημε­ρι­νό άνθρω­πο από τη δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νη μορ­φή του με τα επι­βλη­τι­κά εκφρα­στι­κά μέσα που αυτή δια­θέ­τει, μια και η διά­θε­ση για διά­βα­σμα περ­νά­ει μεγά­λη κρί­ση.  Σίγου­ρα ισχύ­ει αυτό, όταν πρό­κει­ται για σκέ­ψεις που βγά­ζουν στην επι­φά­νεια ξεκά­θα­ρες, αλλά γενι­κά απο­σιω­πη­μέ­νες και όχι σπά­νια κακο­ποι­η­μέ­νες ιστο­ρι­κές αλή­θειες οικου­με­νι­κού χαρα­κτή­ρα, ώστε να γίνουν ορα­τές για το σημε­ρι­νό θεατή/αναγνώστη με τρο­μα­κτι­κή πει­θώ.  Όλος ο στο­χα­σμός του Καρλ Μαρξ, βέβαια, έχει υπο­στεί και υφί­στα­ται μια εκστρα­τεία «σβη­σί­μα­τος» από τη συνεί­δη­ση του κόσμου. Αυτό ισχύ­ει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο για τα έργα του που ξεγυ­μνώ­νουν ανε­λέ­η­τα την πεμ­του­σία του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, όπως η πραγ­μα­τεία για την Παρι­σι­νή Κομ­μού­να υπό τον τίτλο «Ο εμφύ­λιος πόλε­μος στη Γαλ­λία», η οποία είναι και το αντι­κεί­με­νο της θεα­τρι­κής «συνέ­ντευ­ξης» που παί­ζε­ται αυτές τις μέρες στο θέα­τρο «Olvio».

Πράγ­μα­τι, οι ταξι­κοί αγώ­νες σε μια χώρα είναι ένας εμφύ­λιος πόλε­μος συγκρουό­με­νων συμ­φε­ρό­ντων των κοι­νω­νι­κών τάξε­ων. Καμία κοι­νω­νία διαι­ρε­μέ­νη σε τάξεις με αντί­θε­τα συμ­φέ­ρο­ντα γλι­τώ­νει απ’ αυτό τον «εμφύ­λιο πόλε­μο» που μπο­ρεί για πολύν και­ρό να είναι «ψυχρός», δηλα­δή να μην οδη­γεί σε μεγά­λες συγκρού­σεις, αλλά που μπο­ρεί και να πάρει τις δια­στά­σεις ενός αλη­θι­νού θερ­μού πολέ­μου. Αυτό έγι­νε στην περί­πτω­ση της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας, που απο­κά­λυ­ψε ωμά ότι μια αστι­κή τάξη (εδώ της Γαλ­λί­ας), όταν απει­λεί­ται η εξου­σία της από σοβα­ρή λαϊ­κή εξέ­γερ­ση, φτά­νει στο σημείο να καλέ­σει τη βοή­θεια της ανά­λο­γης τάξης μιας άλλης χώρας (εδώ η Γερ­μα­νία), παρ’ όλο που μόλις έχει ηττη­θεί οικτρά απ’ αυτή τη χώρα. Συμ­φω­νούν σ’ ένα: δεν θέλουν λαϊ­κές εργα­τι­κές επα­να­στά­σεις. Παρ’ όλο τον αντα­γω­νι­σμό μετα­ξύ τους, τους ενώ­νει το κοι­νό τους συμ­φέ­ρον ενά­ντια στα  συμ­φέ­ρο­ντα του λαού της εκά­στο­τε χώρας.

Σε τέτοια επί­και­ρα μηνύ­μα­τα στην εργα­σία του Μαρξ επι­κε­ντρώ­θη­κε η Ελέ­νη Ζαφει­ρί­ου, η οποία έκα­νε τη δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νη δια­σκευή του μαρ­ξι­κού πονή­μα­τος. Αυτά που είναι κεντρι­κά ζητή­μα­τα και για σήμε­ρα: ο ρόλος της βίας στην ιστο­ρία, για την οποία ακού­με συνε­χώς ότι «είναι κακή απ’ όπου κι αν προ­έρ­χε­ται» από το στό­μα μιας κοι­νω­νι­κής τάξης που ιστο­ρι­κά με τη βία ανέ­βη­κε στην εξου­σία και με τη βία κρα­τιέ­ται. Έπει­τα η έννοια της ενό­τη­τας του έθνους η οποία σε ταξι­κές κοι­νω­νί­ες είναι εντε­λώς ψευ­δε­πί­γρα­φη και που κι αυτή προ­βάλ­λε­ται κατά κόρον από  αυτούς που διχά­ζουν την κοι­νω­νία. Η συγ­γρα­φέ­ας έβγα­λε κι άλλες εννοιο­λο­γι­κές ενό­τη­τες από το έργο, οι οποί­ες εμφα­νί­ζο­νται με δυό, τρεις λέξεις φωτι­σμέ­νες σε σκού­ρο φόντο βοη­θώ­ντας τους θεα­τές να ακού­σουν το Μαρξ να μιλά­ει για αυτές «υπο­ψια­σμέ­νοι». Ο Αμε­ρι­κα­νός δημο­σιο­γρά­φος που ρωτά­ει το Μαρξ, δεν ήταν παρά μια σκιά με καθα­ρή φωνή πίσω από ένα παρα­βάν, η οποία κατά στιγ­μές έκα­νε κινή­σεις υπο­βλη­τι­κές σχε­τι­κά με το θέμα.

Μου­σι­κή (Ορέ­στης Ζαφει­ρί­ου) και σκη­νο­θε­σία (Κώστας Στα­μα­τό­που­λος) «συνερ­γά­στη­καν» σε πλή­ρη αρμο­νία συνο­δεύ­ο­ντας και  ενι­σχύ­ο­ντας  το λόγο του Μαρξ και πλά­θο­ντας την ατμό­σφαι­ρα εκεί­νων των ημε­ρών, στις οποί­ες οι ιδέ­ες μετα­τρά­πη­καν σε υλι­κή δύνα­μη, ενώ σε κάποια στιγ­μή οι από­μα­κροι τόνοι της Διε­θνούς έδω­σαν την οικου­με­νι­κή διά­στα­ση.  Και τελευ­ταίο, αλλά όχι το λιγό­τε­ρο, ο  Δημο­σθέ­νης Φίλιπ­πας κατά­φε­ρε να κατα­θέ­σει πει­στι­κά έναν Μαρξ παλ­λό­με­νο από ιστο­ρι­κό πάθος, ωστό­σο με οξυ­δερ­κέ­στα­τη αντί­λη­ψη των ιστο­ρι­κών στιγ­μών τη στιγ­μή που αυτές πραγ­μα­το­ποιού­νταν παίρ­νο­ντας σάρ­κα και οστά στο πρώ­το προ­λε­τα­ρια­κό κρά­τος στην ιστο­ρία, την Παρι­σι­νή Κομ­μού­να.   

vivlio mpelogiannis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο