Γράφει ο Γιώργος Μουσγάς //
Απόγευμα ενός αυγουστιάτικου Σαββάτου, το 1982. Με το φίλο μου το Νίκο ανεβαίνουμε στο θέατρο του Λυκαβηττού. Ηταν η δεύτερη μέρα των συναυλιών για τα 125 χρόνια των Χαλκιάδων.
Πήρε να νυχτώνει κι άρχισε να υποχωρεί η αυγουστιάτικη κάψα, όταν ακούστηκε το νταούλι με το κλαρίνο. Ερχονταν οι Χαλκιάδες. Σαν ψίκι. Με πρώτο τον Τάσο Χαλκιά.
Ηταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα από κοντά. Χωρίς να το θέλω σφύριξα σαν σε πανηγύρι και φώναξα: «Γεια σου ορέ μπάρμπα-Τάσο με το κλαρίνο σ’»!
Αυτό το επιφώνημα έγινε τίτλος στην εφημερίδα «Πανηπειρωτική» (Μάης 1984) στη συνέντευξη που πήραμε απ’ τον μπάρμπα — Τάσο Χαλκιά με τον Αντρέα Ρίζο, που μόλις είχε αναλάβει, τότε, την εφημερίδα.
Ο μπάρμπα-Τάσος ‑έτσι τον λέγαμε όλοι όσοι τον γνωρίσαμε στην «Πανηπειρωτική» — μας καλοδέχτηκε με τη γυναίκα του την κυρά-Μαρίκα στο σπίτι του στο Αιγάλεω. Ξεδίπλωσε τις μνήμες και απελευθέρωσε τα αισθήματά του. Είχε κι ένα τσίπουρο με δυόσμο απ’ την Αλβανία που τέλειωσε εκεί στα μεσάνυχτα.
-Και τι νιώθεις, τι σκέφτεσαι σαν φυσάς μέσα απ’ το κλαρίνο σου; τον ρωτήσαμε τότε.
Εκλεισε ελαφρά τα μάτια του και μετρώντας μία-μία τις κουβέντες του μου είπε: «Οταν, μας είπε, άρχιζα να παίζω μ’ ενδιέφερε να ρωτήσω τον εαυτό μου αν μπορώ ν’ αποδώσω ό,τι μου παράγγελνε ο κόσμος. Τα αισθήματά του… Οταν παίζεις… παίζεις κι ονειρεύεσαι… Είναι μερικές φορές που απ’ την ομορφιά, επειδή παίζω τόσο καλά, συγκινούμαι κι εγώ κι ο ίδιος και κλαίω».
***
Ο Τ. Χαλκιάς είχε απόλυτη αίσθηση της βαριάς ευθύνης απέναντι στην παράδοση. Μιλούσε εξ ονόματος όλων των μουσικάντηδων «π’ αφήκανε τα κόκαλά τους στ’ όργανο» και ιδιαίτερα των Χαλκιάδων. «Εμείς, έλεγε σεμνά, πήραμε τα τραγούδια του λαού, γιατί αυτουνού είναι, γράψαμε τη μουσική κι έμειναν. Αλλιώς θα ξεχνιούνταν και θα ‘φευγαν».
Ολη η συζήτηση εκείνο το βράδυ ήταν ένα σόλο κλαρίνο με μοιρολόγια και γυρίσματα.
«Ο,τι κι αν γίνει στην Ηπειρο το μοιρολόι ταιριάζει. Ακόμα και στο γάμο», έλεγε πάντα ο μπάρμπα — Τάσος και εξηγούσε: «Παλιά στην Ηπειρο, και πριν περάσουν δέκα μέρες μετά την παντρειά ο άντρας έφευγε στην ξενιτιά για να μείνει χρόνια δίσεκτα. Τι ήθελε αυτός ο κόσμος; Να γλεντήσει; Και γω σου λέω πως ήθελε να κλάψει».
Εφυγε με το μεγάλο παράπονο που δεν πήρε τη σύνταξη απ’ το υπουργείο Πολιτισμού, επειδή δεν ήταν… σπουδαγμένος.
Ενα σχόλιο του «Οδηγητή» (24.5.1984, τεύχος 502) ‑όπου ήμουν συντάκτης- προκάλεσε την απάντηση της τότε υπουργού πολιτισμού Μ. Μερκούρη. Με επιστολή της προς την εφημερίδα υποσχέθηκε ότι θα εξαντλήσει όλες τις δυνάμεις της, για να πάρει ο μπάρμπα — Τάσος τιμητική σύνταξη.
Και θυμάμαι τον μπάρμπα — Τάσο στον Αγιο Σπυρίδωνα του Αιγάλεω, όπου τέλεσε (11.10.1989) μνημόσυνο στη μνήμη όλων των μουσικάντηδων να κουνάει την απάντηση της Μελίνας και να λέει στους δημοσιογράφους ότι η πολιτεία δεν τιμάει εκείνους που πρέπει να τιμήσει και γι’ αυτό οι νέοι δε θα βρουν τίποτε απ’ την παράδοση.
***
Ενα μοιρολόι τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία στο Γ’ Νεκροταφείο, στις 13 Αυγούστου 1992.
Ηταν το ίδιο μοιρολόι που έπαιξε ο ίδιος όταν αντίκρισε νεκρό στην αγκαλιά της γυναίκας του το μικρό παιδί του απ’ τις γερμανικές βόμβες στα Γιάννινα.
Κάποιος μας το αφηγήθηκε τότε στην κηδεία, αλλά μας το επιβεβαίωσε και τούτες τις μέρες ο κοινός φίλος Ιπποκράτης Κατσένης, στον οποίο το εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος ο μπάρμπα — Τάσος: «Δεν άντεξα. Γύρισα πίσω έβγαλα το κλαρίνο και του ‘φκιαξα αυτό το μοιρολόι».
Μετά ήρθε ο χαλασμός. Μια άλλη μπόμπα ξεκλήρισε όλη την οικογένεια.
Ισως γι’ αυτό το κλαρίνο του Τάσου Χαλκιά μοιάζει σα να σκούζει και σε χαρούμενους και σε θλιβερούς σκοπούς…
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη στις 11 Αυγούστου 2002
Δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στο χωριό Ρετσιανά Άρτας το 1958. Τελείωσε το εξατάξιο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων Άρτας. Σπούδασε στο Τμήμα Οικονομικών Σπουδών της Νομικής Σχολής Αθηνών. Για 28 χρόνια κάλυψε το υγειονομικό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» του οποίου υπήρξε –όπως και στον «Οδηγητή»- μέλος της Συντακτικής Επιτροπής.
Μέχρι το 2021, και για 29 χρόνια, είχε την επιμέλεια της μηνιαίας εφημερίδας «Ο Συνταξιούχος του ΟΑΕΕ». Επίσης είχε την επιμέλεια του site www.posoaee.gr (2014–2021). Απ’ το 2019 είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής, που επανεξέδωσε τη μηνιαία εφημερίδα «Πανηπειρωτική», όργανο της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας (ΠΣΕ), στους κόλπους της οποίας δραστηριοποιούνται πάνω από 450 πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σωματεία (Αδελφότητες, Ενώσεις και Ομοσπονδίες). Το 2022 εκλέχτηκε και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΠΣΕ.
Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών. Το 2005 βραβεύτηκε απ΄ το Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασ. Μπότση με το «Βραβείο Ανθρωπιστικού Ρεπορτάζ», για τον τρόπο παρουσίασης των θεμάτων Υγείας και Πρόνοιας από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη».
Συνταξιοδοτήθηκε απ’ το «Ριζοσπάστη» το 2015