Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα κάλαντα

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Κου­δού­νι­σμα… Έπει­τα κι άλλο… Τι ώρα να ‘ναι; Γυρί­ζω πλευ­ρό. Πάλι κου­δού­νι­σμα. Ψάχνω ένα ρολόι… 08:10… χάρα­μα. Ποιος μαλάκας…

Κάπου στο βάθος τρί­γω­να… Χρι­στού­γεν­να. Αρχί­ζει το μαρ­τύ­ριο του Ταντά­λου. Κι άλλο κου­δού­νι­σμα. Τα «κωλό­παι­δα» βγαί­νουν στο μαύ­ρο χάρα­μα. Μένω στο κρε­βά­τι. Κι άλλο κουδούνισμα.

Ήχος από τρί­γω­να και κάλα­ντα. Μπό­ρα είναι θα περά­σει, σκέ­φτο­μαι. Όλα μαζί έρχο­νται αυτά. Επι­μέ­νω στο κρε­βά­τι. Να συμπλη­ρώ­σω λίγο ύπνο ακό­μη – έπε­σα στις έξι. Αλλά κάπο­τε – χρό­νια πριν έτσι βγαί­να­με κι εμείς. Σήμε­ρα δεν ανοί­γω. Δεν σηκώ­νο­μαι καν. Πάντως, κάποιες φορές που με βρή­κε η παρα­μο­νή της πρω­το­χρο­νιάς, άυπνο ακό­μη, στη­νό­μουν πίσω απ’ την πόρ­τα με τα χρή­μα­τα παρά πόδα και το σαρ­δό­νιο χαμό­γε­λο του «έτοι­μου από και­ρό», περι­μέ­νο­ντας τα κου­δου­νί­σμα­τα της πιτσι­ρι­κα­ρί­ας. Αλλιώς, θα είχα να ακού­σω τα κάλα­ντα από τότε που τα έλε­γα εγώ.
Έτσι πρωί βγαί­να­με κι εμείς. Προ­τι­μού­σα τα κάλα­ντα της πρω­το­χρο­νιάς. Των χρι­στου­γέν­νων μου έδι­ναν στα νεύ­ρα, τα θεω­ρού­σα χαζά. Αυτό το «Καλήν ημέ­ρα άρχο­ντες…» έβρι­σκα πως απευ­θυ­νό­ταν σε άλλους. Εμείς δεν είχα­με άρχο­ντες. Ούτε καν ο θεί­ος Στα­μά­της δεν ήταν που ήταν ο μόνος στη γει­το­νιά που είχε και αυτο­κί­νη­το. Μετά εκεί­να τα χαζά με το βρέ­φος, τον «ποι­η­τή των όλων», τη φάτ­νη, τους ουρα­νούς που αγάλ­λο­νται – τρί­χες, πολ­λές φορές μας περό­νια­ζε το ψιλόβροχο.

Όσο νωρί­τε­ρα, τόσο το καλύ­τε­ρο. Για να προ­λά­βου­με τους αντα­γω­νι­στές. Η πεί­ρα μας έλε­γε πως αν πάμε πρώ­τοι θα πάρου­με περισ­σό­τε­ρα. Αν, όμως, ήταν πολύ πρωί παίρ­να­με τ’ αρχί­δια μας. Δεν άνοι­γε κανείς, όπως κάνω κι εγώ τώρα. Βγαί­να­με ανά δύο. Άλλο μερί­διο δύσκο­λα έβγαι­νε. Εκτός κι αν ο τρί­τος είχε χου­βαρ­ντά­δες συγ­γε­νείς. Αρχί­ζα­με απ’ τους γνω­στούς. «Ποιος είναι, Μαρία;» ακου­γό­ταν από το βάθος ο άνδρας του σπι­τιού. «Ο Στέ­λιος, του Νίκου» απα­ντού­σε αυτή με κάποια κρυ­φή σημα­σία, που μεθερ­μη­νευό­με­νο σήμαι­νε, του­λά­χι­στον, δεκά­ρι­κο. Έπει­τα στους πιο από­μα­κρους. Είχα στο νου μου πότε θα συνα­ντή­σω και την Αργυ­ρού­λα. Αυτή έβγαι­νε με άλλο… συνερ­γείο. Κάποια φορά που προ­σπά­θη­σα να την πάρου­με μαζί, εξέ­φρα­σε αντιρ­ρή­σεις ο συνερ­γά­της μου, αλλά κι η μάνα της. Ήταν κάτι σαν… ανο­σιούρ­γη­μα να έχεις γυναί­κα στα κάλα­ντα. Εγώ πάλι από τότε έβρι­σκα πως ούτε κι αυτά είχαν ενδια­φέ­ρον χωρίς γυναί­κα. Δεν πολύ επέ­με­να, όμως, για­τί ήδη μου είχαν κολ­λή­σει το, διό­λου κολα­κευ­τι­κό, προ­σω­νύ­μιο «Αργυ­ρού­λα». Σκα­σί­λα μου! Έτσι κι αλλιώς την συνα­ντού­σα στο κατη­χη­τι­κό. Για χάρη της πήγαι­να και για τα μάτια της άκου­γα τις μαλα­κί­ες του παπά. Δυστυ­χώς, δεν το εκτί­μη­σε ποτέ η Αργυ­ρού­λα. Ας είναι.

Τους συγ­γε­νείς τους θεω­ρού­σα­με δεδο­μέ­νους και τους αφή­να­με τελευ­ταί­ους. Εκεί πια, περ­νά­γα­με στα χαρ­το­νο­μί­σμα­τα ή στους κρυ­φούς σιχτι­ρι­σμούς. «Τον τσι­φού­τη τον κωλό­γε­ρο, εικο­σά­ρι­κο έδω­σε». Όταν γυρί­ζα­με σπί­τι το λέγα­με στη μάνα μας. Μέχρι το τέλος της ημέ­ρας ήξε­ρε όλο το σόι την καρ­μι­ριά του συγ­γε­νή και τον ξεφώ­νι­ζαν δεόντως.

Στο τέλος, μοι­ρά­ζα­με τα χρή­μα­τα κι έφευ­γα γραμ­μή με το λεω­φο­ρείο για το κέντρο, όπου τα ξόδευα όλα αγο­ρά­ζο­ντας ό,τι μαλα­κία είχα λιμπι­στεί το προη­γού­με­νο διά­στη­μα. Πάντα, όμως, κι ένα δώρο στη μάνα μου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο