Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σ.Ν. Βασιλειάδης — Η  ζωή και το έργο του

ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΑΚΗ-ΖΩΡΑ

Σ.Ν. Βασι­λειά­δης

Η  ζωή και το έργο του

ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΙΙ ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ, Αθή­να 2002, σελ. 953

Παρου­σιά­ζει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //

Εισα­γω­γι­κά θα θέλα­με να σημειώ­σου­με πως υπάρ­χουν αξιό­λο­γα βιβλία –όπως τού­το–, τα οποία ίσως να ενδια­φέ­ρουν μεν λιγό­τε­ρους ανα­γνώ­στες λόγω θέμα­τος, έχουν δε κυριο­λε­κτι­κά «θαφτεί» από την κρι­τι­κή και τους κρι­τι­κούς και για διά­φο­ρους άλλους λόγους, ενδε­χο­μέ­νως. Βιβλία, που δεν ανή­κουν στις λίστες των ευπό­λη­πτων, πολυ­συ­ζη­τη­μέ­νων και εμπο­ρι­κών βιβλί­ων, η ποιό­τη­τά τους όμως, είναι πολ­λή ανώ­τε­ρη από αρκε­τά απ’ αυτά. Νιώ­θου­με άβο­λα, αφού έχου­με στα χέρια μας για 16 χρό­νια το παρου­σια­ζό­με­νο αξιό­λο­γο βιβλίο (και άλλα παρο­μοί­ως αξιό­λο­γα βιβλία άλλων συγ­γρα­φέ­ων), το οποίο δυστυ­χώς δεν είχα­με παρου­σιά­σει στο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό, ως οφει­λό­ταν δεο­ντο­λο­γι­κά. Να που τώρα –έστω καθυ­στε­ρη­μέ­να– το παρου­σιά­ζου­με, αφού πρώ­τα δια­πι­στώ­σα­με ότι υπάρ­χουν ακό­μη αντί­τυ­πα για τους ενδια­φε­ρο­μέ­νους στα βιβλιοπωλεία.

Η Μαρία Δημά­κη Ζώρα είναι επίκ. Καθη­γή­τρια των Ανθρω­πι­στι­κών Σπου­δών (Θεα­τρο­λο­γί­ας, Νεο­ελ­λη­νι­κής Δρα­μα­τουρ­γί­ας και Πολι­τι­σμού) στο Παι­δα­γω­γι­κό Τμή­μα Δημο­τι­κής Εκπαί­δευ­σης του ΕΚΠΑ, με πλού­σιο ερευ­νη­τι­κό και μελε­τη­τι­κό έργο κ.ά. επι­στη­μο­νι­κές και διδα­κτι­κές ακα­δη­μαϊ­κές δραστηριότητες.

vasileiadis1Το παρόν βιβλίο περιέ­χει τη διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή τής συγ­γρα­φέα για τη ζωή και το έργο ενός σημα­ντι­κού πνευ­μα­τι­κού εργά­τη, δικη­γό­ρου, ποι­η­τή, πεζο­γρά­φου, θεα­τρι­κού συγ­γρα­φέα, δημο­σιο­γρά­φου, αρθρο­γρά­φου, δοκι­μιο­γρά­φου, κρι­τι­κού βιβλί­ου με κοι­νω­νι­κή δρά­ση, παράλ­λη­λα με τις άλλες δρα­στη­ριό­τη­τές του, του Σ.Ν. Βασι­λειά­δη, ο οποί­ος είχε την ατυ­χία να πεθά­νει σε νεα­ρή ηλι­κία, μόλις 29 χρόνων.

Ο πατρι­νός Σπυ­ρί­δων Ν. Βασι­λειά­δης (1845–1874), ο οποί­ος ανή­κει στην Παλαιά Αθη­ναϊ­κή Σχο­λή και στο ρομα­ντι­σμό κυρί­ως, ένα δυνα­μι­κό «πολύ­μορ­φο ιδε­ο­λο­γι­κό, κοι­νω­νι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό κίνη­μα», έζη­σε μια πλού­σια και έντο­νη ζωή, και παρά το βρα­χύ του βίου του, κατόρ­θω­σε να παρά­γει ένα αξιο­ζή­λευ­το πλού­σιο πνευ­μα­τι­κό, συγ­γρα­φι­κό και κοι­νω­νι­κό έργο. Θ’ ανα­φερ­θού­με πολύ περιε­κτι­κά σε ορι­σμέ­νους σταθ­μούς της ζωής και δρά­σης του, αφού θα χρεια­ζό­ταν πολ­λές σελί­δες για να συνο­ψί­σου­με το έργο του, το οποίο η συγ­γρα­φέ­ας ανα­λύ­ει διε­ξο­δι­κά, με εύλη­πτο λόγο, σε σχε­δόν 1000 σελί­δες του παρό­ντος βιβλίου.

Η συγ­γρα­φέ­ας, συντο­πί­τισ­σα του Σ.Ν. Βασι­λειά­δη, αν και είχε στα χέρια της αρχι­κά πενι­χρό φιλο­λο­γι­κό υλι­κό, ώστε να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σει βιβιο­γρα­φι­κά, εντού­τοις το κατέ­γρα­ψε, το μελέ­τη­σε, συγ­χρό­νως δε ερεύ­νη­σε ενδε­λε­χώς τον καθη­με­ρι­νό και περιο­δι­κό τύπο της επο­χής του, αλλά και των αρχών του 20ού αι., οπό­τε γιορ­τά­στη­καν τα 50χρονα από το θάνα­τό του, το υλι­κό που προ­έ­κυ­ψε από τον εορ­τα­σμό αυτό, αλλά και τα βιβλιο­γρα­φι­κά αθη­σαύ­ρι­στα δημο­σιευ­μέ­να κεί­με­να του Βασι­λειά­δη (ποι­ή­μα­τα, επι­στο­λές, πεζά), τα οποία ανέ­συ­ρε από τον τύπο της επο­χής του, καθώς κι ένα πλή­θος από ανα­φο­ρές στο έργο του, τις οποί­ες «απο­κρυ­πτο­γρά­φη­σε», προς όφε­λος της ερμη­νεί­ας του έργου του. Επί­σης, αξιο­ποί­η­σε τα ευρή­μα­τά της από τον τύπο της επο­χής με κρί­σεις για το έργο του ποι­η­τή (βιβλιο­κρι­σί­ες, θεα­τρι­κές κρι­τι­κές, νεκρο­λο­γί­ες, σχό­λια και απο­τι­μή­σεις δια­φό­ρων ομο­τέ­χνων του και μη.)

Το περιε­χό­με­νο του ογκώ­δους τού­του βιβλί­ου διαρ­θρώ­νε­ται μεθο­δο­λο­γι­κά με υπο­δειγ­μα­τι­κό τρό­πο, ώστε ο φοι­τη­τής, ο φιλό­λο­γος, ο θεα­τρο­λό­γος, ο μελε­τη­τής και κάθε φιλο­μα­θής ανα­γνώ­στης, να μπο­ρεί να το δια­βά­σει και να το κατα­νο­ή­σει επαρ­κώς, αφού μάλι­στα η σ. χρη­σι­μο­ποιεί απλή γλώσ­σα και ύφος για μια ευχά­ρι­στη ανά­γνω­ση, ο δε μελε­τη­τής να προ­σλά­βει επαρ­κή στοι­χεία για να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για περαι­τέ­ρω μελέ­τες του ίδιου θέμα­τος ή άλλων παρεμ­φε­ρών φιλο­λο­γι­κών και θεα­τρο­λο­γι­κών μελετών.

Τα περιε­χό­με­να είναι πλού­σια και αναλυτικά:

Προη­γού­νται οι «Βρα­χυ­γρα­φί­ες» και τα «Προ­λε­γό­με­να», στα οποία οριο­θε­τεί­ται η επο­χή που έζη­σε ο ποι­η­τής, η σ. ανα­φέ­ρε­ται με συνο­πτι­κό τρό­πο στο Ρομα­ντι­σμό, ως αισθη­τι­κό ρεύ­μα και στο οποίο ανή­κε ο ποι­η­τής, στους δια­νο­ού­με­νους που επί­σης ανή­καν στο ίδιο ρεύ­μα, στις τάσεις και εξε­λί­ξεις των λογο­τε­χνι­κών, κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­κών κατα­στά­σε­ων, στο ενδια­φέ­ρον του για το γλωσ­σι­κό ζήτη­μα και τη Μεγά­λη Ιδέα, χωρίς όμως συντη­ρη­τι­κή χροιά, αλλά και στη «στρά­τευ­σή» του ως πνευ­μα­τι­κός άνθρω­πος μαζί με τους αγώ­νες του λαού για μια καλύ­τε­ρη κοι­νω­νία. Ανα­φέ­ρε­ται εν συντο­μία, επί­σης, στην ακμή της Παλαιάς Αθη­ναϊ­κής Σχο­λής, όπου ανή­κε ο ποι­η­τής, με κύρια χαρα­κτη­ρι­στι­κά τον αρχαϊ­σμό, τον ρομα­ντι­σμό και τον πατριω­τι­σμό, σε πρό­σω­πα, κρί­σεις και βιβλιο­γρα­φι­κά στοι­χεία σχε­τι­κά με το έργο του και τέλος παρα­θέ­τει περι­λή­ψεις των κεφα­λαί­ων του βιβλίου.

Στο πρώ­το κεφά­λαιο «Βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία» (σελ. 29–173) η συγ­γρα­φέ­ας εξε­τά­ζει εξο­νυ­χι­στι­κά τη ζωή του από τη γέν­νη­σή του, την οικο­γέ­νειά του, τα παι­δι­κά χρό­νια και τις εγκύ­κλιες σπου­δές του, τις σπου­δές του στη Νομι­κή Αθη­νών και στοι­χεία από τη δικη­γο­ρία του, τις εξω­λο­γο­τε­χνι­κές δρα­στη­ριό­τη­τές του, την ιδέα που είχε για την ίδρυ­ση «Σχο­λής από­ρων παι­διών» από το Φ.Σ. «Παρ­νασ­σός», την υλο­ποί­η­σή της, την αμφι­σβή­τη­ση από κάποιους για την πατρό­τη­τα αυτής της θαυ­μά­σιας κοι­νω­νι­κής πρω­το­βου­λί­ας από μέρους του, και πολ­λές άλλες πτυ­χές και διά­φο­ρα γεγο­νό­τα που σχε­τί­ζο­νται με τη ζωή, τη δρά­ση του, τις σχέ­σεις του με ομό­τε­χνους, το έργο του. Το ενλό­γω κεφά­λαιο τελειώ­νει με τα εξής υπο­κε­φά­λαια: «Το τέλος» (ασθέ­νεια, θάνα­τος, κηδεία, επι­κή­δειοι, νεκρο­λο­γί­ες για τον Βασι­λειά­δη, εκδη­λώ­σεις στη μνή­μη του) και «Η πεντα­κο­ντα­ε­τη­ρί­δα από το θάνα­τό του (1924)» (Φιλο­λο­γι­κό μνη­μό­συ­νο στον «Παρ­νασ­σό», Η παρά­στα­ση του έργου του «Γαλά­τεια» με πρω­τα­γω­νί­στρια την Κυβέ­λη, «Τα θαμ­μέ­να χει­ρό­γρα­φα», κατά την έκφρα­ση του Κ. Παλα­μά, μια περί­ερ­γη και πρω­τό­τυ­πη υπό­θε­ση, άρθρα για τον Βασιλειάδη).

Στο δεύ­τε­ρο κεφά­λαιο «Το ποι­η­τι­κό έργο» (σελ. 175–355) η σ. ανα­λύ­ει και ερμη­νεύ­ει ολό­κλη­ρη την ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή του Βασι­λειά­δη, κατά συλ­λο­γή και κατά ποί­η­μα με υπο­δειγ­μα­τι­κή φιλο­λο­γι­κή μεθο­δο­λο­γία και ερμη­νευ­τι­κή προ­σέγ­γι­ση στα εξής υπο­κε­φά­λαια: «Α΄. Ποι­η­τι­κές Συλ­λο­γές – Συμ­με­το­χές σε δια­γω­νι­σμούς», «Β΄. Θεμα­τι­κοί άξο­νες», «Γ΄. Επι­δρά­σεις». Το κεί­με­νο είναι πολυ­σέ­λι­δο και θα μπο­ρού­σε ν’ απο­τε­λέ­σει αυτο­τε­λή έκδοση.

Στο τρί­το κεφά­λαιο «Το πεζο­γρα­φι­κό έργο» (σελ. 357–504) η σ. ανα­φέ­ρε­ται, ανα­λύ­ει και ερμη­νεύ­ει τα διη­γή­μα­τά του, τα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα και τις επι­φυλ­λί­δες του, τους λόγους του (πανη­γυ­ρι­κούς και επι­τα­φί­ους), τα κρι­τι­κά του κεί­με­να, καθώς και τα αθη­σαύ­ρι­στα κεί­με­νά του: δύο επι­κή­δειους λόγους, μία νεκρο­λο­γία και ένα άρθρο για τη Σχο­λή των Από­ρων. Και τού­το το κεί­με­νο είναι πολυ­σέ­λι­δο και θα μπο­ρού­σε ν’ απο­τε­λέ­σει αυτο­τε­λή έκδοση.vasileiadis3

Στο τέταρ­το κεφά­λαιο «Το θεα­τρι­κό έργο»  (σελ. 505–725) η σ. επι­χει­ρεί μία σε βάθος μελέ­τη για το θεα­τρι­κό έργο του Βασι­λειά­δη και για τις από­ψεις του τις σχε­τι­κές με τη δια­μόρ­φω­ση του νεο­ελ­λη­νι­κού θεά­τρου. Ήτοι, γίνο­νται ανα­φο­ρές στα δοκί­μια και τις μελέ­τες του για το θέα­τρο, την προ­σπά­θειά του για την ανα­βί­ω­ση της αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας και τις αισθη­τι­κές αντι­λή­ψεις του για το θέα­τρο. Πιο εμπε­ρι­στα­τω­μέ­να ανα­φέ­ρε­ται στα ιστο­ρι­κά και πατριω­τι­κά του δρά­μα­τα («Οι Καλ­λέρ­γαι», «Λου­κάς Νοτα­ράς», «Αλέ­ξαν­δρος Υψη­λά­ντης», «Θάνος Καλ­λι­σθέ­νης»), στα σατι­ρι­κά και στις κωμω­δί­ες («Χίμαι­ρα», «Αμάλ­θεια», «Ή έγγα­μος ή αυτό­χειρ», «Διός έρω­τες – Σεμέ­λη», «Γαλά­τεια και Πολύ­φη­μος») και στις τρα­γω­δί­ες του με θέμα­τα από τη Μυθο­λο­γία («Γαλά­τεια», «Σκύλ­λα»). Το κεφά­λαιο τελειώ­νει με το κεί­με­νό της «Ο χαρα­κτή­ρας των έργων: κλα­σι­κός ή ρομα­ντι­κός;».

Ακο­λου­θούν τα «Επι­λε­γό­με­να ή μία Εικό­να του ποι­η­τή των Εικό­νων» (σελ. 727–791)

Το βιβλίο κλεί­νει με το «Παράρ­τη­μα κει­μέ­νων» (793–905), τη «Βιβλιο­γρα­φία» (σελ. 907–928) και το «Φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό».

Μια υπο­δειγ­μα­τι­κή διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή, καρ­πός πολύ­μο­χθης επι­στη­μο­νι­κής προ­σπά­θειας, η οποία πιστώ­νε­ται στα ακα­δη­μαϊ­κά προ­σό­ντα της κ. Μαρί­ας Δημά­κη-Ζώρα, στέ­ρεα και πολύ­τι­μη αφε­τη­ρία και βάσης και τις μελ­λο­ντι­κές ακα­δη­μαϊ­κές μελέ­τες της.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο