Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ένα ήσυχο κορίτσι για Όσκαρ και το overdose της αρκούδας (VIDEO)

Μια καλο­δε­χού­με­νη πεντά­δα ται­νιών έρχο­νται την πρώ­τη εβδο­μά­δα του Μαρ­τί­ου, που απο­τε­λεί έναν από τους πιο ενδια­φέ­ρο­ντες μήνες της σεζόν.

Ξεχω­ρί­ζει εμφα­νώς το δρα­μα­τι­κό φιλμ από την Ιρλαν­δία «Το Ήσυ­χο Κορί­τσι» του Κόλουμ Μπε­ρέιντ, που είναι υπο­ψή­φιο για Όσκαρ Καλύ­τε­ρης Διε­θνούς Ται­νί­ας, ενώ τη δική τους χάρη έχουν και η κωμω­δία τρό­μου «Cocaine Bear», το ερω­τι­κό δρά­μα «Οι Δυο Όψεις του Ξυρα­φιού» με Ζιλιέτ Μπι­νός και Βεν­σάν Λεντόν και το αθλη­τι­κό δρά­μα «Κριντ 3».

Επί­σης, σε επα­νέκ­δο­ση προ­βάλ­λο­νται «Οι Κυνη­γοί» του Θόδω­ρου Αγγελόπουλου.

The Quiet Girl  (Το Ήσυχο Κορίτσι)

Δρα­μα­τι­κή ται­νία ιρλαν­δι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Κόλουμ Μπε­ρέιντ, με τους Κάθριν Κλιντς, Άντριου Μπέ­νετ, Κάρι Κρό­ου­λι, Μίκα­ελ Πάτρικ, Κάρο­λι Μπρά­κεν κά.

Από αυτά τα πολύ­τι­μα πετρα­δά­κια που αρχι­κά μπο­ρεί να κλω­τσή­σεις με το πόδι και στη συνέ­χεια κατα­λα­βαί­νεις την αξία του. Και όσο το βλέ­πεις τόσο γοη­τεύ­ε­σαι, τόσο συνει­δη­το­ποιείς ότι η ταπει­νό­τη­τά του κρύ­βει έναν μικρό θησαυρό.

Πρό­κει­ται για την πρώ­τη μεγά­λου μήκους ται­νία του Ιρλαν­δού σκη­νο­θέ­τη Κόλουμ Μπε­ρέιντ, ένα χει­ρο­ποί­η­το καλ­λι­τε­χνι­κό χαμη­λό­φω­νο δρά­μα ενη­λι­κί­ω­σης, που δικαί­ως βρί­σκε­ται ανά­με­σα στα υπο­ψή­φια φιλμ για το Όσκαρ Καλύ­τε­ρης Διε­θνούς Ταινίας.

Χαμη­λού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού ται­νία, που γύρι­σε ο Μπε­ρέιντ στην ήσυ­χη κατα­πρά­σι­νη ιρλαν­δι­κή επαρ­χία, τοπο­θε­τώ­ντας την ιστο­ρία του στη δεκα­ε­τία του 1980, απο­φεύ­γο­ντας την τοξι­κό­τη­τα της σημε­ρι­νής επο­χής και τα «έξυ­πνα» τηλέ­φω­να, που θα χάλα­γαν την αρμο­νία και τα αυθε­ντι­κά συναι­σθή­μα­τα του σεναρίου.

Το στό­ρι θέλει ένα ήσυ­χο κορί­τσι, παρα­με­λη­μέ­νο λόγω των συν­θη­κών δια­βί­ω­σης της πολυ­με­λούς φτω­χής οικο­γέ­νειάς της, να στέλ­νε­ται προ­σω­ρι­νά ένα καλο­καί­ρι σε μία μακρι­νή συγ­γε­νή, μέχρι να γεν­νή­σει η μητέ­ρα της. Εκεί θα γνω­ρί­σει για πρώ­τη φορά την αγά­πη και ένα στορ­γι­κό περι­βάλ­λον, αλλά θα ανα­κα­λύ­ψει και το μυστι­κό του ζευ­γα­ριού που ζει το δικό του δράμα.

Ο Μπε­ρέιντ, ξεδι­πλώ­νει αργό­συρ­τα και με μία πρω­τό­γνω­ρη αφη­γη­μα­τι­κή αυτο­πε­ποί­θη­ση την ιστο­ρία του, απο­δει­κνύ­ο­ντας ότι υπάρ­χουν και δια­φο­ρε­τι­κοί τρό­ποι να μιλή­σει κάποιος για την από­το­μη ενη­λι­κί­ω­ση ενός παι­διού. Ξεφεύ­γει από τα τετριμ­μέ­να, τις συνη­θι­σμέ­νες μελο­δρα­μα­τι­κές εξάρ­σεις, το κούρ­δι­σμα της συγκί­νη­σης, τις ακραί­ες κατα­στά­σεις, τις ευκο­λί­ες που παρέ­χουν οι δια­λυ­μέ­νες οικο­γέ­νειες, τα ζοφε­ρά μυστικά.

Αντι­θέ­τως, ο σκη­νο­θέ­της, που τιμά και τη μητρι­κή του γλώσ­σα, καθώς οι διά­λο­γοι είναι στα γαε­λι­κά κατά κύριο λόγο, θα αφη­γη­θεί με μει­λί­χιο τρό­πο μία απλή ιστο­ρία (η απλό­τη­τά της φτά­νει στις παρυ­φές του μεγά­λου σινε­μά του Σατια­τζίτ Ράι), ανα­δει­κνύ­ο­ντας την αιώ­νια ανά­γκη των ανθρώ­πων για αγά­πη, πόσο δε μάλ­λον ενός παι­διού. Αυτή τη ριμά­δα αγά­πη, που στε­ρούν οι συν­θή­κες και απέ­να­ντι υπάρ­χουν εκεί­νοι οι άνθρω­ποι που δεν ξέρουν που να τη διο­χε­τεύ­σουν. Δηλα­δή, απ’ τη μία το μικρό κορί­τσι και η οικο­γέ­νειά της — η μητέ­ρα απο­κα­μω­μέ­νη από τις γέν­νες και τα παι­διά, ο πατέ­ρας ρέμπε­λος και ο εαυ­τού­λης του — και απ’ την άλλη η οικο­γέ­νεια που ανα­λαμ­βά­νει τη σύντο­μη φρο­ντί­δα τού κορι­τσιού. Ένα ζευ­γά­ρι, που με δια­κρι­τι­κό­τη­τα περ­νά το δικό της δρά­μα από ένα θλι­βε­ρό συμ­βάν του παρελ­θό­ντος. Ένα δυσβά­στα­κτο γεγο­νός στο οποίο οφεί­λε­ται και η περισ­σή αγά­πη που θα δώσει στο παι­δί, θα το νιώ­σει δικό του, θα του απε­λευ­θε­ρώ­σει συναι­σθή­μα­τα, τα οποία η μικρή θα αντα­πο­δώ­σει με την αγνό­τη­τά της, τον καλο­συ­νά­το χαρα­κτή­ρα του.

Ο Μπε­ρέιντ, θα φανε­ρώ­σει όλες αυτές τις πλη­ρο­φο­ρί­ες στα­δια­κά, με μία απα­λό­τη­τα και συνά­μα με μία στε­γνή αφή­γη­ση, αφή­νο­ντας τα χαρ­το­μά­ντι­λα στην τσέ­πη και τη συγκί­νη­ση για το μεγα­λειώ­δες συντα­ρα­κτι­κό φινά­λε. Μία συγκί­νη­ση, που λει­τουρ­γεί λυτρω­τι­κά και θα συνε­χί­σει να απα­σχο­λεί τον θεα­τή για μέρες, καθώς στο τελευ­ταίο πλά­νο θα προ­σθέ­σει μία εμπνευ­σμέ­νη πινε­λιά, για το τι σημαί­νει ενηλικίωση.

Από τις ται­νί­ες που αξί­ζει να υπο­μέ­νουν ακό­μη και οι ανυ­πό­μο­νοι θεα­τές την αρχι­κή βρα­δύ­τη­τα της αφή­γη­σης, για να χαρούν τη συνέ­χεια και να αισθαν­θούν πλή­ρεις στο τέλος και συνει­δη­το­ποιώ­ντας ότι ο κινη­μα­το­γρά­φος δεν χρειά­ζε­ται παρά μόνο γνή­σια συναι­σθή­μα­τα και ταλέ­ντο. Ένα σπά­νιο ταλέ­ντο που δια­θέ­τει η νεα­ρά πρω­τα­γω­νί­στρια Κάθριν Κλιντς, που με μία απί­στευ­τη ωρι­μό­τη­τα μετα­δί­δει τις ελα­φρές μετα­πτώ­σεις του ψυχι­κού της κόσμου, ενώ αξιέ­παι­νες είναι και οι ερμη­νεί­ες των υπό­λοι­πων ηθοποιών.

Με λίγα λόγια…

Λόγω της εγκυ­μο­σύ­νης της μητέ­ρας της, η Κοτς, ένα πραγ­μα­τι­κά ήσυ­χο κορί­τσι, θα περά­σει το καλο­καί­ρι με ανά­δο­χους γονείς. Χάρη στη φρο­ντί­δα τους, θα βρει σιγά σιγά τη φωνή της στο ειδυλ­λια­κό σκη­νι­κό της ιρλαν­δι­κής υπαί­θρου. Ενώ όμως μετα­ξύ των μελών της νέας της οικο­γέ­νειας υπο­τί­θε­ται πως δεν υπάρ­χει κάποιο μυστι­κό, εκεί­νη θα το ανακαλύψει.

Σάπιες ζωές, του Ανδρέα Ονουφρίου

 Cocaine Bear

Θρί­λερ, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Ελί­ζα­μπεθ Μπανκς, με τους Ρέι Λιό­τα, Κέρι Ράσελ, Ο’σι Τζάκ­σον Τζ., Τζέι­σι Τάι­λερ Φέρ­γκιου­σον κά.

Και μόνο η ιδέα ότι μία θεό­ρα­τη μαύ­ρη αρκού­δα «έκα­νε χρή­ση» κοκα­ΐ­νης και μέχρι να πεθά­νει από overdose, κατα­σπά­ρασ­σε όποιον έβρι­σκε μπρο­στά της, έχει από μόνη της μεγά­λη πλά­κα. Πόσο δε μάλ­λον όταν στην ιστο­ρία, που βασί­ζε­ται σε κάποια πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα, αλλά σαφώς απο­τε­λεί προ­ϊ­όν μυθο­πλα­σί­ας, εμπλέ­κο­νται γονείς που ψάχνουν τα άτα­κτα παι­διά τους, φυσιο­λά­τρες, εγκλη­μα­τί­ες που ανα­ζη­τούν το λευ­κό χρυ­σά­φι, περί­ερ­γοι αστυ­νο­μι­κοί, νοσο­κο­μεια­κοί και όποιον άλλο φαντα­στεί ο νους.

Μία κατά­μαυ­ρη, περισ­σό­τε­ρο και από την αρκού­δα, κωμω­δία τρό­μου, που γύρι­σε η πρώ­ην ηθο­ποιός Ελί­ζα­μπεθ Μπανκς, με κέφι, εμπνευ­σμέ­νη από την αλη­θι­νή ιστο­ρία μίας αρκού­δας που έφα­γε πολ­λά κιλά κοκα­ΐ­νης, όταν ένα αερο­πλά­νο που μετέ­φε­ρε το πολύ­τι­μο παρά­νο­μο εμπο­ρεύ­μα­τος, έπε­σε το 1985 στα βου­νά της Τζόρ­τζια. Η αρκού­δα βρέ­θη­κε νεκρή έχο­ντας στο αίμα της τέσ­σε­ρα γραμ­μά­ρια κοκα­ΐ­νης, χωρίς, ωστό­σο, να υπάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες ότι σκό­τω­σε άνθρωπο.

Εδώ, έρχε­ται η Ελί­ζα­μπεθ Μπανκς και το πανούρ­γο σενά­ριο, για να ανα­δεί­ξει τις κακές επι­πτώ­σεις του ανθρώ­που στην άγρια φύση, αλλά και τη γενι­κευ­μέ­νη ανοη­σία που έχει χτυ­πή­σει την αμε­ρι­κά­νι­κη κοι­νω­νία, μέσα από μία πινα­κο­θή­κη δια­σκε­δα­στι­κών χαρα­κτή­ρων και που δένει κατάλ­λη­λα με την επο­χή του ριγκανισμού.

Η ται­νία κατα­φέρ­νει να είναι και τρο­μα­χτι­κή, ειδι­κά ως το σημείο που αρχί­ζει να επα­να­λαμ­βά­νε­ται και άκρως δια­σκε­δα­στι­κή, με τους αλλο­πρό­σαλ­λους χαρα­κτή­ρες και κυρί­ως με την αρκού­δα, η οποία παρά την αγριά­δα της θα κερ­δί­σει και τη συμπά­θεια, όταν έχει «φτια­χτεί» και κάνει τρέ­λες, αγα­πά­ει τις πετα­λού­δες και είναι έτοι­μη να χορέ­ψει στο κελά­η­δι­σμα των πουλιών.

Το γέλιο δια­δέ­χε­ται το «αχ» της αγω­νί­ας και του τρό­μου, ενώ από την πλευ­ρά του το πολυ­πρό­σω­πο καστ δεί­χνει να το απο­λαμ­βά­νει με τις ντε­λι­ρια­κές ερμη­νεί­ες, απ’ τις οποί­ες ξεχω­ρί­ζει αυτή του Ρέι Λιό­τα, που πέθα­νε αμέ­σως μετά και ο ρόλος του παρα­πέ­μπει στον Χέν­ρι Χιλ της γκαν­γκ­στε­ρι­κής ται­νί­ας του Σκορ­σέ­ζε «Τα Καλά Παιδιά».

Με λίγα λόγια…

Το 1985, το αερο­πλά­νο ενός έμπο­ρου ναρ­κω­τι­κών άρχι­σε να πέφτει από τον ουρα­νό λόγω μηχα­νι­κής βλά­βης. Μαζί του, ανα­πό­φευ­κτα, έπε­σε και όλο το παρά­νο­μο εμπό­ρευ­μα, το οποίο μετα­ξύ άλλων περιε­λάμ­βα­νε αρκε­τά κιλά κοκα­ΐ­νης. Μέρος των ναρ­κω­τι­κών βρέ­θη­κε σε δάσος της Τζόρ­τζια, όπου εμφα­νί­στη­κε μια αρκού­δα η οποία κατα­νά­λω­σε μεγά­λη ποσό­τη­τα άσπρης σκό­νης, με τις επι­πτώ­σεις να είναι χαοτικές.

Οι Δυο Όψεις του Ξυραφιού (Avec amour et acharnement)

Αισθη­μα­τι­κό δρά­μα, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Κλερ Ντε­νί, με τους Ζιλιέτ Μπι­νός, Βεν­σάν Λεντόν, Γκρε­γκουάρ Κολέν κα.

Ένα κεκα­λυμ­μέ­νο μελό­δρα­μα, που ορι­σμέ­νες φορές σκο­τει­νιά­ζει και γίνε­ται αδυ­σώ­πη­τα σκλη­ρό, για το ερω­τι­κό τρί­γω­νο της ται­νί­ας, που γύρι­σε η γηραιά, αλλά γεμά­τη ζωντά­νια Κλερ Ντε­νί («Η Λια­κά­δα Μέσα μου»). Ένα φλο­γε­ρό ερω­τι­κό δρά­μα, το οποίο κέρ­δι­σε την Αργυ­ρή Άρκτο για τη σκη­νο­θε­σία της Ντε­νί, η οποία κατά­φε­ρε να ενώ­σει κινη­μα­το­γρα­φι­κά, για πρώ­τη φορά, δυο κορυ­φαί­ους εκπρο­σώ­πους της σύγ­χρο­νης γαλ­λι­κής υπο­κρι­τι­κής, την Ζιλιέτ Μπι­νός και τον Βεν­σάν Λεντόν.

Η ται­νία ξεκι­νά εντυ­πω­σια­κά στη θάλασ­σα, όπου το ώρι­μο ζευ­γά­ρι ζει τον έρω­τά του, δεί­χνει να έχει κατα­κτή­σει και την αγά­πη, αλλά μια αδιό­ρα­τη απει­λή πλα­νιέ­ται πάνω απ’ αυτό. Κάτι που οφεί­λε­ται στην επι­στρο­φή του πρώ­ην ερα­στή της γυναί­κας και φίλο τού συζύ­γου, ενός άνδρα με σκο­τει­νό παρελ­θόν και δια­θέ­το­ντας μία επι­κίν­δυ­νη γοη­τεία, μια αρρε­νω­πό­τη­τα που δεν κάνει πίσω, πάντα διεκ­δι­κεί τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο.

Η Ντε­νί, άμε­σα ανε­βά­ζει τους ρυθ­μούς, η παρόρ­μη­ση βρί­σκε­ται σε ακρά­τεια, τα πάθη αρχί­ζουν να βγά­ζουν ατμούς, η σάρ­κα αντί να συρ­ρι­κνώ­νε­ται αρχί­ζει να απλώ­νε­ται και μαζί το ερω­τι­κό ξέσπασμα.

Οι ελά­χι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες που μας δίνει η Ντε­νί για το παρελ­θόν των τριών ηρώ­ων της, είναι αρκε­τές για να μας βάλει στο πνεύ­μα του δρά­μα­τος, καθώς εκεί που τελειώ­νει η λογι­κή έρχε­ται το πάθος και το βαρύ κόστος.

Η Ντε­νί κολ­λά­ει την κάμε­ρα πάνω τους, δημιουρ­γώ­ντας την αίσθη­ση ότι βρί­σκε­ται ανά­με­σά τους, τους ψηλα­φεί, όπως και τα συναι­σθή­μα­τα τα οποία δεί­χνουν ασυ­γκρά­τη­τα, έτοι­μα για την κατα­στρο­φή, τον πόνο.

Το ερω­τι­κό πάθος οδη­γεί το ζευ­γά­ρι στην υπαρ­ξια­κή κρί­ση, την τρέ­λα της ζήλιας, με την αύρα του μυστη­ρί­ου και την απαι­σιό­δο­ξη προ­ο­πτι­κή. Η Ντε­νί, όμως, προς το τέλος φαί­νε­ται να χάνει την τολ­μη­ρή οπτι­κή της και να αφή­νει χαρα­κτή­ρες και στό­ρι να ξεθω­ριά­ζουν σε κάτι ανα­με­νό­με­νο, που δεν αρμό­ζει στο παλ­λό­με­νο από πάθος φιλμ, ένα φινά­λε που θα μπο­ρού­σα­με να δού­με και στις κυρί­αρ­χες αμε­ρι­κά­νι­κες τάσεις.

26 Δεκέμ­βρη, του Πανα­γιώ­τη ράπτη

Η Ζιλιέτ Μπι­νός, κατα­φέρ­νει να ενσαρ­κώ­σει ένα θύμα του ερω­τι­κού πάθος, να γίνει καυ­τή και να ανε­βά­σει το θερ­μό­με­τρο, ενώ ο Βεν­σάν Λεντόν είναι απλώς άψο­γος και ο Γκρε­γκουάρ Κολέν γοη­τευ­τι­κός και επι­κίν­δυ­νος δίνει τις περισ­σό­τε­ρες φορές τον τόνο που απαι­τεί η ταινία.

Ται­νία ερω­τι­κού πάθους από την αξιο­σέ­βα­στη Κλερ Ντε­νί, που αξί­ζει σίγου­ρα κάποιο βλέμ­μα, αλλά όταν σκέ­φτε­σαι ται­νί­ες, ας πού­με, όπως «Η Πισί­να», έχεις την αίσθη­ση ότι πρέ­πει να βάλεις την όπι­σθεν ολοταχώς.

Με λίγα λόγια…

Ένα ζευ­γά­ρι βλέ­πει τον ισχυ­ρό δεσμό του να κλο­νί­ζε­ται από την επι­στρο­φή του προη­γού­με­νου συντρό­φου της γυναί­κας και άλλο­τε κολ­λη­τού του συντρό­φου της ‑τον οποίο είχε εγκα­τα­λεί­ψει για τον φίλο του. Πώς γίνε­ται μία παθια­σμέ­νη και καθό­λου τελ­μα­τω­μέ­νη σχέ­ση, που βασί­ζε­ται σε μια αρμο­νι­κή καθη­με­ρι­νό­τη­τα και στην αμοι­βαία εμπι­στο­σύ­νη, να «ακυ­ρώ­νε­ται», δίνο­ντάς τη θέση της στο ψέμα και την προ­δο­σία; Γίνε­ται να αγα­πάς ταυ­τό­χρο­να δύο άντρες;

Κριντ 3  (Creed ΙΙΙ)

Δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μάικλ Μπ. Τζόρ­νταν, με τους Μάικλ Μπ. Τζόρ­νταν, Τέσα Τόμ­σον, Γουντ Χάρις, Τζό­να­θαν Μέι­τζορς, Φλό­ριαν Μου­ντε­νά­ου, κά.

Μπο­ρεί το διά­δο­χο φραν­σάιζ του «Ρόκι», που εδώ και επτά χρό­νια απα­ντά­ει στον νέο πυγ­μά­χο «Κριντ», να υπάρ­ξει χωρίς τον Σιλ­βέ­στερ Στα­λό­νε; Απ’ ότι φαί­νε­ται μπο­ρεί, καθώς ο «Ιτα­λός Επι­βή­το­ρας», αυτή τη φορά μένει έξω από το καστ και περιο­ρί­ζε­ται μόνο στην παρα­γω­γή της τρί­της ται­νί­ας, με ήρωα τον Άντο­νις Κριντ — Μάικλ Μπ. Τζόρνταν.

Μάλι­στα, σε αυτό το σίκου­ελ ο Τζόρ­νταν θα κάνει και το ντε­μπού­το του ως σκη­νο­θέ­της, δοκι­μά­ζο­ντας τις δυνά­μεις του στο αθλη­τι­κό δρά­μα, ένα είδος που φαί­νε­ται να γνω­ρί­ζει, αλλά αυτό δεν σημαί­νει ότι έχει και τις γνώ­σεις για να ξεφύ­γει από το τετριμ­μέ­νο, τις γνω­στές συντα­γές που πλέ­ον είναι πιο οικεί­ες και από μία μακα­ρο­νά­δα ναπολιτάνα.

Όχι, ο Τζόρ­νταν δεν τα πάει άσχη­μα — ούτε όμως καλύ­τε­ρα απ’ τους προη­γού­με­νους σκη­νο­θέ­τες των ται­νιών «Κριντ», αφού αξιο­ποιεί το σχε­τι­κά καλο­γραμ­μέ­νο σενά­ριο, που συνυ­πο­γρά­φουν οι Κου­γκλέρ και Μπέι­λιν, ενώ ταυ­τό­χρο­να, πέρα από τις θεα­μα­τι­κές γρο­θιές, ανα­πτύσ­σει σε καλό επί­πε­δο και τους δυο βασι­κούς χαρακτήρες.

Απ’ τη μια ο Κριντ, ο γιος του μεγά­λου αντί­πα­λου αλλά και γκαρ­δια­κού φίλου του Ρόκι, Από­λο Κριντ, που έχει κατα­κτή­σει την κορυ­φή την κορυ­φή της παγκό­σμιας πυγ­μα­χί­ας και η οικο­γε­νεια­κή του ζωή είναι ευτυ­χι­σμέ­νη και απ’ την άλλη ο Ντέ­μιαν, ένας νεα­νι­κός του φίλους, που μετά από 18 χρό­νια στη φυλα­κή, θέλει να απο­δεί­ξει ότι ήταν ο καλύ­τε­ρος πυγ­μά­χος, αλλά μάλ­λον και να διεκ­δι­κή­σει μέρος από την ευτυ­χι­σμέ­νη ζωή του παλιού του φίλου.

Ένα φιλμ για τις ενο­χές, την αδυ­να­μία να ξεφύ­γει κάποιος από το παρελ­θόν και τους δαί­μο­νές του, τη συγ­χώ­ρε­ση, αλλά και την αρρω­στη­μέ­νη αρρε­νω­πό­τη­τα, που μπο­ρεί να μετα­βλη­θεί στο από­λυ­το κακό.

Μία συμπα­θη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση των παρα­πά­νω για μία δυνα­μι­κή αθλη­τι­κή δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια, η οποία, όμως, είναι φανε­ρό ότι έχει ταβά­νι και από ένα σημείο και μετά δεί­χνει να εξα­ντλεί­ται, να λαχα­νιά­ζει μέσα και έξω από το ρινγκ.

Έτσι, το αρχι­κό ενδια­φέ­ρον, η συνά­ντη­ση δυο δια­φο­ρε­τι­κών χαρα­κτή­ρων, που είναι φανε­ρό ότι θα έρθουν σε σύγκρου­ση μέχρις εσχά­των, θα δώσει τη θέση του στα κλι­σέ του είδους, τα οποία απο­τε­λούν και μια σιγου­ριά για τον σκη­νο­θέ­τη Τζόρνταν.

Οι σκη­νές πάνω στο ρινγκ έχουν τη γοη­τεία τους, παρά τη μανιέ­ρα τους, ενώ ενδια­φέ­ρον έχει και το πρώ­το μέρος του φιλμ, με την εξε­ρεύ­νη­ση της σχέ­σης των δυο παλαιών ατί­θα­σων νέων και φίλων, μέχρι που το στό­ρι θα μπει σκη­νο­θε­τι­κά στον αυτό­μα­το πιλό­το και όλα τα γνω­στά μοτί­βα του είδους.

Συμπα­θής πάντα ο Τζόρ­νταν ως Κριντ, αλλά αδιά­φο­ρος σε σχέ­ση με το νέο αίμα του φραν­σάιζ, που λέγε­ται Τζό­να­θαν Μέι­τζορς, με το απει­λη­τι­κό βλέμ­μα και τα ακό­μη πιο επι­κίν­δυ­να μούσκουλα.

Με λίγα λόγια…

Αφού κυριάρ­χη­σε στον κόσμο της πυγ­μα­χί­ας, ο Άντο­νις Κριντ ακμά­ζει τόσο στην καριέ­ρα όσο και στην οικο­γε­νεια­κή του ζωή. Όταν ένας παι­δι­κός φίλος και πρώ­ην θαύ­μα της πυγ­μα­χί­ας, ο Ντέ­μιαν, επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται μετά από μακρό­χρο­νη ποι­νή στη φυλα­κή, είναι πρό­θυ­μος να απο­δεί­ξει ότι αξί­ζει την σκη­νή στο ρινγκ. Η αντι­πα­ρά­θε­ση μετα­ξύ πρώ­ην φίλων είναι κάτι περισ­σό­τε­ρο από μια απλή διαμάχη…

Προβάλλεται ακόμη η ταινία:   Οι Κυνηγοί

Ο Θόδω­ρος Αγγε­λό­που­λος ολο­κλη­ρώ­νει την «Τρι­λο­γία της Ιστο­ρί­ας» γυρί­ζο­ντας το 1977 τους «Κυνη­γούς», με τους οποί­ους διεκ­δί­κη­σε τον Χρυ­σό Φοί­νι­κα στις Κάννες.

Άλλω­στε, ο κινη­μα­το­γρά­φος του έχει αρχί­σει να γίνε­ται γνώ­ρι­μος και ο Αγγε­λό­που­λος σιγά-σιγά να γίνε­ται γνω­στός ανά­με­σα στους κρι­τι­κούς της Γαλ­λί­ας και της Ιτα­λί­ας ως «Τεό».

Μία ομά­δα κυνη­γών βρί­σκει κοντά στη λίμνη των Ιωαν­νί­νων, όπου επι­κρα­τεί βαρυ­χει­μω­νιά και το χιό­νι έχει σκε­πά­σει τα πάντα, το πτώ­μα ενός αντάρ­τη του Εμφυ­λί­ου. Το αίμα του τρέ­χει φρέ­σκο ακό­μη, παρό­τι έχουν περά­σει 30 χρό­νια. Οι κυνη­γοί, όλοι μέλη της αστι­κής τάξης, θα μετα­φέ­ρουν το πτώ­μα στο ξενο­δο­χείο, όπου θα περά­σουν την Πρωτοχρονιά.

Ο Αγγε­λό­που­λος κατα­πιά­νε­ται με τον Εμφύ­λιο, τους φόβους και τα φαντά­σμα­τα του παρελ­θό­ντος. Ο σκη­νο­θέ­της δεί­χνει ορι­σμέ­νες φορές να επα­να­λαμ­βά­νε­ται και να «βασα­νί­ζει» τον αμύ­η­το θεα­τή με τα περι­βό­η­τα αργό­συρ­τα πλά­να του, ενώ έχει τη συμπα­ρά­στα­ση ενός αξιό­λο­γου καστ, με Βαγ­γέ­λη Καζάν, Δημή­τρη Καμπε­ρί­δη, Μπέ­τυ Βαλά­ση, Αλί­κη Γεωρ­γού­λη, Εύα Κοτα­μα­νί­δου, Στρά­το Παχή, Χρι­στό­φο­ρο Νέζερ, Μαί­ρη Χρο­νο­πού­λου, στη διεύ­θυν­ση φωτο­γρα­φί­ας τον Γιώρ­γο Αρβα­νί­τη και στη μου­σι­κή τον Λου­κια­νό Κηλαϊδόνη.

Η ται­νία προ­βάλ­λε­ται, στο πλαί­σιο του αφιε­ρώ­μα­τος στον Θ. Αγγε­λό­που­λο, στο Studio.

  ΑΠΕ-ΜΠΕ,  Χάρης Αναγνωστάκης

Ο Μέγας Ιερο­ε­ξε­τα­στής, Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο