Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Σχεδία Μνήμης» ή πως το νερό μπήκε στο αυλάκι

Γρά­φει ο Σίμος Ανδρο­νί­δης* //

Η νέα σει­ρά διη­γη­μά­των του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα, έχει τίτλο ‘Σχε­δία Μνή­μης’.   Και τι μπο­ρεί σημαί­νει ‘Σχε­δία’ Μνή­μης; Ποια μπο­ρεί να είναι το νόη­μα μίας σει­ράς διη­γη­μά­των με τον τίτλο ‘Σχε­δία’ Μνή­μης; Ο ίδιος ο τίτλος του βιβλί­ου περι­κλεί­ει και ενσω­μα­τώ­νει οργα­νι­κά στά­σεις, αξί­ες και νοή­μα­τα που συμπυ­κνώ­νουν και νοη­μα­το­δο­τούν την ίδια την ζωή. Μία ζωή, που μέσω της καθη­με­ρι­νής της «απο­τύ­πω­σης»,  «καθα­γιά­ζε­ται» στο πεδίο του συλ­λο­γι­κού «πράτ­τειν», και πάνω απ’ όλα, στο πεδίο της «ζώσας» μνή­μης. Η ‘Σχε­δία’ Μνή­μης περι­λαμ­βά­νει μικρά και γεμά­τα από νοή­μα­τα «λογο­τε­χνι­κά» δια­μα­ντά­κια τα οποία τέμνουν και ανα­τέ­μνουν ταυ­τό­χρο­να το κοι­νω­νι­κό αλλά και πολι­τι­κό γίγνεσθαι.

XatzikostasΛάτρης της μικρής φόρ­μας, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας κομί­ζει ιδέ­ες, μηνύ­μα­τα, έννοιες, τις ιστο­ρί­ες του χθες και του τώρα, ανα­δια­τάσ­σο­ντας ταυ­τό­χρο­να τον λογο­τε­χνι­κό λόγο που μετα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε βίω­μα ζωής. Δίχως να αφί­στα­ται των θεμε­λιω­δών πρά­ξε­ων της λογο­τε­χνί­ας, ο συγ­γρα­φέ­ας ‘μπο­λιά­ζει’ την λογο­τε­χνία με τις εκφάν­σεις-εκφρά­σεις ενός βίου καθη­με­ρι­νού και ατε­λεύ­τη­του, που συρ­ρι­κνώ­νε­ται και «μάχε­ται» καθη­με­ρι­νά, που συντρί­βε­ται στις μυλό­πε­τρες των δια­ψεύ­σε­ων, αλλά παρό­λα αυτά, προ­χω­ρεί και συνε­χί­ζει. Η ‘Σχε­δία Μνή­μης’ εντάσ­σε­ται στο είδος της μαχό­με­νης λογο­τε­χνί­ας, της λογο­τε­χνί­ας που δεν ωραιο­ποιεί πρό­σω­πα, γεγο­νό­τα και κατα­στά­σεις, αλλά αντι­θέ­τως, τοπο­θε­τεί στο βάθρο της «ανά­λυ­σης» της δοσμέ­νη υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα η οποία μετου­σιώ­νε­ται είτε σε δρά­ση είτε σε παραί­τη­ση, είτε σε κίνη­ση προς τα εμπρός είτε σε εφη­συ­χα­σμό, περι­κλεί­ο­ντας και συγκρο­τώ­ντας το δίπο­λο: νίκη-ήττα.

Στη ‘Σχε­δία Μνή­μης’ ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­με­τρά­ται με το ιστο­ρι­κό πεδίο, με τις όψεις των ποι­κί­λων και από τα πάνω παρεμ­βά­σε­ων, επι­διώ­κο­ντας, όχι απλά να διη­γη­θεί μία ιστο­ρία αλλά κύρια να της προσ­δώ­σει τις προ­σλαμ­βά­νου­σες ενός ‘χώρου’ και ενός ‘χρό­νου’ που υπερ­προσ­διο­ρί­ζο­νται από  την ίδια την ιστο­ρία που ‘γεν­νά’ η οικο­νο­μι­κή κρί­ση. Οι ιστο­ρί­ες που παρα­θέ­τει λει­τουρ­γούν ως «αντη­χείο»  των συναι­σθη­μά­των που γεν­νά η διά­ψευ­ση των ελπί­δων, η επέ­λα­ση μίας εξου­σί­ας σκλη­ρής και αδυ­σώ­πη­της, ο έρω­τας που βιώ­νε­ται άλλο­τε ως ύψι­στη συνε­νο­χή των ερα­στών στο ανεί­πω­το, άλλο­τε ως «κεραία» πρό­σλη­ψης μίας επο­χής, ταραγ­μέ­νης και έντο­νης, άλλο­τε ως απώ­λεια που ισο­δυ­να­μεί με το Χ του θανάτου.

Κάθε λογο­τε­χνι­κή από­πει­ρα στην επο­χή της κρί­σης, σημα­το­δο­τεί μία προ­σπά­θεια ερμη­νεί­ας και ανα­νοη­μα­το­δό­τη­σης της. Και αυτό ακρι­βώς επι­χει­ρεί και η ‘Σχε­δία Μνή­μης’ του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα. Να τοπο­θε­τη­θεί στο περι­βάλ­λον της κρί­σης, δια­μέ­σου της επί­κλη­σης της συν­θή­κης (πολι­τι­κή στρά­τευ­ση του συγ­γρα­φέα) που ‘γεν­νά’ την κρί­ση. Η ‘Σχε­δία Μνή­μης’ είναι η λογο­τε­χνία του σήμε­ρα, η λογο­τε­χνία που εκκι­νεί από την αφε­τη­ρία του τώρα με στό­χο να νοη­μα­το­δο­τή­σει το παρελ­θόν και να αλλά­ξει το μέλ­λον. Όπως γρά­φει και η Pascale Casanova: «Αυτό ωστό­σο δεν θα πρέ­πει να γίνει αιτία να ξεχά­σου­με ότι, θέλο­ντας να εξη­γή­σου­με ένα σύμπαν τόσο τερά­στιας πολυ­πλο­κό­τη­τας, χρειά­στη­κε να εγκα­τα­λεί­ψου­με κάθε συνή­θεια που συν­δέ­ε­ται με ιστο­ρι­κές, γλωσ­σι­κές ή πολι­τι­σμι­κές ειδι­κεύ­σεις, κάθε διαί­ρε­ση σε γνω­στι­κούς κλά­δους-που εν μέρει δικαιο­λο­γούν τη διαι­ρε­μέ­νη θεώ­ρη­ση μας του κόσμου‑, διό­τι μόνο αυτή η παρα­βί­α­ση μας επι­τρέ­πει να σκε­φτού­με έξω από τα επι­βε­βλη­μέ­να πλαί­σια και να συλ­λά­βου­με το χώρο της λογο­τε­χνί­ας σαν μια ολι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».[1]

Και η ‘Σχε­δία Μνή­μης’ συγκρο­τεί τη δική της «ολι­κή» πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στο «χώρο» όπου η επι­τε­λεί­ται η λει­τουρ­γία της σύν­θε­σης, της συνύ­φαν­σης της πορεί­ας και της συγ­γρα­φι­κής από­πει­ρας του συγ­γρα­φέα με το  ‘βλέμ­μα’ και την ‘παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα’ του καθη­με­ρι­νού κόσμου. Αυτή είναι η λογο­τε­χνία των κατα­πιε­σμέ­νων  του χαλε­πού και­ρού μας.

 

[1] Βλ. σχε­τι­κά, Casanova Pascale, ‘H παγκό­σμια πολι­τεία των γραμ­μά­των’, Μετά­φρα­ση: Γιαν­νο­πού­λου Έφη, Εκδό­σεις Πατά­κη, Αθή­να, 2011, σελ. 25–26.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο