Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: “West Side Story” απ’ τον Σπίλμπεργκ, και το σοβιετικό αριστουργηματικό «Έλα Να Δεις» (BINTEO)

Πλη­σιά­ζο­ντας στις γιορ­τές των Χρι­στου­γέν­νων αρχί­ζουν να μπαί­νουν στο “παι­χνί­δι” και τα κινη­μα­το­γρα­φι­κά μεγα­θή­ρια της χρο­νιάς όπως η τελευ­ταία ται­νία του Στί­βεν Σπίλ­μπεργκ, το ριμέικ του θρυ­λι­κού μιού­ζι­καλ “West Side Story”, που κυριαρ­χεί ανά­με­σα στις επτά νέες ται­νί­ες που κάνουν πρε­μιέ­ρα από­ψε. Επί­σης, ξεχω­ρι­στό ενδια­φέ­ρον έχουν και τα φιλμ “Μην Κοι­τά­τε Πάνω”, με ένα καστ αστέ­ρων, “Η Ζωή Συνε­χί­ζε­ται”, με τον Χοα­κίν Φίνιξ, αλλά και το εγχώ­ριο δια­μα­ντά­κι “Ντά­νιελ ‘16” του Δημή­τρη Κουτσιαμπασάκου.

West Side Story

West Side Story. Μιού­ζι­καλ, αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Στί­βεν Σπίλ­μπεργκ, με τους Άνσελ Έγκορτ, Ρέι­τσελ Ζέγκλερ, Κόρι Στολ, Μπράιαν ντ’ Άρσι Τζέιμς, Ρίτα Μορέ­νο κ.ά.

Εξή­ντα χρό­νια μετά το θρυ­λι­κό μιού­ζι­καλ των Ρόμπερτ Γουάιζ, Τζε­ρόμ Ρόμπινς, Άρθουρ Λόρεντς, Στί­βεν Σοντ­χάιμ και φυσι­κά τη μου­σι­κή του Λέο­ναρντ Μπερν­στάιν, ο Στί­βεν Σπίλ­μπεργκ, το επα­να­φέ­ρει στη μεγά­λη οθό­νη, κάνο­ντας πρά­ξη ένα παι­δι­κό, νεα­νι­κό, όνει­ρό του.

Ο Σπίλ­μπεγκ, ο πιο ταλα­ντού­χος κινη­μα­το­γρα­φι­στής τής γενιάς του, ένας απί­θα­νος παρα­μυ­θάς, που μας συστή­θη­κε πριν ακρι­βώς 50 χρό­νια, με τη “Μονο­μα­χία” του, έδω­σε μεγά­λη ώθη­ση στον αμε­ρι­κα­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο τις δεκα­ε­τί­ες ‘70-’80, επη­ρέ­α­σε δρα­στι­κά συνα­δέλ­φους του, έβγα­λε νέους ταλα­ντού­χους σκη­νο­θέ­τες, με τις παρα­γω­γές του, μέχρι την κατά­λη­ξη των προ­σπα­θειών του να κερ­δί­σει και το σεβα­σμό των μελών της Κινη­μα­το­γρα­φι­κής Ακα­δη­μί­ας, κερ­δί­ζο­ντας το πρώ­το του Όσκαρ με τη “Λίστα του Σίντλερ.

Ο δημιουρ­γός των “Στε­νών Επα­φών Τρί­του Τύπου”, “Ε.Τ. ο Εξω­γή­ι­νος” και πολ­λών άλλων επι­τυ­χιών, είναι ένας από τους ελά­χι­στους σκη­νο­θέ­τες του Χόλι­γουντ που μπο­ρούν να κάνουν σχε­δόν ό,τι θέλουν. Και είναι φανε­ρό ότι εδώ και κάποια χρό­νια κάποιες φορές κάνει ται­νί­ες που επι­θυ­μεί ο ίδιος ή έχει ως νεα­νι­κό απω­θη­μέ­νο, άλλες για το Όσκαρ και τις περισ­σό­τε­ρες φορές για τα χρή­μα­τα. Επα­να­φέ­ρο­ντας το “West Side Story” το 2021 ως νεα­νι­κό απω­θη­μέ­νο, χτυ­πά και πάλι την πόρ­τα της Ακα­δη­μί­ας, για ακό­μη ένα Όσκαρ και μάλ­λον έχει προ­ε­ξο­φλή­σει καλές εισπρά­ξεις στα ταμεία.

Και δικαί­ως αφού οπτι­κά κάνει θαύ­μα­τα, με την βιρ­τουό­ζι­κη σκη­νο­θε­σία του και τη συγκέ­ντρω­ση εκπλη­κτι­κών επαγ­γελ­μα­τιών δίπλα του, όπως του διευ­θυ­ντή φωτο­γρα­φί­ας και στε­νού συνερ­γά­τη του, Γιά­νους Καμίν­σκι, τον κορυ­φαίο χορο­γρά­φο Τζά­στιν Πεκ, τον σενα­ριο­γρά­φο Τόνι Κούσ­νερ κλπ.

Όμως, ο Σπίλ­μπεργκ στέ­κε­ται και εμβα­θύ­νει το θέμα τής πρω­τό­τυ­πης ται­νί­ας, δηλα­δή τον ρατσι­σμό, το εκρη­κτι­κό πρό­βλη­μα της οργής των νέων, που βρί­σκο­νται στα όρια του περι­θω­ρί­ου, αλλά και της χαώ­δους από­στα­σης που χωρί­ζει την προ­βε­βλη­μέ­νη Αμε­ρι­κή των πέντε έξι δρό­μων της Νέας Υόρ­κης, της Βοστό­νης, του Σαν Φραν­σί­σκο, του Λος Άντζε­λες, με έναν πλη­θυ­σμό που προ­σπα­θεί να ζεστα­θεί πάνω από τα καπά­κια των υπο­νό­μων ή κόβο­ντας παρά­νο­μα ξύλα από τα παρ­θέ­να δάση και ψάχνει ένα πιά­το φαγη­τό στα συσ­σί­τια ή από τις προ­σφο­ρές των ληγ­μέ­νων προ­ϊ­ό­ντων. Από το 1961 έχουν περά­σει πολ­λά χρό­νια, η από­στα­ση μετα­ξύ των δυο πλευ­ρών έχει διευ­ρυν­θεί και οι αυτα­πά­τες δεν έχουν πλέ­ον μέλ­λον, όπως και όλο αυτό το πλή­θος που προ­σπα­θεί να πια­στεί από τα μαλ­λιά του, ακό­μη και από τα πορ­το­κα­λί μαλ­λιά του τέως Προέδρου.

Μπο­ρεί όμως ένας παντο­δύ­να­μος δισε­κα­τομ­μυ­ριού­χος σκη­νο­θέ­της, ένας ισχυ­ρό­τα­τος παρά­γο­ντας της χώρας του, να κατα­λά­βει τα βάσα­να του πολύ­χρω­μου πλή­θους που απαρ­τί­ζουν τις ΗΠΑ;

Είναι φανε­ρό ότι αδυ­να­τεί. Κατα­λα­βαί­νει το πρό­βλη­μα, ως άνθρω­πος της τέχνης, αλλά το βλέ­πει από ψηλά, με μία από­στα­ση ασφα­λεί­ας και με την οπτι­κή του κατευ­να­σμού — φυσι­κά των εξα­θλιω­μέ­νων. Κι εδώ βρί­σκε­ται και το μονα­δι­κό φάλ­τσο στην ται­νία του. Για­τί αν στην πρώ­τη ται­νία πίσω από τη δια­σκευή της ιστο­ρί­ας του Ρωμαί­ου και της Ιου­λιέ­τας ανα­δει­κνύ­ο­νται τα προ­βλή­μα­τα, εδώ ο ρομα­ντι­κός μύθος “στρογ­γυ­λεύ­ει”, ως ένα σημείο, τα έντο­να πλέ­ον κοι­νω­νι­κά ζητήματα.

Από κει και πέρα, η ται­νία τα πάει περί­φη­μα, η ζωντά­νια της ξεπερ­νά κάθε όριο, αφη­γη­μα­τι­κά και τεχνι­κά είναι άψο­γη, με την κάμε­ρα να χορεύ­ει κι αυτή στους ρυθ­μούς των μελω­διών, αλλά και μιας ανε­ξά­ντλη­της έμπνευ­σης, οι συγκρού­σεις μετα­ξύ των δυο συμ­μο­ριών είναι ψυχω­μέ­νες, τα νέα παι­διά παί­ζουν, χορεύ­ουν και τρα­γου­δούν αξιο­θαύ­μα­στα, οι πρω­τα­γω­νι­στές στέ­κο­νται επαρ­κώς, όλα λει­τουρ­γούν ρολόι. Άλλω­στε, ο Σπίλ­μπεργκ παρα­μέ­νει πιστός στο φιλμ που “ερω­τεύ­τη­κε”, δεν πέφτει στην παγί­δα της ανα­θε­ώ­ρη­σης του πρω­τό­τυ­που, που συν­δέ­ει και με την παρου­σία τής 89χρονης Ρίτα Μορέ­νο, η οποία είχε κερ­δί­σει και το Όσκαρ β’ ρόλου ως Ανί­τα και που λει­τουρ­γεί ‑καθό­λου τυχαία- κατευ­να­στι­κά ως η συνεί­δη­ση της κοι­νό­τη­τας των Πορτορικανών.

Πέρα απ’ όλα όμως, ο Σπίλ­μπεργκ εγγυά­ται δυό­μι­σι ώρες από­λαυ­σης, γνή­σιας ψυχα­γω­γί­ας, αφή­νο­ντας τη μου­σι­κή του Μπερν­στάιν να πλημ­μυ­ρί­ζει τις αισθή­σεις και ας υπάρ­χει μια μερί­δα του κοι­νού που θα δακρύ­ζει μόνο με το πρωτότυπο.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στη Νέα Υόρ­κη του 1957 εξε­λίσ­σε­ται μια ακό­μη φορά η ιστο­ρία “Ρωμαί­ου και Ιου­λιέ­τας”, καθώς οι αντί­πα­λες συμ­μο­ρί­ες των Τζετς και των Σαρκς μπαί­νουν ανά­με­σα στον έρω­τα ενός νεα­ρού και της αδερ­φής του εχθρού του. Όσο η βία μετα­ξύ των αντί­πα­λων νεα­νι­κών συμ­μο­ριών αυξά­νε­ται, τόσο φου­ντώ­νει η αγά­πη του ζευ­γα­ριού, παρά το γεγο­νός πως εξαι­τί­ας των συγκρού­σε­ων απει­λεί­ται η ίδια η γει­το­νιά όπου ζουν.

Μην Κοιτάτε Πάνω

Μην Κοι­τά­τε Πάνω (Don’t Look Up). Κωμω­δία, αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Άνταμ Μακ­Κέι, με τους Λεο­νάρ­ντο Ντι Κάπριο, Τζέ­νι­φερ Λόρενς, Τιμο­τέ Σαλα­μέ, Αριά­να Γκρά­ντε, Κέιτ Μπλάν­σετ, Ρομπ Μόρ­γκαν, Τζό­να Χιλ, Τζί­να Γκέρ­σον, Μέριλ Στριπ κ.ά.

Μία από τις μεγα­λύ­τε­ρες εκπλή­ξεις το 2018 ήταν η καυ­στι­κή σάτι­ρα “Vice: Ο Δεύ­τε­ρος στην Ιεραρ­χία”, που γύρι­σε ο Άνταμ Μακ­Κέι, απο­δει­κνύ­ο­ντας ότι, όταν δεν σκη­νο­θε­τεί χοντρο­κομ­μέ­νες κωμω­δί­ες του τύπου “Μπά­τσοι από τον Πάγκο” ή “Ο Ελε­ει­νός Ιππό­της της Ασφάλ­του”, έχει τις δυνα­τό­τη­τες να κάνει ιδιαι­τέ­ρως αξιό­λο­γες ται­νί­ες, διεισ­δυ­τι­κές και απο­τε­λε­σμα­τι­κές, ανα­δει­κνύ­ο­ντας το πνευ­μα­τώ­δες χιού­μορ τους.

Εδώ, επι­στρέ­φει με μία καυ­στι­κή σάτι­ρα, μία μαύ­ρη κωμω­δία, έχο­ντας ως εφό­διο και πάλι έναν γαλα­ξία αστέ­ρων στη διά­θε­σή του και δυο καλές ιδέ­ες που, αυτή τη φορά όμως, ανα­πτύσ­σει άνι­σα. Η πρώ­τη και βασι­κή ιδέα αφο­ρά την προ­σπά­θεια δυο αστρο­νό­μων, που δεν έχουν τη φήμη, αλλά έχουν κάνει μία τερά­στιας σημα­σί­ας για τον πλα­νή­τη ανα­κά­λυ­ψη και εντε­λώς ανα­πά­ντε­χα γι’ αυτούς, και τους οποί­ους δεν ακού­ει ουσια­στι­κά κανέ­νας, καθώς τα media, ζώντας μες την ευθυ­μία μίας σαπου­νό­φου­σκας, δεί­χνουν ανώ­ρι­μα να δια­χει­ρι­στούν ένα σοβα­ρό θέμα, οι πολι­τι­κοί τους απα­ξιώ­νουν και οι ισχυ­ροί παρά­γο­ντες κοι­τούν μόνο τι θα βγά­λουν από μία κατα­στρο­φή, κατα­δει­κνύ­ο­ντας έναν παρά­λο­γο κόσμο, που κοι­τά μόνο το εφή­με­ρο, το κέρ­δος και την επι­φά­νεια. Μέχρις εδώ καλά και ιδιαι­τέ­ρως ξεκαρ­δι­στι­κά. Όμως η δεύ­τε­ρη ιδέα του, που του ήρθε πριν από την παν­δη­μία, όπως είπε και ο ίδιος ο Μακ­Κέι, για την απει­λή ενός μετε­ω­ρί­τη που θα κατα­στρέ­ψει τη γη, μία παρα­βο­λή για την κλι­μα­τι­κή κρί­ση, σκο­ντά­φτει καθώς πέφτει πάνω στον τοί­χο της πολι­τι­κής ορθό­τη­τας. Κι αυτό για­τί είναι φανε­ρό ότι πέφτει κι αυτός θύμα της επι­φά­νειας, μένο­ντας μακριά από τους βαθύ­τε­ρους λόγους του περι­βαλ­λο­ντι­κού προ­βλή­μα­τος, που ξεκι­νά­νε απ’ τις παγκό­σμιες τερά­στιες οικο­νο­μι­κές ανι­σό­τη­τες και φτά­νουν μέχρι την εξυ­πη­ρέ­τη­ση μεγά­λων οικο­νο­μι­κών συμ­φε­ρό­ντων και φυσι­κά τη μετα­φο­ρά της ευθύ­νης απ’ τους υπεύ­θυ­νους σε όλους αυτούς που θα υπο­στούν τις συνέπειες.

Βεβαί­ως η ται­νία του Μακ­Κέι δεν ξεπερ­νά τα όρια, δεν μπαί­νει ούτε στο ελά­χι­στο στο πεδίο των προ­πα­γαν­δι­στι­κών παρα­γω­γών, καθώς απο­φεύ­γει τους διδα­κτι­σμούς και τις μεγα­λο­στο­μί­ες και επι­πλέ­ον κρα­τά την σπιρ­τά­δα της, παρά τη μακρά διάρ­κειά της, το ντε­λι­ρια­κό χιού­μορ της και έχει σε μεγά­λη φόρ­μα τόσο τον Λεο­νάρ­ντο ντι Κάπριο και την Τζέ­νι­φερ Λόρενς, όπως και μια σει­ρά από αστέ­ρες που δίνουν το δικό τους στίγ­μα στο φιλμ, με πρώ­τη την Μέριλ Στριπ, που υπο­δυό­με­νη την Πρό­ε­δρο των ΗΠΑ, εμφα­νί­ζε­ται με μαλ­λιά (περού­κα) μιας ενζενί.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δύο αστρο­νό­μοι καλού­νται να ανα­λά­βουν μια τερά­στια εκστρα­τεία στα μέσα ενη­μέ­ρω­σης και να προει­δο­ποι­ή­σουν την ανθρω­πό­τη­τα για την έλευ­ση ενός κομή­τη που θα κατα­στρέ­ψει τον πλα­νή­τη Γη.

Η Ζωή Συνεχίζεται

Η Ζωή Συνε­χί­ζε­ται (C’mon C’mon). Δρα­μα­τι­κή ται­νία, αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Μάικ Μιλς, με τους Χοα­κίν Φίνιξ, Γκά­μπι Χόφ­μαν, Γού­ντι Νόρ­μαν, Σκουτ ΜακΝέ­ρι κ.ά.

Η επα­νεμ­φά­νι­ση του Μάικ Μιλς, ενός δια­νο­ού­με­νου του ανε­ξάρ­τη­του αμε­ρι­κα­νι­κού σινε­μά, πέντε χρό­νια μετά τις ”Ανε­ξάρ­τη­τες Γυναί­κες”, επα­να­φέ­ρει στη μνή­μη τον ακμαίο κινη­μα­το­γρά­φο του Γού­ντι Άλεν, έχο­ντας ως καί­ριο συμπα­ρα­στά­τη το πιο καυ­τό όνο­μα της επο­χής, τον οσκα­ρι­κό πλέ­ον, Χοα­κίν Φίνιξ.

Ο Μιλς κινη­μα­το­γρα­φεί σε ασπρό­μαυ­ρο, εκμε­ταλ­λευό­με­νος στο έπα­κρο την ικα­νό­τη­τα του διευ­θυ­ντή φωτο­γρα­φί­ας Ρόμπι Ράιαν κι έχο­ντας ένα σενά­ριο στο­χα­στι­κό, που δεν χρειά­ζε­ται να φωνά­ζει για να ακου­στεί, μιλά εγκάρ­δια για το μέγα μυστή­ριο της ζωής, τις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις, την οικο­γέ­νεια, την από­στα­ση που πρέ­πει να καλυ­φθεί ανά­με­σα σε μια γενιά που έμα­θε να μη μιλά και μιας γενιάς που έμα­θε να καλύ­πτει τα συναι­σθή­μα­τά της, να φοβά­ται για τις ιδέ­ες της.

Ο Φίνιξ, στο ρόλο ενός εναλ­λα­κτι­κού δημο­σιο­γρά­φου, που ταξι­δεύ­ει στις Πολι­τεί­ες της Αμε­ρι­κής για να παίρ­νει συνε­ντεύ­ξεις από μικρά και μεγα­λύ­τε­ρα παι­διά, ρωτώ­ντας τα κυρί­ως για το πώς “σκέ­φτο­νται το μέλ­λον”, θα ανα­γκα­στεί να συνυ­πάρ­ξει με τον μικρό χαρι­σμα­τι­κό ανι­ψιό του, για λίγες εβδο­μά­δες. Η σχέ­ση τους θα δοκι­μα­στεί από την αρχι­κή δυσπι­στία, θα πλη­σιά­σει ο ένας τον άλλο, καθώς τους ενώ­νουν τα οικο­γε­νεια­κά τους βάσα­να αλλά και το βασι­κό ερώ­τη­μα των συνε­ντεύ­ξε­ων του για το μέλλον.

Μια ται­νία, πολ­λές φορές συγκι­νη­τι­κή, γλυ­κά μελαγ­χο­λι­κή, που δεν είναι τυχαίο ότι οι ήρω­ές της δια­σχί­ζουν τη μισή Αμε­ρι­κή, κάνο­ντας στά­σεις σε διά­φο­ρες μεγα­λου­πό­λεις των ΗΠΑ, από Λος Άντζε­λες και Νέα Υόρ­κη, μέχρι Νέα Ορλεάνη.

Αν και υπάρ­χουν αδυ­να­μί­ες στην ται­νία ‑ορι­σμέ­νες φορές δίνει την αίσθη­ση της επα­νά­λη­ψης, σκη­νές που πλα­τειά­ζουν, μερι­κές φορές μοιά­ζει χαο­τι­κή- αυτές τις καλύ­πτει με την ερμη­νευ­τι­κή του επι­δε­ξιό­τη­τα ο Χοα­κίν Φίνιξ, αυτός ο αντι­κομ­φορ­μι­στής της υπο­κρι­τι­κής, που αντί να παί­ξει τα ρέστα του στον “Τζό­κερ” του, προ­τι­μά να μπει στα βαθιά μιας εσω­τε­ρι­κής χαμη­λό­φω­νης ερμη­νεί­ας. Ικα­νο­ποι­η­τι­κό και το υπό­λοι­πο καστ και κυρί­ως ο ταλα­ντού­χος, αν και μερι­κές φορές υπερ­βο­λι­κός, μικρός συμπρω­τα­γω­νι­στής του, Γού­ντι Νόρμαν.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Την ώρα που η οικο­γέ­νειά τους βρί­σκε­ται σε κρί­ση, ένας εργέ­νης ραδιο­φω­νι­κός παρα­γω­γός και ο 9χρονος ανι­ψιός του θα απο­κτή­σουν μια τρυ­φε­ρή σχέ­ση, καθώς ξεκι­νούν ένα οδοι­πο­ρι­κό που περ­νά από το Λος Άντζε­λες, στο Ντι­τρόιτ, τη Νέα Ορλε­ά­νη και τη Νέα Υόρκη.

Ντάνιελ ’16

Ντά­νιελ ’16 (Daniel ’16). Δρα­μα­τι­κή ται­νία, ελλη­νι­κής παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Δημή­τρη Κου­τσια­μπα­σά­κου, με τους Νίκο­λας Κίσκερ, Αλέξανδρο Λιακόπουλο Μπούχχολτς, Φιλοπατίρ Αντέλ Μογράς, Βασίλη Κουκαλάνι, Μαρλένε Καμίνσκι, Κωστή Καλλιβρετάκη κ.ά.

Ο Δημή­τρης Κου­τσια­μπα­σά­κος, ένας κινη­μα­το­γρα­φι­στής με ιδιαί­τε­ρη ικα­νό­τη­τα στο ντο­κι­μα­ντέρ, με το οποίο έχει δια­κρι­θεί (“Ο Μανά­βης”), σε αυτή του τη δεύ­τε­ρη μεγά­λου μήκους μυθο­πλα­σί­ας ται­νία, κατα­φέρ­νει να μας ξαφ­νιά­σει και πάλι ευχά­ρι­στα με το ευρη­μα­τι­κό του και καλο­δου­λε­μέ­νο στις λεπτο­μέ­ρειες, σενά­ριο, αλλά και να ανοί­ξει τον διά­λο­γο για ένα υπαρ­κτό αν και μάλ­λον άγνω­στο ζήτημα.

Ο Κου­τσια­μπα­σά­κος, με την εμπει­ρία της τεκ­μη­ρί­ω­σης, μας απο­κα­λύ­πτει έναν άγνω­στο κόσμο της διπλα­νής πόρ­τας, απλά, ουσια­στι­κά, χωρίς βερ­μπα­λι­σμούς ή έντο­νες δρα­μα­τι­κές κορυ­φώ­σεις, με μια βαθιά ευαι­σθη­σία και με λιτό ύφος.

Η ιστο­ρία, που βασί­ζε­ται σε αλη­θι­νά γεγο­νό­τα, αφο­ρά τον 16χρονο Ντά­νιελ, ένα Γερ­μα­νό­που­λο, που, λόγω της παρα­βα­τι­κής του συμπε­ρι­φο­ράς, στέλ­νε­ται στην Ελλά­δα και συγκε­κρι­μέ­να σε μια κοι­νό­τη­τα αγω­γής ανη­λί­κων, σε ένα χωριό του Έβρου, βιώ­νει πρω­τό­γνω­ρα συναι­σθή­μα­τα και θα έρθει κοντά με την έννοια και την ουσία της οικο­γέ­νειας γνω­ρί­ζο­ντας έναν πρό­σφυ­γα με το μικρό του παι­δί. Και μαζί του, όλοι μας, θα γνω­ρί­σου­με ή θα θυμη­θού­με ξανά τι σημαί­νει προ­σφυ­γι­κό δρά­μα, τι σημαί­νει ανθρω­πιά και γεν­ναιο­ψυ­χία. Κάτι που, όμως, δεν έρχε­ται ως δια μαγεί­ας, αλλά με μια ενδια­φέ­ρου­σα αντι­πα­ρά­θε­ση ανά­με­σα σε δυο δια­φο­ρε­τι­κούς κόσμους, αυτόν του εκπρο­σω­πεί ο δύστρο­πος και μεγα­λω­μέ­νος με τα δυτι­κά πρό­τυ­πα, Ντά­νιελ και εκεί­νον που εκπρο­σω­πούν οι πρό­σφυ­γες, που ανα­ζη­τούν μία μικρή ελπί­δα στη ζωή, μακριά από τον τόπο τους, που κατέ­στρε­ψαν οι πολι­τι­κές των ισχυ­ρών του πλανήτη.

Με λίγα λόγια, ένα μπρά­βο στον Δημή­τρη Κου­τσια­μπα­σά­κο, που κατα­φέρ­νει, με πενι­χρές οικο­νο­μι­κές δυνα­τό­τη­τες, να βάλει τον θεα­τή στην ται­νία και στο πρό­βλη­μα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται, με έναν δια­κρι­τι­κό, απλό τρό­πο, απο­φεύ­γο­ντας τα δια­χρο­νι­κά προ­βλή­μα­τα των ελλη­νι­κών παρα­γω­γών, μιλώ­ντας στην καρ­διά του θεα­τή και ανοί­γο­ντας τη συζή­τη­ση για δυο δια­φο­ρε­τι­κούς κόσμους, που πρέ­πει όμως να αντι­με­τω­πί­σουν από κοι­νού μεί­ζο­νος σημα­σία ζητή­μα­τα και αιτί­ες που μας έφε­ραν σε αυτό το σημείο, αλλά και την τερά­στια ευθύ­νη που έχου­με απέ­να­ντι στα παιδιά.

Ικα­νο­ποι­η­τι­κές ερμη­νεί­ες από άγνω­στους ηθο­ποιούς, που αντι­με­τω­πί­ζουν τους ρόλους τους με φυσι­κό­τη­τα, δια­χει­ρί­ζο­νται τις σιω­πές άψο­γα και ανα­δει­κνύ­ουν τους σύν­θε­τους χαρα­κτή­ρες ενός ακό­μη πιο περί­πλο­κου κόσμου.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Ντά­νιελ, ένας Γερ­μα­νός έφη­βος από το Αμβούρ­γο, στέλ­νε­ται στην Ελλά­δα, σε μια κοι­νό­τη­τα αγω­γής ανη­λί­κων, για να εκτί­σει την ποι­νή του. Εκεί, σ’ ένα εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο χωριό του Έβρου, κοντά στα σύνο­ρα με την Τουρ­κία, βιώ­νει πρω­τό­γνω­ρα συναι­σθή­μα­τα και καλεί­ται να δώσει λύση σε δύσκο­λα διλήμ­μα­τα. Η τελι­κή του από­φα­ση θα ξαφ­νιά­σει τους πάντες.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Δικαί­ω­ση 3368. Με δια­φο­ρά λίγων εβδο­μά­δων από το φιλμ μυθο­πλα­σί­ας “Καλά­βρυ­τα 1943”, που προ­κά­λε­σε έντο­νες αντι­δρά­σεις, έρχε­ται το δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νο ντο­κι­μα­ντέρ της Ισμή­νης Σακελ­λα­ρο­πού­λου, που βασί­ζε­ται σε μαρ­τυ­ρί­ες και τις έρευ­νες ιστο­ρι­κών, απο­τε­λεί έναν φόρο τιμής στους νεκρούς των μαρ­τυ­ρι­κών Καλα­βρύ­των και δια­θέ­τει το μάχι­μο πνεύ­μα “για έναν κόσμο που δεν συν­θη­κο­λο­γεί και αγω­νί­ζε­ται για δικαί­ω­ση”. Φιλμ με αρκε­τό ενδια­φέ­ρον ‑ειδι­κά για όσους δεν γνω­ρί­ζουν την πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία- αλλά που χάνει στις δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νες σκη­νές, ενώ επι­πλέ­ον έχει μία τηλε­ο­πτι­κή προ­σέγ­γι­ση. Αφη­γη­τές της ται­νί­ας οι Κώστας Αρζό­γλου και Άννα Παπαγεωργίου.

Έλα Να Δεις (Come and See). Σοβιε­τι­κό αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό αντι­πο­λε­μι­κό δρά­μα που γύρι­σε ο Ρώσος σκη­νο­θέ­της Έλεμ Κλί­μοφ το 1985, κάνο­ντας το όνο­μά του γνω­στό και στη Δύση, καθώς η ται­νία του προ­τά­θη­κε και για το Όσκαρ ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας. Μία συγκλο­νι­στι­κή ιστο­ρία, βασι­σμέ­νη στη μαρ­τυ­ρία του συγ­γρα­φέα Άλεξ Αντά­μο­βιτς, που συνέ­γρα­ψε το σενά­ριο με τον Κλί­μοφ. Μια ται­νία, που πέρα από την καλ­λι­τε­χνι­κή της μεγά­λη αξία, απο­τε­λεί εμπει­ρία για τον θεα­τή, που θα έρθει αντι­μέ­τω­πος με τις ναζι­στι­κές θηριω­δί­ες, τη βαρ­βα­ρό­τη­τα του πολέ­μου, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.

Η ται­νία (απο­κα­τα­στη­μέ­νη κόπια) θα προ­βλη­θεί απο­κλει­στι­κά στο STUDIO, στο πλαί­σιο του Αντι­φα­σι­στι­κού Φεστιβάλ.

The Black Bachelor. Η εξέ­λι­ξη της φραν­τσάιζ κωμω­δί­ας “The Bachelor” δεν θα μπο­ρού­σε να αφή­σει απ’ έξω και τον κινη­μα­το­γρα­φι­κό τρό­μο. Η γνω­στή παρέα, σε αυτό το τέταρ­το κωμι­κό σίκου­ελ, ταξι­δεύ­ει στη Μάνη, με αφορ­μή ακό­μη έναν γάμο, αλλά εκεί θα συνα­ντή­σει μία ιδιαί­τε­ρη περί­ερ­γη μανιά­τι­κη οικο­γέ­νεια, με απρό­ο­πτη κατά­λη­ξη. Με άλλα λόγια βάλ­τε την Οικο­γέ­νεια Άνταμς μαζί με την ελλη­νι­κή, τηλε­ο­πτι­κής κοπής, φάρ­σα και βγάλ­τε συμπέ­ρα­σμα. Πάντως, ούτε οι χοντρά­δες, ούτε οι γκρο­τέ­σκο κατα­στά­σεις και ερμη­νεί­ες θα λεί­ψουν από μία ται­νία που ακό­μη και ο χαβα­λές μοιά­ζει με καρι­κα­τού­ρα. Πρω­τα­γω­νι­στούν οι Γιάν­νης Τσι­μι­τσέ­λης, Μελέ­της Ηλί­ας, Λευ­τέ­ρης Ελευ­θε­ρί­ου, Θανά­σης Βισκα­δου­ρά­κης, Νίκος Βουρ­λιώ­της, ενώ εμφα­νί­ζο­νται και οι Τάκης Παπα­ματ­θαί­ου, Ελέ­νη Φιλί­νη, Παντε­λής Κανα­ρά­κης, και Κάτια Ταραμπάνκο.

Πηγή: ΑΠΕ — Χάρης Αναγνωστάκης

Αρθού­ρος Ρεμπώ Επα­να­στά­της και μπο­έμ ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο