Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Τα μπακαλιαράκια του Αρίστου», ο… ναός του μπακαλιάρου στη Θεσσαλονίκη

Στα Λαδά­δι­κα, απέ­να­ντι από το λιμά­νι της Θεσ­σα­λο­νί­κης, τα μέλη της οικο­γέ­νειας Κερα­νί­δη σε πλή­ρη απαρ­τία τρέ­χουν και …δεν φτά­νουν για να προ­λά­βουν τις τελευ­ταί­ες προ­ε­τοι­μα­σί­ες για τον μπα­κα­λιά­ρο, που ανή­με­ρα της 25ης Μαρ­τί­ου θα μπει στα τηγά­νια, ικα­νο­ποιώ­ντας τους ουρα­νί­σκους όλων όσοι ακο­λου­θούν πιστά το έθι­μο της ημέ­ρας. Ο μπα­κα­λιά­ρος έχει την τιμη­τι­κή του ανή­με­ρα της εθνι­κής επε­τεί­ου και οι μετρ του είδους βρί­σκο­νται στη φάση του ξαλ­μυ­ρί­σμα­τος τερά­στιων ποσο­τή­των μπα­κα­λιά­ρου, σε τερά­στιες γούρ­νες, ώστε να προ­σφέ­ρουν το γευ­στι­κό­τε­ρο δυνα­τό απο­τέ­λε­σμα στους πελά­τες τους. Ήδη, άλλω­στε, τα τηλε­φω­νή­μα­τα «πέφτουν βρο­χή» εδώ και μια εβδο­μά­δα, με τις προ­κρα­τή­σεις και τις παραγ­γε­λί­ες να έχουν χτυ­πή­σει ταβά­νι εδώ και μέρες.

Έναν αιώ­να ζωής και βάλε μετρά το κατά­στη­μα που βρί­σκε­ται στα χέρια της τετάρ­της πλέ­ον γενιάς και έχει τηγα­νί­σει εκα­τομ­μύ­ρια μπα­κα­λιά­ρους στη διάρ­κεια της λει­τουρ­γί­ας του, αλλά κάθε χρο­νιά, υπάρ­χει το ίδιο άγχος: να μη φύγει κανείς με παρά­πο­να, όπως λένε οι ιδιο­κτή­τες. Μιλώ­ντας στον ραδιο­φω­νι­κό σταθ­μό του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρα­κτο­ρεί­ου Ειδή­σε­ων «Πρα­κτο­ρείο 104,9 FM», η Μαρια­λί­ζα Κερα­νί­δου, η νεα­ρό­τε­ρη της οικο­γέ­νειας, που έχει χάσει όλες τις παρε­λά­σεις για να βοη­θά­ει τον παπ­πού και τον μπα­μπά της στην οικο­γε­νεια­κή ταβέρ­να, εξη­γεί ότι η δου­λειά της εβδο­μά­δας που δια­νύ­ου­με δεν συγκρί­νε­ται με καμία άλλη ολό­κλη­ρο τον χρό­νο. «Εδώ και δύο εβδο­μά­δες ξεκί­νη­σε η προ­ε­τοι­μα­σία, το καθά­ρι­σμα και το κόψι­μο του μπα­κα­λιά­ρου. Αυτή την εβδο­μά­δα κάνου­με το ξαλ­μύ­ρι­σμα που γίνε­ται σε τερά­στιες γούρ­νες, μιας και οι ποσό­τη­τες που έχου­με είναι πάρα πολ­λές και φέτος περισ­σό­τε­ρες από κάθε άλλη χρο­νιά. Γίνε­ται αλλα­γή κάθε επτά ώρες του κρύ­ου νερού για να φύγει το αλά­τι», σημειώ­νει η κ. Κερανίδου.

Η εικό­να με τις ουρές ανα­μο­νής έξω από το μαγα­ζί είναι γνώ­ρι­μη εδώ και χρό­νια. Τηλε­ο­πτι­κά δίκτυα από πολ­λές χώρες, ανά­με­σά τους και το BBC, ήρθαν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και αφιέ­ρω­σαν τηλε­ο­πτι­κό χρό­νο στον μπα­κα­λιά­ρο με το τρα­γα­νό περί­βλη­μα ‑κουρ­κού­τι και τη συνο­δευ­τι­κή σκορ­δα­λιά που πρω­τα­γω­νι­στεί στο κατά­στη­μα, το οποίο ξεκί­νη­σε από έναν μικρό πάγκο και έγι­νε σήμε­ρα μια μεγά­λη επι­τυ­χη­μέ­νη επιχείρηση.

Η ιστο­ρία ενός από τα μακρο­βιό­τε­ρα μπα­κα­λια­ρά­δι­κα της Θεσ­σα­λο­νί­κης («Τα μπα­κα­λια­ρά­κια του Αρί­στου») ξεκι­νά το 1910, όταν ο πατέ­ρας του Αρί­στου, ανοί­γει στην οδό Κατού­νη ένα κατά­στη­μα τόσο μικρό, που χωρού­σε μόλις ο ίδιος μέσα για να ψήνει τα εμπο­ρεύ­μα­τά του. Κύριοι πελά­τες του ήταν οι λιμε­νερ­γά­τες. Τα πρω­ι­νά, ο παπ­πούς έψη­νε μπου­γά­τσα στα κάρ­βου­να και κατά το μεση­μέ­ρι σέρ­βι­ρε διά­φο­ρες νοστι­μιές της μικρα­σια­τι­κής κου­ζί­νας, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας κυρί­ως γαύ­ρο και σαρ­δέ­λα. Το 1941, ανα­λαμ­βά­νει πλέ­ον ο γιος Αρί­στος το κατά­στη­μα και απο­φα­σί­ζει να σερ­βί­ρει μπα­κα­λιά­ρο, ο οποί­ος ήταν ρωσι­κής προ­έ­λευ­σης. Αρχι­κά χρη­σι­μο­ποιού­σε κάρ­βου­να στο ψήσι­μο και δεν υπήρ­χε δυνα­τό­τη­τα μεγά­λης παρα­γω­γής, με απο­τέ­λε­σμα το ψήσι­μο του μπα­κα­λιά­ρου να στα­μα­τά­ει στις 9–10 το πρωί και πολ­λοί ήταν αυτοί που έμε­ναν νηστικοί.

«Οι πελά­τες έτρω­γαν σχε­δόν στα όρθια και όπου μπο­ρού­σαν να στη­θούν για να κολα­τσί­σουν στο διά­λειμ­μά τους από την κοπια­στι­κή εργα­σία. Συνή­θως άπλω­ναν την εφη­με­ρί­δα, στην οποία σέρ­βι­ρε το κατά­στη­μα το ψαρά­κι, σε καπό αυτο­κι­νή­των και σε άμα­ξες ή όποιου είδους λαμα­ρί­να βρι­σκό­ταν πρό­χει­ρη μπρο­στά τους», εξη­γεί η νεα­ρή κόρη ενός εκ των ιδιοκτητών.

Το 1987, ο παπ­πούς πλέ­ον Αρί­στος παρα­δί­δει το φημι­σμέ­νο κατά­στη­μα στα ανί­ψια του, Δημή­τριο και Νικό­λαο Κερα­νί­δη. Ο Δημή­τρης ήταν από­φοι­τος σχο­λής Μηχα­νο­λό­γων και ο Νίκος από­φοι­τος Φυσι­κού. Τα δυο αδέρ­φια βλέ­πο­ντας πως η δου­λειά αυξα­νό­ταν, αλλά­ζουν μετά από κάποια χρό­νια τα παλιά συστή­μα­τα ψησί­μα­τος του παπ­πού με σύγ­χρο­να , δια­τη­ρώ­ντας όμως πιστά την παρά­δο­ση που τους δίδα­ξαν οι πρό­γο­νοί τους.

Η μικρό­τε­ρη της οικο­γέ­νειας, που μεγά­λω­σε όπως τα αδέρ­φια και τα ξαδέρ­φια της, με την έντα­ση στη γεύ­ση και τη μυρω­διά του μπα­κα­λιά­ρου, δεν γνω­ρί­ζει ούτε και αυτή τα μυστι­κά του, ή του­λά­χι­στον δεν θέλει να τα δώσει στη δημο­σιό­τη­τα, κάτι που είναι και το πιο πιθα­νό. Εξάλ­λου, όπως λέει και η ίδια, για πάνω από εκα­τό χρό­νια τα στό­μα­τα των ελά­χι­στων εμπλε­κο­μέ­νων παρα­μέ­νουν ερμη­τι­κά κλει­στά και κανείς δεν φανέ­ρω­σε τίπο­τα για τα υλι­κά και τη δοσολογία.

«Όλοι οι πελά­τες μας θέλουν να μάθουν τα μυστι­κά του τηγα­νη­τού μπα­κα­λιά­ρου σκορ­δα­λιά, άλλα αυτό είναι κάτι που δεν μπο­ρεί να συμ­βεί. Για να κατα­λά­βε­τε πόσο καλά κρα­τή­θη­κε έναν αιώ­να το μυστι­κό μας και δεν έχει διαρ­ρεύ­σει το παρα­μι­κρό, ακό­μη και το κουρ­κού­τι που έφτια­χνε ο Αρί­στος ‑ό,τι περίσ­σευε- το πετού­σε στο αυλά­κι, στον υπό­νο­μο, για να μην μάθει κάνεις τα υλι­κά της μυστι­κής συντα­γής. Μπο­ρώ να σας πω μόνο ότι η σκορ­δα­λιά μας γίνε­ται με ψωμί και για όσους θα τηγα­νί­σουν στο σπί­τι, ο μπα­κα­λιά­ρος θέλει πολύ λάδι, πολ­λή υπο­μο­νή και πολύ δυνα­τή φωτιά για να μην… καθί­σει και κολ­λή­σει στο τηγά­νι», σημειώ­νει η Κερανίδου.

Πηγή: ΑΠΕ

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο