Γράφει ο Γιώργος Τζιάς //
Ξέρετε πως είναι το συναίσθημα να νιώθεις στα εξήντα πέντε σου ότι βρίσκεσαι και πάλι στις κρύες ψηλοτάβανες αίθουσες του σχολείου με τα χέρια παγωμένα και γεμάτα χιονίστρες και ξαφνικά από το στόμα της καθηγήτριας να ξεχύνεται ένας μεστός καθάριος λόγος, μια εικόνα που σε προτρέπει να σηκωθείς, να εξαϋλωθείς και ν’ απαγκιάσεις εκστασιασμένος στις παρυφές ενός καινούργιου, ενός διαφορετικού κόσμου;
Αυτό το συναίσθημα ένοιωσα έντονα στην πρώτη ανάγνωση του βιβλίου που πρωτοπαρουσιάζεται σήμερα εδώ.
Γιατί το καινούργιο πόνημα της Σοφίας Μπαρδάνη-Σημαντήρη Συν-ομιλίες είναι ακριβώς αυτό:
Είναι η ανάγκη του εκπαιδευτικού, το πάθος του Δασκάλου να μεταλαμπαδεύσει στο ακροατήριο του τα μυστικά, τις ομορφιές, το μεγαλείο, τους προβληματισμούς, τους οραματισμούς αλλά και την επί μέρους τεχνική του έμμετρου και του πεζού λόγου μέσα από το έργο κορυφαίων Ελλήνων δημιουργών.
Μια ανάγκη που συνοδευόμενη από προσωπικές διαχρονικές σταθερές, από την διάθεση για προσφορά σε συνδυασμό με πολύχρονη στις αίθουσες εμπειρία, γίνεται εκ των πραγμάτων για τον διδάσκοντα βιωματική λειτουργία.
«…Κι αργότερα στις αίθουσες διδασκαλίας μάθαινα ξανά τον κόσμο στα μάτια των εφήβων μαθητών μου και ταξίδεψα μαζί τους σ’ έναν κόσμο δικό τους, μαγεμένο, σε μια άλλη γη ειρηνική, σ’ έναν άλλο ουρανό…», όπως η ίδια η συγγραφέας, προς επιβεβαίωση αυτών ομολογεί.
Και η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τον ευρηματικό τίτλο της έκδοσης: Συν-ομιλίες. Συν δηλαδή επί πλέον και ομιλίες. Μια σκόπιμη σύνθεση που αποκαλύπτει την διαρκή προς τις λέξεις, τον λόγο καθώς και τα παράγωγα αυτού λατρεία της συγγραφέως.
Η επιλογή των δέκα εννέα συνομιλητών της συναδέλφου μας στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να χαρακτηρισθεί. Έχω τη γνώμη ότι βασανίσθηκε αρκετά γιατί η λογοτεχνική μας φαρέτρα εκτός του ότι είναι πάντοτε γεμάτη, εμπλουτίζεται με καινούργιους αξιόλογους λογοτέχνες καθημερινά.
Η Σοφία Μπαρδάνη στις Συν-ομιλίες δεν αρκείται στην παρουσίαση της ιδιαίτερης τεχνικής, του προσωπικού στυλ, του λογοτεχνικού ύφους των παρουσιαζόμενων στο βιβλίο της δημιουργών. Δεν αρκείται στην εκ του ταλέντου τους αναβλύζουσα ικανότητα στη σύνθεση και ανάδειξη λέξεων και προτάσεων, όσο κι αν αυτή σε μερικούς είναι πρωτοπόρος και λειτουργεί ακόμα και ως πρότυπο για αρκετούς νεότερους λογοτέχνες. Δεν ικανοποιείται μ’ αυτό γιατί κατά την γνώμη μου επιδιώκει βαθύτερη αναζήτηση.
Ενεργός εδώ και δεκαετίες πολίτης η συγγραφέας αναζητά με ιδιαίτερα διακριτικό τρόπο το βάθος της γραφής των δημιουργών. Αναζητά την δεύτερη, την δυσανάγνωστη πολλές φορές ανάγνωση. Αναζητά βαθύτερα, ίσως και επιμελώς κρυμμένα νοήματα-μηνύματα. Νοήματα που εκπροσωπούν, που εκφράζουν και που αντανακλούν μέρος των δικών της αρχειακών αξιών. Αξίες που επικεντρώνονται στην ίδια τη φύση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος, την αναγκαιότητα της ύπαρξης του, τις ανησυχίες του, τις αναζητήσεις του έστω και τις μεταφυσικές. Αναζητά στο έργο των «συνομιλητών» της τον ίδιο τον άνθρωπο ως την κορωνίδα της ζώσας πραγματικότητας.
«… Κι ύστερα με μάγεψαν ιδέες και πιστεύω, που ακόμα μ’ ακολουθούνε, ιδέες και πιστεύω για μια άλλη ελπίδα, για μια πατρίδα και μια ανθρωπότητα κυβερνημένες από αγάπη, ειρήνη, ισότητα, δικαιοσύνη και ξεκίνησε το ταξίδι…»
Αναφέρει η ίδια μεταξύ άλλων και προς επιβεβαίωση των παραπάνω διαπιστώσεων, στο αρχικό σημείωμα της έκδοσης και κάτω από το ερώτημα: «Τι είναι ποίηση;».
Και μια και η συγγραφέας θέτει εξ αρχής το ερώτημα επιτρέψτε μου κυρίες και κύριοι να προσθέσω προς επιβεβαίωση των απόψεων της και τον δικό μου προσωπικό προβληματισμό.
Ποίηση είναι η αντανάκλαση της πραγματικότητας. Της όποιας πραγματικότητας. Υπαρκτής ή νοητής, σύμφωνα με την εικόνα για τον κόσμο που έχει στο μυαλό και το υποσυνείδητο του ο κάθε δημιουργός.
Πιστεύω επίσης πως κάθε εποχή ανεξάρτητα με την όπια έξαρση της βαρβαρότητας, τις όποιες αντιξοότητες είναι το ίδιο ποιητική, τουλάχιστον υπό την έννοια της ποιητικής σύλληψης και βίωσης του ποιητικού φαινομένου. Και μάλιστα όσο πιο τραχιά είναι η ζωή, τόσο πιο αδήριτη αναφαίνεται η ανάγκη για ποίηση, για ποιητικότητα, δηλαδή για καταβύθιση, για αναθεώρηση του κόσμου και αναδημιουργία. Η ποίηση στέκει εκεί πάντα για να μας δείχνει ολοκάθαρα τον κόσμο κι ύστερα να τον συμπληρώνει, να αναδεικνύει την ομορφιά του, να απαλύνει την ασχήμια του, να σπέρνει ιδέες και προβληματισμούς για την ύπαρξη αλλά και την προοπτική του.
Ο ρόλος της ποίησης είναι να αποκρυσταλλώσει μια αέναα μετακινούμενη και αναδιαμορφωνόμενη πραγματικότητα. Για να το κάνει αυτό πρέπει πιθανόν για μια στιγμή να παγώσει τον και τον ίδιο χρόνο. Προφανώς αυτό δεν είναι εύκολο και ούτε πάντα εφικτό. Γι αυτό όποιος σήμερα στρέφεται στην ποιητική γραφή ή την αναδεικνύει όπως η Σοφία Μπαρδάνη-Σημαντήρη στις Συν-ομιλίες της, πιο πολύ παρά ποτέ επιχειρεί μια επαναστατική με την ευρεία της πάντοτε έννοια, πράξη.
Διαβάζοντας τις Συν-ομολίες της συγγραφέως κλήθηκα να απαντήσω στο ουσιώδες ερώτημα που θέτει κάθε αναγνώστης προσπαθώντας να ανακαλύψει τις μύχιες σκέψεις του δημιουργού μέσα στο συγκεκριμένο πόνημα του. Να προσπαθήσω δηλαδή να διαβάσω πίσω από τις τυπωμένες γραμμές. Ομολογώ ότι αυτή η προσπάθεια δεν είναι εύκολη και ενέχει τον κίνδυνο λάθους γιατί η κρίση του ομιλούντος, όπως και η κρίση κάθε αναγνώστη είναι πρωτίστως υποκειμενική. Παρά ταύτα αυτή μου την κρίση-άποψη, θα τολμήσω να την διατυπώσω δημόσια.
Η Σοφία Μπαρδάνη-Σημαντήρη καταξιωμένη λογοτέχνης είναι ταυτόχρονα ένα κοινωνικά και με την ευρεία έννοια καταξιωμένο άτομο. Ένας ενεργός με την πραγματική σημασία πολίτης. Ένας άνθρωπος με «άποψη», μια γυναίκα με πολιτική αντίληψη. Το μαρτυρά η πολύχρονη συμμετοχή της στα προεδρεία των συνδικαλιστικών φορέων του χώρου της, η συμμετοχή της σε συνέδρια, κινητοποιήσεις, ακόμα και εδώ ως μέλος της επιτροπής κρίσης νέων μελών της εταιρείας μας.
Πρόκειται δηλαδή για άτομο που ο ανθρωποκεντρικός χαραχτήρας της σκέψης του προσδιορίζει την καθημερινή έκφραση της ύπαρξης του. Άρα η όπια πνευματική της αναζήτηση δεν κινείται στο χώρο του αφηρημένου ιδεατού, του μεταφυσικού αλλά στον υπαρκτό πραγματικό κόσμο με ότι αυτός εμφανίζει, αλλά και κρύβει στην ανισότητα του.
«…Εκείνο που ξέρω καλά, είναι πως θησαύρισα τον νου και την ψυχή μου χρόνια πριν και μέχρι σήμερα, με φωνές μουσικές, ήχους του βιολιού και του λαούτου, με την πατρώα λαλιά αρχαιοπρεπή, ομηρική, μουσική και τον λόγο τον ποιητικό στην καθ’ ημέραν ομιλίας μας…» Από τον πρόλογο της έκδοσης προς επιβεβαίωση των γραφομένων.
Αυτό λοιπόν, αυτό ακριβώς αναζητά στις Συν-ομιλίες της η Δασκάλα, η λογοτέχνης, η ενεργός πολίτης, ο άνθρωπος της πρώτης γραμμής. Συνομίλησε με μαστόρους του πνεύματος (ζώντες και νεκρούς), πλησίασε το έργο τους από την ίδια, κοινή για όλους αφετηρία. Έκρινε και διατύπωσε άποψη αναζητώντας στους συνομιλητές της λογοτέχνες το δικό της σύστημα αξιών. Με σαφή-συγκεκριμμένη από την πλευρά της οπτική γωνία. Αναζήτησε δηλαδή τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του έργου τους. Τα στοιχεία εκείνα και τα χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν στη δική της προσωπική, κοινωνική και λογοτεχνική κουλτούρα.
Αυτόν κατά την άποψη μου, τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα ανέδειξε στο πόνημα της. Επιτυχώς. Με διακριτικότητα, με σεβασμό, με σεμνότητα. Όπως ακριβώς συνάδει με τις αρχές και τις αξίες του λογοτεχνικού ύφους.
Πιθανόν κάποιος να προσθαφαιρούσε ονόματα λογοτεχνών από την πλειάδα των καταξιωμένων που κοσμούν την πλούσια λογοτεχνική μας παράδοση. Πιθανόν επίσης να χρειάζονταν ένας πιο ισομερής καταμερισμός μεταξύ εμμέτρου (που κυριαρχεί στην έκδοση) και πεζού λόγου. Εξαρτάται από τις ιδιαίτερες προτιμήσεις, πράγμα θεμιτό του κάθε μελετητή-δημιουργού. Το συμπέρασμα, η κεντρική ιδέα της έκδοσης δεν παύει να παραμένει η ίδια.