Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα άσπρα φανελάκια

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Η οδη­γία ήταν σαφής. Όπως περί­που σαφές ήταν, χωρίς να λέγε­ται, πως θα αγνοη­θεί. Τους δινό­ταν όμως για να τηρη­θεί το εθι­μο­τυ­πι­κό της υπόθεσης.
Η ενδε­δειγ­μέ­νη περι­βο­λή είναι ανοι­χτό­χρω­μο, λευ­κό κατά προ­τί­μη­ση, πανω­φό­ρι ή μπλού­ζα, με σκου­ρό­χρω­μο παντε­λό­νι ή φού­στα, αν κι ο αέρας δεν την καθι­στού­σε πολύ ασφα­λή επι­λο­γή –εξαρ­τά­ται και από ποια σκο­πιά το βλέ­πεις, βέβαια.

Άσπρο-μπλε. Σαν παρα­στά­τες στα χρώ­μα­τα της ελλη­νι­κής σημαί­ας. Να νιώ­σουν λίγη ανα­δρο­μι­κή χαρά κι όσοι δεν είχαν κάνει σημαιο­φό­ροι στα νιά­τα τους, να καμα­ρώ­σουν. Ή μάλ­λον να τους καμα­ρώ­σουν οι επι­σκέ­πτες, για­τί για αυτούς έρχο­νταν, βλέ­πεις, από την άλλη άκρη του κόσμου καμιά φορά, κι αν δεν τους έβλε­παν ντυ­μέ­νους ομοιό­μορ­φα, θα απογοητεύονταν.

Άνοι­ξε και αυτός τη ντου­λά­πα του για το τυπι­κό της υπό­θε­σης, να δει τι είχε γλι­τώ­σει από τον χρό­νο και βασι­κά από τη μάνα του, που έπαιρ­νε πρω­το­βου­λί­ες και πετού­σε πότε-πότε, χωρίς να ρωτή­σει, διά­φο­ρα κομ­μά­τια από το παρελ­θόν του. Η τελευ­ταία φορά που θυμά­ται να φορά­ει άσπρο μακό, ήταν στο γυμνά­σιο, όταν ήταν ακό­μα της μόδας. Και αν τον χωρού­σαν σήμε­ρα, θα είχε να επι­δεί­ξει μια πλού­σια γκαρ­ντα­ρό­μπα με ροζ πάν­θη­ρα, το σνού­πι, τον γκάρ­φιλντ και τα άλλα παι­διά, που δε συγκι­νούν τόσο τα σημε­ρι­νά παι­διά και κατέ­λη­ξαν κι αυτά στα σκου­πί­δια, μαζί με τις ανα­μνή­σεις του. Πάντα πίστευε, κατά βάθος, πως οι ήρω­ες και τα παι­δι­κά προ­γράμ­μα­τα της γενιάς του δεν είχαν καμία σχέ­ση με τις χαζο­μά­ρες που βλέ­πουν οι σύγ­χρο­νοι μπό­μπι­ρες, που πλέ­ον κανείς δεν τους λέει «μπό­μπι­ρες». Όπως κανείς δε λέει πια «κού­τσι­κο», που τον φώνα­ζε η για­γιά του, που πέθα­νε πολ­λά χρό­νια πριν, όταν ακό­μα ήταν της μόδας τα άσπρα μακό της Μινέρ­βα, με το ασορ­τί από κάτω.

Οι πρώ­τες έρευ­νές του σκό­ντα­ψαν σε κάτι εφη­βι­κές τρέ­λες. Ένα μπλου­ζά­κι της Φόρ­μου­λα 1, δώρο με ένα περιο­δι­κό, κι ένα άλλο ανα­μνη­στι­κό της Σου­προ­λί­γκα, διορ­γά­νω­σης εφά­μιλ­λης του Milko Cup, που δε θυμό­ταν κανείς, από τον και­ρό του μεγά­λου σχί­σμα­τος στο ευρω­παϊ­κό μπά­σκετ. Τα κοί­τα­ξε νοσταλ­γι­κά και ανα­ρω­τή­θη­κε τι του φαι­νό­ταν πιο μακρι­νό. Η επο­χή που τον χωρού­σαν ή που ασχο­λού­νταν φανα­τι­κά με τη φόρ­μου­λα κι έβα­ζε ξυπνη­τή­ρι αξη­μέ­ρω­τα, για να προ­λά­βει ζωντα­νά το Γκραν-πρι Αυστραλίας.

Συνέ­χι­σε την κατά­δυ­ση στη ντου­λά­πα, με το ιώδιο να του τρυ­πά τα ρου­θού­νια, καθώς έβρι­σκε σου­βε­νίρ περα­σμέ­νων χρό­νων, από θερι­νές απο­βά­σεις σε νησιά του Αιγαί­ου. Που δεν ήταν και τόσο πολ­λά, για­τί οι γονείς του είχαν ανή­συ­χο πνεύ­μα μεγά­λου εξε­ρευ­νη­τή, και κατέ­λη­γαν δέκα χρό­νια σερί στη Θάσο, από την οποία είχε ήδη δύο φανε­λά­κια και δεν χρειά­ζο­νταν περισσότερα.
Άφη­σε στην άκρη τη μάσκα με τον ανα­πνευ­στή­ρα, που φορού­σε νοε­ρά, για να συνε­χί­σει τη βου­τιά στα παι­δι­κά του –κι όχι μόνο- χρόνια.

Αλλά­ζου­με κατη­γο­ρία: πολι­τι­κή. Ψάρε­ψε ένα κατα­χω­νια­σμέ­νο μπλου­ζά­κι του ΤΚΡ, που είχε ξεβά­ψει με τα χρό­νια, αλλά φαι­νό­ταν ακό­μα το σήμα του, με το σφυ­ρί και το γρα­νά­ζι (χωρίς εσέ­να δε γυρ­νά), ενώ από την άκρη έστα­ζαν, νοε­ρά πάντα, κόκ­κι­νες στα­γό­νες από κάποια ματο­βαμ­μέ­νη δια­δή­λω­ση στην πλα­τεία Ταξίμ.

Χάι­δε­ψε τρυ­φε­ρά μία φανέ­λα που μύρι­ζε ακό­μα δακρυ­γό­να, αλλά δεν ήταν για αυτό που δάκρυ­σε, καθώς αντί­κρι­ζε έναν χάρ­τη της «γει­το­νιάς» μας κι από κάτω το σύν­θη­μα: έξω το ΝΑΤΟ από τα Βαλκάνια.
Έκλει­σε τον κύκλο των χαμέ­νων φανε­λών με το μπλου­ζά­κι της Δρά­σης 2003 με τη γρο­θιά, από τη σύνο­δο κορυ­φής στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου είχε πάει να κλεί­σει η φωνή του δυο φορές, μία από τα χημι­κά κι άλλη μία από την υγρα­σία του Σέιχ-Σου.

Αλλά ο κύκλος ποτέ δεν κλεί­νει, για­τί είναι σπεί­ρα διαλεκτική.Πήρε το μάτι του στην κρε­μά­στρα, φρε­σκο­πλυ­μέ­νο, σιδε­ρω­μέ­νο κι αφό­ρε­το, το άσπρο μπλου­ζά­κι από τα γενέ­θλια του ΠΑΜΕ, που έκλει­σε τα δεκά­ξι και μπο­ρεί πια να (μας) οδη­γή­σει σε άλλες πολι­τεί­ες, ατα­ξι­κές –αν το θες. Ενώ στην πίσω πλευ­ρά είχε ένα σύν­θη­μα για την Πρω­το­μα­γιά, που στη δου­λειά τους είπαν πως δεν είναι αργία, ούτε απερ­γία, αλλά ρεπό, που το έπαιρ­ναν όλοι υπο­χρε­ω­τι­κά, ξοδεύ­ο­ντας μια μέρα!

Αυτό ήταν το μόνο φανε­λά­κι που του έκα­νε, που ερχό­ταν στα μέτρα του και δεν προ­σπα­θού­σε να το φέρει αυτό στα δικά του –κι ας αρνού­νταν, για πολ­λά χρό­νια, να το δοκι­μά­σει, χωρίς λόγο, έτσι από πείσμα.

Κι αν το φορού­σε τελι­κά και στη δου­λειά του την άλλη μέρα; Λες…;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο