Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα σχολεία έκλεισαν και δεν θα ξανανοίξουν

«Να πας σχο­λειό, να απο­σχο­λί­σεις από ‘δω, να πας και παρα­πέ­ρα, να γίν’ς φωστή­ρας». Εμείς, όντας τώρα μιας-κάποιας ηλι­κί­ας, τ’ ακού­σα­με πολ­λές φορές αυτά τα λόγια, αυτές τις ορμή­νιες. Όλοι με το στό­μα γιο­μά­το. «Να πας σχο­λειό, να ξετυ­φλω­θείς». Και πηγαί­να­με σχο­λείο, και μας συνό­δευε η ευχή. Εκεί, λοι­πόν, στο σχο­λείο, το μονα­δι­κό φορέα κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης, με το δάσκα­λο μπρο­στά­ρη βαδί­σα­με το δύσβα­το μονο­πά­τι της μάθη­σης. Μάθα­με τα γραμ­μα­τά­κια μας. Αυτά που μάθα­με… Μ’ έναν δάσκα­λο-ήρωα που «κου­μα­ντά­ρι­ζε» μόνος του πάνω από εκα­τό αγό­ρια, ‑τα κορί­τσια σχο­λείο-σπί­τι και τίπο­τε παρα­πέ­ρα- αγρί­μια, γκε­σέ­μια αλη­θι­νά, με γεμά­τες τις τσέ­πες των παντε­λο­νιών από πέτρες για τις σφε­ντό­νες που ήταν κρε­μα­σμέ­νες στο εσω­τε­ρι­κό του σακα­κιού μας.

Και τώρα, όσο κι αν ο χρό­νος κρα­τά­ει το σφουγ­γά­ρι του, νιώ­θου­με, «ακου­μπά­με» την αφε­τη­ρία μας… Εκεί μετα­βαί­νει η σκέ­ψη μας και ανα­βα­πτί­ζε­ται στην κολυ­μπή­θρα του ορά­μα­τος που θεμε­λιώ­σα­με παι­διά και τα ιδα­νι­κά που στοί­χειω­σαν στη ζωή μας. Οργα­νι­κός ο σύν­δε­σμος, ομφά­λιος λώρος. Το δέσι­μο… με το σχο­λείο των παι­δι­κών μας χρό­νων. Ο κατ’ εξο­χήν υπο­δειγ­μα­τι­κός εκφρα­στής ή ενσαρ­κω­τής ενός ορά­μα­τος, μιας ιδέ­ας, μιας στά­σης κι ενός παρα­δείγ­μα­τος ζωής.

Δημο­τι­κό Σχο­λείο Ελαί­ας Φιλια­τών. Όχι απλή, άνευ­ρη θύμη­ση. Όχι απο­λι­θώ­μα­τα μου­σεί­ου, αλλά φωτι­στι­κά των μελ­λού­με­νων (Φωτ.: Στέ­φα­νος Λιανός)

Εκεί γεν­νή­θη­κε και θεμε­λιώ­θη­κε η προσ­δο­κία μιας ποθη­τής, ιδα­νι­κής κατά­στα­σης, εκεί φύτρω­σαν το όνει­ρο και το όρα­μα αντά­μα, που ανα­δεί­χτη­καν σε σύμ­βο­λο. Σύμ­βο­λο μάθη­σης, πνευ­μα­τι­κό­τη­τας και, γενι­κό­τε­ρα, παι­δεί­ας, με στε­νή και ευρεία έννοια. Τι κι αν πέρα­σαν χρό­νια και χρό­νια πολ­λά! Στα­θε­ρά παρα­μέ­νου­με προ­ση­λω­μέ­νοι στο χώρο όπου σχε­διά­στη­κε και θεμε­λιώ­θη­κε το πνευ­μα­τι­κό «εποι­κο­δό­μη­μά» μας.

Σχο­λειά-κτή­ρια δεν υπήρ­χαν. Τα περισ­σό­τε­ρα έγι­ναν με προ­σω­πι­κή εργα­σία, έναν θεσμό που οι χωρια­νοί κατέ­θε­ταν τον οβο­λό τους. Όχι σε χρή­μα. Δεν υπήρ­χε τέτοιο ίδ’σμα που θα ‘λεγε και η για­γιά. Όλοι κατέ­θε­ταν το προ­σω­πι­κή τους εργασία.

Έτσι κατα­σκευά­στη­κε το Δημο­τι­κό Σχο­λείο Γερο­βρύ­σης στη Ράμια, στα Κεντρι­κά Τζουμέρκα

Τα πράγ­μα­τα όμως άλλα­ξαν. Η μετα­κα­το­χι­κή κοι­νω­νία σ’ όλα τα χωριά της Ηπεί­ρου, βαριά τραυ­μα­τι­σμέ­νη από τη γερ­μα­νι­κή συμ­φο­ρά και τον εμφύ­λιο σπα­ραγ­μό λει­τούρ­γη­σε με τους νόμους και τους κανό­νες του μετεμ­φυ­λια­κού κρά­τους που εφάρ­μο­ζαν επα­κρι­βώς και με «περισ­σή σωφρο­σύ­νη» ο χωρο­φύ­λα­κας και οι παντοιο­τρό­πως εντε­ταλ­μέ­νοι… Και οι «αντε­θνι­κώς σκε­πτό­με­νοι» έπρε­πε να φύγουν. Και έφυ­γαν. Αυτή ήταν η αρχή.

Παράλ­λη­λα, όμως, άνοι­ξαν και οι δου­λειές… Γερ­μα­νία, Αυστρα­λία, Κανα­δάς… Ολό­κλη­ρη η μετα­πο­λε­μι­κή επο­χή στη­ρί­χτη­κε στην μετα­νά­στευ­ση. Τόσοι και τόσοι, κάπο­τε, πήραν ένα εισι­τή­ριο άνευ επι­στρο­φής για τα ξένα. Η μετα­νά­στευ­ση, η πρώ­τη μεγά­λη πλη­γή πάνω στο σώμα της Ηπεί­ρου που κακο­φόρ­μι­σε με την Απρι­λια­νή δικτα­το­ρία. Και ευρέ­θη η λύση. Εσω­τε­ρι­κή μετανάστευση!

Η Ήπει­ρος εγκα­τα­λεί­φθη­κε. Στην ουσία «ηττή­θη­κε» ολο­κλη­ρω­τι­κά από τη μετα­νά­στευ­ση και την πλειο­δο­σία των διο­ρι­σμών, καθώς και από δυνα­μι­κή των πελα­τεια­κών σχέ­σε­ων. «Εγώ διο­ρί­ζω… Πλεί­στοι διο­ρί­ζουν…». Τα χωριά μαρά­θη­καν και καμιά προ­ο­πτι­κή επι­στρο­φής δεν αχνο­φέγ­γει ούτε στο άμε­σα κι ούτε στο απώ­τε­ρο μέλλον.

Δημο­τι­κό Σχο­λείο Αγί­ας Μαρί­νας Πωγω­νί­ου. Έκλει­σε προ εικο­σα­ε­τί­ας. Κι όμως. Εδώ ανα­τρέ­πο­νται τα φυσι­κά φαι­νό­με­να. Ο χρό­νος ανή­μπο­ρος να αδυ­να­τί­σει τη μνή­μη και η λήθη ευερ­γε­τι­κά εξο­βε­λι­σμέ­νη απ’ τη μαθη­τι­κή ζωή (Φωτ.: Ανθή Μπούνταλη)

Κι έτσι βιώ­νου­με πλέ­ον το δίπο­λο της ελλη­νι­κής πραγματικότητας.

Από τη μια μεριά: «Ποτέ άλλο­τε οι στέ­γες των σπι­τιών των ανθρώ­πων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμε­ρα. Και ποτέ άλλο­τε οι καρ­διές των ανθρώ­πων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμε­ρα». Αντώ­νης Σαμαράκης.

Κι από την άλλη: «Έμ’ναν έρ’μα τα χωριά, ψ’χούλα δεν υπάρχ’!
Μέσος όρος ηλι­κί­ας στα ηπει­ρώ­τι­κα χωριά πάνω από εβδο­μή­ντα. Ανά­θε­μά σε, ξενι­τιά, με τα φαρ­μά­κια πόχεις».

Τα σχο­λεία στην Ήπει­ρο το ένα πίσω το άλλο έκλει­σαν ή και θα κλεί­σουν. Τα κτή­ρια ή θα γίνουν… ό,τι μπο­ρεί να φαντα­στεί κάποιος ή θα σαπί­ζουν με το χρό­νο, παρατημένα.

Δημο­τι­κό Σχο­λείο Κυψέ­λης Άρτας. «Από τα θρα­νία που μας σήκω­σαν στην πλά­τη τους αγόγ­γυ­στα για 6 χρό­νια έμει­νε μόνο ένα, που συνο­μι­λεί με το αριθ­μη­τή­ριο. Οι μνή­μες όμως πολ­λές και αναλ­λοί­ω­τες! Στην παρα­τη­μέ­νη και σχε­δόν ετοι­μόρ­ρο­πη αίθου­σα ο ήλιος μόνος μαθη­τής κι η σκέ­ψη όλων των πρώ­ην μαθη­τών της! Το πρώ­το μου σχο­λείο, εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο και αφη­μέ­νο στη μοί­ρα του (Φωτ.: Σχό­λια Γιάν­νης Καραμπούλας)

Το σχολείο – έμπνευση του Νικηφόρου Βρεττάκου

Δημο­τι­κό Σχο­λείο Καλε­τζί­ου Ιωαν­νί­νων. Στο σχο­λείο αυτό δίδα­ξε (1955–56) η γυναί­κα του Νικη­φό­ρου Βρετ­τά­κου, Καλ­λιό­πη Απο­στο­λί­δη. Σήμε­ρα λει­τουρ­γεί ως Πολι­τι­στι­κό Κέντρο

Τα δεκατέσσερα παιδιά – Νικηφόρος Βρεττάκος

«Η σύζυ­γος του ποι­η­τή ήταν φιλό­λο­γος, εργα­ζό­ταν όμως πολ­λά χρό­νια στον Οργα­νι­σμό Λιμέ­νος Πει­ραιώς. Απο­λύ­ε­ται με την κατη­γο­ρία πως παρα­κο­λού­θη­σε μια ομι­λία για τον Άγγε­λο Σικε­λια­νό το Δεκέμ­βριο του 1954 και υπο­χρε­ώ­νε­ται να πάει στο Καλέν­τζι Ιωαν­νί­νων και να εργα­στεί ως εκπαι­δευ­τι­κός για μια και μόνη χρονιά.

Όλα είναι μονα­ξιά στο Καλέντζι

Υπάρ­χουν σπί­τια στον κόσμο
που δεν έχουν κανέ­να παράθυρο.
Ούτε καν για ένα άστρο,
ούτε για ένα κλω­νά­ρι μυγδα­λιάς, για ένα στάχυ
ή για μιαν ηλια­χτί­δα διπλω­μέ­νη στα τέσσερα,
σαν ένα γράμ­μα που το στέλ­νει ο Θεός.
(Τέτοιο γράμ­μα δεν έλαβες.)

Νικη­φό­ρος Βρεττάκος

Για τη γυναί­κα του έγρα­ψε και το αριστούργημα.
Τα δεκα­τέσ­σε­ρα παιδιά

«… Εν αρχή ήν η αγά­πη…» μελω­δού­σε γιομίζοντας
το γυμνό σου δωμά­τιο μια παρά­ξε­νη άρπα
καθώς σ’ έπαιρ­νε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
σαν κλω­νί λεμο­νιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στο στή­θος σου. (…)

Δημο­τι­κό Σχο­λείο Κεφα­λο­χω­ρί­ου (Γλού­στα) Θεσπρω­τί­ας. Με το ασύλ­λη­πτο πλή­θος των στιγ­μών, των παρα­στά­σε­ων, των έντο­νων εικό­νων και αισθή­σε­ων θησαύ­ρι­σε η ψυχή μας (Φωτ.: Μαρία Γίτσα)

Έκλει­σαν, λοι­πόν, τα σχο­λεία. Δεν θα ματανοίξουν…

Όλοι στην πρω­τεύ­ου­σα. Στα άλλα σχολειά.
Στον θαυ­μα­στό κόσμο που βασι­κό στοι­χείο του είναι ο «άοσμος» χαρα­κτή­ρας του. Οι σχέ­σεις απρό­σω­πες, επι­φα­νεια­κές… Υπαρ­ξια­κή για τον καθέ­να μονα­ξιά και ανα­σφά­λεια. Παράλ­λη­λά ελλο­χεύ­ει η περι­βαλ­λο­ντι­κή υπο­βάθ­μι­ση και η οικοκαταστροφή.

Α, ξέχα­σα. Υπάρ­χει το κινη­τό. Τα βλέ­πουν όλα, τα μαθαί­νουν όλα, τα κρί­νουν όλα.
Η οθό­νη του κινη­τού, ο κόσμος μας!
Περισ­σεύ­ουν τα Σχολεία.
Να κλεί­σουν κι αυτά…
Και τού­τα και κεί­να «τα Σχο­λεία έκλει­σαν και δεν θα ξανανοίξουν».

toumpouros
Ο Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο