Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τζένη Καρέζη: Άξια μορφή της Τέχνης και της Ανθρωπιάς…

Είχαν να το λένε όσοι την είδαν να κάνει τα πρώ­τα της βήμα­τα ‑ακό­μη και ως σπου­δά­στρια στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου- για τη φρε­σκά­δα, τον αέρα, τη λεπτε­πί­λε­πτη γοη­τεία, την αύρα μιας σταρ που έφερ­νε μαζί της. Η Τζέ­νη Καρέ­ζη, πολύ γρή­γο­ρα, πατώ­ντας το πόδι της στο θεα­τρι­κό σανί­δι, δίπλα στη Μελί­να Μερ­κού­ρη, και μπαί­νο­ντας στα πλα­τό ως πρω­τα­γω­νί­στρια, χωρίς να έχει άλλη κινη­μα­το­γρα­φι­κή εμπει­ρία, στην τερά­στια επι­τυ­χία και πλέ­ον κλα­σι­κή “Λατέρ­να, Φτώ­χεια και Φιλό­τι­μο”, δίπλα στα ιερά τέρα­τα Μίμη Φωτό­που­λο και Βασί­λη Αυλω­νί­τη, αλλά και στην απο­κά­λυ­ψη ενός νέου ζεν πρε­μιέ, του Αλέ­κου Αλε­ξαν­δρά­κη, μάλ­λον δεν είχε κατα­λά­βει ακό­μη τους δρό­μους της δόξας που ανοί­γο­νταν μπρο­στά της. Άλλω­στε, η Τζέ­νη Καρέ­ζη ήταν μία ηθο­ποιός, μία προ­σω­πι­κό­τη­τα που μπο­ρεί να είχε το ταλέ­ντο, την παρου­σία ενός ανθρώ­που που χάρι­ζε λάμ­ψη και χάρη, αλλά ωρί­μα­σε στα­δια­κά. Από μία ξεχω­ρι­στή ενζε­νί, έγι­νε μία κατα­ξιω­μέ­νη πρω­τα­γω­νί­στρια του παλιού ελλη­νι­κού σινε­μά, μέστω­σε υπο­κρι­τι­κά, έπε­σε στα βαθιά του θεά­τρου, αλλά και της πολι­τι­κής, κάτι στο οποίο συνέ­βα­λε και ο δεύ­τε­ρος σύζυ­γός της, Κώστας Καζά­κος, με τον οποίο αισθάν­θη­κε «ολο­κλη­ρω­μέ­νη γυναί­κα», όπως είχε πει η ίδια.

Η Τζέ­νη Καρέ­ζη, που χάσα­με πρό­ω­ρα, μετά από ένα οδυ­νη­ρό και βασα­νι­στι­κό τέλος, δίνο­ντας το έναυ­σμα για την ίδρυ­ση του πολύ­τι­μου Ιδρύ­μα­τος Τζέ­νη Καρέ­ζη, που στό­χος του είναι η ανα­κου­φι­στι­κή φρο­ντί­δα για καρ­κι­νο­πα­θείς και άλλες χρό­νιες νόσους, με ιδρυ­τι­κά μέλη τον Κώστα Καζά­κο, την Μελί­να Μερ­κού­ρη, την Αλί­κη Βου­γιου­κλά­κη κ.ά., γεν­νή­θη­κε πριν 90 χρό­νια, τις 12 Ιανουα­ρί­ου του 1932. Με αφορ­μή τη γέν­νη­σή τις, αξί­ζει να θυμη­θού­με τις σημα­ντι­κό­τε­ρες στιγ­μές τις ζωής τις, την καλ­λι­τε­χνι­κή τις πορεία, αλλά και τις πραγ­μα­τι­κά σπου­δαί­ες ερμη­νεί­ες τις στο σινε­μά, πέρα από τις τις επι­τυ­χί­ες τις.

Από τις Καλόγριες στην Παξινού

Οι γονείς της Τζέ­νης Καρέ­ζη ήταν εκπαι­δευ­τι­κοί. Πατέ­ρας της ο Κων­στα­ντί­νος Καρ­πού­ζης, καθη­γη­τής και γυμνα­σιάρ­χης, με κατα­γω­γή το Μεσο­λόγ­γι και μητέ­ρα της η δασκά­λα Θεώ­νη Λάφη. Θα μεγα­λώ­σει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, ενώ θα βρε­θεί εσω­τε­ρι­κή στην “Ελλη­νο­γαλ­λι­κή Σχο­λή Καλο­γραιών Καλα­μα­ρί” και μετά στην Αθή­να, στην Ελλη­νο­γαλ­λι­κή Σχο­λή “Άγιος Ιωσήφ”. Ως μαθή­τρια θα παί­ξει σε αρχαί­ες τρα­γω­δί­ες και παρό­τι ο πατέ­ρας της ήταν αρνη­τι­κός, θα μπει στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού το 1951, έχο­ντας ως δασκά­λους της τον Δημή­τρη Ροντή­ρη, τον Άγγε­λο Τερ­ζά­κη, τον Γιώρ­γο Παπ­πά, τον Πέλο Κατσέ­λη κ.ά. Θα απο­φοι­τή­σει με άρι­στα το 1954 και αμέ­σως θα την αρπά­ξουν οι μεγα­λύ­τε­ρες θεα­τρι­κές σκη­νές της επο­χής. Αρχι­κά θα εμφα­νι­στεί δίπλα στην Μελί­να Μερ­κού­ρη και τον Βασί­λη Δια­μα­ντό­που­λο, στην “Ωραία Ελέ­νη” και αμέ­σως μετά πλάι στην Κατί­να Παξι­νού, στο έργο του Λόρ­κα “Το Σπί­τι της Μπερ­νάρ­ντα Άλμπα”.

Γαρύφαλλο στ’ αυτί

Σε ηλι­κία 22 χρό­νων και ζώντας τη μεθυ­στι­κή της επι­τυ­χία θα βρε­θεί ως πρω­τα­γω­νί­στρια στην αγα­πη­μέ­νη ται­νία “Λατέρ­να, Φτώ­χεια και Φιλό­τι­μο”, έχο­ντας μπρο­στά της τους γίγα­ντες Μίμη Φωτό­που­λο και Βασί­λη Αυλω­νί­τη. Με το πρώ­το της πλά­νο μπρο­στά στην κάμε­ρα του “μάστο­ρα” Αρι­στεί­δη Καρύ­δη Φουκς, συνα­ντώ­ντας τους δυο λατερ­να­τζή­δες ζητώ­ντας φωτιά για το τσι­γά­ρο της, όλοι όσοι ήξε­ραν κατά­λα­βαν, αν και ακό­μη άγου­ρη, ότι έχουν να κάνουν με κάτι δια­φο­ρε­τι­κό, μία ηθο­ποιό που θα γρά­ψει τη δική της ιστο­ρία. Μία σταρ, που μπο­ρεί να μην έγι­νε “εθνι­κή”, αλλά είχε τερά­στιες υπο­κρι­τι­κές ικα­νό­τη­τες, τόσο στην απαι­τη­τι­κή κωμω­δία όσο και στο δρά­μα, και με τον και­ρό τις ξεδί­πλω­σε και ειδι­κά στο θέατρο.

Η Χιονάτη που έγινε Δεσποινίδα

Η συνέ­χεια ήταν ενθαρ­ρυ­ντι­κή τόσο στο θέα­τρο όσο και στο σινε­μά, στο οποίο θα έχει την τύχη να συμ­με­τά­σχει στην κλα­σι­κή κωμι­κή ηθο­γρα­φία “Η Θεία από το Σικά­γο”, αλλά και το πρώ­το ριμέικ στην Ελλά­δα, “Λατέρ­να, Φτώ­χεια και Γαρύ­φαλ­λο”. Το 1960 θα είναι η χρο­νιά που καθιε­ρώ­νε­ται ως αδια­φι­λο­νί­κη­τη πρω­τα­γω­νί­στρια με τις ανά­λα­φρες κομε­ντί “Ραντε­βού στην Κέρ­κυ­ρα”, δίπλα στον Αλέ­κο Αλε­ξαν­δρά­κη, “Η Χιο­νά­τη και τα Επτά Γερο­ντο­πα­λί­κα­ρα” μπαί­νο­ντας γλυ­κά ανά­με­σα στη μισή εθνι­κή πρω­τα­γω­νι­στών κωμω­δί­ας ‑από Φωτό­που­λο και Μακρή μέχρι Σταυ­ρί­δη, Λει­βα­δί­τη και Ευθυ­μί­ου- και “Το Κοροϊ­δά­κι της Δεσποι­νί­δος”. Σε αυτή την τρι­σχα­ρι­τω­μέ­νη ται­νία του Δαλια­νί­δη, δίπλα στον υπέ­ρο­χο Ηλιό­που­λο, η Καρέ­ζη θα δεί­ξει αρκε­τά από τα προ­τε­ρή­μα­τά της, αφή­νο­ντας σε δεύ­τε­ρο πλά­νο τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά τής λαμπε­ρής ενζε­νί, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τον χαρα­κτή­ρα ενός προ­χω­ρη­μέ­νου για την επο­χή της κοριτσιού.

Τζένη, Τζένη

Η δεκα­ε­τία του ‘60 θα συνε­χι­στεί θριαμ­βευ­τι­κά. Μεθυ­στι­κή επο­χή, που θα φέρει και έναν γάμο το 1962, με τον κοσμι­κό Ζάχο Χατζη­φω­τί­ου, που απο­δεί­χθη­κε πολύ γρή­γο­ρα μια νεα­νι­κή τρέ­λα. Τυπι­κά ο πρώ­τος της γάμος θα λήξει μετά από τέσ­σε­ρα χρό­νια. Μια τετρα­ε­τία κατά την οποία η σταρ θα βελ­τιώ­νει ραγδαία τις υπο­κρι­τι­κές της ικα­νό­τη­τες σε τερά­στιες εμπο­ρι­κές επι­τυ­χί­ες. Ξεχω­ρί­ζουν τα φιλμ “Δεσποι­νίς Διευ­θυ­ντής”, “Τζέ­νη, Τζέ­νη” και “Μια Τρε­λή, Τρε­λή Οικο­γέ­νεια”, όλα σε σκη­νο­θε­σία του Ντί­νου Δημό­που­λου, ενός από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους Έλλη­νες σκηνοθέτες.

Λόλα

Τη διε­τία 1963–1964, η Τζέ­νη θα έχει την τύχη να ανα­δεί­ξει τις ικα­νό­τη­τές της και στο δρά­μα, αλλά και να ξεφύ­γει από τη μανιέ­ρα των ρομα­ντι­κών κομε­ντί, με δυο υπέ­ρο­χες ται­νί­ες, που φώτι­σαν μια όχι και τόσο συνη­θι­σμέ­νη εικό­να της Ελλά­δας, μπαί­νο­ντας στο σκο­τει­νό κόσμο μιας κοι­νω­νί­ας που ζού­σε στα όρια του περι­θω­ρί­ου και της νύχτας. Πρό­κει­ται για τα φιλμ “Τα Κόκ­κι­να Φανά­ρια” του Βασί­λη Γεωρ­γιά­δη και “Λόλα” του Ντί­νου Δημό­που­λου, στα οποία ξεχω­ρί­ζει η αθά­να­τη μου­σι­κή και τα λαϊ­κά τρα­γού­δια του Σταύ­ρου Ξαρ­χά­κου. Στην πρώ­τη, που έφτα­σε μέχρι και να διεκ­δι­κεί το Όσκαρ Καλύ­τε­ρης Ξενό­γλωσ­σης Ται­νί­ας, χάνο­ντας τελι­κά από το αρι­στούρ­γη­μα του Φελί­νι “8½”, η Τζέ­νη είναι εξαι­ρε­τι­κή κάνο­ντας μία πόρ­νη στην Τρού­μπα του Πει­ραιά, δίπλα σε θαυ­μά­σιους συμπρω­τα­γω­νι­στές, όπως είναι οι Γιώρ­γος Φού­ντας, Δέσπω Δια­μα­ντί­δου, Μάνος Κατρά­κης, Δημή­τρης Παπα­μι­χα­ήλ, Αλε­ξάν­δρα Λαδι­κού και Μαί­ρη Χρο­νο­πού­λου. Στη δεύ­τε­ρη, και πάλι με θέμα που τοπο­θε­τεί­ται στην Τρού­μπα, φτιά­χνο­ντας ένα αλη­σμό­νη­το ζευ­γά­ρι με τον Νίκο Κούρ­κου­λο, δεί­χνει πιο ώρι­μη από ποτέ και έτοι­μη για οποια­δή­πο­τε υπο­κρι­τι­κή πρόκληση.

Κώστας Καζάκος

Οι κινη­μα­το­γρα­φι­κές προ­κλή­σεις, όμως, δεν θα έρθουν, αφού η χώρα μπή­κε “στο γύψο” των συνταγ­μα­ταρ­χών και η εύθραυ­στη ελλη­νι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή παρα­γω­γή έγι­νε κομ­μά­τια στα χέρια των χου­ντι­κών, που προ­σπά­θη­σαν να επι­βάλ­λουν τη δική τους οπτι­κή και γνω­στή αισθη­τι­κή. Το 1966, στα γυρί­σμα­τα της ται­νί­ας “Κον­σέρ­το για Πολυ­βό­λα” θα γνω­ρι­στεί με τον Κώστα Καζά­κο, τον οποίο θα ερω­τευ­θεί, ενώ το 1968 θα παντρευ­τούν σε στε­νό κύκλο και τον επό­με­νο χρό­νο θα απο­κτή­σουν τον γιο τους Κων­στα­ντί­νο — σήμε­ρα κατα­ξιω­μέ­νο ηθοποιό.

Το Μεγάλο μας Τσίρκο

Τα επό­με­να χρό­νια θα γυρί­σει ακό­μη έξι ται­νί­ες, μέχρι να εγκα­τα­λεί­ψει το σινε­μά και να ρίξει όλο το βάρος της στο θέατρο, όπου μπο­ρού­σε ακό­μη να δημιουρ­γή­σει, να ανα­πνεύ­σει καλ­λι­τε­χνι­κά. Το 1973 θα ανε­βά­σει “Το Μεγά­λο μας Τσίρ­κο”, μία αλλη­γο­ρι­κή παρά­στα­ση, σε κεί­με­να του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη και σκη­νο­θε­σία Κώστα Καζά­κου, που θα μεί­νει στην ιστο­ρία, ενώ στην επο­χή της έκα­νε απί­στευ­τη επι­τυ­χία, καθώς το κοι­νό εκτί­μη­σε την πολι­τι­κή θέση τού έργου, τα μηνύ­μα­τα κατά της χού­ντας, αλλά και τη θεϊ­κή ερμη­νεία των τρα­γου­διών του Ξαρ­χά­κου, από τον ανε­πα­νά­λη­πτο Νίκο Ξυλού­ρη. Η παρά­στα­ση έκο­ψε πάνω από μισό εκα­τομ­μύ­ριο εισι­τή­ρια, αλλά έστει­λε το ζεύ­γος Καζά­κου-Καρέ­ζης στη φυλακή!

Θέατρο και Ανθρωπιά

Η Τζέ­νη Καρέ­ζη συνέ­χι­σε και μετά την πτώ­ση της χού­ντας να θριαμ­βεύ­ει στο θέα­τρο, με παρα­στά­σεις όπως “Ποιος Φοβά­ται την Βιρ­τζί­νια Γουλφ”, σε σκη­νο­θε­σία Ζιλ Ντα­σέν, σπά­ζο­ντας τα ταμεία, ενώ το 1990 πρω­τα­γω­νί­στη­σε στο έργο της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη “Δια­μά­ντια και Μπλουζ”, που απο­τέ­λε­σε το κύκνειο άσμα της, καθώς ήταν ήδη πλη­γω­μέ­νη από τον καρ­κί­νο. Ήταν το 1989 όταν παί­ζο­ντας στον “Βυσ­σι­νό­κη­πο” του Τσέ­χοφ, δια­γνώ­στη­κε με την αρρώ­στια και άρχι­σε μια σκλη­ρή άνι­ση μάχη. Θα την χάσει στις 26 Ιου­λί­ου του 1992. Στην κηδεία της πλή­θος συνα­δέλ­φων της και χιλιά­δες λαού θα την απο­χαι­ρε­τί­σει μέσα σε κλί­μα οδύνης.

Η Τζέ­νη Καρέ­ζη είχε να δώσει ακό­μη πολ­λά, αφού μετά από 33 ται­νί­ες, δεκά­δες θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις, τηλε­ο­πτι­κά σίριαλ, έδει­χνε ότι μπο­ρού­σε να βελ­τιώ­νε­ται συνε­χώς, κάτι πρω­τό­γνω­ρο για την Ελλά­δα και ειδι­κό­τε­ρα για την υπο­κρι­τι­κή. Νιώ­θο­ντας άβο­λα στη σιγου­ριά της επι­τυ­χί­ας, ριχνό­ταν χωρίς καμία προ­στα­σία σε προ­κλή­σεις και αδο­κί­μα­στες καλ­λι­τε­χνι­κές ανα­ζη­τή­σεις, προ­σθέ­το­ντας συνε­χώς λιθα­ρά­κι λιθα­ρά­κι στο μεγα­λείο μίας άξιας μορ­φής της Τέχνης. Αλλά και της Ανθρωπιάς…

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο