Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σώσε με γιατρέ μου

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //


Από­ψε καθέ­νας θυμά­ται και κάτι. Ανά­με­σα στο γέλιο και στο δάκρυ περ­νούν οι στιγ­μές, οι ώρες, οι μέρες, οι νύχτες, η ίδια η ζωή. Τα δάκρυα της χαράς επι­στρέ­φουν με κάθε γυρι­σμό και στε­γνώ­σουν εύκο­λα. Από­ψε η ομορ­φιά της παρέ­ας ακου­μπά μονα­δι­κά στην ψυχή και μεγα­λώ­νει την αγά­πη αυτή που φέρ­νει πάντα πιο κοντά στα χεί­λη την κού­πα της χαράς.

Η θεία η Θωμαή αλλά­ζει θέση στο τρα­πέ­ζι. Έρχε­ται πιο κοντά, σε κοι­τά­ζει, όχι αδιά­κρι­τα, όχι. «Όσο μεγα­λώ­νεις» , λέει «μοιά­ζεις όλο και πιο πολύ στη μάν­να σου, έχεις και όλα τα σου­σού­μια τση Γαρε­φαλ­λιάς, μα τα μάθια σου, τα μάθια σου παι­δί μου, είναι σαν τση Κοκο­λί­νας, αλλιώ­τι­κα ξανοί­γου­νε, φανε­ρά τον ήλιο και τον άθρω­πο. Ετσά που με ξανοί­γεις, εξά­νοι­γε κι αυτή και σού ’δινε να κατα­λά­βεις πια πολ­λά από αυτά που ήθε­λε να σου πει.»

Αισθά­νε­σαι ένα άλλο βλέμ­μα πάνω σου, ερευ­νη­τι­κό, νιώ­θεις πως σε εξε­τά­ζει από την κορυ­φή μέχρι τα νύχια, πως προ­σπα­θεί να βασι­στεί σε κάποιο από τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά σου για να σε ανα­γνω­ρί­σει, να θυμη­θεί ποια είσαι. Βλέμ­μα ήρε­μο, τρυ­φε­ρό, αυτό της θεί­ας Χρι­στί­νας που σε αγκαλιάζει.

«Χαρού­λα μου για εσέ­να έχω κλά­ψει τόσο πολύ που δε σβή­νει από το μυα­λό μου εκεί­νη η μέρα όσα χρό­νια κι αν περά­σουν» , λέει ο Νικο­λής. «Θυμά­μαι τη βάφτι­σή σου χωρίς κολυ­μπή­θρα, την ημέ­ρα της Πρω­το­χρο­νιάς του χίλια εννια­κό­σια εξή­ντα τρία στο σπί­τι σας, ακό­μη κλαίω όταν το σκέ­φτο­μαι», συνε­χί­ζει και για να μη φανούν τα δάκρυα που του φέρ­νει η ανά­μνη­ση κάνει πως κοι­τά­ζει τ’ άστρα. Η θεία η  Βαγ­γε­λία θα πάρει τη σκυ­τά­λη και θα ολο­κλη­ρώ­σει τη διή­γη­ση με το δικό της μονα­δι­κό τρόπο:

«Σαρά­ντα μερώ ήσου­νε μικιό — μικιό και πια αρρω­στά­ρι­κο κοπέ­λι εγώ δεν είχα δει ποτέ μου, ετσά λιγά­θι­νο και μπλά­βο το χει­λά­κι σου σα τση σου­πιάς το μελά­νι και εδυ­σκο­λεύ­γου­σου­νε να κατα­πιείς ως και το σάλιο σου για­τί επλά­ντας. Ο για­τρός, ο συγ­χω­ρε­μέ­νος ο Μακα­ρώ­νας σού ’κανε τσι βελό­νες κάθα δυό ώρες και ήφτα­ξε κι εξώ­με­νε στο σπί­τι για να σε γλι­τώ­σει. Ως και ο μπάρ­μπα Νικα­ράς εξώ­μει­νε κι αυτός πέντε – έξε αργα­τι­νές και ήκα­νε τα μπα­σο­δού­λια και μια­ο­λιά παρη­γο­ριά τσι γονέ­ους σου.

Την παρα­μο­νή τση Πρω­το­χρο­νιάς πρέ­πει πως δε σε πιά­να­νε μπλιό μήτε οι βελό­νες, μήτε οι ζεστα­σές, μήτε οι βεντού­ζες και χει­ρο­τέ­ρευ­γες για θάνα­το, ίσα­με απού ήφτα­ξες στο απρο­χώ­ρη­το και δεν ήπερ­νες μπλιό πνοή. Τότε­σας, επο­δια­φώ­τα­νε όντεν είπε­νε ο Μακα­ρώ­νας πως δεν είχες άλλη ζωή και πως ήθε­λα ποθά­νεις. Για κειο­νά σε βαφτί­σα­νε, βάφτι­σμα τση ανά­γκης, στο σπί­τι να πας σκιάς με όνο­μα στον άλλο κόσμο, Θε μου ξεμί­στευ­γε απού την κακή την ώρα.

Η μάν­να σου χιαρ­χι­ντι­σμέ­νη απού τη στε­νο­χώ­ρια και τα κλά­η­μα­τα εγλά­κα­νε η συγ­χω­ρε­μέ­νη όθε(ν) τη Γωνιά κι από πίσω εκλού­θα­νε ο πατέ­ρας σου απού είχε­νε ακό­μη μια ελπί­δα και τα θάρ­ρη ντου στο Θεό, και τήνε σιρ­γού­λευ­γε να για­γύ­ρει οπί­σω να μπει στη κούρ­σα του για­τρού να σε πάνε στο Νοσο­κο­μείο στο Ηράκλειο.

Ήρθε­νε κι ο παπάς, η θεια Δεσποι­νιά η Ψυχο­γί­να επήε και τόνε φώνια­ξε, μα δεν επρο­λα­βαί­να­νε να φέρου­νε κολυ­μπή­θρα. Ο για­τρός εξα­νά­πε πως ετε­λεί­ω­νες στο στά­διο απού ήσου­νε. Ήβα­λε σκιας το πετρα­χεί­λι ντου ο παπάς και ρώτη­ξε για τ’ όνο­μα. Χαρού­λα, είπε­νε τ’ όνο­μα η σάντο­λά σου, η Γιαν­νού­λα ‑μική κορα­σο­πού­λα ήτα­νε τότε­σας ακά­τε­χη- και τήνε ξάνοι­ξε και η μάν­να και ο κύρης τσης μανι­σμέ­να, για­τί αλλιώς τσή ’χανε αρμηνέψει.

Εσω­στά­θη­κε­νε και ο παπάς για­τί ντε­λό­γο την ήκου­σε απού ήλε­γε και ίσα που εγροι­κού­ντα­νε, με παρα­πό­νε­ση, “γιά­η­ντα να μην έχει ζωή επα­δέ σε τού­το­νε τον κόσμο με τσι μυρω­διές, γιά­η­ντα δα το πέψο­με ονο­μα­τι­σμέ­νο, πεσκέ­σι του Χάρου, όι, εγώ πογρά­φω Ζωή, Ζωή, Ζωή επα­δέ κι ας είναι ψεύ­της κόσμος, εγώ ετσά λοής το συλλογούμαι”.

Εγρύ­λω­σέ τζης κι ο παπάς και σε σήκω­σε ετσά ντυ­μέ­νο με τα ρου­χα­λά­κια σου ψηλά και είπε­νε κι αυτός, να τελειώ­σο­με το μυστή­ριο τση ανά­γκης, πρι­χού φύγει η ψυχή και χαθεί, για­τί ζωή δεν έχει κατά πως φαί­νε­ται. Τοτε­σάς εβγή­κε όξω η για­γιά σου η  Γαρε­φαλ­λιά κι ήπαι­ξε στο ρόγδι που εκρά­θιε­νε μια στο χαρά­κι κι ήσπα­σε κι απόη ήδε­σε μια κόκ­κι­νη κλω­στή στη ροδα­ρά απού ’χενε κρα­τή­ξει ακό­μη ένα αμο­να­χό κλει­στό ρόδο κι ας είχε­νε χιο­νί­σει πια παραμπρός.

Βαφτί­ζε­ται η δού­λη του Θεού Χαρού­λα, είπε ο παπάς και σ’ έβα­λε στα χέρια του για­τρού σαν τη μαρα­μέ­νη βιό­λα, μα οι γονέ­οι σου δεν ήτα­νε εκειά και δεν τ’ ακού­σα­νε και δεν εκα­τέ­χα­νε οι κακο­μοί­ρη­δες μήτε πώς σε ’πανε. Από­ει δα ύστε­ρα σε πήα­νε στη Χώρα, στην κλι­νι­κή του Σερ­γά­κη για­τί στο Βενι­ζέ­λειο δε σε κοντέψανε.

“Έχει και παρα­έ­χει, εγώ τό ’ταξα τση Ζωής του­το­νά το κορα­σο­πού­λι,” , εβό­α­νε και η για­γιά σου η Κατε­ρί­να στο δώμα απά­νω κι εφο­βέ­ρι­ζε το Κοκο­λιό πως ήθε­λα του κάμει μεγά­λο χου­νέ­ρι ανέ τζη ξανά­λε­γε πως ποθαί­νεις. Ως και την κού­πα με το κρα­σί που είχε­νε βρά­σει μ’ ένα δαφ­νό­φυλ­λο να το πιει να ζεστα­θεί, το γύρι­σε και πότι­σε το χώμα, ν’ ανα­ντρα­νί­σου­νε οι ψυχές, να ξεγε­λά­σου­νε τον παντέρ­μο το Χάρο.

Βερίγου Ω πικραμυγδαλάκι μου και πως να σε γλυκάνω που σαι στη κάτω γειτονιά κι εγώ ’μαι στην απάνω

Έχεις και παρα­έ­χεις, κοπέ­λα μου, έχεις, εσέ­να σε για­γύ­ρα­νε απού τον άλλο κόσμο σαρά­ντα μερώ, μόνο να ’χεις την ευκή μου και τύχη και μπό­ρε­ση και χρό­νους πολ­λούς, να γρά­φεις. Για κειο­νά ήλλα­ξε το μοι­ρό­γρα­φτό σου, ένα βλε­φά­ρι­σμα του Χάρου τό ’καμε η ψυχή σου, μα η Μοί­ρα, πότε – πότε κάνει άλλα κου­μά­ντα και δε λογα­ριά­ζει τσι δου­λιές του, μόνο να γρά­φεις, γροι­κάς Χαρού­λα, την ευκή τσ’ ευκής μου να ’χεις και χωρίς να κάμεις να ’χεις, μα να γρά­φεις κιό­λας…» , η θεία Βαγ­γε­λία του Μπά­μπα Γιαν­νιού, η καλό­τρο­πη, η ευσυ­γκί­νη­τη, η ακού­ρα­στη, θα καλη­νυ­χτί­σει όλους με αγκα­λιά και φυλά­ει τη δική της μαντι­νά­δα για το τέλος, αυτή που είπε εκεί­νη την Πρω­το­χρο­νιά του χίλια εννια­κό­σια εξή­ντα τρία για να ξορ­κί­σει το θάνατο:

        «Ω πικρα­μυ­γδα­λά­κι μου και πως να σε γλυκάνω,
που ‘σαι στη κάτω γει­το­νιά κι εγώ ’μαι στην απάνω.»

 Σε συγκι­νεί ο τρό­πος που ανα­κα­λεί η θεία Βαγ­γε­λία τις λεπτο­μέ­ρειες από το ημε­ρο­λό­γιο των ανα­μνή­σε­ων. Και εσύ το γνω­ρί­ζεις καλά, ξέρεις πόσο μεγά­λη ανά­γκη του για­τρού, του Μακα­ρώ­να, είχαν οι Λασι­θιώ­τες, για τους οποί­ους διέ­θε­σε δωρε­άν όχι μόνο το χρό­νο και τις γνώ­σεις του ως επι­στή­μο­νας, αλλά και την ίδια την ανθρω­πιά του. Ο για­τρός που αγά­πη­σε τον άνθρω­πο μαζί με τη φύση και τα που­λιά, ο για­τρός που μεί­ω­νε τις απο­στά­σεις με ένα χαμό­γε­λο και μια ζεστή χει­ρα­ψία και στην επα­φή με τους ντό­πιους πλημ­μύ­ρι­ζε χαρά και συγκί­νη­ση. Ίσως δεν υπήρ­ξε μέρα σε όλη τη διάρ­κεια της θητεί­ας του, που δεν πήγαι­νε επι­σκέ­ψεις στα σπί­τια, που δεν βοή­θη­σε με όσα μέσα διέ­θε­τε και που σίγου­ρα έσω­σε ζωές, τη δική σου πάντως και του πατέ­ρα σου οπωσ­δή­πο­τε, χωρίς εκεί­νον ούτε εσύ, ούτε και ο πατέ­ρας σου θα ζούσατε.

Αισθά­νε­σαι διπλή την ευγνω­μο­σύ­νη, γνω­ρί­ζο­ντας πως είναι μια στά­ση ανθρω­πιάς που βελ­τιώ­νει πρώ­τα τη δική σου ζωή και μετά τη ζωή των άλλων. Ο Μακα­ρώ­νας δεν είχε μόνο καλές προ­θέ­σεις για όλους τους Λασι­θιώ­τες, αλλά ακό­μη και όταν ήταν δύσκο­λες οι κατα­στά­σεις προ­σπα­θού­σε να κατα­φέ­ρει το αδύ­να­το. Ο για­τρός που θυμά­σαι  με το ένα χέρι του να σου φέρ­νει το ποτή­ρι με το φάρ­μα­κο στα χεί­λη και με το άλλο να αγκα­λιά­ζει τους ώμους σου στορ­γι­κά. Έχεις απο­τυ­πώ­σει την εικό­να του προ­σώ­που του με μια σοβα­ρό­τη­τα μονα­δι­κή, μπο­ρού­σες όμως να δια­κρί­νεις και την μορ­φή του να παρη­γο­ρεί με μια εγγύ­τη­τα τόσο υπέ­ρο­χα φυσι­κή όσο και ψυχική.

Μετά από αυτό δεν γίνε­ται να μη γεμί­σουν αλμύ­ρα και τα δικά σου μάτια. Στο ίδιο σπί­τι, το πατρι­κό σου, έμελ­λε να επα­να­λη­φθεί η ίδια περι­πέ­τεια είκο­σι οκτώ χρό­νια αργό­τε­ρα. Ήταν γρα­φτό να βιώ­σεις την ίδια αγω­νία που τότε είχε ζήσει η Καλ­λιό­πη και ο Αρι­στεί­δης και να το ξανα­ζή­σουν και εκεί­νοι από την αρχή, με την κόρη σου, τη Μαρί­να Μπά­ντιου. Μόνο το βάφτι­σμα της ανά­γκης δεν έγι­νε, κατά τα άλλα…

Δρό­μος μοι­ρα­σμέ­νος στα δυο, όπως και αν τον κοι­τά­ξεις. Μια γήι­νη λάμ­ψη πάνω στην πέτρα κι ύστε­ρα πέφτει λοξά στο αφυ­δα­τω­μέ­νο πρό­σω­πο του πατέ­ρα σου. Με την τέχνη και την αρε­τή της καλο­σύ­νης γαλη­νεύ­ει ο ανει­ρή­νευ­τος λογισμός.

 

Βερίγου Μην κλαις Χαρούλα«Μην κλαις Χαρού­λα», σαν εντο­λή ακού­στη­κε κοφτά και με το φευ­γιό του άσπρου περι­στε­ριού από το καμπα­να­ριό του αγί­ου Χαρα­λά­μπους, «καμά­ρω­νέ τηνε εδά τη διδα­κτό­ρισ­σα τση  ιστο­ρί­ας, καμά­ρω­νέ τηνε αλλαρ­γο­ξο­ρι­σμέ­νο μου, τη Μαρί­να, τη θυγα­τέ­ρα σου και τα μάθια σου…»

Πετά ο νους. Περι­στέ­ρα, Άσπρη Περι­στέ­ρα την έλε­γαν την Καλλιόπη…

Το φτε­ρού­γι­σμα θα καθη­συ­χά­σει τους φόβους, τις ανη­συ­χί­ες και το άγχος σου, ένα φτε­ρού­γι­σμα σαν υπόσχεση.
Και το Αρι­στει­δά­κη θ’ ακο­λου­θή­σει με το βλέμ­μα του το φευ­γιό του περι­στε­ριού και με τα χεί­λη στο σκο­πό της αυγής θα στεί­λει φιλί και χαιρετίσματα:

        

 

«Όλες τσι μέρες σ’ αγα­πώ άσπρη μου περιστέρα
κι άφη­νε τσ’ άλλους ν’ αγα­πούν το χρό­νο μιαν ημέρα»

          Σκέ­φτε­σαι, «σ’ αυτό τον κόσμο, που ολο­έ­να στε­νεύ­ει, ο καθέ­νας μας χρειά­ζε­ται όλους τους άλλους. Πρέ­πει ν’ ανα­ζη­τή­σου­με τον άνθρω­πο όπου και να βρί­σκε­ται» , έγρα­ψε ο Νομπε­λί­στας ποι­η­τής Γεώρ­γιος Σεφέ­ρης. Παρα­φρά­ζο­ντας τα λόγια του ποι­η­τή, τολ­μάς να πεις πως στο Ορο­πέ­διο, τη δεκα­ε­τία του πενή­ντα και για πολ­λά χρό­νια μετά, όλος ο κόσμος χρεια­ζό­ταν έναν στην ανά­γκη του, το για­τρό Μανώ­λη Μακαρώνα.

Το καθη­με­ρι­νό παι­χνί­δι ανά­με­σα στη ζωή και στην ασθέ­νεια, ή ανά­με­σα στη ζωή και στο θάνα­το με το βάρος αυτής της άνι­σης μάχης καμιά φορά, ήταν η ζωή του Σαμιώ­τη αγρο­τι­κού για­τρού με την κομ­ψή αστι­κή εμφά­νι­ση και το ωραίο παρά­στη­μα, που υπη­ρέ­τη­σε την επι­στή­μη του ανθρω­πο­κε­ντρι­κά, αγά­πη­σε το Ορο­πέ­διο, και δεν το εγκα­τέ­λει­ψε ως το τέλος της ζωής του. Τριά­ντα πέντε και πλέ­ον χρό­νια ιατρι­κής παρου­σί­ας και προ­σφο­ράς, μια κούρ­σα και στα δεκα­ο­χτώ χωριά του Ορο­πε­δί­ου, πολ­λές φορές εικο­σι­τέσ­σε­ρις ώρες το εικο­σι­τε­τρά­ω­ρο με την ψυχή στο στό­μα και την αγω­νία στα μάτια.

Πολ­λοί από τους κατοί­κους ζήτη­σαν απά­γκιο την πιο σκο­τει­νή ώρα της ζωής τους στο αγρο­τι­κό ιατρείο ή και στο σπί­τι του και κρε­μά­στη­καν από τα χεί­λη του σαν να ήταν θεός. Έτρε­χε να προ­λά­βει, ήταν ο για­τρός για όλους και για όλα όσα συνέ­βαι­ναν στους ασθε­νείς μικρούς και μεγά­λους. Η θέλη­ση του για προ­σφο­ρά στον συνάν­θρω­πο απο­δεί­χτη­κε τις περισ­σό­τε­ρες φορές πιο ισχυ­ρή από την κού­ρα­ση και η ευθύ­νη του για τον άρρω­στο, συχνά αγώ­νας για να τον κρα­τή­σει στη ζωή, όπως τότε με τον πατέ­ρα σου στο ξυλουρ­γείο, τότε που έφυ­γε η σανί­δα από την πρέ­σα λεί­αν­σης και του καρ­φώ­θη­κε χαμη­λά στην κοιλιά.

Η πρώ­τη σου τρο­μα­κτι­κή ανά­μνη­ση. Μαζε­μέ­νο όλο το χωριό στο ξυλουρ­γείο, θρή­νος, φωνές και κλά­μα­τα. Η μητέ­ρα σου έγκυος οκτώ μηνών λιπό­θυ­μη στο δρό­μο κι όμως, λίγο πριν σε νανού­ρι­ζε ευτυ­χι­σμέ­νη κάτω από την ανθι­σμέ­νη μηλιά του κήπου. Σε κρα­τά στην αγκα­λιά του ο Ματ­θαί­ος ο αστυ­νό­μος, έχεις χάσει το ένα πεδι­λά­κι στη δια­δρο­μή από την ανθι­σμέ­νη μηλιά μέχρι το ξυλουρ­γείο και σφίγ­γεις τη ροζ ομπρέ­λα με τις γορ­γό­νες στις μικρές σου χού­φτες από φόβο μη χάσεις κι αυτή.
Δεν σου έχουν πει κάτι, είσαι εντε­λώς ανυ­πο­ψί­α­στη και ξαφ­νι­κά μια λαστι­χέ­νια μπό­τα γεμά­τη αίμα αδειά­ζει πάνω στην ομπρέ­λα και σε κάνει να κλαις. Προ­σέ­χεις τα πριο­νί­δια στο πάτω­μα, είναι κόκ­κι­να, κι εκεί­νος ο πατέ­ρας σου κέρι­νος, ξαπλω­μέ­νος πάνω στον πάγκο που λίγο πριν συμ­βεί το κακό εργα­ζό­ταν ίσα που κατα­φέρ­νει να ψελ­λί­σει με πολύ κόπο «σώσε με για­τρέ μου…»

Βερίγου Λασίθι Τόπος ΜέγαςΟ Μακα­ρώ­νας, ο για­τρός καταϊ­δρω­μέ­νος σκυμ­μέ­νος από πάνω του, μέχρι και τα γυα­λιά του έχουν πιτσι­λιές από αίμα…

Το πρώ­το φιλί που θυμά­σαι στο μέτω­πο, σου το έδω­σε εκεί­νη την ημέ­ρα ο Μακαρώνας…

«Δεν είναι η ευτυ­χία που μας κάνει να είμα­στε ευγνώ­μο­νες, αλλά η ευγνω­μο­σύ­νη που μας κάνει ευτυ­χι­σμέ­νους» υπο­στη­ρί­ζει ο δια­θρη­σκεια­κός λόγιος, μονα­χός David Steindl-Rast, κι εσύ θέλεις να μαζεύ­εις τις σπί­θες της σκόρ­πιας ευτυ­χί­ας, οπό­τε διπλή η ευγνω­μο­σύ­νη Χαρού­λα, να το θυμά­σαι, μια φορά για εσέ­να και άλλη μια για τον Αρι­στεί­δη, τον πατέ­ρα σου.

Ίσως δεν ρώτη­σε ποτέ κανείς πώς αισθα­νό­ταν ο για­τρός μετά από ένα κρί­σι­μο περι­στα­τι­κό, πόσο χρό­νο χρεια­ζό­ταν για να συνέλ­θει μετά από την δια­πί­στω­ση μιας απρό­σμε­νης απώ­λειας όπως της Ρηνού­λας, τι έμε­νε στη μνή­μη του ανε­ξί­τη­λα χαραγ­μέ­νο και φέρ­νο­ντάς του τις εικό­νες ξανά και ξανά στον ελά­χι­στο ελεύ­θε­ρο χρό­νο του και τον πονού­σε και τον αναστάτωνε.

Η ζωή του για­τρού  Μακα­ρώ­να με τη συμπο­νε­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά που τις περισ­σό­τε­ρες φορές ήξε­ρε και τα μυστι­κά των ασθε­νών του ήταν αγώ­νας δρό­μου με τον χρόνο.

«Σώσε με για­τρέ μου δεν μπο­ρώ για­τρέ μου
δώσε μου ένα γιατρικό
για να γιά­νω την ψυχή μου για μια νέα π’ αγαπώ»,
η παρέα αφυ­πνί­ζει τη μνή­μη και παρα­δί­δει τη σκυ­τά­λη στα παι­διά, τα παι­διά έχουν το λόγο στο τελευ­ταίο τραγούδι.

        «Κι εμείς παρα­λά­βα­με ωραία περιου­σία Ζωή μου, πολύ ωραία ήταν αυτή η τάβλα της χαράς που στρώ­θη­κε, γι’ αυτό αξί­ζει να χαρί­σου­με ένα μέλ­λον στις ανα­μνή­σεις μας» , συλ­λα­βι­στά, ψιθυ­ρι­στά πάνω στο τρα­γού­δι, στο­χά­ζε­ται μαζί με τους πρώ­τους καη­μούς ο Αντο­νάι πριν χαρά­ξει η αυγή.

Σταυ­ρο­πό­δι στο γεί­σο στο παρά­θυ­ρο της εκκλη­σί­ας, όπως τότε που κρυ­βό­σουν παι­δί και πίστευ­ες πως ήσουν αθέ­α­τη. Μόνη. Δεν εξα­τμί­στη­καν ακό­μη όλες οι προσ­δο­κί­ες. Πήραν να κλέ­βουν ήλιο τα ρόδα της αυγής. Με τόσο κόκ­κι­νο πώς ν‘ αφα­νί­σεις τ‘ ακρι­μά­τι­στα δίχως αγκά­θια στις παλά­μες. Όμορ­φο πράγ­μα ν’ αγα­πάς και ν’ αγα­πιέ­σαι, ακό­μα πιο όμορ­φο όμως να αγα­πάς και ν’ αγα­πιέ­σαι στον τόπο και στο τοπίο που μιλά­ει στη μητρι­κή σου γλώσ­σα αυτή που στά­ζει μέλι στην ψυχή.

Διά­χρυ­σα τα φλο­γά­τα ρόδα θαρ­ρείς υπνο­βα­τούν ανα­ζη­τώ­ντας ένα χάδι του ανέ­μου πριν γίνουν και αυτά αήτ­τη­τα τρό­παια μιας ανά­μνη­σης. Στο παρ­τέ­ρι, κάτω από τη μηλιά πιο γήι­νο το φως αγκα­λιά­ζει το λευ­κό της πέτρας στο στά­σι­μο του έρωτα.

Αυτά που σε φόβι­ζαν δεν τα αφή­νεις πια να απο­κτούν εξου­σία στην καρ­διά και στη σκέ­ψη σου. Αλλά­ζεις, λίγο — λίγο κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Τώρα που όλα απο­κτούν φωνή και ο ορί­ζο­ντας χαμη­λώ­νει ένα πρω­τό­γνω­ρο ρίγος αγκα­λιά­ζει τους γυμνούς σου ώμους, τώρα ψιθυ­ρί­ζεις λέξεις, όχι τυχαί­ες λέξεις μα εκεί­νες που δια­βά­ζουν και δια­βά­ζο­νται στα μάτια όταν ξημε­ρώ­νει στο Λασίθι!


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταί­ου
Από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.

Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο…
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο