Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
«Τα χρόνια ανάμεσα» είναι ο τίτλος του Βιβλίου του Βασίλη Τσιράκη και παραπέμπει στα χρόνια ανάμεσα στους δύο πολέμους. Στον Μεσοπόλεμο όπως λέμε αυτή την περίοδο.
Ο μεσοπόλεμος είναι η εποχή της προσωρινής σταθεροποίησης του καπιταλισμού (1923 — 1929) και της κατοπινής οικονομικής κρίσης του (1929 — ’33), που συντάραξε συθέμελα τον καπιταλιστικό κόσμο. Είναι η εποχή της ανόδου του φασισμού, της εφαρμογής του New Deal, της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου, της εκκόλαψης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όλα αποτυπώνονται στο μυθιστόρημα του Βασίλη και ταυτόχρονα μας δίνει τη σχέση των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών με τις αλλαγές στην πόλη και στους ανθρώπους. Οσο αλλάζει ο έξω κόσμος αλλάζουν οι άνθρωποι. Και η πόλη ανάλογα με τα νέα δεδομένα στη σύνθεση των κατοίκων και την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού.
Είναι ένα βιβλίο που το διαβάζεις εύκολα, όμως για να καταλάβεις την πλοκή του χρειάζεται μια στοιχειώδη γνώση της ιστορία του μεσοπολέμου. Και σε κάποια σημεία μια βαθύτερη γνώση. Όπως για παράδειγμα για να καταλάβουμε την έξαρση του αντισημιτισμού στη Θεσσαλονίκη, ένα από τα μεγάλα κέντρα συγκέντρωσης ισραηλίτικου πληθυσμού, αυτή την περίοδο. Αιτία η ισχυρή εβραϊκή αστική τάξη που αποτελούσε, ήδη πριν την ενσωμάτωση της πόλης στην Ελλάδα, τον κυριότερο ανταγωνιστή της ανερχόμενης τοπικής ελληνικής αστικής τάξης και η στάση της στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Γατί ο κομμουνιστής ήρωας είναι Εβραίος; Γιατί ο βενιζελικός αξιωματικός Παπαμόσχου εμφορείται από αντισημιτισμό; Πώς ο καλοκάγαθος εργοστασιάρχης γίνεται στυγνός εκμεταλλευτής;
Όλα αυτά απαιτούν γνώση της ιστορίας και της πορείας ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα.
Ο Βασίλης Τσιράκης καταγράφοντας τις αλλαγές στην πόλη και μοιράζοντας τους ρόλους στους ήρωές του δίνει το περίγραμμα της εποχής, την ιστορία, τους κοινωνικούς αγώνες αλλά και την οικονομική ζωή της Θεσσαλονίκης.
Φεύγουν οι μουσουλμάνοι, λίγα μετά οι Βούλγαροι, ακολουθεί η μεγάλη φωτιά, οι πρόσφυγες, η διαμόρφωση μια αστικής τάξης, η σύγκρουσή της με την ισχυρή εβραϊκή τάξη ο περιορισμός του ρόλου της και τέλος το ολοκαύτωμα. Όλα αυτά αλλάζουν την πόλη, την τοπογραφία της.
Τις αλλαγές στην πόλη μας τις δίνει με τα μάτια των ηρώων κάθε φορά που επιστρέφουν στην πόλη. Νέα κτίρια, νέες συνοικίες, νέοι άνθρωποι, διαφορετικοί. Σαν ντοκιμενταρίστας ο Βασίλης, με την κάμερα στον ώμο μας δίνει εξαντλητικά όλες τις αλλαγές στην πόλη καταφέρνοντας να μας δώσει αντιπροσωπευτικές εικόνες της πόλης της Θεσσαλονίκης.
Όχι μόνο αντιπροσωπευτικές μα και όμορφες εικόνες όπως η φωτογραφία του εξωφύλλου. Η οποία είναι και συμβολική και σηματοδοτεί και το περιεχόμενο του βιβλίου.
Αν και ο ίδιος δεν είναι Σαλονικιός δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά την πόλη. Σίγουρα έχει μελετήσει τον Τύπο της εποχής και αρχεία. Καταφέρνει να μας ξεναγήσει στο παρελθόν της πόλης.
Η τοπογραφία της πόλης δεν είναι παρένθεση μέσα στην αφήγηση δεν είναι ξένο σώμα Αν και ο Βασίλης σε κάποια σημεία κινδυνεύει να χάσει την ισορροπία, την τελευταία στιγμή το σώζει δένοντας το με την πλοκή και τη ζωή των ηρώων.
Και εδώ στους ήρωες αποτυπώνεται η ιδεολογία του Βασίλη Τσιράκη και η τεχνική – λογοτεχνική ικανότητά του να μας δώσει τη διαλεκτική σχέση γεγονότων και αλλαγών αλλά και να δώσει έμμεσα την πανταχού παρούσα ταξική σύγκρουση.
Οι ήρωές του είναι πρόσφυγες, κάποιοι ντόπιοι Θεσσαλονικείς, χριστιανοί, εβραίοι, βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί, κομμουνιστές κ.ο.κ. Δε λείπει κανείς από όσους διαδραμάτισαν ρόλο εκείνη την περίοδο, ούτε λείπει η σύνδεση της ζωής των ηρώων με ό,τι συμβαίνει αυτή την περίοδο.
Μέσα από δυάδες ηρώων δίνεται η έκφραση της ταξικής πάλης και της διαφορετικής συνείδησης.
Καταρχήν έχουμε τον παρασημοφορημένο ήρωα Αντώνη Πετρίδη και τον αξιωματικό Παπαμόσχου.
Από τον κούφιο πατριωτισμό της μεγάλης ιδέας στο δόσιμο χωρίς αντάλλαγμα ο Αντώνης Πετρίδης, ανάπηρος πολέμου της μικρασιατικής εκστρατείας, νιώθει για πρώτη φορά «ελεύθερος» μέσα στα κελιά της φυλακής της Ακροναυπλίας. Μακεδονικό Μέτωπο, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος παγκόσμιος, Ουκρανική Εκστρατεία, μικρασιατική Εκστρατεία όπου και χάνει το χέρι, μα εκείνος ο πόλεμος που τον σημάδεψε ήταν ο ταξικός
Από την άλλη ο Παπαμόσχου εκτελεστικό όργανο της εκάστοτε στρατιωτικής, πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας εξαργυρώνει τον πατριωτισμό του έχοντας ρόλο προσωπάρχη και του κομματάρχη και με τον παραγοντισμό.
Αντισημίτης ο βενιζελικός Παπαμόσχου μιας και οι Εβραίοι ήταν σταθεροί αντίπαλοι του βενιζελισμού. Με ευρωπαϊκό προσανατολισμό στις οικονομικές τους δραστηριότητες οι Εβραίοι δεν είχαν κανέναν λόγο να συμμεριστούν τις επεκτατικές και φιλοπολεμικές τάσεις που εξέφραζε ο βενιζελισμός, ο οποίος, εντούτοις, ήταν κυρίαρχος μεταξύ του ελληνικού στοιχείου της Θεσσαλονίκης. Η αντίθεση στη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο εκφράστηκε τόσο από την εβραϊκή αστική τάξη όσο και από τους εβραίους σοσιαλιστές της Φεντερασιόν
Δάφνη και Σμάρω, δύο διαφορετικά πρότυπα γυναικείας χειραφέτησης. Ένα κακέκτυπο της αστικής χειραφέτησης όπως εκφράζεται από τη Δάφνη, κόρη μικρασιάτη εργοστασιάρχη, και η χειραφέτηση της Σμάρως, παιδί λαϊκής οικογένειας. Μια χειραφέτηση που συνδέεται με τη συμμετοχή στην ταξική πάλη και την προσφορά. Κι αυτό υπό το πρίσμα ότι η γυναικεία απελευθέρωση είναι στενά συνδεδεμένη με τη συνολική κοινωνική αλλαγή, ενώ αποκλειστικός σύμμαχος των γυναικών είναι η εργατική τάξη.
Ταυτόχρονα η Σμάρω αντιπροσωπεύει και έναν νέο τύπου επιστήμονα όπως αυτός διαμορφώθηκε στο μεσοπόλεμο υπό την επιρροή των μεγάλων κομμουνιστών παιδαγωγών.
Ελιαν. Στο πρόσωπο του Ελιάν το ΚΚΕ που ωριμάζει πολιτικά, ιδεολογικά, οργανωτικά. Μέσα από τη δράση του ήρωα όλη η περιπέτεια του ΚΚΕ από τα πρώτα του βήματα, την ίδρυση του ΣΕΚΕ μέχρι την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης. Εκεί στην Ελεύθερη Ελλάδα ανταμώνει την αγαπημένη του Σμάρω και εγώ δράττομαι της ευκαιρίας να ανακαλύψω έναν ακόμη συμβολισμό. Στην Ελεύθερη Ελλάδα δικαιώθηκε, βρήκε περιεχόμενο η χειραφέτηση της γυναίκας.
Στα όσα έζησε ο Ελιάν στη Σοβιετική Ενωση υπάρχει και η επιρροή από τους «Ρομαντικούς» του Ναζίμ Χικμέτ
Δεν είναι τυχαίο που ο κομμουνιστής είναι εβραίος. Το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης των εβραίων την περίοδο του μεσοπολέμου τάχθηκε στο πλευρό του ΚΚΕ.
Ο πατήρ Παπαμόσχου και υιός. Το έκφυλο πρόσωπο του αστικού πολιτισμού.
Εκπρόσωποι δύο διαφορετικών πολιτισμών η μητέρα της Σμάρως Αναστασία, και η μητέρα της Δάφνης Πολυάνθη. Η μεν Αναστασία χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της μάνας του λαού δίνει ακόμη και τη ζωή της για τα παιδιά της. Αν και άρρωστη συνεχίζει να δουλεύει στο καπνομάγαζο, η δε Πολυάνθη οδηγεί την κόρη της, την Δάφνη στην εκπόρνευση, την έβγαλε στο κλαρί όπως λέει ο Στέφανος, για την εύνοια του προσωπάρχη Παπαμόσχου.
Ενας άλλος ήρωας είναι ο Στέφανος. Το στίγμα του το δίνει η Δάφνη «εσύ ήσουν ένας εραστής που του άρεσε να μπαρκάρει στις ανοιχτές θάλασσες». Κάτι σαν εραστής της περιπέτειες (Διεθνείς Ταξιαρχίες στην Ισπανία, ελληνικές ποινικές φυλακές, αλβανικό μέτωπο), καταφέρνει να μη δοθεί ολοκληρωτικά σε τίποτα, ίσως μόνο στη Δάφνη.
Ο δρόμος του Στέφανου διασταυρώνεται στην Ισπανία με αυτόν του Αλέξανδρου Παπαμόσχου. Τύπος κλειστός και δειλός στα παιδικά του χρόνια ο ΑΠ, σπουδάζει γιατρός στη Γερμανία την εποχή της ανόδου του φασισμού, που γνωρίζει τον έρωτα μόνον μέσα από την πορνεία, μετατρέπεται σε αξιωματικό της γερμανικής Βέρμαχτ που συμμετέχει στον Ισπανικό εμφύλιο και αργότερα έρχεται ως κατακτητής στην Ελλάδα. Τα κλασικό προφίλ του άρρωστου ψυχικά και διανοητικά ναζί που πρωταγωνιστεί στις κτηνωδίες.
Τέλος Δημήτρης Γληνός – Νικήτας Μοράτογλου. Παιδικοί φίλοι, γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί, μα ο καθένας ακολουθεί διαφορετικό δρόμο, αντίθετη πορεία. Όπως είναι γνωστό ο Δ. Γληνός με τον ερχομό του στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα ακολουθεί μια πορεία που τον φέρνει όλο και πιο αριστερά όλο και πιο κοντά στο λαό. Γίνεται κομμουνιστής, αυτός που θα διατυπώσει το όραμα της εθνικής Αντίστασης στο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ».
Ο Γληνός δεν συμμετέχει στην πλοκή του μυθιστορήματος, τον αναφέρει ο συγγραφέας όταν μιλά για τον ΝΜ.
Από την άλλη ο Νικήτας Μοράτογλου διαδέχεται τον πατέρα του στη διεύθυνση του εργοστασίου. Στο προκαπιταλιστικό στάδιο ο Νικήτας είναι προοδευτικός (προοδευτική είναι η αστική τάξη στο ξεκίνημά της σε σχέση με το προηγούμενο κοινωνικό σύστημα, το φεουδαρχικό). Όταν είδε τον πατέρα του να ραβδίζει τους κολίγους (φεουδαρχία) εδωσε όρκο και από τότε που ανέλαβε δεν ξανάπεσε χέρι πάνω τους. Θρήσκος, ενάρετος, φιλεύσπλαχνος, πατριώτης. Αυτή η προοδευτικότητα κράτησε λίγο. Οταν νίκησε και κυριάρχησαν οι καπιταλιστικές σχέσεις, άρχισε η συντηρητική στροφή. Η κήρυξη δε, της Οκτωβριανής επανάστασης και η άνοδος του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα φόβισε την αστική τάξη που είδε πλέον ότι η Επανάσταση δεν είναι ζήτημα εκλογικών ποσοστών, αλλά αποτέλεσμα της συνείδησης και της πάλης των εργατών . Εκεί αμέσως μετά την Μικρασιατική καταστροφή είναι ένα κρίσιμο σημείο. Τόσο η αστική τάξη όσο και οι εργάτες αποκτούν μια άλλη οπτική των πραγμάτων. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που λέει ο Ν.Μ. στη σελ 18:
όταν μικρός είδε τον πατέρα του να ραβδίζει τους κολίγους που είχε στη στη δούλεψή του, πήρε όρκο κι από τότε που ανέλαβε αυτός κουμάντο δεν ξανάπεσε χέρι πάνω τους και στην ενορία πρόσφερε πάντοτε υπέρ των πτωχών και αδυνάτων και στον κρυφό έρανο για τον ελληνικό στόλο συνεισέφερε τον οβολόν του, καλά λένε πως την καλοσύνη οι ανίσχυροι την παίρνουν για αγαθοσύνη, αν πάψουν να σε φοβούνται θα πάψουν και να σε σέβονται, πόσο αληθινά βγήκαν τα λόγια του πατέρα του, τώρα όλοι ίσα κι όμοια, τα πόδια ορθώθηκαν να χτυπήσουν το κεφάλι. Μα όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα, μόνο αν τα κόψεις, αν χυθεί αίμα, σαν αυτό που χύθηκε ποτάμια στη Ρωσία, ισότητα στην πείνα και την εξαχρείωση, αυτό ήθελαν οι μπολσεβίκοι , τα ήξερε από πρώτο χέρι, από τους ρώσους εμιγκρέδες που έφτασαν στη Σμύρνη το ’18, κυνηγημένοι από τους κόκκινους, μα τώρα όλα αυτά τα έβλεπε μπροστά του, αυτό που ζούσε στους θαλάμους δεν ήταν παρά το σύστημα των μπολσεβίκων, μια μικρογραφία της ρούσικης επανάστασης, σίγουρα κάποιοι κόκκινοι θα είχαν παρεισφρήσει στου πρόσφυγες να εκμεταλλευτούν τον πόνο τους, ακόμα και στο μέτωπο, στην πρώτη γραμμή, άκουσον άκουσον, καλούσαν τους φαντάρους να πετάξουν τα όπλα, απόσπασμα στα δέκα μέτρα που τους χρειάζεται, αν ο καθείς δεν κρατά τη θέση του ο φαντάρος δεν πολεμά, ο εργάτης δε δουλεύει και το αφεντικό δεν κουμαντάρει, ο κόσμος χάθηκε, χάνει τη στερεότητά του, το σχήμα του και αρχίζει να λιώνει σαν τον πάγο.
Ετσι ο Νικήτας Μουράτογλου όταν αποκτά το εργοστάσιο γίνεται αμοραλιστής, αδίστακτος στυγνός εκμεταλλευτής που δε διστάζει καθόλου να συνεργαστεί με τον κατακτητή. Ενας χαρακτηριστικός τύπος καπιταλιστή.