Γράφει ο Στέλιος Κανάκης //
Λυσσάξατε με τα τζάκια. Χωθήκατε στα… χαρακώματα. Άκου το τζάκι καρκινογόνο. Όργανο του διεθνούς καπιταλισμού η Αντικαρκινική Εταιρεία και των εταιρειών πετρελαίου. Χώρια που είναι και άσχετοι οι άνθρωποι. Η καύση ξύλου, λέει, εκλύει αρωματικούς υδρογονάνθρακες. Κι εγώ που βάζω… αποσμητικό τόσα χρόνια πώς και δεν έχω πάθει τίποτα; Αρωματικό δεν είναι κι αυτό; Κι όσοι μεγαλώσαμε στα χωριά με τζάκια έχουμε κάτι; Μάλλον κάτι δεν έχουμε, αλλά δεν είναι της ώρας, χώρια που θα παρεξηγηθούμε αν πω.
«Α, έχετε και τζάκι» ανακράζει εκστασιασμένη η χαζοχαρούμενη με το που μπαίνει στο σπίτι κι αγνοεί τους τοίχους με τα χιλιάδες βιβλία, τα γλυπτά και τους πίνακες. Και να το ανάβαμε… Εκεί το ‘χουμε και πιάνει τόπο. Και το σαλόνι – μη φανταστείς, κάτι μεγαλύτερο απ’ το τζάκι. Η απαραίτητη σερβάντα – μπορεί και σύνθετο, με το άδειο ανθοδοχείο και τις οικογενειακές φωτογραφίες ζώντων και τεθνεώτων, δυο πολυθρόνες κι ένας καναπές να κάθεται κανένας χριστιανός, μη τύχει κι έρθει ακάλεστος – για να τον καλέσουμε ούτε λόγος. Στην έλλειψη χώρου, να φανταστείς και το παιδί πρώτα έμαθε να… αναρριχάται. Για στράτα το βγάζαμε στο μπαλκόνι μέχρι που πούντιασε.
«Μας απαγόρεψαν το πετρέλαιο, μας κόβουν και το τζάκι» εξανίστανται κάποιοι. «Πάνε να μας ξεκάνουν» καταλήγει έτερος, ανύπαρκτης φαιάς ουσίας, μιας και περίμενε το θέμα με τα τζάκια για να το αντιληφτεί.
Αλλά, αν δεν έχεις χρήματα για πετρέλαιο πού στο διάολο βρίσκεις κι αγοράζεις ξύλα. Ένα κυβικό ξύλα στοιχίζει 100 ευρώ. Και δέκα να στα ανεβάσει σπίτι ο χριστιανός – κατά κανόνα μουσουλμάνος. Εκτός κι αν κάνεις τον μαλάκα της γειτονιάς και τ’ ανεβάζεις κούτσουρο-κούτσουρο ως… κούτσουρο. Και τι νομίζεις, πως θα βγάλεις τον χειμώνα; Δέκα-δεκαπέντε ανάμματα με το ζόρι είναι. Με τόσα χρήματα, καις την κεντρική θέρμανση σχεδόν έναν μήνα. Και δεν χρειάζεται να πέφτεις στο κρεβάτι με τη φόρμα και το κασκόλ. Κι ούτε να πηγαίνεις στη μπανιέρα με στολή κατάδυσης απ’ το κρύο. Όταν και αν πηγαίνεις.
Υπάρχει και η λύση να αγοράσεις – το κάνουν πολλοί, ένα εικοσάκιλο δέμα από το… βενζινάδικο. Δεμένο με σχοινάκι. Το βάζεις στο πορτ-παγκάζ, το κάνεις σύχριστο και τραβάς περήφανος για το σπίτι. Κι άντε, πες ότι μια φορά αγόρασες για να κάνεις το κομμάτι σου. Καινούργια γκόμενα, γκόμενος, χριστούγεννα – να φωτογραφίσουμε και το δέντρο δίπλα στο αναμμένο τζάκι να το βάλουμε στο fb.
Και λοιπόν; Ζεστάθηκες; Το τζάκι ακτινοβολεί την θερμότητα. Πρέπει να είσαι κοντά και μπροστά. Αρχίζουν οι καυγάδες και τα σπρωξίματα στην οικογένεια. Κάνεις χώρο, πλησιάζεις, τείνεις τα χέρια σου και μετά στέκεσαι μπροστά του. Σε λίγο φουντώνουν τ’ αχαμνά σου. Γυρίζεις κι αρπάζει ο κώλος σου. Σκύβεις να ζεσταθεί το στήθος σου, ψήνεσαι στο πρόσωπο, χώρια που πονάνε και τα γόνατά σου. Κάθεσαι στον καναπέ και παγώνει η πλάτη σου. Μετ’ ου πολύ, πρέπει και να βιαστείς – τα ξύλα στοιχίζουν, βρίσκεις την βέλτιστη απόσταση. Τη βγάζεις όρθιος να στριφογυρίζεις σαν μαλάκας ή σαν αρνί στη σούβλα.
Να ‘σουν τρομάρα σου κι απ’ αυτούς που εκμεταλλεύονται τη χρήση του για… αλλότριους σκοπούς με καμιά παρέα, να ‘λεγα πάει στο διάολο. Αλλά, τι να σου λέω; Αν ήσουν απ’ αυτούς θα καταλάβαινες τι εννοώ, τώρα και να σου πω, δεν θα καταλάβεις ή θα με πεις χυδαίο και σεξιστή.
Πάντως, για την εντελώς απίθανη περίπτωση που κάτι έχετε στο νου σας, οπωσδήποτε σήτα μπροστά μη γίνετε παρανάλωμα.
Το άναψες. Έβγαλες και τη σχετική φωτογραφία, είχες τραβηγμένες και τις κουρτίνες, σ’ έβλεπε κι η γειτονιά να γυρίζεις σαν σβούρα, έβαλες και τη σχάρα πάνω να χτυπήσεις καμιά μπριζόλα. Και κατάντησες το τζάκι ψησταριά του Λεωνίδα, άθλιε βουκόλε. Είχε απλώσει κι η διπλανή την μπουγάδα της, της την έκανες μαντάρα.
Να πεις, έχω μπουμπουνίσει την κεντρική μου θέρμανση και κυκλοφορούμε όλοι – μέχρι κι ο παππούς, με το φανελάκι και μου περισσεύουν ν’ ανάψω και το τζάκι, να το καταλάβω. Έτσι, βρε αδερφέ, για το θεαθήναι, το… θεαπάτρα το… θεαθήβα. Είμαι ρομαντικός ή γουστάρω να καρφώνω το βλέμμα μου ως κρετίνος στη φλόγα όταν έχει διαφημίσεις η τηλεόραση. Δεκτό. Ακούς και το «δεν είναι όμορφα αγάπη μου με το τζάκι» από την (τον) σύντροφο κι αγαλλιάζεις. Σκέπτεσαι πως πάλι καλά, γιατί η προηγούμενη σ’ είχε να τρέχεις από ανατολή σε δύση νυχτιάτικα όλο το σπίτι, για να χαζεύετε ως βλαμμένοι την πανσέληνο.
Καλύτερα το τζάκι, λοιπόν. Αλλά το νου σου, μαλάκα, όχι πεύκο. Θα γίνεις… μπουρλότο!