Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ιστορίες καθημερινής τρέλας και για υπερήρωες

Έξι νέες ται­νί­ες και μία επα­νέκ­δο­ση συν­θέ­τουν το κινη­μα­το­γρα­φι­κό πρό­γραμ­μα της εβδο­μά­δας, της πρώ­της του Μαΐ­ου. Η υπε­ρη­ρω­ϊ­κή περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας της Marvel «Οι Φύλα­κες του Γαλα­ξία 3» ανα­μέ­νε­ται να τρα­βή­ξει το νεα­νι­κό κοι­νό, ενώ το ελλη­νι­κό θρί­λερ «Saison Morte» του Θανά­ση Τότσι­κα έχει το ενδια­φέ­ρον του. Σε επα­νέκ­δο­ση και το «Ταξί­δι στα Κύθη­ρα» του Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου, με τον ανε­πα­νά­λη­πτο Μάνο Κατράκη.

Οι Φύλα­κες του Γαλα­ξία 3

(“Guardians of the Galaxy Vol. 3”) Περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Τζέιμς Γκαν, με τους Κρις Πρατ, Κάρεν Γκί­λαν, Γουίλ Πούλ­τερ, Βιν Ντί­ζελ, Ζόε Σαλ­ντά­να, Ντέιβ Μπα­τί­στα, Σον Γκαν, Μπρά­ντλεϊ Κού­περ, Πολ Κλε­με­ντιέφ κα.

Δια­τη­ρώ­ντας το χιού­μορ και τη σαρ­κα­στι­κή διά­θε­ση για την ποπ κουλ­τού­ρα, αλλά και τη φαντα­σμα­γο­ρι­κή προ­σέγ­γι­ση για μια δια­στη­μι­κή περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, η γνω­στή παρέα παρα­νό­μων και μισθο­φό­ρων, που γνω­ρί­σα­με για πρώ­τη φορά το 2014, επι­στρέ­φει στη μεγά­λη οθόνη.

Πρό­κει­ται για την 32η ται­νία του κινη­μα­το­γρα­φι­κού σύμπα­ντος της Marvel, ενώ τη σκη­νο­θε­σία έχει ανα­λά­βει ο γνώ­ρι­μος από την πρώ­τη ται­νία Τζέιμς Γκαν, ο οποί­ος συνυ­πο­γρά­φει και το σενά­ριο, μαζί με τους Νταν Άμπνετ και Άντι Λάνινγκ.

Ο Πίτερ Κουίλ, ένας αμο­ρα­λι­στής δια­στη­μι­κός φύλα­κας, που βρί­σκε­ται σε κατά­θλι­ψη λόγω του χαμού της αγα­πη­μέ­νης του Γκα­μό­ρα θέλει, μαζί με την παρέα του, να φτιά­ξει ένα ασφα­λές κατα­φύ­γιο για εξω­γή­ι­νους πρό­σφυ­γες. Μία απει­λή από το παρελ­θόν, ωστό­σο, θα δια­τα­ρά­ξει την προ­σπά­θειά τους να μπουν σε μια ήσυ­χη καθη­με­ρι­νό­τη­τα, καθώς απει­λεί­ται ένας δικός τους άνθρω­πος, αλλά και η ύπαρ­ξη της ομά­δας τους.

Έχο­ντας όλα τα βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά των υπε­ρη­ρω­ι­κών ται­νιών της Marvel, αλλά και εξα­ντλώ­ντας σε μεγά­λο βαθ­μό τα κλι­σέ του είδους, το φιλμ χαρί­ζει δυό­μι­σι ώρες χαλα­ρής δια­σκέ­δα­σης, χωρίς να παρα­φορ­τώ­νει την οθό­νη με υπερ­το­νι­σμέ­να σπέ­σιαλ εφέ και να προ­κα­λεί ζαλά­δα με υπερ­βο­λι­κό μοντάζ.

Οι γνώ­ρι­μοι όσο και αντι­συμ­βα­τι­κοί χαρα­κτή­ρες παρα­μέ­νουν ελκυ­στι­κοί, παρό­τι δεν έχουν τη λάμ­ψη των συνη­θι­σμέ­νων υπε­ρη­ρώ­ων, υπη­ρε­τώ­ντας για μια ακό­μη φορά το ανά­λα­φρο, στα όρια της παρω­δί­ας, σενάριο.

Ο Τζέιμς Γκαν, προ­σπα­θώ­ντας να ισορ­ρο­πή­σει μετα­ξύ της περι­πέ­τειας φαντα­σί­ας και ενός χαλα­ρού κεφά­του σαρ­κα­σμού για τον κόσμο των χάρ­τι­νων υπε­ρη­ρώ­ων, είναι φανε­ρό ότι τα πάει καλύ­τε­ρα στο δεύ­τε­ρο κομ­μά­τι, στο οποίο ξεχω­ρί­ζουν οι έξυ­πνες ατά­κες, η χημεία των χαρα­κτή­ρων, ο χαβα­λές της ιστο­ρί­ας. Μπο­ρεί να λεί­πει η ευρη­μα­τι­κό­τη­τα και η αγω­νία για το στό­ρι, ο εντυ­πω­σια­σμός, αλλά αυτό δεν είναι απα­ραί­τη­το αρνη­τι­κό, καθώς το απο­τέ­λε­σμα μετρά­ει. Και αυτό μπο­ρεί να είναι εν πολ­λοίς αδιά­φο­ρο, αλλά αρκε­τά ευχά­ρι­στο, όπως πρέ­πει για ένα κόμικς της μεγά­λης οθό­νης, μία απε­νε­χο­ποι­η­μέ­νη δια­σκέ­δα­ση, το «σινε­μά ποπκόρν».

Ο Κρις Πρατ, δια­τη­ρεί την ψυχρή ηρε­μία του και αίγλη του, ενώ από το πολυ­πρό­σω­πο καστ ξεχω­ρί­ζουν οι Ντέιβ Μπα­τί­στα, Σον Γκαν και Βιν Ντίζελ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η αγα­πη­μέ­νη παρέα με τους ασυμ­βί­βα­στους ήρω­ες, είναι λίγο δια­φο­ρε­τι­κή. Ο Πίτερ Κουίλ, που θρη­νεί ακό­μα την απώ­λεια της Γκα­μό­ρα, πρέ­πει να συσπει­ρώ­σει την ομά­δα του να υπε­ρα­σπι­στούν το σύμπαν αλλά και να προ­στα­τέ­ψουν έναν από τους δικούς τους. Μια απο­στο­λή που εάν δεν στε­φθεί με από­λυ­τη επι­τυ­χία, είναι πολύ πιθα­νό να οδη­γή­σει στο τέλος της ομά­δας όπως την γνω­ρί­ζα­με έως τώρα.

Saison Morte

(“Saison Morte”) Αστυ­νο­μι­κό θρί­λερ, ελλη­νι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Θανά­ση Τότσι­κα, με τους Δημή­τρη Λάλο, Τζέ­νη Θεω­νά, Ορέ­στη Τζιό­βα, Τόνια Σωτη­ρο­πού­λου, Θανά­ση Ταταύ­λα­λη κα.

Τα εγκλή­μα­τα όλου του κόσμου λες κι έχουν μετα­φερ­θεί στην ελλη­νι­κή επαρ­χία. Είναι η νέα μόδα στον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο (εκτός από το γνω­στό μοντέ­λο της κωμι­κής φάρ­σας και τηλε­ο­πτι­κής αισθη­τι­κής και άλλες φαι­δρό­τη­τες), από νεα­ρούς κυρί­ως σκη­νο­θέ­τες που ταυ­τό­χρο­να θέλουν να φορέ­σουν και κάτι από το κου­στού­μι του αμε­ρι­κά­νι­κου ανε­ξάρ­τη­του σινε­μά. Άλλες φορές αυτή η επι­λο­γή κατα­φέρ­νει να ανα­δει­κνύ­ει το ταλέ­ντο – ορι­σμέ­νες φορές αδιαμ­φι­σβή­τη­το – των σκη­νο­θε­τών, που όμως σπα­τα­λιέ­ται σε θέμα­τα που δεν έχουν καμία σχέ­ση με την ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ή από ανο­λο­κλή­ρω­τα ή προ­χει­ρο­γραμ­μέ­να σενά­ρια και άλλες στέ­φο­νται από πλή­ρη αποτυχία.

Η πρώ­τη μεγά­λου μήκους ται­νία του Θανά­ση Τότσι­κα, ευτυ­χώς δεν ανή­κει στη δεύ­τε­ρη κατη­γο­ρία, καθώς το σενά­ριο του Πανα­γιώ­τη Ιωση­φέ­λη είναι προ­σεγ­μέ­νο και το στό­ρι παρα­κο­λου­θεί­ται με ενδια­φέ­ρον. Επι­πλέ­ον, ο σκη­νο­θέ­της δεν μπαί­νει στον πει­ρα­σμό να μιλή­σει επί παντός επι­στη­τού, όπως είθι­σται και υπη­ρε­τεί με συνέ­πεια το αστυ­νο­μι­κό θρί­λερ μυστη­ρί­ου, αυτό που δεί­χνει από την πρώ­τη στιγμή.

Στο σκη­νι­κό της πανέ­μορ­φης Μήλου, αλλά σε νεκρό του­ρι­στι­κό χρό­νο, όπως είναι αντε­στραμ­μέ­νος και ο τίτλος της ται­νί­ας, ο Τότσι­κας στή­νει ένα ψηφι­δω­τό χαρα­κτή­ρων, μέρος ενός παζλ για δύσκο­λους λύτες, με σκο­τει­νές υπο­θέ­σεις, αρχαιο­κα­πη­λί­ες, ενο­χές, αρρω­στη­μέ­νο ερωτισμό.

Ένας άνδρας, ο Χρή­στος, καλεί την αστυ­νο­μία από ένα ξενο­δο­χείο που βρί­σκε­ται στην ερη­μιά. Όταν φτά­νουν οι αστυ­νο­μι­κοί βρί­σκουν τον Χρή­στο τραυ­μα­τι­σμέ­νο και δολο­φο­νη­μέ­νους την ιδιο­κτή­τρια του ξενο­δο­χεί­ου και ακό­μη έναν άνδρα. Δεν υπάρ­χει κανείς που να μπο­ρεί να πει τι έγι­νε στο ξενο­δο­χείο, πλην του Χρή­στου. Ο οποί­ος επι­μέ­νει να ζητά­ει, από το κρε­βά­τι του ιατρι­κού κέντρου που νοση­λεύ­ε­ται, τη Νάντια, μια ανα­χω­ρή­τρια από την Αθή­να, που ζού­σε σε μια ερη­μι­κή τοπο­θε­σία κοντά στο ξενο­δο­χείο. Οι αστυ­νο­μι­κοί δεν βρί­σκουν που­θε­νά τη Νάντια, ενώ ο Χρή­στος φαί­νε­ται να είναι ο βασι­κός ύπο­πτος. Έτσι, αυτός θα ξεκι­νή­σει να αφη­γεί­ται μία ιστο­ρία, που μοιά­ζει απίστευτη.

Η επι­λο­γή σενα­ριο­γρά­φου και σκη­νο­θέ­τη να κατα­κερ­μα­τί­σουν το χρό­νο και την πλο­κή, με τις ανα­δρο­μές να μπαί­νουν σφή­να στο παρόν, εξυ­πη­ρε­τεί το μυστή­ριο και την αγω­νία, καθώς το ζητού­με­νο είναι η εξα­πά­τη­ση και η χει­ρα­γώ­γη­ση, ενώ η κλα­σι­κή αφή­γη­ση, με την ανά­δει­ξη του φυσι­κού σκη­νι­κού της Μήλου, θα δώσει μία γοη­τευ­τι­κή δόση νοσταλγίας.

Ωστό­σο, οι αδυ­να­μί­ες της ται­νί­ας κάνουν γρή­γο­ρα την εμφά­νι­σή τους και δεν μπο­ρούν να κρυ­φτούν από την έντα­ση και την κινη­μα­το­γρα­φι­κή αφή­γη­ση. Οι βασι­κοί χαρα­κτή­ρες δεν ανα­πτύσ­σο­νται επαρ­κώς, ενώ οι υποϊ­στο­ρί­ες και οι ίντρι­γκες μένουν αρκε­τές φορές έωλες, χωρίς ιδιαί­τε­ρο λόγο ύπαρξης.

Οι πρω­τα­γω­νι­στές πασχί­ζουν και κατα­φέρ­νουν ως ένα βαθ­μό να εντα­χθούν στο κλί­μα της ται­νί­ας, αλλά τις περισ­σό­τε­ρες φορές το πετυ­χαί­νουν ακο­λου­θώ­ντας τα κλι­σέ του είδους, όπως βεβαί­ως και η ταινία.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν ξεκι­νά μια σει­ρά από βίαιες δολο­φο­νί­ες, ο Χρή­στος είναι ο μόνος που μπο­ρεί να εξη­γή­σει τι συνέ­βη. Ξεκι­νά­ει να αφη­γεί­ται σε δύο αστυ­νο­μι­κούς μια ιστο­ρία στην οποία κανέ­νας δεν είναι αυτό που φαί­νε­ται και όλα ή όλοι αλλά­ζουν ρόλους και θέσεις μέχρι την τελι­κή ανατροπή.

Η Βαλέ­ρια Παντρεύεται

(“Valeria is getting Married”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, Ισραη­λι­νής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Μιχάλ Βίνικ, με τους Λίνα Φράι­φελντ, Ντά­σα Τβο­ρό­νο­βιτς, Αβρά­αμ Σαλόμ Λέβι κα.

Μια ταπει­νή και λιτή ται­νία για τη θέση της γυναί­κας στο σημε­ρι­νό Ισρα­ήλ και όχι μόνο, αλλά και για τις σκλη­ρές κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες που πλήτ­τουν όλο και περισ­σό­τε­ρο το γυναι­κείο φύλο σχε­δόν σε όλο τον κόσμο. Ένα θέμα που έχου­με δει αμέ­τρη­τες φορές, σε διά­φο­ρες παραλ­λα­γές, στο σινε­μά, αλλά όπως φαί­νε­ται, παρα­μέ­νει ανεξάντλητο

Το δρά­μα της Μιχάλ Βίνικ, μπο­ρεί να χαρα­κτη­ρι­στεί και έργο δωμα­τί­ου αλλά και ιδιαί­τε­ρης έντα­σης, καθώς δια­δρα­μα­τί­ζε­ται κατά τη διάρ­κεια μιας ημέ­ρας σε ένα σπί­τι. Παρά την κλα­σι­κή αφή­γη­ση και το χτί­σι­μο τριών πρά­ξε­ων, το φιλμ απο­φεύ­γει τις αδυ­να­μί­ες της θεα­τρι­κό­τη­τας σε μεγά­λο βαθ­μό. Χαρα­κτή­ρες που ζουν στην αβε­βαιό­τη­τα και είναι έτοι­μοι για σύγκρου­ση, παρό­τι η αρχι­κή ιδέα φέρ­νει τις γυναί­κες σε μειο­νε­κτι­κή θέση, ενώ το στό­ρι εστιά­ζει στους γάμους που γίνο­νται μέσω των κοι­νω­νι­κών μέσων.

Νεα­ρές γυναί­κες που πρέ­πει να ξενι­τευ­τούν – στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση από την Ουκρα­νία στο Ισρα­ήλ – για να παντρευ­τούν και να εξα­σφα­λί­σουν μία αξιο­πρε­πή ζωή. Φαι­νο­με­νι­κά αυτό μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί, αλλά στην ουσία πρό­κει­ται για μια τρα­γι­κή διέ­ξο­δο, που οδη­γεί σε έναν ακό­μη συμ­βι­βα­σμό, μεγα­λύ­τε­ρο και απ’ αυτό του συνη­θι­σμέ­νου γάμου και βεβαί­ως στην υπο­τα­γή της γυναίκας.

Παλ­λό­με­νη από συναι­σθη­μα­τι­κή έντα­ση και μια αδιό­ρα­τη θλί­ψη, η ται­νία της Βίνικ ανα­δει­κνύ­ει τη δυσμε­νή θέση της γυναί­κας, χωρίς να μπαί­νει στις ευκο­λί­ες της καταγ­γε­λί­ας ή ενός φεμι­νι­στι­κού μανι­φέ­στου. Ανα­δει­κνύ­ο­ντας φαι­νο­με­νι­κά ασή­μα­ντες λεπτο­μέ­ρειες και απο­χρώ­σεις στην γκρί­ζα περιο­χή που πρέ­πει να κινη­θεί η γυναί­κα για να εξα­σφα­λί­σει έναν συμ­βα­τι­κό μεν, «πετυ­χη­μέ­νο» γάμο δε. Η κατα­πιε­στι­κή συμπε­ρι­φο­ρά των ανδρών, η χει­ρα­γώ­γη­ση, τα «θέλω» τους είναι πάνω απ’ όλα. Η επι­θυ­μία της γυναί­κας για ανε­ξαρ­τη­σία είναι φανε­ρό ότι απο­τε­λεί τον μεγα­λύ­τε­ρο εχθρό για τον άνδρα. Η σύγκρου­ση δυο δια­φο­ρε­τι­κών κόσμων είναι ανα­πό­φευ­κτη και μπο­ρεί να είναι και λυτρω­τι­κή. Η μάχη των δυο φύλων δεν θα τελειώ­σει ποτέ και ειδι­κά όταν συνε­χί­ζουν να βάζουν τη γυναί­κα στον ρόλο που έχουν επι­λέ­ξει οι άνδρες, όταν η εξου­σία θα την έχει ως τον εύκο­λο στόχο.

Στα θετι­κά και οι ερμη­νεί­ες, όπως και η μικρή διάρ­κεια της ται­νί­ας (76 λεπτά), την οποία υπο­στη­ρί­ζει και η μου­σι­κή του Νταφ­νά Κίναν, που άλλο­τε τονί­ζει τη μελαγ­χο­λία και άλλο­τε τη δρα­μα­τι­κή έντα­ση των συναισθημάτων.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Βαλέ­ρια, μια νεα­ρή Ουκρα­νή, φτά­νει στο Ισρα­ήλ για να γνω­ρί­σει τον μέλ­λο­ντα σύζυ­γό της. Ο γάμος τους έχει κανο­νι­στεί μέσω δια­δι­κτύ­ου – ακρι­βώς όπως και ο γάμος της αδερ­φής της, της Κρι­στί­να, που ζει ήδη εδώ και χρό­νια παντρε­μέ­νη στο Ισρα­ήλ. Παρό­τι η Κρι­στί­να μοιά­ζει ικα­νο­ποι­η­μέ­νη με τη ζωή της, η άφι­ξη της Βαλέ­ρια θα ανα­τρέ­ψει τα δεδο­μέ­να αλλά­ζο­ντας τα πάντα.

Έμμο­νες Ώρες στον Τόπο της Πραγματικότητας

Ντο­κι­μα­ντέρ, ελλη­νι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Ρέας Βαλντέν.

Εξο­μο­λο­γή­σεις μητέ­ρας σε κόρη. Μίας σκη­νο­θέ­τριας, πρω­το­πό­ρου του φεμι­νι­στι­κού σινε­μά στην Ελλά­δα, από τη δεκα­ε­τία του ‘70, με ανα­γνω­ρί­σι­μο προ­σω­πι­κό ύφος και μιας κόρης, κινη­μα­το­γρα­φί­στριας, θεω­ρη­τι­κού του κινη­μα­το­γρά­φου και διδά­κτο­ρα στη φιλο­σο­φία. Εύκο­λα γίνε­ται αντι­λη­πτό ότι το ντο­κι­μα­ντέρ που γύρι­σε η Ρέα Βαλ­ντέν, στην περί­ο­δο της καρα­ντί­νας και ανά­γκα­σε τις δυο γυναί­κες να μεί­νουν έγκλει­στες για μεγά­λη διάρ­κεια μέσα σε ένα δια­μέ­ρι­σμα, απευ­θύ­νε­ται κατά κύριο λόγο στους μελε­τη­τές του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, στους επαγ­γελ­μα­τί­ες του χώρου και βεβαί­ως, σε όλους αυτούς που δεν έχουν ξεχά­σει το μικρό – σε έκτα­ση – αλλά αξιο­μνη­μό­νευ­το, έργο της Αντουα­νέτ­τας Αγγελίδη.

Γυρι­σμέ­νο κυρί­ως σε ένα δωμά­τιο και σε μαύ­ρο φόντο, αλλά παλ­λό­με­νο από το ψυχο­λο­γι­κό φορ­τίο της Αγγε­λί­δη, η Βαλ­ντέν φτιά­χνει ένα κινη­μα­το­γρα­φι­κό δοκί­μιο για τα ορά­μα­τα και τις ται­νί­ες της μητέ­ρας της και βεβαί­ως για το βλέμ­μα της στη ζωή, μέσα από τη συγκλο­νι­στι­κή εμπει­ρία της τύφλω­σης. Όμως, στον αλη­θι­νό κινη­μα­το­γρά­φο υπάρ­χει η όρα­ση και η ψυχή. Το πρώ­το μπο­ρεί να είναι σχε­δόν απα­ραί­τη­το, αλλά χωρίς το δεύ­τε­ρο μάλ­λον δεν μένει τίποτα.

Το έργο της Αντουα­νέτ­τας Αγγε­λί­δη περι­λαμ­βά­νει τέσ­σε­ρις μεγά­λου μήκους ται­νί­ες – «Idées Fixes / Dies Irae» (1977), «Τόπος» (1985), «Οι Ώρες: Μια τετρά­γω­νη ται­νία» (1995) και «Κλέ­φτης ή η Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» (2001) – καθώς και ορι­σμέ­νες μικρού μήκους ται­νί­ες, που έχουν προ­βλη­θεί σε πολ­λά διε­θνή φεστι­βάλ και σε μου­σεία σύγ­χρο­νης τέχνης. Μια αντι­συμ­βα­τι­κή ζωή αφιε­ρω­μέ­νη στην τέχνη και σε αγώ­νες κοι­νω­νι­κούς, φεμι­νι­στι­κούς και όπου υπήρ­ξε ανάγκη.

Η Βαλ­ντέν, που δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε συνερ­γείο, κινη­μα­το­γρα­φεί στο ύφος της μητέ­ρας της, με παραλ­λα­γές και ανοί­κειες συν­δέ­σεις, μακρά πλά­να και από­το­μα κοψί­μα­τα, ενώ στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της ται­νί­ας, το σώμα της Αγγε­λί­δη είναι βυθι­σμέ­νο στο σκο­τά­δι, το πρό­σω­πο και τα τρε­μά­με­να χέρια της προ­βά­λουν μέσα από το μαύ­ρο φόντο, μπαί­νο­ντας κατευ­θεί­αν στο ασυ­νεί­δη­το και στα όνει­ρά μας.

Μια ενδια­φέ­ρου­σα, αλλά όχι για το ευρύ­τε­ρο κοι­νό, ται­νία, που προ­βάλ­λε­ται καθη­με­ρι­νά στις 7μμ στην Ται­νιο­θή­κη της Ελλά­δος. Όσοι πιστοί…

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Παρα­πά­νω από Άντρας

(“L’uomo in piu”) Το σκη­νο­θε­τι­κό ντε­μπού­το του διά­ση­μου πλέ­ον Ναπο­λι­τά­νου σκη­νο­θέ­τη Πάο­λο Σορε­ντί­νο, ο οποί­ος με την πρώ­τη του αυτή δρα­μα­τι­κή κωμω­δία, θα δεί­ξει το ταλέ­ντο του και την ανα­με­νό­με­νη πετυ­χη­μέ­νη του πορεία μέχρι σήμε­ρα. Ο σκη­νο­θέ­της των «Il Divο», «Η Τέλεια Ομορ­φιά», «Νιό­τη», έχο­ντας σε μεγά­λα κέφια τον Τόνι Σερ­βί­λο – και μόνο ότι υπο­δύ­ε­ται έναν ποπ σταρ με μακρύ μαλ­λί στο στιλ του ‘80, είναι απο­λαυ­στι­κό – αλλά και τον έξο­χο Αντρέα Ρέν­τσι, στον ρόλο ενός ποδο­σφαι­ρι­στή, θα στή­σει ένα ενδια­φέ­ρον δρά­μα, πολ­λές φορές ξεκαρ­δι­στι­κό, για την άνο­δο, την παρακ­μή και τη σκλη­ρή πτώ­ση δυο δια­ση­μο­τή­των, που η τύχη θα τους παί­ξει άσχη­μο παι­χνί­δι. Ο πρώ­τος, θύμα ενός σεξουα­λι­κού σκαν­δά­λου και ο δεύ­τε­ρος χτυ­πη­μέ­νος από έναν βαρύ τραυ­μα­τι­σμό. Ο Σορε­ντί­νο συν­θέ­τει άψο­γα την επο­χή της δεκα­ε­τί­ας του ‘80 και το ανέ­με­λο κλί­μα της, με τα πρώ­τα σημά­δια φαι­δρό­τη­τας και ανθρω­πο­φα­γί­ας να κάνουν την εμφά­νι­σή τους, ενώ ταυ­τό­χρο­να δίνει και μια υπο­δειγ­μα­τι­κή ται­νία χαρα­κτή­ρων, που υπη­ρε­τούν άψο­γα τόσο οι πρω­τα­γω­νι­στές όσο και οι δεύ­τε­ροι χαρακτήρες.

Απλώς Υπέ­ρο­χη

(“Helt Super”) Παι­δι­κή ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, νορ­βη­γι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία του Ράσμους Σίρ­βεν­τσεν, με το γνω­στό Σού­περ Λιο­ντά­ρι σώζει για μια ακό­μη φορά την πόλη. Animation για το ηρω­ι­κό Σού­περ Λιο­ντά­ρι και την κόρη του που πασχί­ζει να απο­δεί­ξει ότι μπο­ρεί να γίνει και αυτή μία υπε­ρη­ρω­ί­δα όπως πατέ­ρας της. Η ται­νία προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νη στα ελλη­νι­κά, με τις φωνές των Βασι­λι­κή Σιού­τη, Γεωρ­γία Ιωαν­νί­δου, Ακίν­δυ­νο Γκί­κα, Ανδρέα Ευαγ­γε­λά­το κα.

Ταξί­δι στα Κύθηρα

Η πολυ­βρα­βευ­μέ­νη ται­νία του Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου (1984) σε επα­νέκ­δο­ση. Σε συνερ­γα­σία με τον Θανά­ση Βαλ­τι­νό και τον φημι­σμέ­νο Τονί­νο Γκου­έ­ρα το σενά­ριο θέλει έναν πολι­τι­κό πρό­σφυ­γα να επι­στρέ­φει μετά από 32 χρό­νια εξο­ρί­ας στην πατρί­δα, αλλά να συνε­χί­ζει να νιώ­θει ξένος. Ται­νία που βρί­θει συμ­βο­λι­σμούς, τόσο για την ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όσο και για την επο­χή του εμφυ­λί­ου, σχο­λιά­ζει την πορεία της αρι­στε­ράς, αλλά και την απώ­λεια των ανθρώ­πι­νων αξιών. Τα κινη­μα­το­γρα­φι­κά προ­σω­πι­κά σκη­νο­θε­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του Αγγε­λό­που­λου είναι σχε­δόν όλα εκεί, αν και οι αδυ­να­μί­ες είναι περισ­σό­τε­ρες από τα προ­τε­ρή­μα­τα άλλων ται­νιών του. Ωστό­σο και μόνο η κορ­μο­στα­σιά και η μορ­φή του Μάνου Κατρά­κη είναι αρκε­τές για να μπεις στο Studio, όπου προ­βάλ­λε­ται το φιλμ. Μαζί του και ο Διο­νύ­σης Παπα­γιαν­νό­που­λος, η Δώρα Βολα­νά­κη, η Μαί­ρη Χρο­νο­πού­λου και ο Αθη­νό­δω­ρος Πρού­σα­λης. Η φωτο­γρα­φία είναι του Γιώρ­γου Αρβα­νί­τη, η εξαί­σια μου­σι­κή της Ελέ­νης Καρα­ΐν­δρου, ενώ ο Γιώρ­γος Ντα­λά­ρας ερμη­νεύ­ει μονα­δι­κά το πανέ­μορ­φο και μελαγ­χο­λι­κό χασά­πι­κο «άρρω­στη καρ­διά, που βρί­σκει γιατρειά…»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο