Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα κλεψιμέικα ήταν καλύτερα!!!

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Κάθε χωριό είχε το δρα­γά­τη (αγρο­φύ­λα­κα), το σχο­λειό και το καμπα­να­ριό. Και κάτι άλλο είχε, σύμ­φω­να με τις κακές γλώσ­σες, τη γυναί­κα ελευ­θέ­ρων ηθών αλλά αυτό ελέγ­χε­ται ως κου­τσο­μπο­λιό. Δε λέγα­νε τα σύκα σύκα[1] οι καθώς πρέ­πει χωρια­νοί και την απο­φεύ­γα­νε. Βέβαια εμείς αυτά τα «πιά­να­με» όταν οι μεγά­λοι κου­βέ­ντια­ζαν χαμη­λό­φω­να, λες και το κάνα­νε μόνο και μόνο για να κρυ­φα­κού­σου­με. Και έτσι οι σχε­τι­κές ιστο­ρί­ες που κυκλο­φο­ρού­σαν ανα­με­τα­ξύ μας γαρ­γα­λού­σαν τη φαντα­σία μας…

Πλέ­ον μόνο το καμπα­να­ριό έμει­νε. Συρ­ρι­κνώ­θη­κε η αγρο­τι­κή παρα­γω­γή ελέω ΕΟΚ, ερή­μω­σε η επαρ­χία. Μας πέτα­ξε η σβού­ρα της ανά­γκης στα τέσ­σε­ρα σημεία του ορί­ζο­ντα να δίνου­με τη μάχη της επι­βί­ω­σης. Δύο εξα­τά­ξια σχο­λεία στο χωριό, ένα και μετά βίας σήμερα.

Κάθε σπί­τι είχε το πηγά­δι, την κλη­μα­τα­ριά και τη συκιά (και άμα η αυλή ήταν μεγά­λη και κορο­μη­λιά). Ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την αξία της συκιάς ο λαός έλε­γε «βάλε ελιά για το παι­δί σου και συκιά για τη ζωή σου». Από φρού­τα είχε μόνο αυτά που μπο­ρού­σε να παρά­γει ο τόπος του. Δε φέρ­ναν τότε ροδά­κι­να από τη Μακεδονία.

Με τη δημιουρ­γία δικτύ­ου υδρο­δό­τη­σης σιγά σιγά λιγό­στευαν τα πηγά­δια, μα συνέ­χι­ζαν να υπάρ­χουν. Εβγα­ζαν νερό για πλύ­σι­μο, πότι­ζαν τον μπα­χτσέ, μέχρι και ως ψυγείο λει­τουρ­γού­σαν. Δεν υπάρ­χει πιο δρο­σε­ρό καρ­πού­ζι από αυτό που είναι στο πηγά­δι. Κόβα­με το καρ­πού­ζι το πρωί και το βάζα­με στον κου­βά και με το σχοι­νί ρίχνα­με τον κου­βά στο νερό και το μεση­μέ­ρι το βγά­ζα­με για να το φάμε.

Στη γει­το­νιά μου πρό­λα­βα δύο πηγά­δια. Στο ένα, στο διπλα­νό σπί­τι – οικό­πε­δο πνί­γη­κε η «κολ­λη­τή» μου στα πρώ­τα παι­δι­κά χρό­νια. Το πηγά­δι μπα­ζώ­θη­κε και μαζί και η μνή­μη… Το άλλο υπάρ­χει ακό­μα, σφρα­γι­σμέ­νο. Σε αυτό βάζα­με πολ­λές φορές το καρ­πού­ζι, ψυγείο βέβαια δεν είχαμε…

Η κλη­μα­τα­ριά ήταν για το στα­φύ­λι και το μεση­με­ρια­νό ίσκιο. Ο ίσκιος της συκιάς είναι βαρύς έλε­γαν. Σε «πιά­νει» το κεφά­λι. Και ένα παρά­ξε­νο πράγ­μα, στο χωρά­φι δίπλα στη στά­νη του παπ­πού είχε αχλα­διές και συκιές και άλλα δέντρα. Ποτέ δεν είδα πρό­βα­το να στα­λί­ζε­ται κάτω από τη συκιά (Το καλο­καί­ρι τα πρό­βα­τα ψάχνουν να βρουν σκιά να ξεκου­ρα­στούν — στά­λος[2]).

Stalos

Τη συκιά τη θέλα­νε στην αυλή για το νόστι­μο, δρο­σε­ρό και θρε­πτι­κό της φρού­το. Και καθώς λέγα­νε οι παλαιό­τε­ροι, κάποιες φορές η συκιά φύτρω­νε μόνη της, συνή­θως δίπλα στο «τούρ­κι­κο» απο­χω­ρη­τή­ριο που ήταν εκτός σπι­τιού, μέσα στην αυλή. Ετσι έμει­νε αυτές τις συκιές να τις ονο­μά­ζου­με «σκα­το­συ­κιές». Αλή­θεια, ψέμα­τα… θα σας γελάσω…

Εμείς αυλή δεν είχα­με. Δεν είχα­με και δέντρα. Είχαν όμως οι άλλοι… Εδώ μέχρι ο Χρι­στός μπή­κε στον πει­ρα­σμό να φάει σύκα από συκιά που βρή­κε στο δρό­μο του (δε βρή­κε όμως κανέ­να και γι’’ αυτό την κατα­ρά­στη­κε, κατά τις για­γιά­δες που παρα­πέ­μπουν στις Γρα­φές. Γι’ αυτό και οι πολ­λές περί­ερ­γες προ­λή­ψεις). Πώς να συγκρα­τη­θού­με εμείς; Παι­διά τώρα, που άλλα φρού­τα δεν είχα­με. Το καρ­πού­ζι το είχα­με ψιλο­βα­ρε­θεί κοντά δυο μήνες… Και αν φας ένα σύκο γλυ­καί­νε­σαι και θες να φας και τα συκό­φυλ­λα (ναι δεν ισχύ­ει μόνο για τις γριές…). Οπό­τε περι­μέ­να­με το μεση­με­ρια­νό ραχά­τι και βουρ για σύκα, να τους πιά­σου­με στον ύπνο. Και επει­δή η συκιά δεν είναι σαν τα άλλα δέντρα που μπο­ρείς να στα­θείς από κάτω ή από το πλάι και να κόψεις το φρού­το, έπρε­πε να μπού­με «μέσα» στη συκιά και να ανέ­βου­με στο δέντρο. Κόβα­με και τρώ­γα­με. Από­λαυ­ση… που τη διέ­κο­πτε το πετρο­βο­λη­τό από τη θειά που μας έβλε­πε να κλέ­βου­με τα σύκα… και μάλω­μα από τη μάνα να μην ξανα­πά­με στη συκιά του τάδε… Και εκεί δεν ήξε­ρες τι ήταν το χει­ρό­τε­ρο. Η σφα­λιά­ρα ή η φαγού­ρα… Το γάλα της συκιάς καθώς κόβα­με το σύκο ακου­μπού­σε στο δέρ­μα και προ­κα­λού­σε τέτοια φαγού­ρα… ξεπε­τσα­ζό­μα­σταν!!! Μα μπρο­στά στη νοστι­μιά του σύκου τι ήταν η φαγούρα.

Τους συκο­φά­ντες (εκεί­νος που φανε­ρώ­νει τα σύκα που έχει κρύ­ψει στα ρού­χα του κάποιος) δε τους θέλα­με στην παρέα. Βέβαια ρού­χα δε φορού­σα­με, παρά ένα κοντό παντε­λο­νά­κι… Γι’ αυτό και η φαγού­ρα. Γέμι­ζε το κορ­μί γάλα. Μαρ­τυ­ριά­ρη­δες όμως είχα­με… Κάρ­φω­ναν και αυτά που οι μεγά­λοι δε έβλεπαν…

Πλέ­ον εξα­φα­νί­στη­καν και οι συκιές από το χωριό. Τα σπί­τια απέ­κτη­σαν κλι­μα­τι­στι­κά, τα φρού­τα τα αγο­ρά­ζου­με από το μανά­βη και η αυλή πρέ­πει να έχει μπάρ­μπε­κιου… Τα δέντρα είναι βρωμιά…

Και όταν καμιά φορά σήμε­ρα πάω στη λαϊ­κή, μπαί­νω στον πει­ρα­σμό να αγο­ρά­σω κεσε­δά­κια σύκα (ένα δε μου φτά­νει). Και από το πρώ­το σύκο συνει­δη­το­ποιώ ότι τα κλε­ψι­μέι­κα ήταν πιο νόστιμα…

 

 

[1] σύκον στον Αρι­στο­φά­νη ονο­μά­ζο­νταν το γυναι­κεί­ον αιδοί­ον και οι τότε καθώς πρέ­πει Αθη­ναί­οι την απεύ­φευ­γαν και έτσι έμει­νε σε εμάς η φρά­ση να δηλώ­νει την ειλι­κρί­νεια και την παρ­ρη­σία, να λέμε τα πράγ­μα­τα με το όνο­μά τους όπως ο Αρι­στο­φά­νης: τοιού­τος ουν μοι ο συγ­γρα­φεύς έστω, άφο­βος, αδέ­κα­στος, ελεύ­θε­ρος, παρ­ρη­σί­ας και αλη­θεί­ας φίλος, ως ο κωμι­κός φησί, τα σύκα σύκα, την σκά­φην δε σκά­φην ονο­μά­σων (Λου­κια­νός)

[2] Τόπος σκιε­ρός στον οποίο ανα­παύ­ε­ται το κοπά­δι τα μεση­μέ­ρια του καλοκαιριού

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο