Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα τζάκια ρε!

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Λυσ­σά­ξα­τε με τα τζά­κια. Χωθή­κα­τε στα… χαρα­κώ­μα­τα. Άκου το τζά­κι καρ­κι­νο­γό­νο. Όργα­νο του διε­θνούς καπι­τα­λι­σμού η Αντι­καρ­κι­νι­κή Εται­ρεία και των εται­ρειών πετρε­λαί­ου. Χώρια που είναι και άσχε­τοι οι άνθρω­ποι. Η καύ­ση ξύλου, λέει, εκλύ­ει αρω­μα­τι­κούς υδρο­γο­νάν­θρα­κες. Κι εγώ που βάζω… απο­σμη­τι­κό τόσα χρό­νια πώς και δεν έχω πάθει τίπο­τα; Αρω­μα­τι­κό δεν είναι κι αυτό; Κι όσοι μεγα­λώ­σα­με στα χωριά με τζά­κια έχου­με κάτι; Μάλ­λον κάτι δεν έχου­με, αλλά δεν είναι της ώρας, χώρια που θα παρε­ξη­γη­θού­με αν πω.

«Α, έχε­τε και τζά­κι» ανα­κρά­ζει εκστα­σια­σμέ­νη η χαζο­χα­ρού­με­νη με το που μπαί­νει στο σπί­τι κι αγνο­εί τους τοί­χους με τα χιλιά­δες βιβλία, τα γλυ­πτά και τους πίνα­κες. Και να το ανά­βα­με… Εκεί το ‘χου­με και πιά­νει τόπο. Και το σαλό­νι – μη φαντα­στείς, κάτι μεγα­λύ­τε­ρο απ’ το τζά­κι. Η απα­ραί­τη­τη σερ­βά­ντα – μπο­ρεί και σύν­θε­το, με το άδειο ανθο­δο­χείο και τις οικο­γε­νεια­κές φωτο­γρα­φί­ες ζώντων και τεθνε­ώ­των, δυο πολυ­θρό­νες κι ένας κανα­πές να κάθε­ται κανέ­νας χρι­στια­νός, μη τύχει κι έρθει ακά­λε­στος – για να τον καλέ­σου­με ούτε λόγος. Στην έλλει­ψη χώρου, να φαντα­στείς και το παι­δί πρώ­τα έμα­θε να… αναρ­ρι­χά­ται. Για στρά­τα το βγά­ζα­με στο μπαλ­κό­νι μέχρι που πούντιασε.

«Μας απα­γό­ρε­ψαν το πετρέ­λαιο, μας κόβουν και το τζά­κι» εξα­νί­στα­νται κάποιοι. «Πάνε να μας ξεκά­νουν» κατα­λή­γει έτε­ρος, ανύ­παρ­κτης φαιάς ουσί­ας, μιας και περί­με­νε το θέμα με τα τζά­κια για να το αντιληφτεί.

Αλλά, αν δεν έχεις χρή­μα­τα για πετρέ­λαιο πού στο διά­ο­λο βρί­σκεις κι αγο­ρά­ζεις ξύλα. Ένα κυβι­κό ξύλα στοι­χί­ζει 100 ευρώ. Και δέκα να στα ανε­βά­σει σπί­τι ο χρι­στια­νός – κατά κανό­να μου­σουλ­μά­νος. Εκτός κι αν κάνεις τον μαλά­κα της γει­το­νιάς και τ’ ανε­βά­ζεις κού­τσου­ρο-κού­τσου­ρο ως… κού­τσου­ρο. Και τι νομί­ζεις, πως θα βγά­λεις τον χει­μώ­να; Δέκα-δεκα­πέ­ντε ανάμ­μα­τα με το ζόρι είναι. Με τόσα χρή­μα­τα, καις την κεντρι­κή θέρ­μαν­ση σχε­δόν έναν μήνα. Και δεν χρειά­ζε­ται να πέφτεις στο κρε­βά­τι με τη φόρ­μα και το κασκόλ. Κι ούτε να πηγαί­νεις στη μπα­νιέ­ρα με στο­λή κατά­δυ­σης απ’ το κρύο. Όταν και αν πηγαίνεις.

Υπάρ­χει και η λύση να αγο­ρά­σεις – το κάνουν πολ­λοί, ένα εικο­σά­κι­λο δέμα από το… βεν­ζι­νά­δι­κο. Δεμέ­νο με σχοι­νά­κι. Το βάζεις στο πορτ-παγκάζ, το κάνεις σύχρι­στο και τρα­βάς περή­φα­νος για το σπί­τι. Κι άντε, πες ότι μια φορά αγό­ρα­σες για να κάνεις το κομ­μά­τι σου. Και­νούρ­για γκό­με­να, γκό­με­νος, χρι­στού­γεν­να – να φωτο­γρα­φί­σου­με και το δέντρο δίπλα στο αναμ­μέ­νο τζά­κι να το βάλου­με στο fb.

Και λοι­πόν; Ζεστά­θη­κες; Το τζά­κι ακτι­νο­βο­λεί την θερ­μό­τη­τα. Πρέ­πει να είσαι κοντά και μπρο­στά. Αρχί­ζουν οι καυ­γά­δες και τα σπρω­ξί­μα­τα στην οικο­γέ­νεια. Κάνεις χώρο, πλη­σιά­ζεις, τεί­νεις τα χέρια σου και μετά στέ­κε­σαι μπρο­στά του. Σε λίγο φου­ντώ­νουν τ’ αχα­μνά σου. Γυρί­ζεις κι αρπά­ζει ο κώλος σου. Σκύ­βεις να ζεστα­θεί το στή­θος σου, ψήνε­σαι στο πρό­σω­πο, χώρια που πονά­νε και τα γόνα­τά σου. Κάθε­σαι στον κανα­πέ και παγώ­νει η πλά­τη σου. Μετ’ ου πολύ, πρέ­πει και να βια­στείς – τα ξύλα στοι­χί­ζουν, βρί­σκεις την βέλ­τι­στη από­στα­ση. Τη βγά­ζεις όρθιος να στρι­φο­γυ­ρί­ζεις σαν μαλά­κας ή σαν αρνί στη σούβλα.

Να ‘σουν τρο­μά­ρα σου κι απ’ αυτούς που εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται τη χρή­ση του για… αλλό­τριους σκο­πούς με καμιά παρέα, να ‘λεγα πάει στο διά­ο­λο. Αλλά, τι να σου λέω; Αν ήσουν απ’ αυτούς θα κατα­λά­βαι­νες τι εννοώ, τώρα και να σου πω, δεν θα κατα­λά­βεις ή θα με πεις χυδαίο και σεξιστή.

Πάντως, για την εντε­λώς απί­θα­νη περί­πτω­ση που κάτι έχε­τε στο νου σας, οπωσ­δή­πο­τε σήτα μπρο­στά μη γίνε­τε παρανάλωμα.

Το άνα­ψες. Έβγα­λες και τη σχε­τι­κή φωτο­γρα­φία, είχες τρα­βηγ­μέ­νες και τις κουρ­τί­νες, σ’ έβλε­πε κι η γει­το­νιά να γυρί­ζεις σαν σβού­ρα, έβα­λες και τη σχά­ρα πάνω να χτυ­πή­σεις καμιά μπρι­ζό­λα. Και κατά­ντη­σες το τζά­κι ψηστα­ριά του Λεω­νί­δα, άθλιε βου­κό­λε. Είχε απλώ­σει κι η διπλα­νή την μπου­γά­δα της, της την έκα­νες μαντάρα.

Να πεις, έχω μπου­μπου­νί­σει την κεντρι­κή μου θέρ­μαν­ση και κυκλο­φο­ρού­με όλοι – μέχρι κι ο παπ­πούς, με το φανε­λά­κι και μου περισ­σεύ­ουν ν’ ανά­ψω και το τζά­κι, να το κατα­λά­βω. Έτσι, βρε αδερ­φέ, για το θεα­θή­ναι, το… θεα­πά­τρα το… θεα­θή­βα. Είμαι ρομα­ντι­κός ή γου­στά­ρω να καρ­φώ­νω το βλέμ­μα μου ως κρε­τί­νος στη φλό­γα όταν έχει δια­φη­μί­σεις η τηλε­ό­ρα­ση. Δεκτό. Ακούς και το «δεν είναι όμορ­φα αγά­πη μου με το τζά­κι» από την (τον) σύντρο­φο κι αγαλ­λιά­ζεις. Σκέ­πτε­σαι πως πάλι καλά, για­τί η προη­γού­με­νη σ’ είχε να τρέ­χεις από ανα­το­λή σε δύση νυχτιά­τι­κα όλο το σπί­τι, για να χαζεύ­ε­τε ως βλαμ­μέ­νοι την πανσέληνο.

Καλύ­τε­ρα το τζά­κι, λοι­πόν. Αλλά το νου σου, μαλά­κα, όχι πεύ­κο. Θα γίνεις… μπουρλότο!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο