Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σώπα, μη μιλάς…

Sopa1

ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ (1915–1995). Τούρ­κος συγ­γρα­φέ­ας και πολι­τι­κός ακτι­βι­στής. Από τους πιο γνω­στούς λογο­τέ­χνες της Τουρ­κί­ας διε­θνώς. Γενέ­τει­ρά του η νήσος Χάλ­κη της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Μεγά­λω­σε σε ορφα­νο­τρο­φείο, στα 19 χρό­νια του φοί­τη­σε στη σχο­λή Ευελ­πί­δων της Τουρ­κί­ας, το 1939 έγι­νε ανθυ­πο­λο­χα­γός. Στα γράμ­μα­τα τον βλέ­που­με για πρώ­τη φορά το 1944 με διη­γή­μα­τα και ποι­ή­μα­τα στην εφη­με­ρί­δα “μιλιετ” και ένα χρό­νο αργό­τε­ρα απο­τά­χθη­κε από τον στρα­τό για τις αρι­στε­ρές του πεποι­θή­σεις. Για να ζήσει άνοι­ξε μπα­κά­λι­κο, αλλά είδε πως δημο­σιο­γρά­φος του ταί­ρια­ζε καλύτερα!

Τις αρι­στε­ρές του ιδέ­ες τις διο­χέ­τευε σε περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες και αυτές έγι­ναν η αιτία το 1947 να βρε­θεί για πρώ­τη φορά στην φυλα­κή και μετά στην εξο­ρία. Συνο­λι­κά πέρα­σε πεντέ­μι­σι χρό­νια από την ζωή του στις φυλα­κές σε διά­φο­ρες περιό­δους. Από το 1970 ήτα­νε από τούς δημο­φι­λέ­στε­ρους συγ­γρα­φείς στην Τουρ­κία. Έγρα­ψε ποί­η­ση, διη­γή­μα­τα, θέα­τρο, δοκί­μια και ασκού­σε κρι­τι­κή στο Τουρ­κι­κό καθε­στώς, ζητώ­ντας την επα­να­φο­ρά της Δημο­κρα­τί­ας στη χώρα. Ήτα­νε κατά του θρη­σκευ­τι­κού φανα­τι­σμού και σφο­δρός επι­κρι­τής του Ισλάμ! στις αρχές του 1990 επι­κη­ρύ­χθη­κε με 100.000 δολ. από έναν Τούρ­κο επι­χει­ρη­μα­τία για­τί μετέ­φρα­ζε τους “Σατα­νι­κούς στί­χους” του Σαλ­μάν Ρούσ­ντι, που η Ισλα­μι­κή φετ­φά είχε κατα­δι­κά­σει σε θάνα­το για προ­σβο­λή του Προ­φή­τη Μωάμεθ!

Ο Αζίζ Νεσίν είχε έρθει στην Αθή­να το 1991 για το βρα­βείο “Αμπ­ντί Ιπε­κτσί” Ελλη­νο­τουρ­κι­κής φιλί­ας. Πέθα­νε από καρ­δια­κή προ­σβο­λή στις 6/7/1995 μέσα σε βιβλιο­πω­λείο της Σμύρ­νης την ώρα που υπό­γρα­φε τα βιβλία του. Τα έργα του έχουν μετα­φρα­στεί σε τριά­ντα γλώσ­σες και στα Ελληνικά.

«ΣΩΠΑ ΜΗ ΜΙΛΑΣ…» ‘Ενα από τα γνω­στό­τε­ρα ποι­ή­μα­τά του, περι­γρά­φει τον φόβο και τα «πρέ­πει» μιας κοι­νω­νί­ας ανθρώ­πων ―που πια― είναι παγκό­σμια, που ζει την «σιω­πή της» σαν να έχει από χρό­νια… πεθά­νει!!.. Και ξάφ­νου… ΞΥΠΝΑΕΙ… ΘΥΜΩΝΕΙ… ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ… ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΙ!!!… ΜΙΛΑΕΙ… ΜΙΛΑΕΙ… ΦΩΝΑΖΕΙ… — ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ, ΥΠΑΡΧΩ… ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ!!!!!!

Σώπα μη μιλάς…

Σώπα, μη μιλάς , είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπα­σε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιω­πή ειναι χρυσός.

Τα πρώ­τα λόγια που άκου­σα από παιδί
έκλαιγα,γέλαγα,έπαιζα μου λέγανε:
“σώπα”.

Στο σχο­λείο μού κρύ­ψαν την αλή­θεια τη μισή,
μου λέγα­νε :“εσέ­να τι σε νοιά­ζει ; Σώπα!”

Με φιλού­σε το πρώ­το κορί­τσι που ερω­τεύ­τη­κα και μου λέγανε:
“κοί­τα μην πείς τίπο­τα, σσσσ.…σώπα!”

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάστα­ξε μέχρι τα εικο­σί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου
η σιω­πή του μικρού.

Έβλε­πα αίμα­τα στο πεζοδρόμιο,
“Τι σε νοιά­ζει εσέ­να;”, μου λέγανε,
“θα βρείς το μπε­λά σου, σώπα”.

Αργό­τε­ρα φωνά­ζα­νε οι προϊστάμενοι
“Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν κατα­λα­βαί­νεις ‚σώπα”

Παντρεύ­τη­κα , έκα­να παιδιά ,
η γυναί­κά μου ήταν τίμια κι εργα­τι­κή και
ήξε­ρε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνε­τή , που της έλε­γε “Σώπα”.

Σε χρό­νια δίσε­κτα οι γονείς, οι γεί­το­νες με συμβουλεύανε :
“Μην ανα­κα­τεύ­ε­σαι, κάνε πως δεν είδες τίπο­τα. Σώπα”
Μπο­ρεί να μην είχα­με με δ’αύ­τους γνω­ρι­μί­ες ζηλευτές,
με τους γει­το­νες, μας ένω­νε , όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ενας,σώπα ο άλλος σώπα οι επά­νω, σώπα η κάτω,
σώπα όλη η πολυ­κα­τοι­κία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρό­μοι οι κάθε­τοι και οι δρό­μοι οι παράλληλοι.
Κατά­πια­με τη γλώσ­σά μας.
Στό­μα έχου­με και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιά­ξα­με το σύλ­λο­γο του “Σώπα”.
και μαζευ­τη­κα­με πολλοι
μία πολι­τεία ολό­κλη­ρη, μια δύνα­μη μεγά­λη ‚αλλά μουγκή!

Πετύ­χα­με πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσα­νε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Ευκο­λα , μόνο με το Σώπα.
Μεγά­λη τέχνη αυτό το “Σώπα”.

Μάθε το στη γυναί­κα σου,στο παι­δί σου,στην πεθε­ρά σου
κι όταν νιώ­σεις ανά­γκη να μιλή­σεις ξερί­ζω­σε τη γλώσ­σά σου
και κάν’την να σωπάσει.
Κόψ’την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρη­στο όργα­νο από τη στιγ­μή που δεν το μετα­χει­ρί­ζε­σαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλ­τες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέ­πε­σαι τα παι­διά σου και θα γλι­τώ­σεις απο το βρα­χνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λές “έχε­τε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς”
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλή­σω ο κερατάς.

και δεν θα μιλάς ,
θα γίνεις φαφλατάς ,
θα σαλια­ρί­ζεις αντί να μιλάς .

Κόψε τη γλώσ­σά σου, κόψ’την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλή­σεις , καλύ­τε­ρα να το τολ­μη­σεις Κόψε τη γλώσ­σά σου.

Για να είμαι του­λά­χι­στον σωστός στα σχέ­δια και στα όνει­ρά μου
ανά­με­σα σε λυγ­μούς και σε παρο­ξυ­σμούς κρα­τώ τη γλώσ­σά μου,
για­τί νομί­ζω πως θα’ρ­θει η στιγ­μή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπά­σω και δεν θα φοβη­θώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγ­μή το λαρύγ­γι μου θα γεμί­ζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψιθυ­ρο , με ένα τραύ­λι­σμα , με μια κραυ­γή που θα μου λεει:
ΜΙΛΑ!…

Επι­μέ­λεια: Ηλέ­κτρα Στρατωνίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο