Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τέσσερα ποιήματα της Γεωργίας Καλαμποκά

Πικάσο, «Βιολί», 1912

Σπα­ραγ­μός

Φαρ­μά­κι οι και­ροί, φωτιά τα χρόνια

Και το νερό στα χεί­λη αλμυρό

Θεριά, άδειες ψυχές, χωρίς συμπόνια

Με φέραν της ζωής μου ναυαγό

Να ζητια­νεύω μες στην καταφρόνια

Μια στά­λα γη και λίγο ουρανό.

 

Η νύχτα ζοφε­ρή κι η μέρα λίγη

Για συντρο­φιά μου έχω την πληγή

Θηλειά ο πόνος την ψυχή μου πνίγει

Ασώ­πα­στη στο στή­θος μου η κραυγή

Ο σπα­ραγ­μός μου πια με τ΄ άστρα σμίγει.

Στά­χτη θα κάνω ουρα­νό και γη.

Γ. Κ. 9–4‑19

 

Αθάνατο κρασί

Με τα φιλιά μου σ΄έκαψα μια νύχτα στο Βαρδάρη

Γλυ­κό κορ­μί σε κέρα­σα κι αθά­να­το κρασί

Εσύ ‘σουν ο αυγε­ρι­νός κι εγώ ήμουν το φεγγάρι

Τη σκο­τει­νιά μου στό­λι­σες με χάντρα θαλασσί.

 

Δεν ήξε­ρα πως ο τρο­χός ανά­πο­δα γυρνούσε

Αρμέ­νι­ζα ανέ­με­λη στους κήπους της καρδιάς

Μα πριν προ­λά­βω να τη δω τη μοί­ρα που γελούσε

Μ΄αρνήθηκες και χάθη­κες, σε πήρε ο βοριάς.

 

Και μια βρα­δυά στον Πει­ραιά σε βρή­κα μεθυσμένο

Να λες πώς πέρα­σε η ζωή και πόσα μας χρωστά

Με μέτρη­σες, σε μέτρη­σα, κορ­μί φαρμακωμένο

Πως ήταν η σωστή γρα­φή το μάθα­με αργά.

Γ.Κ. 11–4‑19

 

Απουσία

Ήρθες εσύ και σμί­λε­ψες στα χείλη

Τον πιο παλιό του κόσμου τον καημό

Μα χάθη­κες ένα πρωί τ΄Απρίλη

Κι από­μει­να σε τού­το το χαμό

Μονά­χη μου ν΄ανάβω το καντήλι

Για κεί­νους που δεν έχουν γυρισμό.

 

Απ’ την αυγή στο δει­λι­νό, μαράζι

Από το φως στο σκό­τος, ξενητειά

Μα συλ­λα­βί­ζω στί­χους μες στ΄αγιάζι

Και πλέ­κω παρα­μύ­θια με γητειά

Να μην πονάω τώρα που βραδιάζει.

Γ.Κ. 8–4‑19

 

Για πάντα

Α, μη με φοβάσαι

Στ΄ ορκί­ζο­μαι στ΄ αστέρια

Κάπο­τε ήμου­να γυναίκα.

Δεν το θυμάσαι;

 

Χαθή­κα­με μετά την πρώ­τη νιότη

Μα οι δρό­μοι συνωμότησαν

Ως να σε ξαναβρώ

Εκεί στου φεγ­γα­ριού τ΄ αλώνι.

 

Με ελέ­η­σε μ΄αποθυμιά η αγρύπνια

Αγί­α­σε ο πόθος την ψυχή.

Η πιο παλιά. Η πιο κρυ­φή γητειά.

Εγώ κι Εσύ. Ξανά μαζί.

 

Ήμα­στε τόσο βιαστικοί

Κι όλο ζητού­σα­με συχώρεση

Απ΄ τα φευ­γά­τα νιά­τα μας.

Σάρ­κα­ζε το ξημέρωμα.

 

Α, τι φιλάρ­γυ­ρη ζωή κατόπιν.

Πότε φιλί. Πότε λυγμός.

Νήστε­ψα την αγάπη

Μόνη στις ερη­μιές της πόλης.

 

Καρα­δο­κού­σε ο χάρος

Μα δεν το γνώριζες.

Ανέ­με­λο παι­δί εβάδιζες.

Τον λόγ­χι­σα στο στήθος.

 

Δες όμως πως ασπρί­σαν τα μαλ­λιά μου

Το μυστι­κό μας δεί­πνο περιμένοντας

Που άργη­σε να ρθει.

 

Και τώρα τι θα πω

Σε κεί­νη την παλιά φωτογραφία;

Πως είναι εδώ το τέρμα;

 

Α, μη με φοβάσαι

Στ΄ορκίζομαι στην τελευ­ταία μου πνοή.

Θα είμαι η γυναί­κα σου.

Για πάντα.

 

Να το θυμάσαι.

Γ. Κ. 29–3‑19

_________________________________________________________________________________________

Η Γεωργία Καλαμποκά είναι μαθηματικός και εργάζεται στο 4ο ΓΕΛ ΑΛΙΜΟΥ. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα “Εμένα μου το ΄παν τα πουλιά” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Εντύποις”. Τελευταία έχει γράψει μια ποιητική συλλογή με τίτλο “ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ”

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο