Σαν σήμερα 10 Αυγούστου 1961 κάνει πρεμιέρα μετ’ εμποδίων η ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το όνειρο», λογοκριμένη και πετσοκομμένη. Οσο για τις σκηνές που κόπηκαν, κάηκαν στην πυρά! Και πάλι όμως, η ταινία, μια αριστερή ταινία, πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένη από την έξαρση της ανεργίας και της φτώχειας, εξαγρίωσε τη λογοκρισία της εποχής με την ωμά ρεαλιστική απεικόνιση των λαϊκών ανθρώπων που δίνουν το δικό τους «παρών», διεκδικώντας μια θέση στο όνειρο.
«Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι, ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα». Απαγορεύτηκε αυστηρά η προβολή της ταινίας στην επαρχία — ιδιαίτερα στις εθνικά ευαίσθητες περιοχές — ενώ στην Αθήνα η προβολή της συνοδεύτηκε από επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στις κινηματογραφικές αίθουσες και η παρακολούθησή της, ουσιαστικά, κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης.
Αρχές της δεκαετίας του ’60, στις φτωχότερες γειτονιές, μισό βήμα από το κέντρο της Αθήνας. Φτώχεια, οικονομική εξαθλίωση για το λαό και κύματα μετανάστευσης προς τα εργασιακά δυτικοευρωπαϊκά σκλαβοπάζαρα. Συντριπτικός ο αριθμός των ανέργων και των μισοανέργων που επιβιώνουν — αν επιβιώνουν — όπως όπως και των απόρων … Την εποχή που η Ελλάδα συνδέεται με την ΕΟΚ, λειτουργούν ακόμα στρατοδικεία, υπάρχει πλήθος φυλακισμένων πολιτικών κρατούμενων και εξόριστων και εξακολουθούν αμείωτες οι συλλήψεις και οι παντός είδους διώξεις των κομμουνιστών, ενώ τελούσε σε ισχύ το καθεστώς των «έκτακτων μέτρων» και οι δεξιές εφημερίδες της εποχής αρθρογραφούσαν εκβιαστικά υπέρ του μονοκομματισμού και σε περίπτωση αποτυχίας του «άλλος δρόμος από την δικτατορία δεν υπάρχει». Εγκλωβισμένοι σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, κινούνται οι χαρακτήρες της αριστουργηματικής ταινίας του Αλέκου Αλεξανδράκη, πνιγμένης στην εμπνευσμένη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
Μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, ο Ασύρματος, ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Ανω Πετράλωνα, είναι το κέντρο του κόσμου για τους ανθρώπους που ζουν εκεί, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια και την ανέχεια. Θέλουν να αλλάξουν τη ζωή τους, προσπαθούν να οικειοποιηθούν τις αγοραίες αρχές της κοινωνίας των δωσίλογων νικητών, αλλά τους είναι αδύνατον να μετακινηθούν από τις δικές τους αξίες και την ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια, τόσο βαθιά ριζωμένες μέσα τους… γι’ αυτό και φτωχοί και άμοιροι!
Ανάμεσά τους ο Ρίκος (Αλεξανδράκης), πρώην κατάδικος, νυν μικροκομπιναδόρος, αλλά με καλή καρδιά. Η αγαπημένη του Στεφανία ( Αλίκη Γεωργούλη ), που φλερτάρει με πλούσιους και με την ιδέα να ξεφύγει μια και καλή από τη φτωχογειτονιά. Ο ασκητικός «Νεκροθάφτης» ( Μάνος Κατράκης ), που σέρνεται ενώ προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον εφιαλτικό, όπου ακούς μωρά να κλαίνε και επιθετικές γυναίκες να φωνάζουν. Μια τουαλέτα και ένα τηλέφωνο υπάρχουν για ολόκληρη την περιοχή.
Ο Ρίκος, η αγαπημένη του και ο αδερφός της, ηττημένοι και απογοητευμένοι εξαιτίας των προσδοκιών που δεν ευοδώθηκαν ποτέ, θα αναγκαστούν να συμβιβαστούν με την ωμή πραγματικότητα.
Οι συντελεστές της ταινίας δίνουν στην ταινία μια ανώτερη καλλιτεχνική ποιότητα, είτε πρόκειται για τον τομέα της μουσικής, είτε για το σενάριο το οποίο συνυπογράφουν δύο σπουδαίοι λογοτέχνες της εποχής, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και ο συγγραφέας Κώστας Κοτζιάς, είτε πρόκειται για το εξαιρετικό καστ, που ανάμεσά τους λάμπει η εκπληκτική ερμηνεία του αείμνηστου Μάνου Κατράκη: Αλέκος Αλεξανδράκης, Αλίκη Γεωργούλη, Αλέκα Παΐζη, Αθανασία Μουστάκα, Σαπφώ Νοταρά, Γιάννα Ολυμπίου, Βασίλης Ανδρονίδης, Θανάσης Μυλωνάς, κ.ά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης φτιάχνει εδώ εξαιρετικές μελωδίες, που έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μας, ενώ την ερμηνεία τους ανέλαβε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με την αυθεντική λαϊκή φωνή του και τη δραματικότητά του, περιγράφει το σπαραγμό αυτών των ανθρώπων. Το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες λαϊκές στιγμές στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
«Αυτοί που αποτελέσαμε την ομάδα της “Συνοικίας” δεν ξεκινήσαμε τυχαία — ούτε σμίξαμε τυχαία για να καταπιαστούμε με μια δουλειά τόσο δημιουργική και υπεύθυνη. Μας έφεραν κοντά, πάνω απ’ όλα, τα κοινά ιδανικά μας, οι κοινοί μας στόχοι, η πίστη του ενός στον άλλον και πρωταρχικά η συναίσθηση πως έχουμε όλοι μας την υποχρέωση να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στην ελληνική κινηματογραφία, ξεκόβοντας πια από τις ανούσιες υπηρεσίες που της προσφέραμε, οι περισσότεροί μας, από πολλά χρόνια, ως πριν λίγους μήνες ακόμα. Ολοι μας πιστέψαμε σε κάτι βασικό: Στο θετικό αποτέλεσμα που θα έβγαινε απ’ τη δουλειά του συνόλου. Φυσικά, υπήρχαν οι προσωπικές φιλοδοξίες, για να υπηρετήσουν, όμως, την ίδια την προσπάθεια και μέσα από το αποτέλεσμα να γίνει η ατομική προβολή του καθενός μας», έγραφε η ηθοποιός στην στην «Επιθεώρηση Τέχνης».
Καθώς οι βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ταινίας δεν έπαψαν ποτέ να είναι το κεφάλαιο, το θέμα και το έμψυχο υλικό, οι σεναριογράφοι Κώστας Κοτζιάς και Τάσος Λειβαδίτης άφησαν για τέσσερις μήνες κάθε άλλη δουλειά τους, ο Αλεξανδράκης σταμάτησε τις ως τότε επικερδείς κινηματογραφικές εμφανίσεις του, ο Τάσος Ζωγράφος άρχισε να προετοιμάζει τα ντεκόρ. Οσο για τη Γεωργούλη, παράλληλα με τους ρόλους της πρωταγωνίστριας και της διευθύντριας παραγωγής, ανέλαβε και καθήκοντα φροντιστή. « Είχα βγάλει έναν κατάλογο από πάρα πολλά μεταχειρισμένα και φθαρμένα ρούχα, σκεύη και έπιπλα που ήταν αδύνατον να βρεθούν αλλού εκτός από τα ίδια τα σπίτια του συνοικισμού». « Η ποδιά με τα 100 μπαλώματα πάνω στα 100 άλλα μπαλώματα που φορά η Σαπφώ Νοταρά αποτελούσε το αναγκαίο υλικό για να δοθεί ο επιζητούμενος ρεαλισμός» («Επιθεώρηση Τέχνης»).
(Το κείμενο στηρίχτηκε σε δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη και πληροφορίες από το ΒΗΜΑ)