Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σχολείο – Το πρώτο αίμα

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Καταρ­χάς δεν υπήρ­χε αίμα (παρά μόνο αν σκά­λι­ζες τη μύτη σου), για­τί δεν ήταν ακρι­βώς η παρ­θε­νι­κή φορά. Είχαν προη­γη­θεί ο παι­δι­κός σταθ­μός και το νηπια­γω­γείο, που σε προ­ε­τοί­μα­ζαν, άλλο αν κάποιοι παρα­μέ­νουν εσα­εί (στα) μεγά­λα νήπια, ιδί­ως στην πολι­τι­κή τους συμπεριφορά.

Κατά δεύ­τε­ρον, η προ­ε­τοι­μα­σία του Ράμπο, όπου παρα­πέ­μπει και ο τίτλος, με το μαχαί­ρι και την κορ­δέ­λα, καθώς παί­ζει η μου­σι­κή, δεν είναι τίπο­τα μπρο­στά στη γενι­κή παγκι­νη­το­ποί­η­ση που έχει ένα σπί­τι, κάθε πρωί, και σε όσα πρέ­πει να θυμη­θεί να πάρει μαζί του ένας μαθη­τής. Κι αν ξεχά­σει κάτι, ακού­ει το τόσο κλι­σέ (μη) αστείο «το παντε­λό­νι σου ξέχα­σες να το πάρεις σήμε­ρα;». Που πρέ­πει να έχει κατα­χω­ρι­σθεί σε κάποιο εγχει­ρί­διο προ­ε­τοι­μα­σί­ας των δασκά­λων και σου το λένε όλοι.

Κι όταν με το καλό φτά­σεις στο τέλος του εξε­τα­στι­κού λαβύ­ριν­θου του Λυκεί­ου, νιώ­θεις κι εσύ σα βετε­ρά­νος του Βιετ­νάμ, που πάλε­ψες μόνος ενα­ντί­ον όλων –για­τί πρέ­πει να μάθεις να βλέ­πεις το συμ­μα­θη­τή σου ως αντα­γω­νι­στή σου.

Κι αν όλα αυτά φαί­νο­νται κάπως ‘μοβό­ρι­κα, σκέ­ψου πως τα σχο­λεία ανοί­γουν συνή­θως την 11η Σεπτέμ­βρη, τη μέρα που (δεν) άλλα­ξε τον κόσμο των Αμε­ρι­κα­νών και που ο Αγιέ­ντε έπε­φτε (νεκρός) από τη χού­ντα του Πινο­σέτ. Ηθι­κό δίδαγ­μα; Στο σχο­λείο δεν μπο­ρείς να πας με το σταυ­ρό στο χέρι, χωρίς αντι­γρα­φή, απο­στή­θι­ση, φρο­ντι­στή­ριο, ιδιαί­τε­ρα ή κάποια άλλη εκδο­χή της παρα­παι­δεί­ας –που καλύ­πτει τα κενά που αφή­νει επι­με­λώς το δημό­σιο και κατα­λή­γει να γίνει κάτι σαν… (παρα)κράτος εν κρά­τει- για­τί θα την πατή­σεις σαν τον Αγιέντε.

Από μια άλλη άπο­ψη, η πρώ­τη μέρα στο σχο­λείο είναι σαν την πρώ­τη μέρα του χρό­νου και τις υπο­σχέ­σεις που δίνου­με στον εαυ­τό μας εν όψει της νέας χρο­νιάς. Θα είμαι επι­με­λής, θα κρα­τάω σημειώ­σεις σε όλα τα μαθή­μα­τα, θα προ­σέ­χω σαν και­νού­ρια τα βιβλία μου, κτλ. Οι πιο πολ­λοί τα παρα­τά­νε την πρώ­τη βδο­μά­δα –άντε κάποιοι να κρα­τή­σουν ως την πρώ­τη παρέ­λα­ση, όπως λένε για τους προπονητές.

Από τη δική μου πρώ­τη μέρα στο δημο­τι­κό, δε θυμά­μαι τόσο τα συναι­σθή­μα­τα όταν πήγαι­να, αλλά τη βαρε­ά­ρα όταν έφευ­γα και τρα­βού­σα από το χέρι τη μητέ­ρα μου, που ήταν εκπαι­δευ­τι­κός κι ήθε­λε ανα­λυ­τι­κή ανα­φο­ρά, πώς τα πήγε το παι­δί, από τη συνά­δελ­φό της. Που ακό­μα κι αν ήταν αθλη­τι­κός συντά­κτης, δε θα μπο­ρού­σε να κρα­τή­σει από την πρώ­τη μέρα ανα­λυ­τι­κές σημειώ­σεις για την κρι­τι­κή κάθε παί­κτη ξεχωριστά.

Τα επό­με­να χρό­νια είχαν πολ­λά, ανα­λυ­τι­κά ρεπορ­τάζ κι ακό­μα περισ­σό­τε­ρο τρέ­ξι­μο, αθλο­παι­διές, σκι­σμέ­νες φόρ­μες στα γόνα­τα, ιδρω­μέ­νες φανέ­λες και παι­χνί­δι με κάθε μέσο, εντός κι εκτός τάξης: μπά­λες, μπα­λά­κια, μπα­λό­νια, τρε­λο­μπα­λά­κια, μπα­λά­κια από αλου­μι­νό­χαρ­το, καπά­κια στι­λό, κου­κου­νά­ρια και κου­τά­κια ή μπου­κά­λια ανα­ψυ­κτι­κών. Γενι­κώς ό,τι μπο­ρεί να χωρέ­σει ο νους σου. Κι η φαντα­σία ενός παι­διού χωρά­ει σχε­δόν τα πάντα, εκτός από τη μανία των μεγά­λων να του μειώ­νουν τα δια­λείμ­μα­τα και τις ώρες γυμνα­στι­κής στο σχο­λείο, να του παίρ­νουν τις μπά­λες για να μη χτυ­πή­σει και να το αφή­νουν θηρίο στο κλου­βί, να βρά­ζει στο ζου­μί του. Ώσπου τελι­κά να βαρε­θεί και να συμ­βι­βα­στεί στο ρόλο του αγύ­μνα­στου τεμπέ­λη, για τον οποίο προ­ο­ρί­ζε­ται, και να εκπλη­ρω­θεί έτσι ένας βασι­κός εκπαι­δευ­τι­κός στό­χος του συστή­μα­τος, που θέλει το ακρι­βώς αντί­θε­το από το «νους υγι­ής εν σώμα­τι υγιή».

Ο άλλος βασι­κός σκο­πός του είναι η παπα­γα­λία κι η απο­στή­θι­ση εις βάρος της συν­θε­τι­κής ικα­νό­τη­τας και της κρι­τι­κής σκέ­ψης. Θυμά­μαι πχ πόσο δυσκο­λεύ­τη­κα να χωνέ­ψω την ιδέα πως έπρε­πε να μαθαί­νου­με απέ­ξω τι λέει πχ το βιβλίο των θρη­σκευ­τι­κών της Τρί­της δημο­τι­κού. Και δεν άλλα­ξα γνώ­μη, όταν οι γονείς μου προ­σπά­θη­σαν να με πεί­σουν να το δω σαν ένα δια­σκε­δα­στι­κό παρα­μυ­θά­κι: παίρ­νει, που λες, «χραπ!» μια χού­φτα από τα πλευ­ρά, κάνει «φου» με τη πνοή Του κι έτσι, μας λένε, πως έγι­νε η ζωή και ζήσα­νε αυτοί καλύ­τε­ρα. Αυτή παρε­μπι­πτό­ντως ήταν η πρώ­τη σοβα­ρή εσω­τε­ρι­κή σύγκρου­ση μέσα μου, μετα­ξύ δύο αυθε­ντιών: των γονιών και της δασκά­λας, που ήταν αλάν­θα­στοι και είχα­νε πάντα δίκιο –και δεν άργη­σε να λυθεί τελι­κά εις βάρος και των δύο.

Το δημο­τι­κό πάντως το θυμά­μαι κάπως σαν τη χρυ­σή επο­χή των μαθη­τι­κών μου χρό­νων και σαν τις ιστο­ρί­ες του Μικρού Νικό­λα (Γκο­σι­νί) με την παρέα της τάξης του. Αθώ­ες επο­χές, όπου μπο­ρού­σα­με να σβή­σου­με ακό­μα τα λάθη μας με τη σβή­στρα, και δε μας απα­σχο­λού­σαν σοβα­ρά κι άλυ­τα προ­βλή­μα­τα, όπως το να βρου­με δου­λειά και σύντρο­φο από το άλλο φύλο. Αλλά και πιο ένδο­ξες, υπο­ψια­σμέ­νες επο­χές, όπου γίνο­νταν ακό­μα μαζι­κές συνε­λεύ­σεις γονέ­ων και κηδε­μό­νων κι είχα­με ακό­μα κάποια από τα «προ­ο­δευ­τι­κά» βιβλία της Αλλα­γής (εντός εισα­γω­γι­κών, αλλά πραγ­μα­τι­κή όαση σε σχέ­ση με όσα προη­γή­θη­καν κι ακο­λού­θη­σαν). Ενώ ο δάσκα­λος μπο­ρού­σε να πάρει πρω­το­βου­λί­ες, να οργα­νώ­σει δρα­στη­ριό­τη­τες ή να φέρει ένα εξω­σχο­λι­κό βιβλίο, χωρίς να τον κυνη­γά­νε τα ασφυ­κτι­κά όρια ενός αυστη­ρού χρο­νο­δια­γράμ­μα­τος, που έπρε­πε να φέρει εις πέρας.

Κι ο εκφο­βι­σμός; Το λεγό­με­νο bullying; Μα δεν υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρος τρα­μπου­κι­σμός από το να είσαι στο περι­θώ­ριο της κοι­νω­νί­ας και να φέρε­σαι επι­θε­τι­κά σε όλους, για­τί πιστεύ­εις πως αυτός είναι ο μόνος τρό­πος, για να επι­βιώ­σεις. Και δεν υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρος φόβος από το ότι οι κόποι μιας ζωής θα πάνε χαμέ­νοι κι ότι θα μεί­νεις με ένα άχρη­στο χαρ­τί, χωρίς κανέ­να αντίκρισμα.

Ακό­μα κι έτσι όμως, παρά το σύστη­μα διδα­σκα­λί­ας (που δεν είναι παρά η διδα­σκα­λία του συστή­μα­τος, όπως λέει ένα σύν­θη­μα στους τοί­χους), παρά τα μεγά­λα κενά σε βιβλία και δασκά­λους, τα αόρα­τα ταξι­κά τεί­χη για τα παι­διά στις λαϊ­κές γει­τοι­νιές κι όσα άλλα αρνη­τι­κά μπο­ρεί να απα­ριθ­μή­σει κανείς, παρό­λα όσα κάνουν τα περισ­σό­τε­ρα παι­διά να «μισούν» το σχο­λείο και να χαί­ρο­νται κάθε φορά που το βρί­σκουν κλει­στό, αυτό παρα­μέ­νει μια ανε­ξά­ντλη­τη πηγή. Μια μεγά­λη δεξα­με­νή εμπει­ριών, παρα­στά­σε­ων, φίλων, ερω­τι­κών σκιρ­τη­μά­των, ερε­θι­σμά­των, συναι­σθη­μά­των, γνώ­σε­ων, καλ­λιέρ­γειας και όλων των χρω­μά­των της ζωής. Όλων όσων ανοί­γουν τους ορί­ζο­ντές μας, κάνουν την καρ­διά και το νου να πάλ­λο­νται και μας κάνουν να σκε­φτό­μα­στε πως «τα μαθη­τι­κά τα χρό­νια δεν τ’ αλλά­ζω με τίποτα…».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο