Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σωτήρης Μουστάκας: Το πηγαίο ταλέντο, το… Όσκαρ και το πάθος του τζόγου

Είχε όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά ενός μεγά­λου κωμι­κού, που μπο­ρού­σε να τα συν­δυά­σει αρμο­νι­κά με το δρά­μα. Η γκά­μα των χαρα­κτή­ρων που μπο­ρού­σε να υπο­δυ­θεί τερά­στια, όπως και το έμφυ­το χάρι­σμά του στον αυτο­σχε­δια­σμό, ενώ ακό­μη και σε μικρά ρολά­κια κατά­φερ­νε να κλέ­ψει τη ματιά του θεα­τή, την αίγλη του πρω­τα­γω­νι­στή, να είναι ο μαγνή­της για την επι­τυ­χία μιας ται­νί­ας. Ο Σωτή­ρης Μου­στά­κας, ήταν ακό­μη ένα τερά­στιο ταλέ­ντο, που αδι­κή­θη­κε από τον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο, καθώς δεν αξιο­ποι­ή­θη­κε όπως του έπρε­πε. Ξεκί­νη­σε εντυ­πω­σια­κά αγγί­ζο­ντας ακό­μη και το Όσκαρ, για τον τρε­λό του χωριού στον ”Ζορ­μπά” του Κακο­γιάν­νη, μπή­κε στον παλιό εμπο­ρι­κό κινη­μα­το­γρά­φο με ορι­σμέ­νους χαρα­κτη­ρι­στι­κούς δεύ­τε­ρους ρόλους, καθιε­ρώ­θη­κε ως πρω­τα­γω­νι­στής στην παρακ­μή του παλιού ελλη­νι­κού σινε­μά, έγι­νε ο βασι­λιάς της βιντε­ο­κα­σέ­τας, μαζί με τον Στά­θη Ψάλ­τη και έκλει­σε πρό­ω­ρα τον κύκλο του, με το αξιο­πρε­πές βιο­γρα­φι­κό δρά­μα ”Ελ Γκρέ­κο” υπο­δυό­με­νος εξαι­ρε­τι­κά τον Τισιάνο.

Στις 4 Ιου­νί­ου του 2007, ο Σωτή­ρης Μου­στά­κας, σε ηλι­κία 66 ετών, πεθαί­νει από λοί­μω­ξη του ανα­πνευ­στι­κού, ενώ είχε χτυ­πη­θεί από τον καρ­κί­νο. Με αφορ­μή τον χαμό του αγα­πη­μέ­νου ηθο­ποιού, θα θυμη­θού­με τα νεα­νι­κά του χρό­νια στην Κύπρο, τα πρώ­τα του βήμα­τα στο θέα­τρο και το σινε­μά, αλλά και το πάθος του για τον τζό­γο, που τού στοί­χι­σε και στην καλ­λι­τε­χνι­κή του πορεία.

Αγωνιστής

Ο Σωτή­ρης Μου­στά­κας γεν­νή­θη­κε στο χωριό Κάτω Πλά­τρες, έξω από τη Λεμε­σό, στις 17 Σεπτεμ­βρί­ου του 1940 και ήταν ο νεό­τε­ρος από τα επτά αδέρ­φια του. Μαθη­τής του γυμνα­σί­ου ακό­μη, συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στον Απε­λευ­θε­ρω­τι­κό Αγώ­να της ΕΟΚΑ από το 1955 έως το 1959, ενώ συνε­λή­φθη από τους Άγγλους και φυλα­κί­στη­κε για επτά μήνες. Μόλις απο­φυ­λα­κί­στη­κε, ολο­κλή­ρω­σε το σχο­λείο και το 1958 έφυ­γε για την Αθή­να, για να σπου­δά­σει ηθο­ποι­ία, παρά τις αντιρ­ρή­σεις του πατέ­ρα του.

Η συνάντηση με τον Νίκο Σταυρίδη

Η ιδέα να γίνει ηθο­ποιός του μπή­κε το 1954 όταν πήγε να δει μια θεα­τρι­κή παρά­στα­ση του Νίκου Σταυ­ρί­δη στη Λεμε­σό. Μετά το τέλος της παρά­στα­σης ο Μου­στά­κας πλη­σί­α­σε τον Σταυ­ρί­δη, τον μιμή­θη­κε και απέ­σπα­σε την προ­σο­χή του, ενώ ο δημο­φι­λής ηθο­ποιός τον συμ­βού­λε­ψε να πάει στην Αθή­να και ότι θα τον βοη­θού­σε αν χρεια­ζό­ταν. Όταν έφτα­σε στην Αθή­να, έπια­σε δου­λειά ως σερ­βι­τό­ρος και μετά από προ­τρο­πή του Σταυ­ρί­δη έδω­σε εξε­τά­σεις στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου. Τότε γνώ­ρι­σε την αγα­πη­μέ­νη του Μαρία Μπο­νέ­λου, την οποία παντρεύ­τη­κε το 1973 και με την οποία απέ­κτη­σε μία κόρη, την ηθο­ποιό και σοπρά­νο Αλε­ξία Μουστάκα.

Μπουσουλώντας στο σανίδι

Ως σπου­δα­στής ακό­μη, ”μπου­σού­λη­σε” για πρώ­τη φορά στο θεα­τρι­κό σανί­δι το 1961 σε ένα μικρό ρόλο στο έργο ”Χαραυ­γή” του Δημή­τρη Μπό­γρη κι ένα χρό­νο αργό­τε­ρα έκα­νε την πρώ­τη του επαγ­γελ­μα­τι­κή εμφά­νι­ση με τον θία­σο του Κώστα Ρηγό­που­λου και της Κάκιας Ανα­λυ­τή στο έργο ”Μια πόρ­τα, δραχ­μές πεντα­κό­σιες”. Τον επό­με­νο χρό­νο θα συνερ­γα­στεί και με τους θιά­σους της Μάρως Κοντού-Γιώρ­γου Πάν­τζα και Λάμπρου Κων­στα­ντά­ρα-Μάρως Κοντού, ενώ στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ‘60 έπαι­ξε ”Όρνι­θες” του Αρι­στο­φά­νη, σε σκη­νο­θε­σία Καρό­λου Κουν, ενώ αξιο­μνη­μό­νευ­τη θεω­ρεί­ται και η ερμη­νεία του στον ”Ασυλ­λό­γι­στο” του Μολιέρου.

Για δυο λεπτά εκτός των Όσκαρ

Ήδη όμως είχε αρχί­σει και τις πρώ­τες του εμφα­νί­σεις στον κινη­μα­το­γρά­φο και μάλι­στα με εντυ­πω­σια­κό τρό­πο. Η ολι­γό­λε­πτη εμφά­νι­σή του στον φημι­σμέ­νο ”Ζορ­μπά” στο ρόλο του τρε­λού του χωριού, θα τον φέρει υπο­ψή­φιο για το Όσκαρ δεύ­τε­ρου ρόλου, αλλά θα κοπεί τελι­κά από την υπο­ψη­φιό­τη­τα εξαι­τί­ας του περιο­ρι­σμέ­νου χρό­νου εμφά­νι­σής του, καθώς σύμ­φω­να με τα κρι­τή­ρια της Ακα­δη­μί­ας έπρε­πε να παί­ξει ακό­μη δυο λεπτά! Ο Μου­στά­κας, που λάτρευε όπως όλοι οι μεγά­λοι κωμι­κοί τον Τσάρ­λι Τσά­πλιν, θα μπο­ρού­σε να συνε­χί­σει στο Χόλι­γουντ, μετά την επι­τυ­χία του στην ται­νία του Κακο­γιάν­νη, καθώς θα προ­σκλη­θεί από την Fox για να παί­ξει δίπλα στον Μάικλ Κέιν, αλλά αυτός αρνή­θη­κε για να παί­ξει στη θεα­τρι­κή παρά­στα­ση ”Μια Ιτα­λί­δα στην Κυψέλη”!

Από τα ρολάκια θιασάρχης

Η πορεία του στο ελλη­νι­κό σινε­μά για την επό­με­νη πεντα­ε­τία θα περιο­ρι­στεί κυρί­ως σε δεύ­τε­ρους ρόλους, ορι­σμέ­νοι απ’ τους οποί­ους, παρό­τι οι ται­νί­ες κινού­νταν στη μετριό­τη­τα, ήταν αξια­γά­πη­τοι. Κάνο­ντας σπαρ­τα­ρι­στά τον αγα­θό Αρμέ­νιο στο ”Φως, Νερό, Τηλέ­φω­νο… Οικό­πε­δα με Δόσεις”, τον απα­τε­ω­νά­κο στον ”Μπού­φο”, τον πει­να­σμέ­νο μαθη­τή βιο­λιού στο ”Μπε­τό­βεν και Μπου­ζού­κι”, τον διπλω­μά­τη στο ”Κολω­νά­κι Δια­γω­γή Μηδέν” και ακό­μη πολ­λούς ρόλους γρα­φι­κών χαρα­κτή­ρων, θα προ­σφέ­ρει άπλε­το γέλιο. Μέχρι που το 1974 θα έρθει και ο αξιό­λο­γος πρω­τα­γω­νι­στι­κός ρόλος στη δρα­μα­τι­κή κωμω­δία ”Ο Νομο­τα­γής Πολί­της” σε σενά­ριο Κώστα Μουρ­σε­λά και σκη­νο­θε­σία Ερρί­κου Θαλασ­σι­νού. Παράλ­λη­λα, συνέ­χι­σε να κάνει σημα­ντι­κές δου­λειές στο θέα­τρο, ενώ το 1976 συγκρό­τη­σε τον δικό του θία­σο ανε­βά­ζο­ντας ενδει­κτι­κά τα έργα ”Το κλου­βί με τις τρε­λές”, ”Βιο­λι­στής στη Στέ­γη”, ”Ο Καλός στρα­τιώ­της Σβέικ”.

Βασιλιάς της βιντεοταινίας

Τη δεκα­ε­τί­ες του ‘80 και ‘90 θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει σε δεκά­δες βιντε­ο­ται­νί­ες και σε κάποιες φτη­νές κινη­μα­το­γρα­φι­κές παρα­γω­γές του τύπου ”Πάτερ Γκο­μέ­νιος”, ”Ο Ροζ Γάτος” και ”Ο Τσι­τσιο­λί­νας”. Παρα­γω­γές στα όρια του αχα­ρα­κτή­ρι­στου, που δεν άρμο­ζαν με το ταλέ­ντο του Μου­στά­κα, αλλά εξα­σφά­λι­ζαν αρκε­τά έσο­δα και μάλι­στα σε χρό­νο ρεκόρ, καθώς τα γυρί­σμα­τα κρα­τού­σαν το πολύ δέκα μέρες. Και ο Μου­στά­κας είχε ανά­γκη τα χρή­μα­τα αφού έπρε­πε να εξυ­πη­ρε­τεί τα μεγά­λα του χρέη από το πάθος του για τον τζόγο.

Αθεράπευτος τζογαδόρος

Ο τζό­γος και ειδι­κά το πάθος του για το καζί­νο απο­τε­λεί ένα ολό­κλη­ρο κεφά­λαιο στη ζωή του Σωτή­ρη Μου­στά­κα. Όπως και άλλοι γνω­στοί συνά­δελ­φοί του, έμπλε­ξε με τον τζό­γο, απ’ τον οποίο έχα­σε σχε­δόν όλα τα χρή­μα­τα που έβγα­λε από το σινε­μά και το θέα­τρο. Ο εθι­σμός του τον έφε­ρε στα άκρα, ενώ κιν­δύ­νευ­σε ακό­μη και η ζωή του όταν δανεί­στη­κε από τοκο­γλύ­φους, που σύχνα­ζαν έξω από το καζί­νο της Πάρ­νη­θας και όταν δεν μπό­ρε­σε να τα επι­στρέ­ψει τον απή­γα­γαν απει­λώ­ντας να τον ”εξα­φα­νί­σουν”. Τελι­κά, ο θεα­τρι­κός παρα­γω­γός Αλέ­ξαν­δρος Παρί­σης, φίλος και συνερ­γά­της του Μου­στά­κα, όπως απο­κά­λυ­ψε, έδω­σε τα χρή­μα­τα, για να τον επι­στρέ­ψουν μέσα σε ένα πορ­τμπα­γκάζ αυτοκινήτου!

Το 2007 ευτύ­χι­σε να παί­ξει τον ρόλο του Τισιά­νο στην ενδια­φέ­ρου­σα ται­νία του Γιάν­νη Σμα­ρα­γδή ”Ελ Γκρέ­κο”, ενώ λίγο νωρί­τε­ρα είχε τιμη­θεί με το βρα­βείο Κάρο­λου Κουν για τη συνο­λι­κή του προ­σφο­ρά στην ελλη­νι­κή επιθεώρηση.

Και στην κορφή… καζίνο

Ο Σωτή­ρης Μου­στά­κας, όπως έλε­γαν όσοι τον ήξε­ραν, ήταν ένας αξιο­λά­τρευ­τος άνθρω­πος, γλυ­κός και ευγε­νής. Ο θάνα­τός του θα κοστί­σει σε όλους, αλλά θα είναι καθο­ρι­στι­κός και για την αγα­πη­μέ­νη του σύζυ­γο και ηθο­ποιό Μαρία Μπο­νέ­λου, η οποία θα πεθά­νει λίγους μήνες μετά τον άνδρα της ζωής της.

Ο Σωτή­ρης Μου­στά­κας αδι­κή­θη­κε από τον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο, αλλά αδί­κη­σε και ο ίδιος το ταλέ­ντο του, κυρί­ως από τη συμ­με­το­χή του σε πλη­θώ­ρα ται­νιών και βιντε­ο­κα­σε­τών που έπαι­ξε μετά το 1980. Ωστό­σο, η αγά­πη του για την υπο­κρι­τι­κή και το θέα­τρο ήταν δεδο­μέ­νη. Όπως είχε δηλώ­σει εύστο­χα, «η ηθο­ποι­ία είναι σαν ένα απά­τη­το κι ανε­ξε­ρεύ­νη­το βου­νό. Σκαρ­φα­λώ­νεις με κόπο, φτά­νεις στην κορυ­φή και βλέ­πεις ότι υπάρ­χει κι άλλη κορυ­φή, κι ύστε­ρα κι άλλη. Όταν πεις έφτα­σα, το έχεις χάσει το παι­χνί­δι». Πόσο δε μάλ­λον όταν το βου­νό δια­θέ­τει και καζίνο…

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο