Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: «Σμύρνη μου Αγαπημένη» μια ακόμη περίπτωση της χαμένης ευκαιρίας

Δύο ανα­με­νό­με­νες εμπο­ρι­κές ται­νί­ες, η ελλη­νι­κή “Σμύρ­νη μου Αγα­πη­μέ­νη” και το δημο­φι­λές “The Matrix Resurrections”, μπαί­νουν στη μάχη των εισι­τη­ρί­ων, έχο­ντας να αντι­με­τω­πί­σουν την τελευ­ταία περι­πέ­τεια του Spiderman, που ανέλ­πι­στα, προ­κα­λώ­ντας μία έκρη­ξη, ξεπέ­ρα­σε την προη­γού­με­νη εβδο­μά­δα κάθε προσ­δο­κία, με περισ­σό­τε­ρους από 150.000 θεα­τές, σε 187 αίθου­σες σε όλη τη χώρα. Επί­σης, πρε­μιέ­ρα κάνουν το εξαι­ρε­τι­κό ντο­κι­μα­ντέρ “Gunda” και το παι­δι­κό animation “Φεγ­γα­ρό­σκο­νη”.

Σμύρνη μου Αγαπημένη

 Σμύρ­νη μου Αγα­πη­μέ­νη. Δρα­μα­τι­κή ιστο­ρι­κή ται­νία, ελλη­νι­κής παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Γρη­γό­ρη Καραντινάκη, με τους Λεω­νί­δα Κακού­ρη, Μιμή Ντε­νί­ση, Κατε­ρί­να Γερο­νι­κο­λού, Burak Hakki, Κρα­τε­ρό Κατσού­λη, Ταμί­λα Κου­λί­ε­βα, Χρή­στο Στέρ­γιο­γλου, Ανα­στα­σία Παντού­ση, Ντί­να Μιχαη­λί­δου, Daniel Crossley, Duncan Skinner, Γιάν­νη Βογια­τζή, Έφη Γού­ση κ.ά.

Ένα γεγο­νός τερά­στιας ιστο­ρι­κής σημα­σί­ας, η σημα­ντι­κό­τε­ρη πλη­γή του 20ού αιώ­να, για τη Ρωμιο­σύ­νη, ζωντα­νεύ­ει στη μεγά­λη οθό­νη, με την υπερ­πα­ρα­γω­γή, για τα ελλη­νι­κά δεδο­μέ­να, της Μιμής Ντε­νί­ση, που έχει συγ­γρά­ψει το σενά­ριο με τον Μάρ­τιν Σέρ­μαν, βασι­σμέ­νη φυσι­κά στο θεα­τρι­κό έργο τής Ντε­νί­ση που έσπα­σε τα ταμεία πριν μερι­κά χρό­νια στη σκη­νή και σε σκη­νο­θε­σία του Γρη­γό­ρη Καραντινάκη.

Το μεγά­λο και βαρύ συναι­σθη­μα­τι­κά θέμα της ται­νί­ας, είναι έτσι κι αλλιώς ελκυ­στι­κό και με τη δια­φή­μι­ση που έχει προη­γη­θεί, θα απο­δώ­σει λογι­κά στα ταμεία, απει­λώ­ντας ίσως και τη φετι­νή εισπρα­κτι­κή επι­τυ­χία “Ο Άνθρω­πος του Θεού”.

Η ται­νία στη­ρί­ζε­ται, εκτός του ενδια­φέ­ρο­ντος θέμα­τός της, στο ότι είναι η μεγα­λύ­τε­ρη ελλη­νι­κή παρα­γω­γή, στην πρό­σφα­τη θεα­τρι­κή επι­τυ­χία, στο πολυ­πρό­σω­πο καστ και στο στε­ρε­ό­τυ­πο των μεγα­λεί­ων που χάθηκαν.

Όμως, ο κινη­μα­το­γρά­φος δεν λει­τουρ­γεί με καθιε­ρω­μέ­νες φόρ­μες, χαρα­κτη­ρι­στι­κά και προ­ϋ­πο­θέ­σεις, συγκε­κρι­μέ­να στά­νταρ, που άμα τα βάλεις στη σει­ρά θα απο­δώ­σουν. Το έχου­με δει ουκ ολί­γες φορές και σε μεγά­λες υπερ­πα­ρα­γω­γές του Χόλι­γουντ με τερά­στιες υπο­γρα­φές σκη­νο­θε­τών, σε ται­νί­ες με πολ­λούς αστέ­ρες κατα­ξιω­μέ­νους πρω­τα­γω­νι­στές ή ακό­μη και θεα­τρι­κές επι­τυ­χί­ες που χάσα­νε εντε­λώς τη δυνα­μι­κή τους στο λευ­κό πανί. Και παρά τις φιλό­τι­μες προ­σπά­θειες, που προ­φα­νώς έγι­ναν απ’ όλους τους συντε­λε­στές, σε δύσκο­λες συν­θή­κες και κυρί­ως από την Μιμή Ντε­νί­ση και κάποιες συμπα­θη­τι­κές στιγ­μές, εδώ έχου­με ακό­μη μία φορά την περί­πτω­ση της χαμέ­νης ευκαι­ρί­ας. Οι αστο­χί­ες και ορι­σμέ­νες ανυ­πέρ­βλη­τες δυσκο­λί­ες για μία ελλη­νι­κή παρα­γω­γή ‑ακό­μη και τη μεγα­λύ­τε­ρη στο ελλη­νι­κό σινε­μά- εμπο­δί­ζουν την βαθύ­τε­ρη ανά­δει­ξη ενός ιστο­ρι­κού γεγο­νό­τος και το κυριό­τε­ρο μιας στρω­τής αφη­γη­μα­τι­κά και απο­τε­λε­σμα­τι­κά συγκι­νη­τι­κής ταινίας.

Το στό­ρι ξετυ­λί­γει τις “μνή­μες” μίας γυναί­κας για τα τελευ­ταία έξι χρό­νια πριν την κατα­στρο­φή της Σμύρ­νης, με αφορ­μή την άφι­ξη της ηλι­κιω­μέ­νης πλέ­ον εγγο­νής της στη Λέσβο για να συμπα­ρα­στα­θεί στους πρό­σφυ­γες από τη Συρία. Η ται­νία ξεκι­νά με μία νοσταλ­γι­κή κοσμο­πο­λί­τι­κη ματιά, μιας ανέ­με­λης επο­χής, όπου οι λαμπε­ρές βεγ­γέ­ρες έδι­ναν και έπαιρ­ναν, η όπε­ρα ήταν δια­δε­δο­μέ­νη ψυχα­γω­γία, η οικο­νο­μι­κή ευμά­ρεια ξεχεί­λι­ζε. Ένα στε­ρε­ό­τυ­πο, με το οποίο μεγά­λω­σαν γενιές και γενιές, αγνο­ώ­ντας το πλή­θος των Ρωμιών βιο­πα­λαι­στών, που ξερι­ζώ­θη­καν από τα σπί­τια τους, την πατρί­δα τους και μαζί τους και οι πλού­σιοι αστοί, καθώς στα μεγά­λα γεω­πο­λι­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, τελι­κά απο­δεί­χτη­κε ότι ήταν όλοι ανα­λώ­σι­μοι. Πάντως, το σενά­ριο προ­σπα­θεί να κρα­τή­σει τις ισορ­ρο­πί­ες και απο­στά­σεις από υπερ­πα­τριω­τι­κές κορώ­νες, ορι­σμέ­νες φορές ακό­μη και εις βάρος της δραματουργίας.

Μέχρι να φτά­σου­με στην κορύ­φω­ση της τρα­γω­δί­ας, η ται­νία μπαί­νει στην οικο­γέ­νεια της κεντρι­κής ηρω­ί­δας Φιλιώς Μπαλ­τα­τζή. Το πολυ­φορ­τω­μέ­νο στό­ρι, με την εμφά­νι­ση πολ­λών, περισ­σό­τε­ρων απ’ όσο αντέ­χει ο θεα­τής, προ­σώ­πων και τις επι­μέ­ρους ιστο­ρί­ες τους, τελι­κά λει­τουρ­γούν απο­σπα­σμα­τι­κά, σε συν­δυα­σμό με το γρή­γο­ρο μοντάζ. Απο­τέ­λε­σμα να χαθεί το κέντρο βάρους από τους πραγ­μα­τι­κούς πρω­τα­γω­νι­στές, αφή­νει, σε μεγά­λο βαθ­μό, ξεκρέ­μα­στους και τους χαρα­κτή­ρες, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που η χρή­ση τεχνο­λο­γι­κών ευκο­λιών δεν συμ­βα­δί­ζουν με μια υπερ­πα­ρα­γω­γή: οι δρα­μα­τι­κές κορυ­φώ­σεις είναι σαν να πέφτουν στην τύχη ή με λάθος τρό­πο, τα πλά­να είναι αδύ­να­μα, η ατμό­σφαι­ρα μιας αλλο­τι­νής επο­χής, οι μνή­μες περιο­ρί­ζο­νται στο εύρη­μα της θαμπής και σκο­τει­νής φωτο­γρα­φί­ας. ‘Οσον αφο­ρά στις ερμη­νεί­ες, με εξαί­ρε­ση τον Τούρ­κο ηθο­ποιό Μπου­ράκ Χακί και κάποια περά­σμα­τα γκεστ, όπως του χαλ­κέ­ντε­ρου Γιάν­νη Βογια­τζή, στο σύνο­λό τους λεί­πει ο σχε­δια­σμός και η κατεύ­θυν­ση, έχεις την αίσθη­ση ότι σχε­δόν ο κάθε ηθο­ποιός παί­ζει στη δική του ταινία.

Με δυο λόγια, μία υπερ­φι­λό­δο­ξη παρα­γω­γή, που θα κρα­τή­σει το ενδια­φέ­ρον ή θα συγκι­νή­σει αυτούς που βλέ­πουν μία φωτο­γρα­φία από το λιμά­νι της Σμύρ­νης και δακρύζουν.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Φιλιώ Μπαλ­τα­τζή, μια ηλι­κιω­μέ­νη Ελλη­νο­α­με­ρι­κα­νί­δα, σπεύ­δει στη Μυτι­λή­νη με την εγγο­νή της για να συμπα­ρα­στα­θεί στους Σύριους πρό­σφυ­γες. Κανείς δε ξέρει την κατα­γω­γή της, κανείς δε ξέρει ότι η Σμυρ­νιά για­γιά της βρέ­θη­κε κάπο­τε στο ίδιο νησί ως κατα­τρεγ­μέ­νη πρό­σφυ­γας. Στο τετρα­διά­κι με τις συντα­γές της, η για­γιά κατέ­γρα­ψε την πολυ­τά­ρα­χη ιστο­ρία τής κοσμο­πο­λί­τι­κης οικο­γέ­νειας Μπαλ­τα­τζή, όπως δια­μορ­φώ­νε­ται από τις τρα­γι­κές διε­θνείς εξε­λί­ξεις που καθό­ρι­σαν τη μοί­ρα ολό­κλη­ρων λαών.

   The Matrix Resurrections

   The Matrix Resurrections. Περι­πέ­τεια επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Λάνα Γουα­τσόφ­σκι, με τους Κιά­νου Ριβς, Κάρι Αν Μος, Λόρενς Φίσμπερν, Γιά­χια Αμπ­ντούλ-Ματίν, Τζέ­σι­κα Χέν­γουικ, Τζό­να­θαν Γκροφ, Νιλ Πάτρικ Χάρις κ.ά.

Το αμε­ρι­κά­νι­κο σινε­μά αν συνε­χί­σει με αυτή τη λογι­κή, σε λίγο θα έχου­με μόνο τα σίκου­ελ, τα πρί­κου­ελ, τα ριμέικ ή και τις ανα­γεν­νή­σεις δια­φό­ρων “πετυ­χη­μέ­νων” φραν­τσάιζ — κατά κύριο λόγο περι­πέ­τειες φαντα­σί­ας, κόμικς και υπε­ρή­ρω­ες- μέχρι τελι­κής πτώσης.

Όπως συμ­βαί­νει εδώ, με το 4ο Matrix, που μετά από την πρώ­τη εξό­χως ενδια­φέ­ρου­σα ται­νία, αλλά και τις δύο κατώ­τε­ρες έως αδιά­φο­ρες συνέ­χειές της, απέ­φε­ρε στην Warner πάνω από τρία δισ. δολά­ρια! Κέρ­δη που ζαλί­ζουν και δεν θα άφη­ναν αδιά­φο­ρο οιον­δή­πο­τε, πόσο μάλ­λον τους τεχνο­κρά­τες που κάνουν κου­μά­ντο τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες στα μεγά­λα αμε­ρι­κά­νι­κα στούντιο.

Έτσι, η αρχι­κή ιδέα, για τον αγώ­να των ηρώ­ων και του κύριου Άντερ­σον (Ρίβς) ενά­ντια σε δεσπό­ζου­σες μηχα­νές, που έχουν υπο­δου­λώ­σει την ανθρω­πό­τη­τα, υπό την επή­ρεια ενός προηγ­μέ­νου συστή­μα­τος εικο­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, είναι φανε­ρό ότι εξα­ντλή­θη­κε, για να κυριαρ­χή­σουν οι σαμα­τα­τζί­δι­κες περι­πέ­τειες, οι χορευ­τι­κές μονο­μα­χί­ες, οι συντα­γές δρά­σης οι θεα­μα­τι­κές εικό­νες εντυ­πω­σια­σμού, με τα περί­τε­χνα σπέ­σιαλ εφέ.

   Κάτι που βλέ­που­με ως ένα σημείο και στην τελευ­ταία συνέ­χεια της Λάνα Γουα­τσόφ­σκι, όπου υπάρ­χουν ψήγ­μα­τα νέων ιδε­ών, μία προ­σπά­θεια ανα­νέ­ω­σης του μύθου, με μια αναι­μι­κή ιστο­ρία έρω­τος και αφη­γη­μα­τι­κής βελ­τί­ω­σης, καθώς όσο η ται­νία μπαί­νει πιο βαθιά στον ψηφια­κό κόσμο της εικο­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, τόσο το γήι­νο κυριαρ­χεί στις σκη­νές δρά­σης. Μικρο­βελ­τιώ­σεις σε σχέ­ση με τα δύο προη­γού­με­να φιλμ, αλλά τελι­κά το 4ο Matrix παρα­μέ­νει πολύ μακριά από το πρωτότυπο.

Ένα φιλμ, καται­γι­στι­κής δρά­σης, τρα­βηγ­μέ­νων σκη­νών κατα­δί­ω­ξης, ορι­σμέ­νες φορές χαο­τι­κό και μετά από ένα σημείο χωρίς ούτε την απα­ραί­τη­τη αλη­θο­φά­νεια και με ένα χιού­μορ που λίγες φορές πετυ­χαί­νει στό­χο. Οι αμύ­η­τοι το πιθα­νό­τε­ρο δεν θα κατα­λά­βουν και πολ­λά, εν αντι­θέ­σει με όσους έχουν δει κάποιο από τα προη­γού­με­να και θα έχουν την αίσθη­ση ότι αυτά που βλέ­πουν στην οθό­νη κάπου τα έχουν ξαναζήσει.

   Οι λεπτο­μέ­ρειες για την επι­στρο­φή στο σύμπαν του “Matrix” λίγη σημα­σία έχουν για το νεα­νι­κό κοι­νό που το περί­με­νε ενα­γω­νί­ως και θα στα­θεί, ούτως ή άλλως, στην ουρά για να κόψει εισι­τή­ριο. Για τους υπό­λοι­πους που θέλουν να δοκι­μά­σουν την εμπει­ρία μας πολυ­δια­φη­μι­σμέ­νης περι­πέ­τειας επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας, μάλ­λον θα μεί­νουν με την απο­ρία (“για­τί ξετρε­λαί­νο­νται, με τι συγκι­νού­νται οι νέοι απ’ αυτό το ψηφια­κό σαμα­τά;”) και με μία ζαλά­δα στο κεφάλι.

Όσον αφο­ρά τον Κια­νού Ριβς, έναν υπε­ρε­κτι­μη­μέ­νο ηθο­ποιό, που έγι­νε σταρ και τυπο­ποι­ή­θη­κε με το Matrix και βίαιες περι­πέ­τειες τύπου “John Wick”, δεν τα πάει άσχη­μα, ακο­λου­θώ­ντας τη μανιέ­ρα που τον καθιέ­ρω­σε. Πάντως, ξεχω­ρί­ζει δίπλα του η ταλα­ντού­χα Κάρι Αν Μος, ενώ και το υπό­λοι­πο καστ στέ­κε­ται επαρκώς.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Επι­στρο­φή σε έναν κόσμο με δύο πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Η μία είναι η καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Η άλλη κρύ­βε­ται πίσω της. Για να ανα­κα­λύ­ψει αν η δική του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υφί­στα­ται ή είναι ένα νοη­τι­κό κατα­σκεύ­α­σμα, για να γνω­ρί­σει τον πραγ­μα­τι­κό του εαυ­τό, ο κύριος Άντερ­σον (Κια­νού Ριβς) πρέ­πει να ακο­λου­θή­σει ξανά τον λευ­κό λαγό. Και αν ο Τόμας ή ο Νίο έχει μάθει κάτι καλά, είναι ότι αυτή η επι­λο­γή, ακό­μα κι αν είναι ψευ­δαί­σθη­ση, είναι ο μόνος τρό­πος για να βγει ή να μπει στο Matrix. Φυσι­κά, ο Νίο ξέρει ήδη τι πρέ­πει να κάνει. Αυτό που δεν ξέρει ακό­μα είναι ότι το Matrix έχει ισχυ­ρο­ποι­η­θεί και έχει γίνε πιο επι­κίν­δυ­νο από ποτέ. Όλα αυτά του θυμί­ζουν κάτι. Déjà vu.

      Gunda

Gunda. Ντο­κι­μα­ντέρ, νορ­βη­γι­κής και αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2020, σε σκη­νο­θε­σία Βίκτορ Κοσα­κόφ­σκι.

Έξο­χο ντο­κι­μα­ντέρ για όλη την οικο­γέ­νεια, του Ρώσου Βίκτορ Κοσα­κόφ­σκι, με ειδι­κό­τη­τα στο είδος, που ξεκί­νη­σε τη θριαμ­βευ­τι­κή του πορεία από το Φεστι­βάλ Βερο­λί­νου, ταξί­δε­ψε σε πολ­λά άλλα φεστι­βάλ, βρα­βεύ­τη­κε ως το καλύ­τε­ρο ντο­κι­μα­ντέρ στα ευρω­παϊ­κά κινη­μα­το­γρα­φι­κά βρα­βεία και το στή­ρι­ξε ως παρα­γω­γός ο Χοα­κίν Φίνιξ, ο οποί­ος ενθου­σιά­στη­κε μαζί του.

Ο Κοσα­κόφ­σκι, κινη­μα­το­γρα­φεί σε ασπρό­μαυ­ρο, χωρίς δια­λό­γους και άλλους ήχους πέρα από αυτούς της φύσης, αφαι­ρώ­ντας κάθε ανθρώ­πι­νη παρου­σία κι έχο­ντας ως μονα­δι­κούς πρω­τα­γω­νι­στές μια γου­ρου­νί­τσα, με τα μικρά της, δυο αγε­λά­δες κι ένα κου­τσό πετει­νό, παρα­δί­δει μία σπλα­χνι­κή κατα­γρα­φή της σύντο­μης ζωής τους. Εξαι­ρε­τι­κή δου­λειά ακό­μη και στις λεπτο­μέ­ρειες, με εθι­στι­κές εικό­νες που μαγεύ­ουν όλες τις αισθή­σεις και ρίχνουν φως στον απλό, ήρε­μο, φυσι­κό χώρο μιας φάρμας.

Ταυ­τό­χρο­να, ο Κοσα­κόφ­σκι ανα­δει­κνύ­ει, με την ευαί­σθη­τη και διεισ­δυ­τι­κή του ματιά το μυστή­ριο της συνεί­δη­σής των ζώων, που δεν είναι και πολύ μακριά από την ανθρώ­πι­νη, για να επι­ση­μά­νει δια­κρι­τι­κά ότι τα ζώα της φάρ­μας, όπως και οι άνθρω­ποι, απο­τε­λούν μία ανα­λώ­σι­μη πρώ­τη ύλη…

      Προβάλλεται ακόμη η ταινία:

      Φεγ­γα­ρό­σκο­νη (“Moonbound”). Ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, γερ­μα­νο­αυ­στρι­κής παρα­γω­γής του 2021, που γύρι­σε ο Αλι Σαμα­ντί Αχά­ντι. Χαρι­τω­μέ­νοι ήρω­ες που θα ταξι­δέ­ψουν τους μικρούς μας φίλους στο φεγ­γά­ρι και σε άλλες ευφά­ντα­στες περι­πέ­τειες, ενώ ταυ­τό­χρο­να θέλει να μιλή­σει για το μπού­λι­γνκ, το θάρ­ρος που πρέ­πει να βρουν τα παι­διά, για να κυνη­γή­σουν το όνει­ρό τους. Το φιλμ προ­βάλ­λε­ται και μετα­γλωτ­τι­σμέ­νο στα ελληνικά.

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

ΠΡΟΣΦΟΡΑ: Γκι­γιέν – Ρίτσος, Ρεμπώ, Χικ­μέτ (και δώρο τα έξο­δα αποστολής)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο