Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Τα σκαρπίνια» του Παύλου Μουρουζίδη

  στη μνή­μη του πατέ­ρα μου
του Παύ­λου Α. Μουρουζίδη

Κοντά δώδε­κα χρό­νια συμπλή­ρω­νε στο σπι­τι­κό του στην πόλη ο Ανέ­στης με τη φαμε­λιά. Σπι­τι­κό να το κάνει ο θεός, δηλα­δή· όλο από πλι­θί, δυο σόμπες να ζεσταί­νουν καθι­στι­κό και κου­ζί­να κι οι δυό του κάμα­ρες, πάντα μπού­ζι· τ’ απο­χω­ρη­τή­ριο έξω απ’ το σπί­τι, μπά­νιο στη σκά­φη με το γκιού­μι κι ο βαρύς ηπει­ρω­τι­κός χει­μώ­νας, λες κι ατελείωτος.

Πλί­θι­να και τα περισ­σό­τε­ρα σπί­τια στη Γκιό­λα, την απλω­μέ­νη γει­το­νιά έξω απ’ την πόλη με τις παλιές, κοντό­χο­ντρες, θαρ­ρείς κακο­χυ­μέ­νες, μονο­κα­τοι­κί­ες και τις μεγά­λες αυλές. Φτω­χι­κά τα σπί­τια, μα όχι και παρα­τη­μέ­να, με τα ασβε­στω­μέ­να τοι­χά­κια και τους αυλα­γά­δες, τις ταχτο­ποι­η­μέ­νες σάγιες και τον περι­ποι­η­μέ­νο κήπο, με τις μηλιές, την κερα­σιά ή την αχλα­διά σε κάποια γωνιά του· τα παλιά κερα­μί­δια, που πριν πιά­σουν οι βρο­χές ανα­νε­ώ­να­νε τα μπα­λώ­μα­τα στις στέ­γες, με ότι γλύ­τω­νε από τα κατα­στρο­φι­κά παι­χνί­δια των πιτσι­ρι­κά­δων που εξα­σκού­σαν τις γρο­θί­τσες τους επά­νω τους.

Στα δώδε­κα χρό­νια, πρώ­τη φορά ακου­γό­τα­νε το χαρού­με­νο σφύ­ριγ­μα του Ανέ­στη, καθώς κάρ­φω­νε τα δοκά­ρια της σκε­πής. Δεκά­ρι λατά­κι για τα πλαϊ­νά, δοκά­ρια για τα μεσια­νά, τα καρ­φιά πετού­σαν σαν ακρο­βά­τες απ’ το χέρι στο δοκά­ρι, πριν κοντο­στα­θούν για λίγο στο στό­μα που τα συγκρα­τού­σε ίσα — ίσα· και τικ — τουκ – τακ, με τρεις ζυγια­σμέ­νες σκε­παρ­νιές, ανα­παύ­ο­νταν βαθιά στις κόντρες του δοκαριού.

Παρά­νο­μο το και­νού­ριο δωμά­τιο που ‘χτι­ζε ο Ανέ­στης, το μόνο από τού­βλο και σωστό, όχι τ’ άψη­το τούρ­κι­κο, κερα­μί­δι· σ’ ένα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο, με τις νύχτες μαζί, σα να φύτρω­σε άξαφ­να η νέα κάμα­ρη, χάρις στη βια­στι­κή κι αστα­μά­τη­τη δου­λειά του μικρού συνερ­γεί­ου και τα “στρα­βά μάτια” των γει­τό­νων, που τον συμ­βού­λε­ψαν τη Δευ­τέ­ρα να ‘ναι τελειω­μέ­νο για να μην του το ρίξουν οι αρχές.

Ανά­σα­νε ο Ανέ­στης βαθιά σαν τ’ από­σω­σε, έσπρω­ξε προς τα πάνω το γεί­σο του τζό­κεϋ στο κεφά­λι του και πισω­πα­τώ­ντας, βάλ­θη­κε να ζυγιά­ζει τη δου­λειά του στην και­νού­ρια μονό­ρι­χτη σκε­πή, προ­σπα­θώ­ντας να ξετρυ­πώ­σει ό,τι μπο­ρού­σε να διορ­θω­θεί. «Σαν καλύ­τε­ρα τώρα» νού­νη­σε, καθώς έξυ­νε τον κρό­τα­φο με το νύχι του αντί­χει­ρα, όπως το ‘χε συνήθειο.

Δεν τη φοβό­ταν τη δου­λειά ο Ανέ­στης, λες κι ανα­με­τριό­ταν μαζί της κάθε μέρα, λες και πάλευε μ’ ένα θεριό και στο σχό­λα­σμα της μέρας θα χτυ­πού­σε το καμπα­νά­κι που θα τον ανα­κη­ρύ­ξει νικη­τή· καλού­πω­νε, σιδέ­ρω­νε, ό,τι χρεια­ζό­ταν πρώ­τος και καλύ­τε­ρος. Το τανα­λά­κι το δού­λευε και με τα δυό χέρια, «πιο ξεκού­ρα­στα έτσι», παι­νευό­τα­νε ότι τέλειω­νε τις δου­λειές του γρή­γο­ρα και μερα­κλί­δι­κα. Με τα χρό­νια τα χέρια του είχαν γίνει σίδε­ρο, σαν προ­έ­κτα­ση απ’ το τανα­λά­κι κι αυτά. Ψιλό­λι­γνος και δυνα­τός, δεν έχα­νε μερο­κά­μα­το βρέ­ξει – χιο­νί­σει, με πυρε­τό ή άφα­γος καμιά φορά, δεν βαρυ­γκω­μού­σε ποτέ του. Ωραί­ος κι ευθυ­τε­νής, έβα­ζε την μπλε του φόρ­μα και το τζό­κεϋ κι έφευ­γε τα χαρά­μα­τα για τη δου­λειά· σχε­δόν αγνώ­ρι­στος κάθε από­γε­μα που γυρ­νού­σε κατά­κο­πος στο σπί­τι· άλλο­τε άσπρη απ’ τους ασβέ­στες η φόρ­μα, άλλο­τε πυρο­κόκ­κι­νη από τα σίδε­ρα, ανά­λο­γα τη δου­λειά και τον εργολάβο.

Ό,τι δεν κατά­φερ­νε ο χρό­νος στα πενή­ντα δύο χρό­νια της ζωής τού Ανέ­στη, το κατά­φερ­νε μέσα σε ένα δεκά­ω­ρο η εξά­ντλη­ση του μερο­κά­μα­του· τ’ απο­γέ­μα­τα γύρι­ζε σέρ­νο­ντας το βήμα, μια σπι­θα­μή κοντύ­τε­ρος θαρ­ρείς, σαν κοντύ­τε­ρη κι η ανά­σα του μετά από κάθε βήμα.

  ~ / / ~ 

  Ταχτι­κός στη δου­λειά του, ταχτι­κός σε όλα του ο Ανέ­στης. Μετρη­μέ­νη ζωή, μετρη­μέ­να και τα έξο­δα. Δεν έπι­νε, δεν κάπνι­ζε, δε χαρ­τό­παι­ζε. «Αυτά είναι για τους ρεμπε­σκέ­δες», έλε­γε και ξανα­ρι­χνό­τα­νε στη δου­λειά λες και ο κίν­δυ­νος να τον κακο­χα­ρα­κτη­ρί­σουν παρα­μό­νευε. Κάτι αλά­νια στη δου­λειά τού κολ­λού­σα­νε που και που, ότι πιά­νε­ται κορόι­δο, ότι χαλά­ει την πιά­τσα και τέτοια.

« — Ποιο σιγά ρε Ανέ­στη, θα μας ξεκάνεις.»

« — Ακα­μά­τη­δες», μουρ­μού­ρι­ζε μες στα δόντια του, «ξεκου­νά­τε ρε μαμα­ζέ­λες» τους πρό­γκι­ζε, «παρ­τά­κη­δες» τους ανέ­βα­ζε «ψευ­τό­μα­γκες» και «γλύ­φτες» τους κατέβαζε.

« — Δεν έχω την ανά­γκη σας, ας πάρει το πτυ­χίο του ο μεγά­λος μου τον άλλο μήνα και να δεις που σας γρά­φω!», τους χαστού­κι­ζε με τα λόγια του. Στους ρου­φιά­νους του κάθε αφε­ντι­κού, ακό­μη χει­ρό­τε­ρα, δεν υπήρ­χα­νε προ­σχή­μα­τα και εγκρά­τειες κι όταν κάποιο τσι­ρά­κι τού σήκω­σε και τ’ ανά­στη­μα, ο Ανέ­στης, ασυ­γκρά­τη­τος, δεν αρκέ­στη­κε στα λόγια:

« — Τρά­βα να κου­νη­θείς στ’ αφε­ντι­κό σου ρε, εκεί που σε παίρ­νει» και τού χύμη­ξε. Τρεις και δεν μπο­ρού­σαν να τον κάνουν ζάφτι, πού να ξανα­πα­τή­σει στη δου­λειά ο μαγκίτης.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, τους από­διω­χνε όλους.

« — Δεν κάνεις καλά Ανέ­στη» προ­σπα­θού­σε να τον συνε­τί­σει ο Γρη­γό­ρης, «όλοι συνά­δελ­φοι είναι, με τη δου­λειά δεν πρό­κο­ψε κανείς, μόνο σαν τρα­νώ­σου­με το κόμ­μα θα ιδού­με Θεού πρό­σω­πο» κι άρχι­ζε το πιλάτεμα.

« — Άσε ρε Γρη­γό­ρη, εσύ καλά τα βόλε­ψες, εγώ τα χέρια μου έχω, ένα μιστό κι αυτόν όχι κάθε χειμώνα.»

Ένα καφε­νείο η έξο­δος του Ανέ­στη κι αυτή κάνα δυό Κυρια­κές το μήνα, χωρίς πολ­λά – πολ­λά. Καφές τούρ­κι­κος, μέτριος και δυό καλη­μέ­ρες όλες κι όλες, μια μπαί­νο­ντας κι άλλη μια, με μια αμή­χα­νη κίνη­ση του χεριού, απο­χαι­ρε­τώ­ντας. Η παρέα στο καφε­νείο, λίγοι άνθρω­ποι της δου­λειάς, οικο­δό­μοι και μηχα­νο­τε­χνί­τες, ο καθέ­νας στο τρα­πε­ζά­κι του. Μόνο με το Γρη­γό­ρη είχε δυό κου­βέ­ντες παρα­πά­νω. Καλός και τίμιος δου­λευ­τής ο Γρη­γό­ρης, παλιός ΕΛΑ­Σί­της, πρό­σφα­τα καλο­πά­ντρε­ψε τα παι­διά του με προί­κες ατρά­ντα­χτες κι ο ίδιος τα ‘βγα­ζε πέρα χωρίς πολ­λές σκα­σί­λες. Αυτό, το ότι ήταν κου­κου­ές ο Γρη­γό­ρης, ποσώς τον συγκι­νού­σε, αρκεί που ήταν εργα­τι­κός και ντό­μπρος στις κου­βέ­ντες του, όσο για ιδέες…

« — Εργά­τες σαν και σένα χρειά­ζε­ται το κόμ­μα, τίμιους και με καθα­ρό μυα­λό» και δώσ’ του η ίδια κου­βέ­ντα κάθε φορά, όπο­τε ανταμώνανε.

« — Τι τα θες ρε Γρη­γό­ρη, ποιοι να αλλά­ξουν την κατά­στα­ση, δεν τους βλέ­πεις; ο ένας χει­ρό­τε­ρος απ’ τον άλλο». Κάπως έτσι τα ψιλο­λέ­γα­νε, ακού­γο­ντας κάναν μακρύν γκαϊ­ντέν ή την Σέρ­ρα στο καφενείο.

    ~ / / ~

 Μέρα πλη­ρω­μής σήμε­ρα Σαβ­βά­το κι ο Ανέ­στης βιά­ζει το βήμα του να γυρί­σει στο σπί­τι. Η προ­κα­τα­βο­λή του δεκα­πεν­θή­με­ρου τού ζέσται­νε κάθε φορά την τσέ­πη και την καρ­διά. Στο δρό­μο ποτέ δε χασο­με­ρού­σε· σφίγ­γο­ντας τα σαρα­ντα­δύο χιλιά­ρι­κα της προ­κα­τα­βο­λής στην τσέ­πη, χωρίς να ξεστρα­τί­σει ούτε το βλέμ­μα του, περ­νού­σε να ξεχρε­ώ­σει πρώ­τα απ’ τον κρε­ο­πώ­λη στο κέντρο και μετά καρ­φί στο παντο­πω­λείο της γει­το­νιάς, να σβή­σει τα βερε­σέ­δια. Εκεί­νο το Σάβ­βα­το, ξαλα­φρω­μέ­νος λες και ήρθε στα ίσα του, επέ­στρε­ψε στο σπί­τι σχε­δόν θριαμβευτικά:

  • «Σαρα­ντα­δύο εξα­κό­σια τριά­ντα, Σού­λα, πήρα αύξηση!»

Αφή­νο­ντας την κού­κλα της στο κρε­βά­τι η μικρή τους Αργυ­ρώ, αρπά­ζει το μικρό μασού­ρι με τα χιλιά­ρι­κα απ’ τα χέρια του και το τινά­ζει ψηλά προς τη λάμπα για να χορο­πη­δή­ξει πανη­γυ­ρι­κά από κάτω τους, καθώς την περι­λού­ζα­νε στον άναρ­χο στρο­βι­λι­σμό τους.

« — Να πάω για παγωτό;»

« — Μάζε­ψε τον μικρό απ’ την αυλή στο σχο­λείο και φέρε για όλους», της φωνά­ζει για να προ­λά­βει τα «γιού­πι» της μικρής και τα «ζήτω» που έφτα­σε κιό­λας στην εξώ­πορ­τα. «Με το δώρο του Πάσχα, τον άλλο μήνα, θα πάρω τα σκαρ­πί­νια που έβα­λα στο μάτι για την ορκω­μο­σία του μεγά­λου», νού­νη­σε κι έσκα­σε το χεί­λι του αφηρημένα.

« — Να ράψεις κάνα φου­στά­νι κι εσύ Σού­λα, να σε δει ο Θεός, για την ορκω­μο­σία να ‘ναι έτοι­μο» της παρήγγειλε

« — Πολ­λά μαζεύ­ο­νται Ανέ­στη, πήγαι­νε μόνο σου καλύ­τε­ρα σαν έρθει ο και­ρός, να μην ξοδευό­μα­στε διπλά».

 ~ / / ~

Στο νέο εργο­λά­βο που ‘πια­σε δου­λειά το καλο­καί­ρι ο Ανέ­στης, δεν ήταν τόσο η κού­ρα­ση, όσο η καρ­βου­νό­σκο­νη που δεν υπο­φέ­ρο­νταν. Τρύ­πω­νε παντού, στα μαλ­λιά, στο δέρ­μα, μες στα ρου­θού­νια. Τρία χέρια σαπού­νι στο μπά­νιο και η καρ­βου­νί­λα δεν έλε­γε να καθα­ρί­σει κι όταν με τα πολ­λά καθά­ρι­ζε, δεν έλε­γε να ξεκολ­λή­σει από τη μύτη όπου γίνο­νταν, μύξα και κάρ­βου­νο, ένα. Πήρε κι από κοντά και το μεγά­λο του γιο το φοι­τη­τή, «το που­λα­ρά­κι μου» που τον έλε­γε, «να ψηθεί λίγο» όσο ήταν καλο­καί­ρι. Φτυα­ρί­ζα­νε μαζί τα ατέ­λειω­τα βου­νά από κάρ­βου­νο καθώς ξεχεί­λι­ζε από τις ται­νί­ες μετα­φο­ράς, προς τους σπα­στή­ρες του ατμοη­λε­κτρι­κού σταθ­μού που κατά­πι­νε τις τερά­στιες ποσό­τη­τες αχόρταγα.

« — Και με τα δυό χέρια, εναλ­λάξ να μην κου­ρά­ζε­σαι, σαν φτά­σει το φτυά­ρι στο ύψος της ται­νί­ας, μετά πάει μόνο του» συμ­βού­λευε το γιο του, «αλλά­ζεις χέρι και γυρί­ζεις πλευ­ρά στην ται­νία, να παί­ζουν τα χέρια σου άνε­τα». Σα μηχα­νές από­λυ­τα συγ­χρο­νι­σμέ­νες, αλλά­ζα­νε μαζί χέρι και πλευ­ρό, σα ζευ­γά­ρι χορευ­τι­κό, σα φιγού­ρες φου­του­ρι­στι­κές,  γκρι­ζό­μαυ­ρες από το ντου­μά­νι του κάρ­βου­νου, μπρο­στά ο πατέ­ρας και πίσω ο γιός. Φτού­ρα­γε έτσι η δου­λειά, ‘φχα­ρι­στη­μέ­νος και με τους δυο τους ο εργο­λά­βος. Μόνο στο συνερ­γείο σκά­γα­νε κάποιοι συνά­δελ­φοι του Ανέ­στη, «με ρέγου­λα ‘ναθε­μά σας» μάνια­ζαν και βλα­στη­μού­σαν όταν τους έβλε­παν να καθα­ρί­ζουν με γρή­γο­ρες φτυα­ριές «χραπ – χρουπ» το κάρ­βου­νο κάτω από τις ται­νί­ες. Είδε κι από­ει­δε ένας τους πως δε ρεγου­λά­ρε­ται εύκο­λα ο Ανέ­στης, «θα σε τακτο­ποι­ή­σω», σκέ­φτη­κε και χωρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη έβα­λε μπρος το χου­νέ­ρι που τού ετοίμαζε.

Στο μεση­με­ρια­νό διά­λειμ­μα, σαν κάθι­σαν να γευ­μα­τί­σουν και καθώς έβγα­λε ο Ανέ­στης τ’ άρβυ­λα να δρο­σι­στούν τα πόδια του, πιά­νει κι αλεί­φει με την ψαρό­κολ­λα τ’ άρβυ­λο μπρος – πίσω. Μες στην κάψα του καλο­και­ριού γρή­γο­ρα στέ­γνω­σε η κόλ­λα, ξερά­θη­κε το άρβυ­λο στα δάχτυ­λα και στις φτέρ­νες· ως το σκό­λα­σμα, είχε γίνει αλύ­γι­στο σα κού­τσου­ρο, πλή­για­σε τα πόδια του Ανέ­στη, έκο­ψε κι ο ρυθ­μός στο φτυάρισμα…

    ~ / / ~ 

Ήσυ­χα που ‘ναι τα απο­γέ­μα­τα της Κυρια­κής… Σα να κοπά­ζει το βου­η­τό της εβδο­μά­δας που πέρα­σε και μαζεύ­ουν τις δυνά­μεις τους οι ανθρώ­ποι για να τα βγά­λουν πέρα στον ανή­φο­ρο της νέας, που πλη­σιά­ζει σχε­δόν απει­λη­τι­κά. Ήρε­μα, νωχε­λι­κά, σιά­ζει τα χαρ­τά­κια του ο Ανέ­στης, από τα φύλ­λα του ημε­ρο­λο­γί­ου όπου σημειώ­νει τα μερο­κά­μα­τα. Τεντώ­νει αργά — αργά τις τσα­λα­κω­μέ­νες γωνί­ες, σαλιώ­νει το μολυ­βά­κι, προ­σθέ­τει, τα περ­νά­ει στο τεφτέ­ρι του, μετρά­ει και βαριε­στη­μέ­να μονο­λο­γεί «κάτι κάνα­με αυτό το μήνα, είκο­σι έξι μερο­κά­μα­τα, έντε­κα ώρες υπε­ρω­ρία, δυό Κυρια­κές», σα να κάνει τον απο­λο­γι­σμό της ζωής του. Δεν τα κατά­φερ­νε κι άσχη­μα, με ένα μερο­κά­μα­το πότε στην οικο­δο­μή πότε στα έργα, μεγά­λω­νε τρία παι­διά· ο μεγά­λος παίρ­νει το πτυ­χίο του, σε λίγες μέρες ορκί­ζε­ται, έχτι­σε και την κάμα­ρη, ο εργο­λά­βος τού ‘ταξε άλλους δυο χρό­νους δου­λειά στα γεμά­τα, στρα­βά κου­τσά τα ‘φερ­νε βόλτα.

Πέρα­σαν οι μέρες, ήρθε το Πάσχα, πλη­ρώ­θη­κε και το δώρο. Την ίδια μέρα, πλύ­θη­κε κι άλλα­ξε βια­στι­κά στο σπί­τι και βγή­κε να ψάξει για σκαρ­πί­νια στα μαγα­ζιά. Τόσα χρό­νια στ’ άρβυ­λα τα πόδια του, είχε την έγνοια αν θα βρει άνε­τα σκαρ­πί­νια, να χωρά­νε τα τυραν­νι­σμέ­να φαρ­διά του πέλματα:

« — Αυτό είναι το καλού­πι σου, με γειά» του ευχή­θη­κε ο πωλη­τής καθώς τα ταχτο­ποιού­σε στο κου­τί τους. Το πήρε και βια­στι­κά επέ­στρε­ψε στο σπί­τι να τα ξανα­προ­βά­ρει. Αφού τα ξανα­φό­ρε­σε, δε χόρ­ται­νε να τα γυα­λί­ζει και να τα χαζεύ­ει, με όλο το οικο­γε­νεια­κό φασα­ριό­ζι­κο κοι­νό να χαί­ρε­ται με τη χαρά του. Βημά­τι­ζε αργά, τα κοι­τού­σε χαμο­γε­λώ­ντας ως τ’ αυτιά, τόσο χαρού­με­νος που μόνο μετά από ώρα τα έβγαλε.

« — Με γειά μπα­μπά!» φωνά­ζα­νε τα μικρά.

« — Ούτε γαμπρός!» ξεκαρ­δι­ζό­ταν η γυναί­κα του, «άιντε, χαηρ­λί­δι­κα να βγουν, άντε μπας κι αλλά­ξει κι η τύχη μας» ευχότανε.

« — Χμ, λες και δε θα ξανα­φο­ρέ­σω τ’ άρβυ­λα…» μουρ­μού­ρι­σε και χαμο­γέ­λα­σε μελαγ­χο­λι­κά καθώς χάι­δευε τα κεφα­λά­κια των παιδιών.

 

Πέρα­σε ο και­ρός, ήρθε η μέρα της ορκω­μο­σί­ας, επι­τέ­λους, φόρε­σε το σκού­ρο γκρι του κοστού­μι ο Ανέ­στης, λυγε­ρό­κορ­μος κι ωραί­ος, έβα­λε τα και­νού­ρια του σκαρ­πί­νια και πήρε το λεω­φο­ρείο για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ήρθε και με βρή­κε στο σπί­τι, πρώ­τη φορά στα πέντε χρό­νια. Το επό­με­νο πρωί κινή­σα­με για το πανε­πι­στή­μιο. Ωραί­ος ο και­ρός, λια­κά­δα, χαζεύ­α­με στη δια­δρο­μή αδιά­φο­ρα τους φοι­τη­τές στο αδιά­κο­πο πήγαι­νε-έλα τους, τα παρ­τέ­ρια στη Ροτό­ντα, τα γεμά­τα και χαρού­με­να νεα­νι­κά καφέ που ζωντά­νευαν τους πεζό­δρο­μους. Πολύ σύντο­μα όμως, πριν προ­λά­βου­με να κάνου­με πεντα­κό­σια μέτρα, τα σκαρ­πί­νια άρχι­σαν να τον χτυ­πούν. Αφό­ρε­τα ακό­μα, μονο­κόμ­μα­τα και σκλη­ρά καθώς ήταν, άρχι­σαν να κόβουν την πλη­για­σμέ­νη φτέρ­να του Ανέ­στη που φορού­σε σκαρ­πί­νι πρώ­τη φορά στη ζωή του.

Καθί­σα­με να ξαπο­στά­σει στο παγκά­κι πίσω από τη Ροτό­ντα, έβγα­λε τα σκαρ­πί­νια, άπλω­σε τα πόδια του, έτρι­ψε τις φτέρ­νες ως πάνω στον τένο­ντα· έσκα­σαν οι φου­σκά­λες κι άνοι­ξαν οι παλιές πλη­γές. Άνα­ψε ένα τσι­γά­ρο, άσσο με φίλ­τρο, συν­νέ­φια­σε. Έκα­νε να τα ξανα­φο­ρέ­σει, αλλά δεν τ’ άντε­χε με τίπο­τα. Είδε κι από­ει­δε, σαν να από­κα­με, παρά­τη­σε κάθε σκέ­ψη να συνε­χί­σου­με το δρό­μο μας. Τόση κού­ρα­ση και τόση ταλαι­πώ­ρια υπέ­μει­νε στη ζωή του, με μια αξιο­πρέ­πεια βου­βή κι από­μα­κρη και τώρα…αυτά τα δια­ο­λε­μέ­να σκαρ­πί­νια τον χτυ­πού­σα­νε τόσο άσχη­μα που δεν μπο­ρού­σε πλέ­ον να κάνει βήμα, να χαρεί, ν’ ανα­σά­νει μια στά­λα,  να χαρεί τη μέρα και το γιό του, να χαρεί…

« — Πήγαι­νε παλι­κά­ρι μου, πήγαι­νε, εγώ θα γυρί­σω, άντε μην αργή­σεις» μου είπε μόνο και μ’ έσπρω­ξε μαλακά.

Κοντο­στά­θη­κα να τον βλέ­πω από­με­ρα, καθώς κού­τσα – κού­τσα απο­μα­κρυ­νό­ταν· ευθύς κι από­μα­κρος, περή­φα­νος κι ακέ­ραιος, ο πατέ­ρας μου… Σα να σφούγ­γι­ξε, μου φάνη­κε πιο κάτω, με την ξανά­στρο­φη του χεριού τα μάτια του κι έτσι, με τα χέρια στις τσέ­πες, το κεφά­λι σκυ­φτό, βυθι­σμέ­νος στις σκέ­ψεις του, έπαιρ­νε το δρό­μο της επιστροφής.

 

    Μεγαλόπολη
Νοέμ­βρης 2015

Ο Παύ­λος Μου­ρου­ζί­δης γεν­νή­θη­κε το ’68 στην Πεντά­βρυ­σο Καστο­ριάς και μεγά­λω­σε στην Πτολεμαΐδα.

 Είναι πτυ­χιού­χος Χημι­κός Μηχ/κός (1996, ΑΠΘ) και εργά­ζε­ται σε ιδιω­τι­κές εται­ρί­ες στο χώρο της ηλε­κτρο­πα­ρα­γω­γής (ως χει­ρι­στής βάρ­διας, ανα­λυ­τής εργα­στη­ρί­ων, μηχα­νι­κός επί­βλε­ψης) σε εργο­τά­ξια νέων ΑΗΣ ανά τη χώρα. Το 2015 ολο­κλή­ρω­σε τις μετα­πτυ­χια­κές του σπου­δές στη Συστη­μα­τι­κή Φιλο­σο­φία Κοι­νω­νι­κών Επι­στη­μών (ΑΠΘ). Είναι τακτι­κός συνερ­γά­της στην περιο­δι­κή πολι­τι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση «Τετρά­δια Μαρ­ξι­σμού», ενώ άρθρα του έχουν δημο­σιευ­τεί σε εβδο­μα­διαί­ες (ΠΡΙΝ) κι επαρ­χια­κές εφημερίδες.

«Τα σκαρ­πί­νια», είναι η πρώ­τη του από­πει­ρα στο διήγημα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο