Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Α΄Προβολής: Θρίλερ, σάτιρα και κυρίως ιστορίες με… αρκούδες

Ακό­μη επτά νέες ται­νί­ες έρχο­νται να προ­στε­θούν αυτή την εβδο­μά­δα στις κινη­μα­το­γρα­φι­κές αίθουσες.

Απ’ αυτές, ξεχω­ρί­ζουν το τελευ­ταίο δρά­μα του Τζα­φάρ Πανα­χί «Δεν Υπάρ­χουν Αρκού­δες», το θρί­λερ «Inside» του Βασί­λη Κατσού­πη, με τον Γουί­λεμ Ντα­φόε, και η γαλ­λι­κή σάτι­ρα «Η Εξα­φά­νι­ση του Προ­έ­δρου». Επί­σης, προ­βάλ­λε­ται για τους φανα­τι­κούς του είδους η ται­νία τρό­μου «Scream VI».

Αρκούδες δεν υπάρχουν (“No Bears”) κατά την κρίση μας η καλύτερη και άκρως επίκαιρη: Δραματική ταινία, ιρανικής παραγωγής 2022, σε σκηνοθεσία Jafar Panahi Τζαφάρ Παναχί, με τους Τζαφάρ Παναχί, Naser Hashemi, Vahid Mobasheri,  Μίνα Καβανί κά

Ο –από το 2001- «Τρο­μο­κρά­της» για τις ΗΠΑ Τζα­φάρ Πανα­χί, ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους δεξιο­τέ­χνες του σύγ­χρο­νου σινε­μά και εκπρό­σω­πος του νέου κινη­μα­το­γρα­φι­κού κύμα­τος στο Ιράν, δημιουρ­γός του Offside αλλά και αντι­φρο­νού­ντας του θεο­κρα­τι­κού καθε­στώ­τος, που αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος από τη φυλα­κή του Εβίν της Τεχε­ρά­νης μόλις πριν από ένα μήνα, με την τελευ­ταία του ται­νία να υπε­ρα­σπί­ζε­ται την ελευ­θε­ρία της έκφρα­σης _φυσικά γενι­κά κι αόρι­στα, σημείο των και­ρών και της περιρ­ρέ­ου­σας εκεί κατάστασης

Γνω­στός και από τις ται­νί­ες 2003_«Κόκκινο Χρυ­σά­φι», 2000_«Ο Κύκλος», 1997 «The Mirror»,  1997«Ardekoul», 1995 «Το Ασπρο Μπα­λό­νι», 1992 «Akharin emtehan», 1992 «The Friend», 1991 «Kish», 1988 «The Wounded Heads» και οι πιο πρό­σφα­τες 2006 Offside, 2015  Ταξί στην Τεχε­ρά­νη, 2018  Se rokh κά. οι περισ­σό­τε­ρες – με ελά­χι­στα χρή­μα­τα και τεχνι­κά μέσα, μικρά αριστουργήματα

Με την ται­νία του, που τιμή­θη­κε με το Ειδι­κό Βρα­βείο του περ­σι­νού Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας, απο­δει­κνύ­ει ότι το σινε­μά, ακό­μη και με τα στοι­χειώ­δη μέσα, μπο­ρεί και πρέ­πει να συμ­βα­δί­ζει με τα κοι­νω­νι­κά αιτή­μα­τα, να αντλεί έμπνευ­ση από τη ζωή και τους απλούς ανθρώ­πους και να την επι­στρέ­φει ως ένα κινη­μα­το­γρα­φι­κό έργο.

Ο Πανα­χί, όπως συνη­θί­ζει, θα θολώ­σει τα όρια μετα­ξύ μυθο­πλα­σί­ας και ντο­κι­μα­ντέρ, κάνο­ντας για μία ακό­μη φορά ένα φιλμ που κρύ­βει περισ­σό­τε­ρα ζητή­μα­τα από όσα βλέ­πει ο θεα­τής, ενώ παρα­μέ­νει πιστός στην ευθύ­νη του δημιουρ­γού απέ­να­ντι στο κοι­νό του, καθώς και στους ανθρώ­πους που τον βοη­θούν, δια­κιν­δυ­νεύ­ο­ντας την ησυ­χία τους ή ακό­μη και την ελευ­θε­ρία τους.

Ένα ζευ­γά­ρι Ιρα­νών, που βρί­σκε­ται παρά­νο­μα στην Τουρ­κία, επι­τέ­λους κατορ­θώ­νει να απο­κτή­σει πλα­στά δια­βα­τή­ρια για να δια­φύ­γει από τη χώρα. Σύντο­μα, όμως, ο θεα­τής θα ανα­κα­λύ­ψει ότι πρό­κει­ται για μια ιστο­ρία, που αφο­ρά τα γυρί­σμα­τα μιας ται­νί­ας του Πανα­χί, την οποία σκη­νο­θε­τεί από μακριά, από ένα χωριό στα σύνο­ρα του Ιράν με την Τουρ­κία, όπου έχει εγκα­τα­στα­θεί για να βρί­σκε­ται όσο πιο κοντά μπο­ρεί στο συνερ­γείο και τους πρω­τα­γω­νι­στές του. Οι τεχνι­κές δυσκο­λί­ες θα του αφή­σουν χρό­νο, τον οποίο θα εκμε­ταλ­λευ­θεί για να ασχο­λη­θεί με τα τοπι­κά έθι­μα του χωριού και να φωτο­γρα­φί­σει τους ανθρώ­πους του. Μία κίνη­ση που θα τον εμπλέ­ξει σε ένα τοπι­κό δρά­μα, όταν όλοι αρχί­ζουν να πιστεύ­ουν ότι ανά­με­σα στις φωτο­γρα­φί­ες του, υπάρ­χει και μία ενός παρά­νο­μου ζευ­γα­ριού. Ο ίδιος επι­μέ­νει ότι δεν έχει τρα­βή­ξει τέτοια φωτο­γρα­φία, αλλά κανείς δεν τον πιστεύ­ει και οι χωρι­κοί γίνο­νται επι­φυ­λα­κτι­κοί μαζί του και εχθρι­κοί, στη συνέ­χεια, όταν θα τολ­μή­σει να δια­σχί­σει τα σύνο­ρα Ιράν-Τουρ­κί­ας, για να δει από έναν λόφο την πόλη που γυρί­ζε­ται η ται­νία του.

Ο Πανα­χί που μπαι­νο­βγαί­νει υφο­λο­γι­κά από τη μυθο­πλα­σία στο ντο­κι­μα­ντέρ, γυρί­ζει με την κάμε­ρα στον ώμο και παράλ­λη­λα έχει στα­τι­κά πλά­να, μεταλ­λάσ­σο­ντας τα συναι­σθή­μα­τα και ανα­δει­κνύ­ει εμπνευ­σμέ­να ότι «δεν υπάρ­χουν αρκού­δες στο χωριό», όπως βάζει να λέει ένας χωρι­κός, αλλά είναι απλά ακό­μη μία ιστο­ρία για να κρα­τά τους ανθρώ­πους φοβι­σμέ­νους, να μη σηκώ­νουν κεφά­λι. Ένα τερά­στιο ζήτη­μα, μια κατα­κλυ­σμιαία τακτι­κή, που ανοί­γε­ται σχε­δόν σε όλα τα μήκη και πλά­τη του πλα­νή­τη, με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους, άλλες φορές πιο κομ­ψά, πιο «πολι­τι­σμέ­να», αλλά πάντα απο­τε­λε­σμα­τι­κά και με οδυ­νη­ρές συνέπειες.

Με λίγα λόγια… Ένας κινη­μα­το­γρα­φι­στής, ο οποί­ος προ­σπα­θεί να γυρί­σει μια ται­νία στην Τουρ­κία, ενώ είναι ανα­γκα­σμέ­νος να μένει σε ένα χωριό κοντά στα ιρα­νο-τουρ­κι­κά σύνο­ρα, θα βρε­θεί αντι­μέ­τω­πος με τη δυσπι­στία και τις τοπι­κές παρα­δό­σεις των κατοί­κων του χωριού.

Inside: Δραματικό θρίλερ, ελληνικής και διεθνούς συμπαραγωγής 2022, σε σκηνοθεσία Βασίλη Κατσούπη, Vasilis Katsoupis με τους Willem Dafoe, Gene Bervoets, Eliza Stuyck

Μία τολ­μη­ρή σε σύλ­λη­ψη ιδέα πολ­λές φορές δεν αρκεί στο σινε­μά. Ο Βασί­λης Κατσού­πης (γνω­στός και από την παλιό­τε­ρη ται­νία του _2016 “O φίλος μου ο Larry Gus”),  φαί­νε­ται να το γνω­ρί­ζει πολύ καλά αυτό, εν αντι­θέ­σει με πολ­λούς συνα­δέλ­φους του και ειδι­κά στην Ελλά­δα και γι’ αυτό είναι φανε­ρό ότι «ιδρώ­νει τη φανέ­λα» για να πάει παρα­κά­τω, να αξιο­ποι­ή­σει το εμπνευ­σμέ­νο σενά­ριο του Μπεν Χόπ­κινς, να μιλή­σει για πολ­λά, αλλά ταυ­τό­χρο­να να μιλή­σει με την εικό­να, να προ­σφέ­ρει μια φρέ­σκια σκη­νο­θε­τι­κή ματιά.

Το ψυχο­λο­γι­κό θρί­λερ του Κατσού­πη, που προ­βλή­θη­κε στο Φεστι­βάλ του Βερο­λί­νου, είναι ένα αρκε­τά δύσκο­λο σχέ­διο, που θέλει πολύ δου­λειά και ταλέ­ντο για να ολο­κλη­ρω­θεί. Έχο­ντας μόνο έναν ηθο­ποιό, αλλά τι ηθο­ποιό, όταν μιλά­με για τον Ντα­φόε κι ένα σκη­νι­κό, αυτό του πολυ­τε­λούς υπερ­σύγ­χρο­νου δια­με­ρί­σμα­τος, που εγκλω­βί­ζε­ται ο ήρω­ας της ται­νί­ας, τότε χρειά­ζε­ται να δου­λέ­ψουν όλα στην εντέ­λεια για να πετύ­χει το απαι­τη­τι­κό φιλμ.

Ένας ληστής έργων τέχνης εισβά­λει σε ένα μοντέρ­νο πολυ­τε­λές ρετι­ρέ στο Μαν­χά­ταν για να κλέ­ψει πίνα­κες τερά­στιας αξί­ας. Ο ιδιο­κτή­της, συλ­λέ­κτης έργων τέχνης, δεν ζει εκεί, παρά μόνο όταν βρί­σκε­ται σπα­νί­ως στη Νέα Υόρ­κη. Η δου­λειά φαντά­ζει εύκο­λη. Μόνο που όλα θα ανα­τρα­πούν όταν το σύστη­μα συνα­γερ­μού θα κλει­δώ­σει τον ληστή μέσα στο σπί­τι και μάλι­στα κόβο­ντας την παρο­χή νερού, το τηλέ­φω­νο, ενώ ταυ­τό­χρο­να ο θερ­μο­στά­της θα κάνει το σπί­τι έναν πραγ­μα­τι­κό φούρ­νο. Έτσι, ο ληστής θα βρε­θεί φυλα­κι­σμέ­νος μέσα σε ένα πραγ­μα­τι­κά χρυ­σό κλου­βί ή καλύ­τε­ρα φουρ­νά­κι, απέ­να­ντι στα έργα τέχνης τα οποία θαυ­μά­ζει, αλλά και τον ίδιο τον εαυ­τό του και τις από­ψεις του για τη ζωή και την τέχνη.

Ο ήρω­άς του εγκλω­βί­ζε­ται σε έναν εφιάλ­τη, αλλά η έμπνευ­ση τού Κατσού­πη δεί­χνει να απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται σκη­νο­θε­τι­κά, προ­σφέ­ρο­ντας αφε­νός ένα ψυχο­λο­γι­κό θρί­λερ επι­βί­ω­σης και αφε­τέ­ρου να δημιουρ­γεί μια αλλη­γο­ρία για την φιλαυ­τία των καλ­λι­τε­χνών, την επο­χή της παν­δη­μί­ας, με τις πρω­τό­γνω­ρες στε­ρή­σεις της ελευ­θε­ρί­ας και παράλ­λη­λα να σατι­ρί­σει πανούρ­γα τον καπι­τα­λι­σμό, καθώς το υπερ­πο­λυ­τε­λές ρετι­ρέ είναι εντε­λώς άχρη­στο, τα πανά­κρι­βα καλού­δια του δεν χρη­σι­μεύ­ουν σε τίποτα.

Ο Κατσού­πης, ακο­λου­θώ­ντας πιστά το πνεύ­μα του σενα­ριο­γρά­φου Χόπ­κινς, δεν γλι­στρά­ει ούτε στιγ­μή προς τις συνη­θι­σμέ­νες ευκο­λί­ες, τα ευκο­λο­χώ­νευ­τα κλι­σέ, ακό­μη και όταν πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­σει την ανυ­παρ­ξία δια­λό­γων ή ακό­μη και όταν δεν χρη­σι­μο­ποιεί τις σκέ­ψεις του ληστή, για επε­ξη­γή­σεις — ένα θανά­σι­μο αμάρ­τη­μα στο σινε­μά. Όλα αυτά θα καλυ­φθούν από την ευρη­μα­τι­κό­τη­τά του, με την ζωντά­νια της κίνη­σης της κάμε­ρας, την υπέ­ρο­χη φωτο­γρα­φία, που ανα­δει­κνύ­ει την αντί­θε­ση της αγω­νί­ας του ληστή με τη νεκρή φύση, με τους περί­τε­χνους φωτι­σμούς που παρα­πέ­μπουν στο ύφος των ται­νιών τρό­μου, ενώ θα απο­φύ­γει και τη θεα­τρι­κό­τη­τα που δημιουρ­γεί το σκηνικό.

26 Δεκέμ­βρη, του Πανα­γιώ­τη ράπτη

Αν είχε και την εμπει­ρία να απο­φύ­γει τις παγί­δες του σενα­ρί­ου, που ίσως ήθε­λαν ένα δέσι­μο κλα­σι­κής αφή­γη­σης με τη φρέ­σκια ματιά του Έλλη­να σκη­νο­θέ­τη και περιό­ρι­ζε ορι­σμέ­νες υπερ­βο­λές, αλλά και την αρχι­κή αμη­χα­νία για το ύφος της ται­νί­ας, ίσως να είχα­με μπρο­στά μας μία από τις καλύ­τε­ρες ται­νί­ες της χρο­νιάς. Ωστό­σο, τέτοιο ελπι­δο­φό­ρο ντε­μπού­το είχα­με χρό­νια να δούμε.

Βεβαί­ως υπάρ­χει και το υπε­ρό­πλο που λέγε­ται Γουί­λεμ Ντα­φόε, ο οποί­ος με την πολύ­χρο­νη εμπει­ρία του, την ιδιο­φυή υπο­κρι­τι­κή του ικα­νό­τη­τα, παί­ζο­ντας με κάθε ρυτί­δα του προ­σώ­που του, κάθε μυ του σώμα­τός του, θα βγά­λει όλη την από­γνω­ση, την αγω­νία και τον σαρ­κα­σμό της τρα­γι­κής θέσης του ήρωα και θα δώσει περαι­τέ­ρω ώθη­ση στο μεγα­λε­πή­βο­λο σχέ­διο του Κατσούπη.

Με λίγα λόγια… Η αγω­νιώ­δης ιστο­ρία ενός κλέ­φτη έργων τέχνης ο οποί­ος παγι­δεύ­ε­ται σε ένα hi-tech ρετι­ρέ ενός κτι­ρί­ου της Νέας Υόρ­κης, αφού η διάρ­ρη­ξη που επι­χεί­ρη­σε δεν εξε­λίσ­σε­ται όπως είχε σχε­δια­στεί. Κλει­δω­μέ­νος μέσα στο πολυ­τε­λές δια­μέ­ρι­σμα, περι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος από ανε­κτί­μη­τα έργα τέχνης, πρέ­πει να επι­στρα­τεύ­σει όλη την οξυ­δέρ­κεια και την εφευ­ρε­τι­κό­τη­τά του προ­κει­μέ­νου να επι­βιώ­σει στο πέρα­σμα του χρόνου.

Η Εξαφάνιση του Προέδρου («Le Tigre et le ») Ιστορική κωμωδία εποχής, γαλλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ζαν Μαρκ Πιερφίτ, με τους Ζαν Γκαμπλίν, Άννα Μουγκλαλίς, Αντρέ Ντισολιέ, Κριστιάν Χεκ, Σιρίλ Κουτόν, Αστρίντ Βουετνάλ κα.

Δια­σκε­δα­στι­κή πολι­τι­κή σάτι­ρα επο­χής, βασι­σμέ­νη πάνω σε μία σχε­δόν ξεχα­σμέ­νη ιστο­ρία των αρχών του 20ου αιώ­να, όταν στη Γαλ­λία, ο νικη­τής του Α’ Παγκό­σμιου Πολέ­μου Ζορζ Κλε­μαν­σό χάνει τις εκλο­γές από έναν ιδε­α­λι­στή αλλά και άσχε­το με τα πολι­τι­κά τερ­τί­πια, που θέλει να αλλά­ξει τη χώρα του.

Ο Ζαν Μαρκ Πιερ­φίτ, στην πρώ­τη του σκη­νο­θε­τι­κή από­πει­ρα, τα πάει αρκε­τά καλά αν και έχει απο­μα­κρυν­θεί από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ενώ τον κατη­γό­ρη­σαν ότι δια­στρέ­βλω­σε πλή­ρως την ιστο­ρία. Ο Πιερ­φίτ απά­ντη­σε ότι δεν έκα­νε ντο­κι­μα­ντέρ αλλά έφτια­ξε μία κωμω­δία ιστο­ρι­κής φαντα­σί­ας, όπως και πρέ­πει να ιδω­θεί. Ο σενα­ριο­γρά­φος και σκη­νο­θέ­της είχε από νέος κατά νου την ιστο­ρία του Πολ Ντε­σα­νέλ, που κέρ­δι­σε τον Κλε­μαν­σό το 1920, καθώς όταν είδε για πρώ­τη φορά μια προ­το­μή του και ρώτη­σε «ποιος είναι αυτός», όλοι γέλα­σαν. Ψάχνο­ντας, όμως, την ιστο­ρία του άγνω­στου σήμε­ρα πολι­τι­κού, ανα­κά­λυ­ψε έναν ενδια­φέ­ρο­ντα άνθρω­πο, ένα ορα­μα­τι­στή πολι­τι­κό, που τα ιστο­ρι­κά κεί­με­να κατα­δί­κα­σαν στη χλεύη.

Έτσι, από τη μια, ο Πιερ­φίτ επι­κε­ντρώ­νε­ται πάνω στις δυο πολι­τι­κές φυσιο­γνω­μί­ες, τον κυνι­κό αλλά και απο­τε­λε­σμα­τι­κό Κλε­μαν­σό, έναν «Τίγρη», επαγ­γελ­μα­τία της πολι­τι­κής και τον ανί­δεο ιδε­α­λι­στή Πολ Ντε­σα­νέλ, «τον Πρό­ε­δρο που έπε­σε από το τρέ­νο», ο οποί­ος για την επο­χή του είχε ιδιαι­τέ­ρως προ­χω­ρη­μέ­νες ιδέ­ες, προ­τεί­νο­ντας την κατάρ­γη­ση της θανα­τι­κής ποι­νής, το δικαί­ω­μα της ψήφου στις γυναί­κες και τη δημιουρ­γία ενός καθο­λι­κού εισο­δή­μα­τος, καθώς η πεί­να έπλητ­τε όλο και μεγα­λύ­τε­ρα τμή­μα­τα της γαλ­λι­κής κοινωνίας.

Απ’ την άλλη, θα σχο­λιά­σει, αν και όχι διε­ξο­δι­κά τα παι­χνί­δια της εξου­σί­ας και τη δια­στρέ­βλω­ση της επί­ση­μης ιστο­ρί­ας, για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση σκοπιμοτήτων.

Ένα φιλμ σφι­χτο­δε­μέ­νο, που βγά­ζει αρκε­τό γέλιο, αν και ορι­σμέ­νες φορές φλερ­τά­ρει με το γκρο­τέ­σκο και την καρι­κα­τού­ρα των χαρα­κτή­ρων και που στη­ρί­ζε­ται σε μεγά­λο βαθ­μό στις ερμη­νεί­ες του Αντρέ Ντι­σο­λιέ, που υπο­δύ­ε­ται τον Κλε­μαν­σό και του Ζακ Γκα­μπλίν, στον ρόλο του Ντεσανέλ.

Με λίγα λόγια… Ο κρα­ταιός Ζορζ Κλε­μεν­σό χάνει τις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές του 1920 από τον Πολ Ντε­σα­νέλ, έναν ιδε­α­λι­στή που θέλει να αλλά­ξει τη χώρα. Ένα βρά­δυ, όμως, ο Ντε­σα­νέλ πέφτει από τρέ­νο και εξα­φα­νί­ζε­ται για τα καλά. Η Γαλ­λία απαι­τεί έναν πρό­ε­δρο, και ο Κλε­μαν­σό βλέ­πει εδώ να κρύ­βε­ται η χρυ­σή ευκαι­ρία που του στέ­ρη­σαν οι κάλπες.

Τελετουργία Θανάτου (“The Ritual Killer”) Θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Τζορτζ Γκάλο, με τους Κολ Χάουζερ, Μόργκαν Φρίμαν, Πίτερ Στορμάρε, Βέρνον Ντέιβις, Τζούλι Λοτ κα.

Κλι­σε­διά­ρι­κο, αμε­ρι­κά­νι­κης κοπής, θρί­λερ, στο γνω­στό μοτί­βο: δύο άνθρω­ποι, με κρυμ­μέ­να μυστι­κά, κυνη­γούν έναν κατά συρ­ροή δολο­φό­νο. Φιλμ, που βλέ­πε­ται με κάποιο ενδια­φέ­ρον αν και από ένα σημείο και μετά είναι απο­λύ­τως αναμενόμενο.

Γυρι­σμέ­νο από τον σχε­τι­κά καλό σενα­ριο­γρά­φο («Ο Διώ­κτης του Μεσο­νυ­χτί­ου», «Τα Κακά Παι­διά») αλλά αδιά­φο­ρο σκη­νο­θέ­τη («Κατα­σκο­πεύ­ο­ντας τη Μαμά») Τζορτζ Γκά­λο, το φιλμ δια­θέ­τει τους προ­βλε­πό­με­νους καται­γι­στι­κούς ρυθ­μούς, ένα αρχι­κά ενδια­φέ­ρον στό­ρι και το στοι­χειώ­δες σασπένς, που όσο περ­νά η ώρα δεί­χνει να εξα­ντλεί­ται και ένα τρα­βη­χτι­κό πρω­τα­γω­νι­στι­κό δίδυ­μο, με τον Μόρ­γκαν Φρί­μαν και τον Κολ Χάου­ζερ, που ανα­δεί­χθη­κε ως «σταρ» μέσα από τη γνω­στή σει­ρά «Yellowstone».

Το στό­ρι, που υπο­γρά­φουν, όχι ένας ή δύο, αλλά έξι σενα­ριο­γρά­φοι, θέλει έναν ντε­τέ­κτιβ, τον Μπόιντ, που δεν μπο­ρεί να ξεπε­ρά­σει το θάνα­το της κόρης του, να ταξι­δεύ­ει στο Μισι­σί­πι και στη Ρώμη, ακο­λου­θώ­ντας τα ίχνη ενός κατά συρ­ροή δολο­φό­νου, που σκο­τώ­νει τα θύμα­τά του με μία απάν­θρω­πη τελε­τουρ­γία μαύ­ρης μαγεί­ας, έχο­ντας ως βοη­θό έναν καθη­γη­τή ανθρω­πο­λο­γί­ας, που κρύ­βει ένα ανεί­πω­το μυστικό.

Ο Γκά­λο, απο­φεύ­γο­ντας τα εξε­ζη­τη­μέ­να πλά­να και σκη­νές στο­λι­σμέ­νες με υπερ­βο­λές ή τους γνώ­ρι­μους εντυ­πω­σια­σμούς, αρχι­κά θα κεντρί­σει το ενδια­φέ­ρον, δίνο­ντας μία ζωντά­νια και αμε­σό­τη­τα στην αφή­γη­σή του. Δίνο­ντας χώρο στην ιστο­ρία του και στο μυστή­ριο που κρύ­βουν οι δύο πρω­τα­γω­νι­στές, θα δώσει ώθη­ση στο θέμα του, μέχρι να αρχί­σουν τα κλι­σέ και οι εύκο­λες λύσεις. Όπως οι σχη­μα­τι­κές τελε­τουρ­γί­ες του απο­τρό­παιου δολο­φό­νου, που ενδια­φέ­ρε­ται για συγκε­κρι­μέ­να μέρη του σώμα­τος των θυμά­των του και τσι­τά­τα του τύπου «εδώ παίρ­νω δύνα­μη, εδώ γίνο­μαι δύναμη».

Ο Μόρ­γκαν Φρί­μαν, δεί­χνει, για μια ακό­μη φορά, να επα­να­λαμ­βά­νει τους δεκά­δες ρόλους που έχει κάνει πάνω στο συγκε­κρι­μέ­νο είδος, φαί­νε­ται να βυθί­ζε­ται στη ρου­τί­να, ενώ ο Κολ Χάου­ζερ μοιά­ζει να πιά­νει από τα κέρα­τα την ευκαι­ρία ενός πρω­τα­γω­νι­στι­κού ρόλου και χωρίς υπερ­βο­λές, να κάνει μία αξιο­πρε­πή ερμηνεία.

Με λίγα λογία… Μην μπο­ρώ­ντας να ξεπε­ρά­σει τον θάνα­το της κόρης του, ο ντε­τέ­κτιβ Μπόιντ ταξι­δεύ­ει από τις ΗΠΑ μέχρι την Ευρώ­πη στα ίχνη ενός κατά συρ­ροή δολο­φό­νου, που σκο­τώ­νει τα θύμα­τα του με μία απάν­θρω­πη και απο­τρό­παια τελε­τουρ­γία μαύ­ρης μαγείας.

Scream VI Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Mατ Μπετινέλι-Όλπεν και Tάιλερ Γκίλετ, με τους Μελίσα Μπαρέρα, Τζένα Ορτέγκα, Κόρτνεϊ Κοξ, Μέισον Γκούντινγκ, Χέιντεν Πανετιέρ κα.

Αν πέρ­σι το γνω­στό φραν­τσάιζ τρό­μου νεκρα­να­στή­θη­κε, με την πέμ­πτη ται­νία της σει­ράς, φέτος δεί­χνει να έχει εξα­ντλή­σει όλα τα τρικ φόβου και αγω­νί­ας, ενώ το χιού­μορ και ο αυτο­σαρ­κα­σμός έχουν παρα­δώ­σει τη θέση τους στο γκρο­τέ­σκο και τη γραφικότητα.

Αυτό που κατά­φε­ρε ο βιρ­τουό­ζος του τρό­μου Γου­ές Κρέι­βεν πριν από 26 χρό­νια, δηλα­δή να διευ­ρύ­νει την γκά­μα του είδους, να μπει ολο­κλη­ρω­τι­κά στο ψυχα­γω­γι­κό σινε­μά, να παρου­σιά­σει ένα θέα­μα σαν ένα δια­δρα­στι­κό παι­χνί­δι, στο οποίο ο θεα­τής συμ­με­τέ­χει απε­νε­χο­ποι­η­μέ­να απο­λαμ­βά­νο­ντας τα μακά­βρια φονι­κά, μετά την περ­σι­νή ανα­λα­μπή, φαί­νε­ται ένα μακρι­νό σινε­μά, που δεν έχει γυρισμό.

Μετά τους φόνους του τελευ­ταί­ου Ghostface, οι επι­ζή­σα­ντες αφή­νουν το Μέρι­λαντ και το Γούντσ­μπο­ρο, για την ασφά­λεια της Νέας Υόρ­κης, νομί­ζο­ντας ότι μπο­ρούν να συνε­χί­σουν μία κανο­νι­κή ζωή. Όμως, δεν έχουν υπο­λο­γί­σει το νέο δολο­φό­νο Ghostface, που αρχί­ζει να τους κατα­διώ­κει και να σκο­τώ­νει ότι βρί­σκε­ται μπρο­στά του.

Εδώ, όμως, δεν υπάρ­χει τίπο­τα το και­νούρ­γιο, η αυτο­να­φο­ρι­κό­τη­τα της ται­νί­ας πιά­νει ταβά­νι και γίνε­ται βαρε­τή, αν όχι ενο­χλη­τι­κή. Μέχρι να έρθει μάλι­στα, το ανα­με­νό­με­νο φινά­λε, η υπό­θε­ση εξε­λίσ­σε­ται ως ένα στοί­χη­μα για τους μυη­μέ­νους θεα­τές για το ποιος θα βρει καλύ­τε­ρα την επό­με­νη σκη­νή, ενώ μπο­ρούν να δια­σκε­δά­σουν και με τον τρό­μο που θα προ­κα­λέ­σουν στους πρω­τά­ρη­δες θεα­τές τα φονι­κά και οι «απρό­σμε­νες» εμφα­νί­σεις του Ghostface. Ωστό­σο, ακό­μη και αυτό στα όρια της παρω­δί­ας φιλμ τρό­μου, προ­σφέ­ρει μια ιδιό­τυ­πη δια­σκέ­δα­ση και ειδι­κά για τους μυημένους.

Εν ολί­γοις, ένα φιλμ απο­κλει­στι­κά για τους φαν του «Scream», εκτός αν υπάρ­χουν και θαυ­μα­στές των ερμη­νευ­τι­κών ικα­νο­τή­των της Μελί­σα Μπα­ρέ­ρα ή της Τζέ­να Ορτέ­γκα, οπό­τε πλά­κα πάει σε άλλη διάσταση.

Με λίγα λόγια… Μετά από τους φόνους του τελευ­ταί­ου Ghostface,οι τέσ­σε­ρις επι­ζή­σα­ντες αφή­νουν το Γούντσ­μπο­ρο και ξεκι­νούν ένα νέο, ασφα­λές κεφά­λαιο στη ζωή τους. Ή του­λά­χι­στον έτσι νόμιζαν.

Σάπιες ζωές, του Ανδρέα Ονουφρίου

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Αντι­γό­νη (“Antigone”) Κανα­δέ­ζι­κο δρά­μα (2019), κινη­μα­το­γρα­φι­κή δια­σκευή της αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας του Σοφο­κλή από την Σοφί Ντε­ρα­σπέ. Η ιστο­ρία μετα­φέ­ρε­ται στον σύγ­χρο­νο Κανα­δά, όπου η Αντι­γό­νη, μία άρι­στη μαθή­τρια και υπο­δειγ­μα­τι­κό μέλος της κοι­νό­τη­τας, παρα­βαί­νει τον νόμο βοη­θώ­ντας τον αδελ­φό της να δρα­πε­τεύ­σει από τη φυλα­κή και θα βρε­θεί κατη­γο­ρού­με­νη από τις δικα­στι­κές αρχές της χώρας. Ται­νία που έχει το δικό της ενδια­φέ­ρον, παρά τις όποιες αδυ­να­μί­ες της και κάποια παι­διά­στι­κα χαρα­κτη­ρι­στι­κά, καθώς θίγει ζητή­μα­τα, που πλη­γώ­νουν το δυτι­κό και όχι μόνο κόσμο, όπως το άτεγ­κτο δικα­στι­κό και σωφρο­νι­στι­κό σύστη­μα, τις αυθαι­ρε­σί­ες της αστυ­νο­μί­ας και μιλά για παναν­θρώ­πι­νες αξί­ες, για την αγά­πη, την αφο­σί­ω­ση στην οικο­γέ­νεια (μετα­να­στών), την ισχύ των άγρα­φων νόμων απέ­να­ντι στους νόμους μίας απάν­θρω­πης, πολ­λές φορές, εξου­σί­ας. Πολυ­βρα­βευ­μέ­νη — γαλ­λό­φω­νη — ται­νία, στην οποία πρω­τα­γω­νι­στούν οι Ναχέ­μα Ρίτσι, Πολ Ντου­σέ, Μπε­νουά Γκουίν κα.

Μού­μιες (“Mummies”) Ισπα­νι­κή παι­δι­κή ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων (2022), με αρκε­τά τρα­γού­δια και μου­σι­κή, που βλέ­πε­ται ευχά­ρι­στα κυρί­ως από τους μικρούς μας φίλους. Τρεις μού­μιες «ξυπνούν» στο σύγ­χρο­νο Λον­δί­νο, όπου θα ζήσουν ξεκαρ­δι­στι­κές περι­πέ­τειες όταν θα έρθουν σε επα­φή με τον σύγ­χρο­νο κόσμο, στην προ­σπά­θειά τους να ανα­κτή­σουν ένα μαγι­κό κλεμ­μέ­νο δαχτυ­λί­δι. Το φιλμ προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νο στα ελλη­νι­κά με τις φωνές των Πηνε­λό­πη Σκαλ­κώ­του, Βασί­λη Παπα­στά­θη, Θανά­ση Κουρ­λα­μπά, Κων­στα­ντί­νο Ρεπά­νη, Βασί­λη Αξιώ­τη κα.

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες και από
(συν­δρο­μη­τι­κό) ΑΠΕ-ΜΠΕ (2439_Greek_26903478)
Χάρης Αναγνωστάκης

Με λίγα λόγια _επί της ουσί­αςΑτέ­χνως
Ξεκι­νά­τε να χαλα­ρώ­σε­τε — μην ξεχνά­τε τις κινη­το­ποι­ή­σεις για το έγκλη­μα του αστι­κού κρά­τους στα Τέμπη με το γλυ­κό­πι­κρο …“Δεν Υπάρ­χουν Αρκού­δες”, επί­σης το “Inside” ‑αν σας πάει αυτό το είδος και μετά
STUDIO new star art cinema (πλη­ρο­φο­ρί­ες Τηλ 210–8640054 –6932479731)

1.

Από σήμε­ρα 9 ως 15 Μάρτη

  • “Οι κυνη­γοί” + “Ο Θία­σος” του Θόδω­ρου Αγγελόπουλου
  • “Τα πνεύ­μα­τα του Ινι­σε­ριν” του Μάρ­τιν Μακντόνα
  • “Θ. Αγγε­λό­που­λος Ν. Πανα­γιω­τό­που­λος: ο καθέ­νας και η μου­σι­κή του» των Α. Κόκκινος‑Γ. Σολδάτος”
  • “Ιβάν ο τρο­με­ρός α’+β μερος» του Σερ­γκέι Αϊζενστάιν
  • “Μήδεια” _Δημήτρη Αθανήτη
  • Το χρυ­σά­φι του Ρήνου” του Φατίχ Ακιν
  • “Στην αυλή του σχο­λειού» _Λόρα Βαντέλ
  • “Καθαρ­τή­ριο» του Βασί­λη Μαζωμένου
  • “Θολή γραμ­μή» του Μένιου Καραγιάννη
  • “Μαγνη­τι­κα πεδια» _Γιώργος Γούσης
  • “Ο άνθρω­πος με την κινη­μα­το­γρα­φι­κή μηχα­νή» του Τζί­γκα Βερ­τόφ (από τα πρώ­τα αρι­στουρ­γή­μα­τα του νέου Σοβιε­τι­κού σινεμά)
  • “Ο μεγά­λος δικτά­τωρ» _Τσάρλι Τσάπλιν
  • “Ουγκε­τσου Μονο­γκα­τά­ρι» του Κέν­ζο Μιζογκούτσι
  • “Βερο­λί­νο η συμ­φω­νία μιας μεγα­λού­πο­λης» του Βάλ­τερ Ρούτμαν

2.

📽️🎬 12 ΠΡΩΤΟΠΟΡΕΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΔΕΣ,
📽️🎬 12 ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

  • Με χαρά Πάμε στην Κόλα­ση» της Dorothy Arzner,
  • Η Γυναι­κεία Nτου­λά­πα» της Barbara Hammer,
  • «The Ocean Waif» της  Alice Guy Blache,
  • Επαρ­χία Χάρ­λαν» της Barbara Kopple,
  • Οι περι­πέ­τειες του Πρί­γκι­πα Αχμέντ της Lotte Reiniger,
  • Η Ανά­βα­ση» της Larisa Shepitko,
  • Η άλλη όψη του χάους» της Jane Arden,
  • «Love Under the Crucifix» της Tanaka Kinuyo,
  • «The Connection » της Shirley Clarke,

3.

📽️🎬 12 ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
📽️🎬 12 ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ -

  1.  Η γη της Ισπα­νί­ας» (δύο προ­βο­λές σε δια­φο­ρε­τι­κές μέρες)  για την Ντο­λό­ρες Ιμπάρρουρι,
  2. «The Black Power Mixtape, 1967–1975» για Κάθλιν Νιλ Κλέβερ,
  3. «The Irish Revolution» για την Κων­στα­ντία Μάρκιεβιτς,
  4. Ελευ­θε­ρία στην Άντζε­λα και στους άλλους πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους για την Άντζε­λα Ντέιβις,
  5. «Leila Khaled The Orange Tree » για Λέι­λα Χάλεντ
  6. Σίλια Σάν­τσες +Βιλ­μα Εσπιν, Short Documentary,για τις μεγά­λες Κου­βα­νές επαναστάτριες

Εισι­τή­ρια 5€ _για τις 12 ται­νιες (6–15/3)  25€

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο