Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα θαύματα του άγιου Σπύρου, ζωντανός κι αποθαμένος (Γιορτάζουν οι Σπύροι, Σπυριδούλες, οι Σπυρέτες, αλλά και οι… Λούλες)

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

O Σπύ­ρος ήταν Κύπριος. Στην 1η οικου­με­νι­κή σύνο­δο τα έβα­λε με τους Αρεια­νούς (καμία σχέ­ση με τον πλα­νή­τη) κι έκα­νε κάτι καρα­γκιο­ζι­λί­κια με ένα… κερα­μί­δι. Έβγα­λε, λέει, τη φλό­γα που το είχαν ψήσει, έπει­τα το νερό που είχαν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για να το πλά­σουν και στο τέλος το κερα­μί­δι χύθη­κε ως χώμα χαμαί. Κι όλα αυτά ανα­φε­ρό­με­νος στο άγιο πνεύ­μα. Σαχλα­μά­ρες, αλλά το κοι­νό εντυ­πω­σιά­στη­κε και από τότε τον είχαν περί πολλού.

Ως πεθα­μέ­νος μετα­φέρ­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη όπου συγκα­τοί­κη­σε, για ένα διά­στη­μα, με την εξ ίσου πεθα­μέ­νη Αυγού­στα Θεο­δώ­ρα – καμία σχέ­ση με το γνω­στό καρα­που­τα­να­ριό που παντρεύ­τη­κε ο λαπάς Ιου­στι­νια­νός. Αυτή, ήταν γυναί­κα του αυτο­κρά­το­ρα Θεό­φι­λου και γνω­στή εικονολάτρα.

Λίγο πριν την πτώ­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης ένας παπάς κι αφού φαί­νε­ται πως είχαν γίνει μετά θάνα­τον ζευ­γά­ρι, τους πήρε και τους δυο, Σπύ­ρο και Θεο­δώ­ρα κι όπως ήταν λίαν προ­χω­ρη­μέ­να πεθα­μέ­νοι, τους περιό­δευ­σε, άθε­λά του, ανά την Ελλά­δα και τους κατέ­λη­ξε στην Κέρ­κυ­ρα, ηθε­λη­μέ­να. Κλη­ρο­δό­τη­σε τα ζευ­γα­ρω­μέ­να οστά σε κάποιον Καλο­χαι­ρέ­τα κι ησύ­χα­σε. Όταν πέθα­νε ο Καλο­χαι­ρέ­τας κλη­ρο­νό­μη­σε τα κόκ­κα­λα του Σπύ­ρου – της Θεο­δώ­ρας αγνο­ού­νται, στα παι­διά του. Κάτι σαν τα σεμε­δά­κια που πήγαι­ναν από γενιά σε γενιά.

Τα Καλο­χαι­ρε­τά­κια σκέ­φτη­καν και πολύ σωστά, «τι να τα κάνου­με τα κόκ­κα­λα» – τότε δεν τα περιό­δευαν εμπο­ρευό­με­νοι κι είπαν να τα πάνε στην Βενε­τία. Ξεση­κώ­θη­κε όμως ο κερ­κυ­ραϊ­κός λαός, που πολύ τα είχε αγα­πή­σει, εν τω μετα­ξύ – για άγνω­στο λόγο κι έτσι τα παι­διά, τα κρά­τη­σαν σπί­τι τους. Κάποια στιγ­μή έχτι­σαν μια εκκλη­σία οι Κερ­κυ­ραί­οι και τα ‘χωσαν μέσα κι έτσι η Κέρ­κυ­ρα είχε τον άγιό της, για­τί ένιω­θε να υπο­λεί­πε­ται ένα­ντι γει­τό­νων της που είχαν τον Γερά­σι­μο και τον Διονύση.

Έκτο­τε οι Κερ­κυ­ραί­οι τον έχουν σε πολύ τον Σπύ­ρο και τέσ­σε­ρις φορές τον χρό­νο τον βγά­ζουν βόλτα.

Κι αυτός όμως διό­λου αχά­ρι­στος μαζί τους.

Στα νιά­τα του που αγνο­ού­σε τους Κερ­κυ­ραί­ους έκα­νε διά­φο­ρα θαύ­μα­τα για άλλους:

Έκα­νε ένα φίδι χρυ­σό, για να ξεπλη­ρώ­σει ένας φου­κα­ράς το χρέ­ος του. Όταν του το επέ­στρε­ψε τα δανει­κά σε χρυ­σό, τα ξανα­έ­κα­νε φίδι.

Βοή­θη­σε και μια αμαρ­τω­λή να μετανοήσει.

Ένα άλλο βρά­δυ κατέ­λυ­σε την από­λυ­τη νηστεία της σαρα­κο­στής (είναι να ανα­τρι­χιά­ζει κανείς) για να συμ­φά­γει με τον οδοι­πό­ρο που φιλοξενούσε.

Συγ­χώ­ρε­σε και έλυ­σε (τους είχε δέσει ο θεός του) τους κλέ­φτες που πήγαν να του πάρουν τα πρό­βα­τα. Τους έδω­σε κι ένα κριάρι.

Από τον 17ο αιώ­να δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στην Κέρ­κυ­ρα. Κάπο­τε (Μ. Σάβ­βα­το ήταν), λοξο­δρό­μη­σε τρία καρά­βια φορ­τω­μέ­να σιτά­ρι, ώστε να χορ­τά­σουν οι Κερ­κυ­ραί­οι. Σε ανά­μνη­ση αυτού του θαύ­μα­τος, κάθε μεγά­λο Σάβ­βα­το τον βγά­ζουν βόλτα.

Σε μια επι­δη­μία πανού­κλας, όπου κιν­δύ­νε­ψε να χαθεί ο κάθε Κερ­κυ­ραί­ος, άρχι­σε, αλλά αφού εξο­λο­θρεύ­τη­καν οι πολ­λοί, να ανά­βει ένα από­κο­σμο φως πάνω από την εκκλη­σία του και σώθη­καν κάτι λίγοι.

Μετά σαρά­ντα χρό­νια, άλλη πανού­κλα. Πάλι, επεμ­βαί­νει ο άγιος – λίγο καθυ­στε­ρη­μέ­να είναι αλή­θεια κι έτσι έχου­με σήμε­ρα Κερκυραίους.

Στη πολιορ­κία της Κέρ­κυ­ρας, τον 18ο αιώ­να, από τους Αγα­ρη­νούς, κατέ­βα­σε ο άγιος ουρά­νια στρα­τιά και τους κατα­τρό­πω­σε. Τους Αγαρηνούς.

Στη συνέ­χεια δολο­φό­νη­σε καμιά χιλιά­δα, στην προ­σπά­θειά του να μην πραγ­μα­το­ποιεί­ται η θεία λει­τουρ­γία με… άζυμα.

Τελευ­ταία φορά παρου­σιά­στη­κε στον ελλη­νοϊ­τα­λι­κό πόλε­μο όπου με το χέρι του έσπρω­χνε τις βόμ­βες κι έπε­φταν στη θάλασ­σα. Αυτά να τα βλέ­πουν οι Πει­ραιώ­τες άγιοι, που άφη­ναν τους Γερ­μα­νούς να βομ­βαρ­δί­ζουν τον Πειραιά.

Το λεί­ψα­νό του βρί­σκε­ται στην Κέρ­κυ­ρα και κομ­μα­τά­κια στο… Λένιν­γκραντ και στη Βενε­τία. Κυκλο­φο­ρεί σε εικό­νες και μαγνητάκια.

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο