Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σύντομο αφιέρωμα… Μάρω Λοΐζου (Α’ Μέρος)

Επι­μέ­λεια Θανά­σης Καρα­γιάν­νης //

Σύντομο αφιέρωμα…
στα 10χρονα από το θάνατο της λογοτέχνιδας — συγγραφέα
Μάρως Λοΐζου (1940–2007)

 Μια συνά­ντη­ση… και μια αδη­μο­σί­ευ­τη συνέ­ντευ­ξη (23 Φλε­βά­ρη του 2003)

Εισα­γω­γι­κά

 Συνά­ντη­σα τη λογο­τέ­χνι­δα, συγ­γρα­φέα και φίλη μου, αλλά και φίλη πολ­λών παι­διών και γονιών, Μάρω Λοΐ­ζου, μια χει­μω­νιά­τι­κη κρύα βρα­διά του Φλε­βά­ρη του 2003, στο σπί­τι της, στο Χολαρ­γό. Θυμά­μαι ότι χιό­νι­ζε, αλλά μέσα στην καρ­διά μου ζεσται­νό­μουν από χαρά και προ­σμο­νή να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αυτό το ραντε­βού μας, ώστε να χαρώ και πάλι τη συντρο­φιά αυτής της αλη­σμό­νη­της φίλης και εξαί­ρε­της πνευ­μα­τι­κής γυναίκας.

loizidoy Με δέχτη­κε πολύ φιλό­ξε­να, με το γλυ­κό και ζεστό χαμό­γε­λό της και αφού κου­βε­ντιά­σα­με διά­φο­ρα, πάντο­τε με χιού­μορ και αισιό­δο­ξο πνεύ­μα, έφτα­σε η ώρα της συνέ­ντευ­ξης που θα της έπαιρ­να. Μ’ αρέ­σει η συνέ­ντευ­ξη να είναι ζωντα­νή, ώστε να διευ­κρι­νί­ζο­νται όλα τα θέμα­τα και οι τυχόν απο­ρί­ες μου και να μου δίνο­νται οι απα­ραί­τη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες. Η ίδια ήθε­λε να της δώσω γρα­πτές τις ερω­τή­σεις μου και σε λίγες μέρες, όπως μου υπο­σχέ­θη­κε, θα μου έδι­νε γρα­πτές τις απα­ντή­σεις της. Σεβά­στη­κα την επι­θυ­μία της και γι’ αυτό δεν πήρα μαζί μου το δημο­σιο­γρα­φι­κό μου μαγνητόφωνο.

Η Μάρω Λοΐ­ζου μού έδω­σε μια φωτο­γρα­φία της με μαθη­τές από ένα σχο­λείο – από τα τόσα που είχε επι­σκε­φτεί – και τρά­βη­ξα κι εγώ μερι­κές φωτο­γρα­φί­ες με τη δική μου ερα­σι­τε­χνι­κή μηχα­νή. Μου χάρι­σε – όπως έκα­νε πάντο­τε – και τρία βιβλία της από τη σει­ρά που τότε βρι­σκό­ταν σε εκδο­τι­κή εξέ­λι­ξη: «Το θαύ­μα του κόσμου».

Την ευχα­ρί­στη­σα και έφυ­γα, γεμά­τος νέες εμπει­ρί­ες και γνώ­σεις από τη συζή­τη­ση με μια κατα­ξιω­μέ­νη λογο­τέ­χνι­δα και έναν υπέ­ρο­χο άνθρω­πο, κατα­δε­κτι­κό, προ­ση­νή, φιλι­κό, ευδιά­θε­το και καλοπροαίρετο.

Η συνέ­ντευ­ξη που ακο­λου­θεί είναι σύντο­μη και περισ­σό­τε­ρο περιε­κτι­κές είναι οι απα­ντή­σεις που loizidoy2έδω­σε η Μάρω. Περ­νού­σε για χρό­νια το προ­σω­πι­κό δρά­μα με το πρό­βλη­μα της υγεί­ας της και φαντά­ζο­μαι ότι «φιλο­σο­φού­σε» πλέ­ον δια­φο­ρε­τι­κά τη ζωή και αξιο­λο­γού­σε κάπως αλλιώς τα πράγ­μα­τα, ακό­μη και τις συνε­ντεύ­ξεις που έδι­νε, ώστε οι απα­ντή­σεις της να είναι περιε­κτι­κές. Εγώ ήθε­λα να με πλη­ρο­φο­ρή­σει πιο ανα­λυ­τι­κά για όσα τη ρωτού­σα και να εκφρά­σει τις από­ψεις της πιο διε­ξο­δι­κά. Δεν τα κατάφερα…

Άλλω­στε και αυτά που απά­ντη­σε είναι δια­φω­τι­στι­κά και απο­κα­λυ­πτι­κά για όσα είχε μέσα στο πνευ­μα­τι­κό της οπλι­σμό και εκφρά­ζουν σαφώς και το χαρα­κτή­ρα και τις από­ψεις της για τη ζωή και την τέχνη. Εμφα­νές είναι και το μετριο­πα­θές του χαρα­κτή­ρα της και η ταπει­νό­τη­τά της. Δεν ήθε­λε η ίδια να λέει πολ­λά για το έργο της, αλλά να το ανα­κα­λύ­πτουν και να το αξιο­λο­γούν οι ανα­γνώ­στες της.

Υπάρ­χει, βέβαια, επί του θέμα­τος τού­του μια βάσι­μη και σημα­ντι­κή άπο­ψη ότι τον συγ­γρα­φέα τον γνω­ρί­ζει κάποιος κυρί­ως από το έργο του.

Η συνέ­ντευ­ξη πάρ­θη­κε με σκο­πό να δημο­σιευ­θεί σε κάποια εφη­με­ρί­δα, με την οποία συνερ­γα­ζό­μουν την επο­χή εκεί­νη. Η εφη­με­ρί­δα, όμως, στα­μά­τη­σε να εκδί­δε­ται και έτσι η συνέ­ντευ­ξη αυτή έμει­νε αδη­μο­σί­ευ­τη. Είχα ενη­με­ρώ­σει σχε­τι­κά τη Μάρω Λοΐ­ζου και της υπο­σχέ­θη­κα ότι θα τη δημο­σιεύ­σω σε κάποιο άλλο έντυ­πο στο μέλ­λον. Έστω αργά, μετά από 14 χρό­νια, τηρώ την υπό­σχε­σή μου.

***

Συνέντευξη

 — Κυρία Μάρω Λοΐ­ζου, έχε­τε μια μακρο­χρό­νια θητεία στα γράμ­μα­τα και ιδιαί­τε­ρα στο χώρο της Παι­δι­κής Λογο­τε­χνί­ας. Πότε ακρι­βώς πρω­το­δη­μο­σιεύ­σα­τε κεί­με­νό σας για παι­διά και σε ποιο έντυ­πο; Ποια ήταν η έμπνευ­σή σας τότε και ποια η ευκαι­ρία που σας δόθηκε;

– Είναι μερι­κά πράγ­μα­τα για τα οποία δεν είσαι ποτέ σίγου­ρος. Μπο­ρεί να έγι­ναν έτσι και συ να νομί­ζεις πως έγι­ναν αλλιώς. Ή το αντί­θε­το. Νομί­ζω, λοι­πόν, ότι ο λόγος που άρχι­σα να ασχο­λού­μαι με την παι­δι­κή λογο­τε­χνία ήταν η κόρη μου, η Μυρ­σί­νη. Δια­βά­ζο­ντάς της βιβλία όταν ήταν παι­δί, άρχι­σα να γλυ­καί­νο­μαι μ’ αυτό το είδος της λογο­τε­χνι­κής γρα­φής. Από την «ποί­η­ση» όμως δεν ξέφυ­γα εντε­λώς. Η τεχνι­κή της γρα­φής που πάντα ακο­λού­θη­σα και ακο­λου­θώ, είναι η αφη­γη­μα­τι­κή ποί­η­ση. Το πρώ­το μου βιβλίο είναι το Ήταν και δεν ήταν, Εκδ. ΠΑΤΑΚΗ και με εικο­νο­γρά­φη­ση της Βάσως Ψαράκη.

– Στα παι­δι­κά και εφη­βι­κά σας χρό­νια είχα­τε την τάση να εξω­τε­ρι­κεύ­ε­τε τα συναι­σθή­μα­τα και τις ιδέ­ες σας, δια του τύπου ή έστω με επι­στο­λο­γρα­φία; Μιλή­στε μας για τις εμπει­ρί­ες σας.

– Γεν­νή­θη­κα το 1940 στον Κολω­νό από μια φτω­χή οικο­γέ­νεια. Για μας λοι­πόν η λέξη «επι­στο­λή» ήταν άγνω­στη. Όπως επί­σης και τα περιο­δι­κά που απευ­θύ­νο­νταν σε παι­διά, π.χ. «Η Διά­πλα­σις των Παί­δων». Πέρα όμως από τα αρνη­τι­κά της κοι­νω­νι­κής μας τάξης, ήμουν έτσι κι αλλιώς ένα πολύ κλει­στό παι­δί. Δε θα τολ­μού­σα ποτέ να εκφρά­σω δημό­σια μια προ­σω­πι­κή μου σκέ­ψη. Ωστό­σο πράγ­μα­τι έγρα­φα από μικρή. Όμως ο μόνος ακρο­α­τής μου ήταν η μανού­λα μου.

– Θα θέλα­με να πλη­ρο­φο­ρη­θού­με σε ποια περιο­δι­κά και σε ποιες εφη­με­ρί­δες έχουν δημο­σιευ­θεί κεί­με­νά σας. Ποιες ήταν οι μακρο­βιό­τε­ρες συνερ­γα­σί­ες σας;

– Το μόνο περιο­δι­κό με το οποίο συνερ­γά­στη­κα ήταν το «ΡΟΔΙ».

– Είναι εύκο­λο να μας μιλή­σε­τε, κάπως διε­ξο­δι­κά, για τις παι­δι­κές ραδιο­φω­νι­κές σας εκπο­μπές (εμπει­ρί­ες, συνερ­γά­τες, προ­σκε­κλη­μέ­νοι σας, θέμα­τα κ.ο.κ.)

– Όχι δεν είναι καθό­λου εύκο­λο για­τί η ραδιο­φω­νι­κή εκπο­μπή μου, «ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ», κρά­τη­σε χρό­νια πολ­λά και όπως κατα­λα­βαί­νε­τε είχα άπει­ρες εμπει­ρί­ες. Ο μόνος που έμει­νε στα­θε­ρός ήταν ο σκη­νο­θέ­της μας, ο Βασί­λης Ρίτσος. Και δύο αντα­πο­κρι­τές μας: «τ’ ουρα­νού», που ήταν ο διευ­θυ­ντής του αστε­ρο­σκο­πεί­ου Αθη­νών και η Νένη Χουκ Απο­στο­λο­πού­λου που ήταν η αντα­πο­κρί­τριά μας του βυθού, για­τί ήταν αερο­κα­τα­δύ­τρια. Η εκπο­μπή ήταν ενη­με­ρω­τι­κή. Απευ­θύ­νο­νταν σε παι­διά, αλλά νομί­ζω πως οι μεγά­λοι που την παρα­κο­λου­θού­σαν κάθε Σάβ­βα­το πρωί, ήσαν περισσότεροι.

– Σε ποια θέμα­τα δώσα­τε περισ­σό­τε­ρη έμφα­ση στα βιβλία σας για παι­διά και σε ποιες ηλι­κί­ες απευ­θύ­νε­στε με το έργο σας; Τι ήταν αυτό που σας έκα­νε να επι­λέ­ξε­τε τα συγκε­κρι­μέ­να θέμα­τα; Ήδη, σας έχουν έλξη κάποια νέα θέμα­τα, με τα οποία σκο­πεύ­ε­τε να κατα­πια­στεί­τε στο μέλ­λον; Γρά­φε­τε τώρα κάποιο βιβλίο με νέα θεματολογία;

– Λένε πως ένας συγ­γρα­φέ­ας σ’ όλη του τη ζωή ασχο­λεί­ται με το ίδιο θέμα σε διά­φο­ρες παραλ­λα­γές. Και νομί­ζω πως μάλ­λον έχουν δίκιο. Το δικό μου θέμα είναι το Όλον των προ­σω­κρα­τι­κών, του Παρ­με­νί­δη. Το Όλον των προ­σω­κρα­τι­κών και το ζητού­με­νο της σύγ­χρο­νης παι­δεί­ας όπως μας διδά­σκει ο Γάλ­λος κοι­νω­νιο­λό­γος Ενγκάρ Μορέν στο βιβλίο του: «Οι εφτά γνώ­σεις κλει­διά για την παι­δεία του μέλλοντος».

Στο πρώ­το μου βιβλίο θέλω να δεί­ξω σ’ ένα παι­δά­κι πως όλα είναι μέσα του, στην καρ­δού­λα του. Στην τελευ­ταία μου σει­ρά «ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», που θα ολο­κλη­ρω­θεί σε δέκα βιβλία, ξεκι­νώ από την Κοσμο­γο­νία και κατα­λή­γω στην Μελ­λο­ντο­λο­γία. Στό­χος μου να παρου­σιά­σω στο παι­δί το Όλον με παρα­μυ­θι­κό τρό­πο, το Όλον που μέρους του είμα­στε. Γι’ αυτό αυτή η σει­ρά καλό είναι να δια­βά­ζε­ται μέσα στην τάξη, σαν προ­έ­κτα­ση του «Εμείς κι ο Κόσμος».

– Πιστεύ­ε­τε ότι οι λογο­τέ­χνες ως άνθρω­ποι με κοι­νω­νι­κή ηθι­κή και συνεί­δη­ση, και με δεδο­μέ­νο ότι επι­δρούν στη δια­μόρ­φω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας των παι­διών με τα βιβλία τους και επί­σης ως δεδο­μέ­νο ότι οι ήρω­ές τους απο­τε­λούν πρό­τυ­πο συμπε­ρι­φο­ράς για τους μικρούς ανα­γνώ­στες τους, «οφεί­λουν» ν’ ασχο­λού­νται και με τα καυ­τά οικο­νο­μι­κά, κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά προ­βλή­μα­τα, τα οποία τα παι­διά τα βιώ­νουν έντο­να και επώ­δυ­να ορι­σμέ­νες φορές, ιδί­ως τα παι­διά των φτω­χών κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των; Θα προ­τεί­να­τε όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως οι λογο­τέ­χνες που γρά­φουν για παι­διά, να γρά­ψουν και βιβλία (ιδί­ως για παι­διά των τελευ­ταί­ων τάξε­ων του Δημο­τι­κού και του Γυμνα­σί­ου) με θέμα­τα: τον πόλε­μο, το εμπό­ριο των ναρ­κω­τι­κών, των οργά­νων σώμα­τος, την εκμε­τάλ­λευ­ση της παι­δι­κής εργα­σί­ας, την ανερ­γία, τη φτώ­χεια και δυστυ­χία, όπου Γης κ.ο.κ.;

– Νομί­ζω ότι είναι μάλ­λον αδύ­να­το να προ­τεί­νεις σ’ ένα συγ­γρα­φέα τι να γρά­ψει. Αν τα θέμα­τα στα οποία ανα­φέ­ρε­στε τον συγκι­νούν, θα γρά­ψει γι’ αυτά χωρίς να του υπο­δεί­ξει κανείς τίπο­τα. Αν όχι, θα γρά­ψει ένα καλό ή κακό δημο­σιο­γρα­φι­κό κεί­με­νο, αλλά τέχνη δε θα κάνει. Και το ζητού­με­νο , ιδιαί­τε­ρα στα παι­δι­κά βιβλία, είναι να κάνου­με τέχνη. Αρκε­τά πήξα­με με τα παι­διά­στι­κα κατα­σκευά­σμα­τα. Τα βιβλία του Μίκα­ελ Έντε π.χ. ή του Γκά­λι­κο ή του Σέντακ δεν ανα­φέ­ρο­νται σε κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κο­οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα, κι όμως, επει­δή όταν τα δια­βά­ζεις η ψυχή σου χορεύ­ει, γίνε­σαι όλο και πιο καλός πολί­της, όλο και πιο συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νος άνθρω­πος. Εξάλ­λου εγώ πιστεύω ότι τα παι­διά πρέ­πει πρώ­τα να δυνα­μώ­σουν, πρώ­τα να πατή­σουν γερά στα πόδια τους, και μετά να γνω­ρί­σουν την άγρια ασκή­μια της ζωής. Αλλιώς κιν­δυ­νεύ­ουν να πλη­γω­θούν ανε­πα­νόρ­θω­τα και οι συνέ­πειες να είναι τρομερές.

– Δώστε μας συνο­πτι­κά τις προ­τά­σεις σας για την ανά­πτυ­ξη της φιλα­να­γνω­σί­ας που μπο­ρεί να καλ­λιερ­γη­θεί μέσα στα σχο­λεία, σε επί­πε­δο πολι­τεί­ας, εκπαι­δευ­τι­κών και σχο­λι­κής μονά­δας, γενικότερα.

– Θα μπο­ρού­σα να σας δώσω 3.333 προ­τά­σεις. Αλλά, επει­δή θα γίνω πλη­κτι­κή, θα σας δώσω μόνο μία. Να αγα­πάς εσύ ο ίδιος το διά­βα­σμα, είτε δάσκα­λος είσαι είτε γονιός, και μετά να σέβε­σαι τον εαυ­τό σου και τη δου­λειά που κάνεις. Τότε μόνο θα βρεις τις 3.333 προ­τά­σεις και θα χαί­ρε­σαι πολύ γι’ αυτό.

– Μιλή­στε μας για τα βιβλία σας για παι­διά. Για­τί προ­τεί­νε­τε να δια­βα­στούν από παι­διά, γονείς, εκπαιδευτικούς; 

– Μου είναι αφά­ντα­στα δύσκο­λο να μιλή­σω για τα βιβλία μου εγώ η ίδια. Γι’ αυτό θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τη φρά­ση μιας κυρί­ας που με στα­μά­τη­σε μια μέρα στο δρό­μο, εδώ στο Χολαρ­γό όπου μένω, και μου είπε: «Κυρία Λοΐ­ζου, εσείς δε με ξέρε­τε, εγώ όμως σας γνω­ρί­ζω από τα βιβλία σας που έπαιρ­να για το γιο μου. Συγνώ­μη που σας ενο­χλώ, αλλά θέλω να σας πω ένα μεγά­λο ευχα­ρι­στώ μέσα από την καρ­διά μου. Με τα βιβλία σας μάθα­τε στο παι­δί μου να ονειρεύεται.»

– Ποια βιβλία σας για παι­διά εκδί­δο­νται στο άμε­σο μέλλον;

– Ολο­κλη­ρώ­νε­ται η σει­ρά «ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» (Εκδό­σεις Πατά­κη) κι αλλά­ζει εκδο­τι­κό οίκο η σει­ρά «ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ».

– Σας ευχα­ρι­στώ πολύ κ. Λοΐζου.

 Κι εγώ εσάς κ. Καραγιάννη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο