Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σωτήρης Πατατζής, ΕΑΜίτης συγγραφέας, μάστορας του λόγου

Ο αεί­μνη­στος φίλος και δάσκα­λος Δημή­τρης Κανελ­λό­που­λος μου εμπι­στεύ­τη­κε αρκε­τά χει­ρό­γρα­φα από την ανέκ­δο­τη δου­λειά του (γλωσ­σι­κά και λογο­τε­χνι­κά). Ανά­με­σα σε αυτά και ένα ανέκ­δο­το βιβλίο για τον ΕΑΜί­τη συγ­γρα­φέα Σωτή­ρη Πατα­τζή τον οποίο οι περισ­σό­τε­ροι γνω­ρί­σα­με από την τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά «Μεθυ­σμέ­νη πολι­τεία» στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1970. 

PatatzisΜάστο­ρας του λόγου, καλ­λιερ­γη­μέ­νος, ευαί­σθη­τος από τους καλύ­τε­ρου εκπρό­σω­πους της μετα­πο­λε­μι­κής πεζογραφίας. 

Ο Δημή­τρης Κανελ­λό­που­λος και ο Σωτή­ρης Πατα­τζής ήταν φίλοι και συγκά­τοι­κοι στα δύσκο­λα χρό­νια των διώ­ξε­ων μετά την Κατο­χή. Δεν υπάρ­χει καταλ­λη­λό­τε­ρος άνθρω­πος να μας συστή­σει τον Σωτή­ρη Πατα­τζή που στις νεό­τε­ρες γενιές είναι άγνω­στος. Γι’ αυτό και εμείς θα συνε­χί­σου­με τις δημο­σιεύ­σεις από την εργα­σία του Δ. Κανελλόπουλου 

Ο ίδιος ο Δημή­τρης Κανελ­λό­που­λος προ­τάσ­σει ένα σύντο­μο βιο­γρα­φι­κό του Σωτή­ρη Πατα­τζή βασι­σμέ­νο στο Λεξι­κό Νίκου Καρά­μπε­λα (1962).

Πατα­τζής Σωτή­ρης. Διη­γη­μα­το­γρά­φος και θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας. Γεν­νή­θη­κε στη Μεσ­σή­νη το 1914 κι απο­φοί­τη­σε από το Γυμνά­σιό της. Διπλω­μα­τού­χος της Γαλ­λι­κής Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών και σπου­δα­στής της Νομι­κής. Έλα­βε μέρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση με το ΕΑΜ Μεσ­ση­νί­ας. Πρω­το­φα­νε­ρώ­θη­κε από το περ. «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» (1945) με το αντι­στα­σια­κό διή­γη­μα «Ιχ τέσσερα». 

Patatzis2Η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του «Ματω­μέ­να Χρό­νια» τιμή­θη­κε με το Α΄ Βρα­βείο Εθνι­κής Αντί­στα­σης (1945). Το διή­γη­μά του «Νεράι­δα του βυθού» πήρε μιά από τις δεύ­τε­ρες θέσεις στον «Παγκό­σμιο δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος» (1950 — 51) του «Νοιυ Γιορκ Χέρ­λαντ Τρί­μπιουν» και έχει ανθο­λο­γη­θεί στη «Μορα­ΐ­τι­κη Πεζο­γρα­φία» του Νίκου Καρά­μπε­λα. Το ίδιο διή­γη­μα μετα­φρα­σμέ­νο στα γαλ­λι­κά, αγγλι­κά και ινδι­κά ανθο­λο­γή­θη­κε σε μια επι­λο­γή με τίτλο «Τα καλύ­τε­ρα διη­γή­μα­τα του κόσμου». 

Μετέ­φρα­σε Ντο­στο­γιέφ­σκυ, Τσβάιχ, Κρό­νιν, Μωρουά, Μωριάκ, Στάι­μπεκ, Μπρο­ντέ κ.ά. Εργά­σθη­κε ως δημο­σιο­γρά­φος στις εφη­με­ρί­δες «Δημο­κρα­τι­κός Τύπος», «Ελλη­νι­κή Ημέ­ρα» κ.ά. Συνερ­γά­σθη­κε στα περ. «Νέα Εστία», «Φιλο­λο­γι­κή Πρω­το­χρο­νιά», «Οικο­γέ­νεια», «Λογο­τε­χνι­κό Ημε­ρο­λό­γιο», «Ταχυ­δρό­μος» κ.ά. Δια­σκεύ­α­σε επί­σης με πολ­λή επι­τυ­χία, για το θέα­τρο, το έργο του Γ. Χάσεκ «Ο καλός στρα­τιώ­της Σβέικ» και τον «Δον Καμίλ­λο» του Γκουα­ρέ­σκι. Άλλα έργα του θεα­τρι­κά είναι «Επι­στρο­φή από το Μπού­χε­βαλντ» (1946), «Η χρυ­σή φυλα­κή» (1959) «Ο Διά­κος» (1961) και το ιστο­ρι­κό δοκί­μιο «Ι. Σοφια­νό­που­λος — ένας επα­να­στά­της χωρίς επα­νά­στα­ση» (1962). Ενώ έχει προη­γη­θεί το πασί­γνω­στο μυθι­στό­ρη­μά του «Μεθυ­σμέ­νη Πολι­τεία» (1948) ακο­λου­θούν η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του «Ο Χαμέ­νος Παρά­δει­σος» (1965), το «Πέν­θι­μο Εμβα­τή­ριο» (1978), τα θεα­τρι­κά του «Ο Λεγε­ω­νά­ριος» και «Κάτω οι γυναί­κες» και θεα­τρι­κές δια­σκευ­ές του από έργα Ντο­στο­γιέφ­σκι, Τσέ­χωφ, και άλλων. Έργα του έχουν μετα­φρα­στεί και κυκλο­φο­ρή­σει σε πολ­λές ευρω­παϊ­κές χώρες. Το λογο­τε­χνι­κό του έργο έχει, γενι­κά, κοι­νω­νι­στι­κό χαρα­κτή­ρα, ο ρεα­λι­σμός του όμως δεν είναι ποτέ πεζός, δεν ξεπέ­φτει στο νατου­ρα­λι­σμό ούτε, πολύ περισ­σό­τε­ρο, στον κοι­νω­νι­κό βερ­μπα­λι­σμό. Δια­πνέ­ε­ται πάντο­τε από μια ποι­η­τι­κή διά­θε­ση και διαν­θί­ζε­ται με λεπτό και πικρό χιού­μορ που φθά­νει ως τον σαρ­κα­σμό. Αντλεί τα θέμα­τά του κυρί­ως από τη ζωή της ελλη­νι­κής επαρ­χί­ας και η συμπά­θειά του στρέ­φε­ται προς τους αδύ­να­μους και τους αδι­κη­μέ­νους από την κοι­νω­νία ή τη φύση που βασα­νί­ζο­νται είτε από τους άλλους είτε από τον ίδιο τους τον εαυ­τό, από την πλή­ξη της επαρ­χί­ας, από τη φτώ­χεια, τη σεξουα­λι­κή πεί­να και την εξαθλίωση.
Βασι­σμέ­νο στο Λεξι­κό Νίκου Καράμπελα
Εκδό­σεις «ΝΕΣΤΩΡ», Καλα­μά­τα 1962.

Σε αυτό το βιο­γρα­φι­κό, γραμ­μέ­νο σε δύσκο­λα χρό­νια πρέ­πει να προ­στε­θούν κάποια στοι­χεία για τη ζωή και τη δρά­ση του Σωτή­ρη Πατατζή:

Patatzis1Ορφά­νε­ψε από πατέ­ρα σε ηλι­κία έξι χρό­νων και πέρα­σε στε­ρη­μέ­να παι­δι­κά χρό­νια. Τέλειω­σε το γυμνά­σιο στην Καλα­μά­τα το 1932 και γρά­φτη­κε στη νομι­κή σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών, ανα­γκά­στη­κε ωστό­σο για λόγους οικο­νο­μι­κής ανέ­χειας να δια­κό­ψει τις σπου­δές του και να δώσει εξε­τά­σεις στη Σχο­λή Χωρο­φυ­λά­κων. Υπη­ρέ­τη­σε στη Λιβα­δειά με το βαθ­μό του ενω­μο­τάρ­χη, μετά την επι­βο­λή της γερ­μα­νι­κής κατο­χής όμως λιπο­τά­κτη­σε και κατέ­φυ­γε στο αντάρ­τι­κο, στρα­τεύ­τη­κε στην οργά­νω­ση Ε.Λ.Α.Σ. Στην Αθή­να, όπου έζη­σε ως το θάνα­τό του, επέ­στρε­ψε μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Συνερ­γά­στη­κε με τα περιο­δι­κά Ο Ταχυ­δρό­μος και Οικο­γέ­νεια, και ασχο­λή­θη­κε επαγ­γελ­μα­τι­κά με τη λογο­τε­χνι­κή μετά­φρα­ση. Υπήρ­ξε μέλος της Εται­ρεί­ας Θεα­τρι­κών Συγ­γρα­φέ­ων και της Εται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων. Τιμή­θη­κε με το βρα­βείο Εθνι­κής Αντί­στα­σης (1946 για τα Ματω­μέ­να χρό­νια), το βρα­βείο του παγκό­σμιου δια­γω­νι­σμού διη­γή­μα­τος του εκδο­τι­κού οίκου New Herald Tribune (1950–1951 για το διή­γη­μα Νεράι­δα του βυθού) και το Α’ κρα­τι­κό βρα­βείο διη­γή­μα­τος (1981 για το Στο χάος). Ο Σωτή­ρης Πατα­τζής ανή­κει στη μετα­πο­λε­μι­κή γενιά της ελλη­νι­κής πεζο­γρα­φί­ας. Με σημείο εκκί­νη­σης τα Ματω­μέ­να χρό­νια, ενδει­κτι­κό παρά­δειγ­μα της ελλη­νι­κής πεζο­γρα­φι­κής παρα­γω­γής με θέμα την Εθνι­κή Αντί­στα­ση, και κορύ­φω­ση της δημιουρ­γι­κής του πορεί­ας το μυθι­στό­ρη­μα Μεθυ­σμέ­νη Πολι­τεία, αφιέ­ρω­σε το σύνο­λο του έργου του στον προ­βλη­μα­τι­σμό γύρω από την επί­δρα­ση που άσκη­σαν τα γεγο­νό­τα της γερ­μα­νι­κής κατο­χής και του εμφυ­λί­ου στη μετα­πο­λε­μι­κή κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη χώρα μας, στα πλαί­σια μιας ιδιαί­τε­ρα προ­σω­πι­κής γρα­φής με χαρα­κτη­ρι­στι­κά στοι­χεία τη λεπτή ειρω­νεία και την απαι­σιό­δο­ξη οπτι­κή του μέλ­λο­ντος. (Πηγή ΕΚΕΒΙ)

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακαβάνης

Patatzis5

Όπως θυμά­μαι «μαθη­τή» το Σωτή­ρη και την παρέα του. Με τον καη­μό πως εμείς οι μικρό­τε­ροι δεν τους εμοιάζαμε.

Του Δημή­τρη Κανελλόπουλου

Το Σωτή­ρη τόνε θυμά­μαι καλά μπαί­νο­ντας ή βγαί­νο­ντας το ’32, όπου αυτός κόντευε να το τελειώ­σει και του λόγου μου πρω­το­πή­γαι­να στο Γυμνά­σιο. Και ήσα­ντε δύο, του­λά­χι­στον, τότες οι λόγοι, που τον εθαύ­μα­ζα. Ή, που τόνε ζήλευα κιόλας.

Κατά πρώ­το, ότι αυτός εξέ­μπλε­κε από το σχο­λείο που, εμέ­να, μου φαι­νό­τα­νε πως τότε αρχί­ζα­νε τα μεγά­λα μου βάσα­να. Αλλά κι επει­δή αυτός, άνη­κε σε μια σχο­λι­κή τάξη που είχε κάμει την επα­νά­στα­σή της, ένα πράγ­μα που εμείς δεν το βρί­σκα­με εις τα μέτρα μας. Κάτι που μου φαί­νε­ται πως το ξαναγράφω.

Από το λόγο πως αυτοί, της σει­ράς του, εμι­λά­γα­νε εις τον παι­δο­νό­μο με το μικρό του όνο­μα, δεν εφο­βό­ντα­νε πολύ το σκα­σιαρ­χείο, ενώ κυκλο­φο­ρού­σα­νε ασκε­πείς ή με το πηλί­κιο τσα­λα­κω­μέ­νο στο χέρι τους. Ή, παρα­μά­σχα­λα, όπως το βλέ­που­με αυτό στους ευέλ­πι­δες που κρα­τά­νε έτσι χει­μώ­να, καλο­καί­ρι, τα γάντια τους.

Patatzis3Εσυ­χνά­ζα­νε πολύ στην πλα­ται­ΐ­τσα της Αγί­ας Παρα­σκευ­ής όπου κι εμείς κρα­τή­σα­με, αργό­τε­ρα, αυτή τη συνή­θεια. Είτε για τις φάρ­σες και τα παι­χνί­δια μας, είτε για το τσι­γα­ρά­κι και την πρέ­φα που εσπου­δά­ζα­με εις το πόδι τους.

Μερι­κοί, μερι­κοί, από τους παλιό­τε­ρους, προ­πα­ντός από τους φίλους και τους συμ­μα­θη­τές του Σωτή­ρη, απλώ­να­νε το βασί­λειό τους ως τον Άγιο Παντε­λε­ή­μο­να και την Αγία Σωτή­ρα. Κι όχι δύσκο­λα μέχρι και τον Άγιο Νικό­λα. Κατε­βαί­νο­ντας ως εκεί μαζί με τον Πάμι­σο, το ποτά­μι μας. Από τη δεξιά όχθη του, επει­δή απ’ αρι­στε­ρά, προς το μέρος του Ταϋ­γέ­του, κατα­λή­γα­νε ή και αρχί­ζα­νε τα καρί­κια του ρυζιού. Μαζί και ο μεγά­λος μας βάλ­τος πνιγ­μέ­νος στο σαμά­κι και τη μαρί­τσα. Και στο αγριο­κά­λα­μο, βέβαια, εκεί που, όπως ελε­γό­τα­νε, είχα­νε χάσει από τα μάτια τους οι «μυστι­κοί» του Μετα­ξά τους παρά­νο­μους που εκρα­τιό­ντα­νε επί ώρες κάτου από τα νερά, ανα­πνέ­ο­ντας μ’ ένα καλά­μι στο στό­μα τους. Όπως το κατα­γρά­φει αυτό ο Σωτή­ρης στη «Μεθυ­σμέ­νη Πολι­τεία» που τύπωσε.

Μου φαί­νε­ται, μάλι­στα, ότι από τον ίδιο και την παρέα του, είχα­νε εγκαι­νια­στεί εις το Πρό­χω­μα οι «κολυμ­βη­τι­κοί» αγώ­νες στους οποί­ους πρώ­τευε ο Βελέ­τζας ο Γιώρ­γης. Όπου, αργό­τε­ρα, κι εμείς εκεί και μ’ αυτά, εσπου­δά­ζα­με τη ζωή μας.

Σ’ ένα άλλο που εζή­λευα το Σωτή­ρη, ήτα­νε που εμά­θαι­να ότι έγρα­φε πάντο­τες εις την τάξη του την καλύ­τε­ρη «σύν­θε­ση», σ’ αυτό που τον αντα­γω­νι­ζό­τα­νε ο Μήτσος ο Οικο­νο­μό­που­λος που και των δυο­νώ­νε η φήμη εβα­σί­λευε στο Νησί και τα χωριου­δά­κια του. Και το γρά­φω και αλλού για ποιο λόγο αυτά τα παι­διά, τα θαυ­μά­ζα­νε και οι εξω­σχο­λι­κοί. Ακό­μα και οι αγράμ­μα­τοι και οι πιο ηλι­κιω­μέ­νοι απ’ τους συμπα­τριώ­τες μας.

Και το βρί­σκω αυτό ως μιαν εκδί­κη­ση του κοσμά­κη στους πλού­σιους. Επει­δή στην «έκθε­ση ιδε­ών» τη λεγό­με­νη τότε από μας, «σύν­θε­ση» που δε διδα­σκό­τα­νε στα βιβλία, επρω­τεύ­α­νε κατά κύριο λόγο, φτω­χό­παι­δα από φαμί­λιες της δυστυ­χί­ας. Σκε­φτό­με­νοι όπως φαί­νε­ται οι Νησιώ­τες, ότι εκεί κρι­νό­τα­νε η εξυ­πνά­δα τους κι όχι στα άλλα μαθή­μα­τα όπου οι εύπο­ροι εδια­θέ­τα­νε στα παι­διά τους τα βιβλία και τα λυσά­ρια που τους εγυ­ρεύ­α­νε. Καμιά φορά και ξεχω­ρι­στούς δασκά­λους, κάποιους καθη­γη­τές μας, που γι’ αυτό το λόγο τους τρα­πε­ζό­να­νε συνέ­χεια εις τα σπί­τια τους.

Αυτό το πρά­μα δεν είχε αλλά­ξει μέχρι σχε­δόν το σαρά­ντα, αλλά στον και­ρό του Σωτή­ρη και στο δικό­νε μου, δύσκο­λα έβρι­σκες στην κάθε τάξη τρία, πέντε, παι­διά που να δια­θέ­του­νε τα βιβλία τα προ­βλε­πό­με­να από το «ωρο­λό­γιο πρό­γραμ­μα» των σπου­δών μας.

Patatzis4Η διδα­σκα­λία βασι­ζό­τα­νε στην παρά­δο­ση. Κι όταν οι γονείς, ή ακό­μα και οι δασκά­λοι, ελέ­γα­νε για ένα μαθη­τή ότι τα «παίρ­νει τα γράμ­μα­τα», εννο­ού­σαν ότι μπο­ρεί να συγκρα­τεί και ν’ αφο­μοιώ­νει εις την παρά­δο­ση τα λεγό­με­να απ’ το δάσκα­λό του στην τάξη του. Βγαί­νο­ντας ασπρο­πρό­σω­πος εις τα δια­γω­νί­σμα­τα, ή κάθε φορά που τον εσή­κω­νε εις τον πίνακα.

Το πολύ, πολύ, να βοη­θιό­τα­νε βια­στι­κά, βια­στι­κά, από καμιά περί­λη­ψη που άκου­γε από τους «δια­βα­σμέ­νους» συμ­μα­θη­τές του στο διά­λειμ­μα, ή λίγο πριν να μπού­νε στη σει­ρά για την προ­σευ­χή τους. Επει­δή ούτε τα τετρά­δια και τα μολύ­βια ήσα­ντε εύκο­λα τότε, για να πεις ότι κι ένας φτω­χός μαθη­τής θα μπο­ρού­σε του­λά­χι­στο να εκρά­ταε τις σημειώ­σεις που έπρεπε.

Στα μαθή­μα­τα που ήσα­ντε πιο απα­ραί­τη­τα τα βιβλία, όπως τα μαθη­μα­τι­κά λόγου χάρη, η γεω­με­τρία ή τα λατι­νι­κά, ο καθέ­νας μας προ­σκολ­λιό­τα­νε σ’ έναν συμ­μα­θη­τή του για το βιβλίο το δανει­κό ή το συντρο­φι­κό διά­βα­σμα. Πιο πολύ εις τις εξά­μη­νες εξε­τά­σεις μας. Το καλύ­τε­ρο πρό­σχη­μα και για το παι­χνί­δι μας που, αλλιώ­τι­κα, κι αυτό το στερούμασταν.

Σ’ αυτό το πράγ­μα ο Σωτή­ρης ήτα­νε πολύ τυχε­ρός, ότι είχε δυό συμ­μα­θη­τές και φίλους που ακου­μπού­σε. Τον Πανα­γιώ­τη τον Τσερ­πέ, τον αδελ­φό του συγ­γρα­φέα του Θόδω­ρου του κου­τσού και το Σωτή­ρη τον Καλο­γε­ρό­που­λο, τον αδερ­φό του «Βρα­κού­λια» του Νικο­λά­κη. Που ήτα­νε ένα παι­δί λει­ψό, κακο­ζά­κα­νο αλλά καλ­λί­φω­νο και πάντο­τε ερω­τευ­μέ­νο. Όπου μαζί με τον ξάδερ­φό μου το Μακ, ετρα­γου­δού­σαν και για λογα­ρια­σμό μας το «σ’ αγα­πώ για­τί είσαι ωραία». Ένα εξαί­σιο τρα­γού­δι που το είχε ξεση­κώ­σει ο σαντου­ριέ­ρης ο Μόσχος και το πού­λα­γε για δικό του. Όπως να ήτα­νε κανέ­να καστρα­βέ­τσι που να το είχε μεγα­λώ­σει στον κήπο του. Αλλά, επί­σης, καλά «νού­με­ρα», ήσα­ντε και άλλοι «κολ­λη­τοί» της παρέ­ας τους που γνω­ρί­ζο­ντάς τους σε λίγο από κοντά, θα κατα­λά­βου­με καλύ­τε­ρα το ποιόν τους. Και για τους λόγους που τους θυμού­νται οι Νησιώ­τες που τους εζήσανε.

Με τον Τσερ­πέ, συγ­χρο­νι­ζό­τα­νε πιο πολύ στο παι­χνί­δι και στα σκα­σιαρ­χεία που κάνα­νε, ενώ με τον Καλο­γε­ρό­που­λο το επαί­ζα­νε λιγά­κι στο φρό­νι­μο. Επει­δή αυτου­νού ο πατέ­ρας, ως εφο­ρια­κός, εξοι­κειω­μέ­νος εις τους ελέγ­χους, εστε­κό­τα­νε πολύ πάνω από τα παι­διά του.

Και με τους δύο, εκρά­τη­σε ισό­βια τη φιλία του. Γι’ αυτό κι εμείς από μικρά, όπως το ίδιο και οι πιο μεγα­λύ­τε­ροι, λέγο­νας «Σωτη­ρά­δες», ξέρα­με την πατέ­ντα που ξεση­κώ­να­με. Και τους τη χρω­στού­σε ο Σωτή­ρης ο δικός μας αυτή τη φιλία από τον και­ρό που ανά­με­σα εις τους τρεις τους, ήτα­νε αυτός ο φτω­χό­τε­ρος, δίχως οι άλλοι να θελή­σου­νε να τον κάνου­νε «υπό» τους.

Κι όχι μονά­χα για τα βιβλία τους που τονε δανεί­ζα­νε ή για τα δυό τσι­γά­ρα που μοι­ρα­ζό­σα­ντε, αλλά και για πολ­λά άλλα που εγώ θα σας πω το ένα και σεις βάλ­τε στον ίδιο λογα­ρια­σμό, όσα θέλετε.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο