Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σωτηρία Μπέλλου: “Αγάπησα πολύ το τραγούδι”

Στις 27 Αυγού­στου 1997 πεθαί­νει η τρα­γου­δί­στρια Σωτη­ρία Μπέλ­λου. Η Μπέλ­λου συν­δέ­θη­κε από τα νεα­νι­κά της χρό­νια με το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα της χώρας μας. Μετεί­χε στην ΕΑΜι­κή Εθνι­κή Αντί­στα­ση, καθώς στο Δεκέμ­βρη του 1944, όπου τραυ­μα­τί­στη­κε. Σε μια από τις τελευ­ταί­ες της συνε­ντεύ­ξεις στον «Ριζο­σπά­στη» (27/2/94), θυμό­ταν: «Και “Ριζο­σπά­στη” δια­κι­νού­σα… Ήμουν, είμαι και θα είμαι αρι­στε­ρή. Το λέω και το φωνά­ζω… Πέρα­σα πολ­λά. Και ξύλο και φυλακές».

“Αγάπησα πολύ το τραγούδι”

“Ο πατέ­ρας μου — έλε­γε η Σωτη­ρία Μπέλ­λου σε μια από τις “εξο­μο­λο­γή­σεις” της στο “Ριζο­σπά­στη” — λεγό­ταν Κυριά­κος Μπέλ­λος κι ήταν από την Κύμη Εύβοιας. Γεν­νή­θη­κα στις 29 Αυγού­στου του ’21, σ’ ένα χωριό έξω από τη Χαλ­κί­δα, το χωριό της μητέ­ρας μου, που λεγό­ταν Χάλια (σήμε­ρα λέγε­ται Δρο­σιά)… Από τριών χρό­νων έφτια­χνα με σύρ­μα­τα κάτι ψεύ­τι­κες χορ­δές σαν κιθά­ρα και τρα­γου­δού­σα. Από μικρό έψελ­να κοντά στον παπ­πού, που ήταν παπάς…”.

Το πρώ­το ερέ­θι­σμα ν’ ασχο­λη­θεί με το τρα­γού­δι τής δόθη­κε σε ηλι­κία δέκα χρό­νων, βλέ­πο­ντας την Σοφία Βέμπο να πρω­τα­γω­νι­στεί στην ται­νία “Προ­σφυ­γο­πού­λα”. “Ξετρε­λά­θη­κα μαζί της και με τη μανία που είχα για το τρα­γού­δι, δε στα­μά­τα­γα όλη μέρα να τρα­γου­δάω τα τρα­γού­δια της”. Η από­φα­ση είχε παρ­θεί αν και η μητέ­ρα της δια­φω­νού­σε, με απο­τέ­λε­σμα συχνά να τη δέρ­νει προς συμ­μόρ­φω­ση. Στα 17 της την παντρεύ­ουν, όμως χωρί­ζει πολύ γρή­γο­ρα. Ενας τσα­κω­μός με τον πατέ­ρα της γίνε­ται η αιτία την επο­μέ­νη της κήρυ­ξης του πολέ­μου (29/10/40) να βρε­θεί στην Αθή­να, αντι­με­τω­πί­ζο­ντας προ­βλή­μα­τα επι­βί­ω­σης. Η ανά­γκη την οδή­γη­σε να κάνει πολ­λές δου­λιές, ενώ οι πολι­τι­κές της πεποι­θή­σεις την οδη­γούν να δια­κι­νεί κρυ­φά το “Ριζοσπάστη”.Παράλληλα, παί­ζει κιθά­ρα και τρα­γου­δά σε ταβέρ­νες. Συλ­λαμ­βά­νε­ται, για­τί έκλε­ψε μια κου­ρα­μά­να. Αργό­τε­ρα συμ­με­τέ­χει στα Δεκεμ­βρια­νά και τραυ­μα­τι­σμέ­νη στο χέρι ξανα­συλ­λαμ­βά­νε­ται. Απο­φυ­λα­κί­ζε­ται μέσω του Ερυ­θρού Σταυρού.

Μετά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση κι αφού έχει γνω­ρί­σει από μέσα την αγριό­τη­τα και τις εμφυ­λιο­πο­λε­μι­κές διώ­ξεις, όντας ενερ­γό μέλος του αντάρ­τι­κου, την “ανα­κα­λύ­πτει” σε μια ταβέρ­να στα Εξάρ­χεια ο θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας Κίμω­νας Καπε­τα­νά­κης και την προ­τεί­νει στον φίλο του Βασί­λη Τσιτσάνη.Ηχογραφούν μαζί δύο τρα­γού­δια (τα πρώ­τα της), το “Οταν πίνεις στην ταβέρ­να” και “Το παι­δί που είχες φίλο”. Η επι­τυ­χία μεγά­λη, την καθιε­ρώ­νει ως λαϊ­κή τρα­γου­δί­στρια. Το ’48 η Σ. Μπέλ­λου βρί­σκε­ται στου “Τζί­μη του Χοντρού”,στην Αχαρ­νών, με επι­κε­φα­λής τον Τσι­τσά­νη και “ορχή­στρα” τους Περι­στέ­ρη, Κασι­μά­τη, Κερο­μύ­τη, Στέ­λιο, Ρού­κου­να, Τουρκάκη.

Η άρνη­σή της να αντα­πο­κρι­θεί σε μια παραγ­γε­λιά και να πει το “βασι­λι­κό τρα­γού­δι, όπως τότε το έλε­γαν οι Χίτες”, “Του αϊτού ο γιος”, έχει ως απο­τέ­λε­σμα τον ξυλο­δαρ­μό της και την απο­χώ­ρη­σή της από την ταβέρνα.Στη συνέ­χεια πηγαί­νει στον “Παναγάκη”,στην οδό Αλκα­μέ­νους, με τον Μάρ­κο Βαμβακάρη.Εκεί τους συνα­ντά ο νεα­ρός Μάνος Χατζι­δά­κις και τους ζητά να εμφα­νι­στούν στο “Μουσούρη”.“Πήγαμε, θυμό­ταν αργό­τε­ρα η Σ. Μπέλ­λου, εγώ, ο Μάρ­κος, ο Αργύ­ρης κι ο Κανέλ­λος και μια κιθά­ρα. Το θέα­τρο ήταν γεμά­το από κόσμο των γραμ­μά­των και της αρι­στο­κρα­τί­ας. Κόσμο που τον βλέ­πα­με για πρώ­τη φορά, αλλά κι αυτοί δε μας είχαν ακού­σει ποτέ. Εγι­νε διά­λε­ξη πρώ­τα από τον Μάνο. Τους μίλη­σε για το ρεμπέ­τι­κο και για μας και μετά έγι­νε η συναυ­λία μας. Τρα­γου­δή­σα­με του Μάρ­κου όλοι, κι εγώ με τη σει­ρά μου είπα το “Κλα­μέ­νη ήρθες μια βρα­διά”, “Στα­μά­τη­σε μανού­λα μου” κ.ά. Το τι έγι­νε δεν μπο­ρώ να το περι­γρά­ψω. Μας απο­θέ­ω­σαν. Ο Χατζι­δά­κις πετού­σε από τη χαρά του”.

Τα χρό­νια ακμής του κλα­σι­κού λαϊ­κού τρα­γου­διού τη βρί­σκουν στο ζενίθ της καριέ­ρας της. Ολα τα μαγα­ζιά τη ζητά­νε. “Πήγα στο “Ροσι­νιόλ” με τον Καπλά­νη, μετά πάλι στον Πανα­γά­κη, ύστε­ρα στο Μοσχά­το με τον Στε­λά­κη, στο “Λιό­πε­σι” με τον Χατζη­χρή­στο, στου Καλα­μα­τια­νού με τον Μπί­νη, τον Γενί­τσα­ρη και τον Καπλά­νη, στου Μάριου την παρά­γκα με τον Μανώ­λη Χιώτη”.Αργότερα συνερ­γά­ζε­ται με τον Παπαϊ­ω­άν­νου: “Τρα­γού­δια — επι­τυ­χί­ες και χαλα­σμός στα πάλ­κα”. Περι­ζή­τη­τη είναι και στη δισκο­γρα­φία. Ηχο­γρα­φεί σε πρώ­τη εκτέ­λε­ση πολ­λά τρα­γού­δια των Τσι­τσά­νη, Χιώ­τη, Παπαϊ­ω­άν­νου, Μητσά­κη, Από­στο­λου Χατζη­χρή­στου, Καλ­δά­ρα, Καπλά­νη κ.ά. Ανά­με­σά τους τα “Κάνε λιγά­κι υπο­μο­νή”, “Ανοι­ξε για­τί δεν αντέ­χω”, “Κάτω απ’ το σβη­στό φανά­ρι”, “Είπα να σβή­σω τα παλιά”, “Σαν από­κλη­ρος γυρί­ζω” κ.ά. Με την παρακ­μή του κλα­σι­κού λαϊ­κού τρα­γου­διού (αρχή δεκα­ε­τί­ας ’60) η καριέ­ρα της γνω­ρί­ζει κάμ­ψη. Ακο­λου­θεί το περι­θώ­ριο και ο αγώ­νας της επι­βί­ω­σης. “Τα μαγα­ζιά δε με ήθε­λαν πια, οι συν­θέ­τες με από­φευ­γαν, οι εται­ρί­ες δε μου έδι­ναν σημασία… ”

Στη δου­λιά ξανα­βγαί­νει το ’63. Ακο­λου­θεί η συνά­ντη­σή της με τον Αλέ­κο Πατσι­φά της “Λύρας”, που την πεί­θει να δισκο­γρα­φή­σει και πάλι. Κάνουν τον πρώ­το μεγά­λο δίσκο. Η επι­τυ­χία μεγά­λη. Ακο­λου­θούν 15 — 16 μεγά­λοι δίσκοι. Στη συνέ­χεια συνερ­γά­ζε­ται και πάλι με τον Τσι­τσά­νη, στο “Χάραμα”,μέχρι το θάνα­τό του.

Στο πάλ­κο συνέ­χι­ζε να εμφα­νί­ζε­ται απο­σπα­σμα­τι­κά, μέχρι πριν τρία χρό­νια, οπό­τε χτυ­πή­θη­κε από τον καρ­κί­νο. Λίγους μήνες πριν την εκδή­λω­ση της αρρώ­στιας απο­φά­σι­σε να μην ξανα­τρα­γου­δή­σει. Οι τελευ­ταί­ες της εμφα­νί­σεις ήταν στο “Ρεπορ­τάζ”, στα τέλη του ’93. Η τελευ­ταία μέρα της στον επά­νω κόσμο ήταν η χτε­σι­νή (σ.σ. 27 Αυγού­στου 1997) , καθώς ξεκί­νη­σε για “ν’ αντα­μώ­σει βρά­δυ με τους Ελλη­νες στον Αδη”…

Πηγή Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο