Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Σωτηρία με λένε»… στη μνήμη της Σοφίας Αδαμίδου και της Ντίνας Κώνστα

Στη μνή­μη της αγα­πη­μέ­νης μας δημο­σιο­γρά­φου του «Ριζο­σπά­στη» και θεα­τρι­κής συγ­γρα­φέα Σοφί­ας Αδα­μί­δου, αλλά και της δημο­φι­λούς ηθο­ποιού Ντί­νας Κών­στα, που έφυ­γαν πέρ­σι και πριν λίγους μήνες αντί­στοι­χα από κοντά μας, θα είναι αφιε­ρω­μέ­νη η παρά­στα­ση «Σωτη­ρία με λένε» που θα ανέ­βει από τον Νοέμ­βριο, στο θέα­τρο «Μικρό Χορν» (παρα­στά­σεις Τετάρ­τη με Κυριακή).

Η σκη­νο­θε­σία είναι του Γιώρ­γου Παπα­γε­ωρ­γί­ου και στο ρόλο της Σωτη­ρί­ας θα είναι η Κάτια Γκου­λιώ­νη, ενώ θα υπάρ­χει και συνο­δεία ζωντα­νής μουσικής.

Χωρίς προ­κα­τα­λή­ψεις, εξι­δα­νι­κεύ­σεις, στο­λί­σμα­τα, περιτ­το­λο­γία, με θαυ­μα­σμό όμως, ευγέ­νεια και σεβα­σμό η Σοφία Αδα­μί­δου στο βιβλίο της «Πότε ντόρ­τια, πότε εξά­ρες» και στο θεα­τρι­κό της έργο «Σωτη­ρία με λένε», μας άφη­σε ένα γνή­σιο αντί­γρα­φο από την περή­φα­νη ψυχή της Σωτη­ρί­ας Μπέλ­λου, που την πλή­ρω­σε με μια ζόρι­κη ζωή στον ατο­μι­κό αλλά και στον κοι­νω­νι­κό της στίβο.

Το έργο πρω­το­α­νέ­βη­κε στην Αθή­να από το θέα­τρο «Στοά» (2008 και 2009), με την Λήδα Πρω­το­ψάλ­τη κι αργό­τε­ρα, το 2011 και 2012 έκα­νε τερά­στια επι­τυ­χία με την Ντί­να Κών­στα στο Θέα­τρο «Καπ­πα» όπου ανέ­βη­κε με τον τίτλο «Σωτη­ρία Μπέλ­λου — Η περι­πλα­νό­με­νη ζωή μιας ρεμπέτισσας».

Στο έργο συνα­ντά­με την Σωτη­ρία Μπέλ­λου, το τελευ­ταίο βρά­δυ, στο νοσο­κο­μείο, πριν την εγχεί­ρη­ση που θα της στε­ρή­σει τη φωνή. Η ζωή της όλη περ­νά­ει μπρο­στά από τα μάτια της. Στιγ­μές τρα­γι­κές, αλλά και κωμι­κές από τη ζωή και την καριέ­ρα της. Θυμά­ται τους ανθρώ­πους που αγά­πη­σε και την αγά­πη­σαν, τη μάνα, τον πατέ­ρα της, τον παπ­πού της, τους ανθρώ­πους που την πίκρα­ναν, τον άντρα της, τις φυλα­κές και το ξύλο που την σημά­δε­ψαν, αλλά και τους ανθρώ­πους που την βοή­θη­σαν στα πρώ­τα της βήμα­τα και στις δύσκο­λες στιγ­μές. Από την Βέμπο, που την μύη­σε — χωρίς η ίδια να το ξέρει — στο τρα­γού­δι, ως τον Βασί­λη Τσι­τσά­νη που της άνοι­ξε το δρό­μο, τον Παπαϊ­ω­άν­νου που αγά­πη­σε βαθιά, μέχρι τον Ανδριό­που­λο και τον Σαβ­βό­που­λο που την έφε­ραν πιο κοντά στις νεό­τε­ρες γενιές. Αξιο­λο­γεί σημα­ντι­κούς τομείς της προ­σω­πι­κής της ζωής, της ψυχο­λο­γί­ας και της διά­θε­σής της γενι­κό­τε­ρα που επη­ρε­ά­στη­καν σημα­ντι­κά από συν­θή­κες και γεγο­νό­τα μιας ολό­κλη­ρης εποχής.

Κι όπως είχε πει χαρα­κτη­ρι­στι­κά η Σοφία Αδα­μί­δου: «Η παρά­στα­ση δεν ηρω­ο­ποιεί, ούτε κρί­νει, δεν αγιο­ποιεί, ούτε δαι­μο­νο­λο­γεί. Κατα­θέ­τει την αλή­θεια όπως αυτή κατα­γρά­φη­κε μέσα στο πέρα­σμα του χρό­νου. Η αλή­θεια της θεα­τρι­κής ηρω­ί­δας που είναι πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο, ζωντα­νό παρά τη φυσι­κή του απου­σία πιστεύω ότι αγγί­ζει το θεα­τή κάνο­ντάς τον κοι­νω­νό του ταξι­διού μιας ύπαρ­ξης που βίω­σε την προ­σω­πι­κή του Άβυσ­σο, αλλά δε χάθη­κε για­τί δημιούρ­γη­σε»…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο