Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σωθήκαμε… Μπήκαν οι μπουλντόζες στο Ελληνικό!

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

«Σωτη­ρία θα πει να λυτρω­θείς απ’ όλους τους σωτή­ρες• αυτή ‘ναι η ανώ­τα­τη λευ­τε­ριά, η πιο αψη­λή, όπου με δυσκο­λία ανα­πνέ­ει ο άνθρω­πος. Αντέ­χεις;» N. Καζαντζάκης

Η σωτη­ρία, πολυ­πό­θη­τη έννοια που σημαί­νει να απαλ­λα­γού­με από πολύ μεγά­λο κίν­δυ­νο, πάσης φύσε­ως. Πλεί­στα τα παρα­δείγ­μα­τα. Επε­βλή­θη ο ΕΝΦΙΑ για να σώσου­με τα δάση μας, τα μαντριά και τα βοσκο­τό­πια, τα λαζ­νί­δια και τα περ­κέ­τια, τις καλύ­βες και τον τσάρ­κο. Πολ­λές φορές δηλα­δή η σωτη­ρία ταυ­τί­ζε­ται με την επι­βο­λή ενός και­νού­ριου φόρου. «Επε­βλή­θη ο συγκε­κρι­μέ­νος φόρος για να σώσου­με το περι­βάλ­λον». Γι’ αυτό δικαιο­λο­γού­νται τα Σπα­τό­ση­μα, τα κηδειό­ση­μα, τα σει­σμό­ση­μα και τα γαμό­ση­μα… Τα τελευ­ταία για τη σωτη­ρία της οικογένειας.

Πολ­λοί οι Σωτή­ρες. Ετού­τοι, οι προη­γού­με­νοι, οι άλλοι και οι επερ­χό­με­νοι. «Σώσα­με την οικο­νο­μία από την κατα­στρο­φή!». Πόσες φορές ακού­σα­με αυτή την «είδη­ση». Πολ­λές. Κι όμως οι άλλοι ωρύ­ο­νται. «Δεν σώζε­ται με τίπο­τε η οικο­νο­μία της χώρας». Άντε να πιστέ­ψεις και να ασπα­στείς τυχόν Σωτή­ρες. Σωθή­κα­με! Πες ο ένας, πες ο άλλος στο «Σωτή­ριο πηγά­δι» πέσα­με και «μας πήρε το ποτά­μι, μας πήρε ο ποτα­μός». Κι ο ποτα­μός είναι κατε­βα­σμέ­νος και  έφε­ρε Δoυ Νου Του, αμού­ρες από συντά­ξεις, ξεπού­λη­μα δασι­κού και ορυ­κτού πλού­του, και Σωτή­ρες ένα σωρό,  καθό­σον αυτοί θα μας φέρουν τη «σωτή­ρια βοή­θεια», που δεν πρό­λα­βαν, όταν βρί­σκο­νταν στην εξου­σία να προ­ω­θή­σουν και θα τα κατα­φέ­ρουν τώρα, θα επι­τύ­χουν δηλα­δή το σώσι­μο και θα ξεφύ­γου­με το απο­σώ­σι­μο τη οικο­νο­μι­κής ζωής του τόπου.

Δώστε και σώστε. Κύριοι, ευγε­νείς, δού­λοι και δου­λο­κτή­τες, απα­ξά­πα­ντες ανα­κρά­ζουν το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου», με τη δια­φο­ρά ότι Κύριος είναι αυτός που είναι, αυτός που έχει και κατέ­χει. Αυτου­νού τα περ­κέ­τια, λοι­πόν, να σωθούν. Οι άλλοι, «εβυ­θί­σθη­σαν, κατα­βυ­θί­σθη­σαν, κατε­πλα­κώ­θη­σαν», αφού τους απο­τε­λειώ­σα­με. Η μπά­λα είναι μία και ανε­βο­κα­τε­βαί­νει (κατ’ απάν, κάτ’ απάν’) ανά­λο­γα με τις κλω­τσιές που θα φάει. Μπο­ρεί οι κλω­τσιές να είναι φάπες ή δια­φο­ρε­τι­κά (ανερ­γία, ξενι­τιά, υπα­νά­πτυ­ξη, κατα­σχέ­σεις, ρήμαγ­μα συντά­ξε­ων κ.οκ.), δεν έχει σημα­σία. Ποδό­σφαι­ρο είναι αυτό. Τώρα αν μερι­κοί το ταυ­τί­ζουν με την πολι­τι­κή, εννοώ την πολι­τι­κή πρα­κτι­κή, δεν έχει σημα­σία. Τζέρ­τζε­λο να γίνε­ται. Σήμε­ρα εγώ, αύριο ο άλλος, και πάντα εμείς.  Και για να μιλή­σου­με με πολι­τι­κούς όρους οφεί­λου­με να δεχτού­με πως «αυτό απαι­τεί το πολι­τι­κό σύστη­μα. Και αυτό ασφα­λώς γίνε­ται χρό­νια τώρα!». Ου, ήμουν νιος και γέρα­σα, φού­σκω­σα από Σωτή­ρες, σωτή­ριες πολι­τι­κές… Κάτι παρό­μοια με τα σώσμα­τα στα τσίπουρα.
«Ο υπο­μεί­νας μέχρι τέλους σωθή­σε­ται!»  Δεν έχει τελειω­μό, δεν έχει για­τρειά, δεν έχει σωσμό, δεν έχει ουσία… Και έδω­σε ο λαός και πόνε­σε ο λαός και πεθύ­μη­σε ο λαός και πίστε­ψε και γελά­στη­κε ο λαός και «δεν έχει ο δρό­μος τελειω­μό». Και υπο­μέ­νει και ανα­μέ­νει και περι­μέ­νει. Τι άλλο; Το σώσιμο.

Και ω, του θαύ­μα­τος! Μπή­καν οι μπουλ­ντό­ζες στο Ελλη­νι­κό. Σωθήκαμε…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο