Μια βαθιά αντιπολεμική ταινία πιο επίκαιρη από ποτέ, αφού επικεντρώνεται σε έναν άλλο πόλεμο, αυτόν της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν για τον έλεγχο του θύλακα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Ένας πόλεμος που διήρκησε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες με ανυπολόγιστο αριθμό νεκρών και από τις δύο πλευρές.
Ο πόλεμος παγώνει τον χρόνο. Το παγωμένο βλέμμα των ανθρώπων, τα παγωμένα –άλλοτε βροχερά και άλλοτε- χιονισμένα τοπία, οι παγωμένες σιωπές των πλάνων.
Το ντοκιμαντέρ χωρίζεται σε 13 κεφάλαια. Οι άνθρωποι κινούνται σε ρευστούς γεωγραφικούς χώρους, κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν ο χώρος αυτός είναι ο δικός του χώρος ή ο χώρος του άλλου. Ο άλλος είναι ο «αδελφός» και συνάμα ο «ξένος», ο «εχθρός».
Η ταινία ξεκινά με ένα ανθρωπογεωγραφικό παιχνίδι. Μετά τη συμφωνία ειρήνης μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, το φθινόπωρο του 2020, ο Σεργκέι, ένας Αρμένιος αγρότης διαπιστώνει ότι ένα μέρος του οπωρώνα του, που είναι σπαρμένος με ροδιές, ανήκει πλέον στο Αζερμπαϊτζάν. Κάποιες ροδιές παραμένουν υπό αρμενικού εδάφους ενώ κάποιες ροδιές, του ίδιου όμως οπωρώνα, ανήκουν πια στον «εχθρό».
Με τα ρόδια να παραπέμπουν σε μια παρατζανοφική χαμένη αθωότητα και χωρίς επεξηγηματική off αφήγηση, αλλά αφήνοντας τη δύναμη της εικόνας και τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του δράματος να μιλήσουν, η ταινία αποτυπώνει συγκινητικά κομμάτια από την ανθρώπινη, πολιτισμική και ιστορική τραγωδία η οποία εκτυλίσσεται στο Ναγκόρνο — Καραμπάχ και στη σκιά μεγαλύτερων και πιο διαφημισμένων παρακείμενων πολεμικών συγκρούσεων.
Χάρη σε μια παράδοξη χρονική σύμπτωση, κάνει εξαιρετικά επίκαιρη την τεράστια γεωπολιτική σημασία της εύφλεκτης περιοχής μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Κασπίας, έχοντας πάντα στο κέντρο του κάδρου της τον απλό, παρασυρμένο στη δίνη της Ιστορίας άνθρωπο.
Με αφορμή λοιπόν σε ποιον ανήκει τελικά ο οπωρώνας του Σεργκέι, η ταινία διερευνά τον ρευστό χώρο σε συνδυασμό με τις ρευστές ταυτότητες των κατοίκων του θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ένας ανθρωπογεωγραφικός γρίφος που είναι αδύνατον να επιλυθεί με τη λογική και που το παράλογο του πολέμου κόστισε χιλιάδες ζωές τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.
Οι Αρμένιοι κάτοικοι του θύλακα, μέσα από τις πανάρχαιες τελετουργίες των Εξόδων, εγκαταλείπουν τις πατρογονικές εστίες τους, την ίδια στιγμή που οι Αζέροι, πρώην κάτοικοι του θύλακα, αισθάνονται εκδιωγμένοι και δηλώνουν έτοιμοι να επιστρέψουν. Μία ταυτόχρονη πορεία εγκατάλειψης και κατοίκησης του γεωγραφικού χώρου όπου τα γεωγραφικά σύνορα συγκρούονται και συνθλίβονται με τα ψυχολογικά όρια.
Στην «Έξοδο», οι Αρμένιοι θα πάρουν μαζί τους ό,τι νομίζουν ότι τους ανήκει: λείψανα, αρχαίες πέτρες, οικοσκευές, ακόμα και ολόκληρα σπίτια θα φορτωθούν πάνω σε φορτηγά αυτοκίνητα που θα διασχίσουν κοιλάδες και ορεινούς όγκους. Άλλοι θα κάψουν τα σπίτια για να μην πέσουν στα χέρια του «εχθρού».
Όλοι όμως, ανεξάρτητα από το πώς διαχειρίζονται το συλλογικό τραύμα, θα κληθούν να επιβιώσουν με την απώλεια και να θάψουν τη μνήμη στον κουρνιαχτό του πολέμου.
Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό δοκίμιο για την ταυτότητα του «εγώ» και του «άλλου», του «ξένου», του «εχθρού». Την ίδια στιγμή, οι Αζέροι επιστρέφουν και καταλαμβάνουν το κενό κτηριακό απόθεμα των οικιστικών θυλάκων της περιοχής, προσπαθώντας και αυτοί να κατανοήσουν την ταυτότητα του «άλλου», χωρίς να αντιλαμβάνονται πραγματικά τι είναι αυτό που χωρίζει τους ανθρώπους και τέμνει κοινό γεωγραφικό χώρο σε διαφιλονικούμενες ζώνες.
Το σενάριο και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Θωμάς Σίδερης, τη φωτογραφία ο Mert Kaya, την πρωτότυπη μουσική ο Χρήστος Τσιαμούλης, το μοντάζ ο Γιώργος Χαλαμπαλάκης, η τελική τεχνική επεξεργασία της ταινίας έγινε στο Studio A14.
Από 31/3 η ταινία προβάλλεται στον ιστορικό κινηματογράφο της Αθήνας STUDIO (Σταυροπούλου 33, πλ. Αμερικής) σε κινηματογραφική διανομή από τη New Star Art Cinema | Τηλ 210–8640054 –6932479731-Καθημερινά στις 18.30
Η ταινία «Τα ρόδια του Ναγκόρνο Καραμπάχ», του δημοσιογράφου της ΕΡΤ Θωμά Σίδερη, συμμετείχε και στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στο διεθνές πρόγραμμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» (προβλήθηκε 16 Μαρτίου)
Πρόκειται για μια ταινία, επίκαιρη, αφού επικεντρώνεται σε έναν άλλο πόλεμο, αυτόν της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν για τον έλεγχο του θύλακα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ένας πόλεμος που διήρκησε σχεδόν τέσσερις 10ετίες με ανυπολόγιστο αριθμό νεκρών και από τις δύο πλευρές.
Kινηματογραφικό δοκίμιο
«Τα ρόδια του Ναγκόρνο Καραμπάχ» είναι μία κινηματογραφική καταγραφή του ξεριζωμού και της περιπλάνησης των κατοίκων του Ναγκόρνο Καραμπάχ, που μετρούν χιλιάδες νεκρούς τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες και της μετακίνησής τους σε γκρίζα και βροχερά τοπία όπου κανένας δεν γνωρίζει τι είναι δικό του, πού βρίσκονται τα σύνορα και ποια είναι εντέλει η πατρίδα του.
Εδώ και σαράντα περίπου χρόνια, όσο κρατά ο πόλεμος μεταξύ Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν, το πολυπαθές Ναγκόρνο Καραμπάχ αποτελεί μία αμφισβητούμενη περιοχή, μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας, που διεκδικούν και οι δύο εχθρικές χώρες. Μετά τη συμφωνία ειρήνης το φθινόπωρο του 2020, τα σύνορα οριοθετούνται εκ νέου και οι Αρμένιοι κάτοικοι του Ναγκόρνο Καραμπάχ αναγκάζονται να εγκαταλείψουν σπίτια, περιουσίες, χωράφια και τους νεκρούς τους. Ταυτόχρονα, οι επί χρόνια εκδιωγμένοι Αζέροι, πρώην κάτοικοι της περιοχής, δηλώνουν έτοιμοι να επιστρέψουν.
Σύνορα που μετακινούνται, παραλογισμός, οργή και οδύνη. Μέσα σε όλα αυτά, γνωρίζουμε τον Σεργκέι, έναν Αρμένιο αγρότη που καλλιεργεί ροδιές, ο οποίος διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με την νέα συνθήκη, μέρος του χωραφιού του τού ανήκει, ενώ ένα άλλο τμήμα ανήκει πλέον στον εχθρό. Ποιος δικαιούται να γεύεται τα ρόδια του Ναγκόρνο Καραμπάχ;
Ήδη, από τον εύστοχο τίτλο, το ντοκιμαντέρ του Θωμά Σίδερη καταγράφει την παράνοια ενός πολέμου που εδώ και τέσσερις δεκαετίες έχει κοστίσει πολύ ακριβά και στις δύο πλευρές: ανυπολόγιστος ο αριθμός των νεκρών, αλλά και το ψυχικό κόστος του ξεριζωμού. Ειδικά οι μονίμως κυνηγημένοι Αρμένιοι, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι κάτοικοι από την αρχαιότητα (τον 5ο αιώνα π.Χ, το σημερινό Ναγκόρνο Καραμπάχ ανήκε στο Βασίλειο της Αρμενίας), θεωρούν την υπεράσπιση της περιοχής τους θέμα εθνικής τιμής.
Ο Σίδερης κινηματογραφεί νεαρούς στρατιώτες, πιθανόν και αγέννητους το 1994 στην κατάπαυση του πυρός, να τραγουδούν γελαστοί εθνικιστικά τραγούδια, έτοιμοι να θυσιαστούν για τα πατρογονικά εδάφη. Ή αγρότες που μοιράζονται ένα πιάτο φαΐ και συζητούν τι θα απογίνουν οι περιουσίες τους, μέχρι που ένας ξεσπά σε έναν περήφανο αρμένικο μοιρολόι. Γυναίκες που κλαίνε θάβοντας τους νέους νεκρούς ή ξεθάβοντας τα κόκκαλα των προγόνων τους, άντρες που διαλύουν τα σπίτια τους και τα φορτώνουν σε φορτηγά για να πάρουν όσα περισσότερα μπορούν μαζί τους, ή τα καίνε από τα θεμέλια, αρνούμενοι να τα αφήσουν στον εχθρό.
Με μοντάζ που εμπιστεύεται τη δύναμη της εικόνας και κρατά το ωμό υλικό σε εγρήγορση, ο Σίδερης κάθε τόσο επιστρέφει στις ροδιές του Σεργκέι ως εύρημα για να αποδείξει ότι πραγματική πρωταγωνίστρια στη δυστυχία των ανθρώπων είναι η παντελής έλλειψη λογικής: μετά από μισό αιώνα, κανείς δεν γνωρίζει τι είναι δικό του, που βρίσκονται τα σύνορα, ποια είναι η πατρίδα του.
Με φόντο τα καμένα σπίτια, τα ερημωμένα τοπία και τα χαρακωμένα πρόσωπα των πρωταγωνιστών αυτής της τραγωδίας, παρακολουθούμε ουσιαστικά την αιώνια ιστορία της ανθρωπότητας: οι λαοί πιόνια στην πολεμοχαρή σκακιέρα των ισχυρών, βιώνουν εγκατάλειψη, ξεριζωμό, μετρούν απώλειες κι αναζητούν τόπο και ταυτότητα.