Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τζακ Λόντον — ο οραματιστής σοσιαλιστής των αρχαιολόγων του μέλλοντος

Τέτοιες  μέρες 12-Ιαν 1876, γεν­νιέ­ται ο Αμε­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας Τζακ Λόντον (Jack London). Από το 1896 γίνε­ται μέλος του Σοσια­λι­στι­κού Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος και προ­σπα­θεί με το συγ­γρα­φι­κό του ταλέ­ντο και τη γεμά­τη πάθος συμ­με­το­χή του στην πολι­τι­κή να βοη­θή­σει το αμε­ρι­κα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το. Γρά­φει πολ­λά διη­γή­μα­τα, μυθι­στο­ρή­μα­τα και πολι­τι­κά δοκί­μια, έργα με μεγά­λη απή­χη­ση και τερά­στια εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία (ένα από τα κορυ­φαία του η «Σιδε­ρέ­νια Φτέρ­να» ‑τακού­νι πού­λη­σε 7 εκα­τομ­μύ­ρια αντί­τυ­πα στην Αγγλία, μετρώ­ντας πάνω από 300 εκδό­σεις και χιλιά­δες επα­νεκ­δό­σεις σ’ όλο τον κόσμο, από αυτές περί­που 20 στην χώρα μας).

Στην ΕΣΣΔ, πάνω από 100 (συλ­λε­κτι­κές σήμε­ρα), οι περισ­σό­τε­ρες αμέ­σως μετά την Οκτω­βρια­νή Επανάσταση

Λένιν­γραντ ΕΣΣΔ 1925

Από εφημεριδοπώλης και λιμενεργάτης …επαναστάτης συγγραφέας

Ο Τζακ Λόντον γεν­νή­θη­κε στο Οκλαντ του Σαν Φραν­σί­σκο στις 12 Ιανουα­ρί­ου 1876. Από πολύ μικρός θα γνω­ρί­σει τη φτώ­χεια και τη σκλη­ρή ζωή στο εργο­στά­σιο. Το 1897 θα ακο­λου­θή­σει τους χρυ­σο­θή­ρες στον Κανα­δι­κό Βορ­ρά. Εκεί, μέσα στο φοβε­ρό κρύο και την απο­γο­ή­τευ­ση δε θα ανα­κα­λύ­ψει χρυ­σά­φι, αλλά τη συγ­γρα­φι­κή του φλέ­βα που θα τον κάνει διά­ση­μο. Ανα­γνω­ρί­στη­κε σαν ο μεγα­λύ­τε­ρος Αμε­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας των αρχών του 20ού αιώνα.

Στην αρχή της ζωής του, έκα­νε για να βγά­λει το ψωμί του διά­φο­ρα επαγ­γέλ­μα­τα: εφη­με­ρι­δο­πώ­λης, λιμε­νερ­γά­της, ναυ­τι­κός, χρυ­σο­θή­ρας αλλά και πολε­μι­κός αντα­πο­κρι­τής στη διάρ­κεια του πολέ­μου των Μπό­ερς στη Νότια Αφρι­κή και του Ρωσοϊ­α­πω­νι­κού πολέ­μου στα 1904. Δεχό­με­νος οποια­δή­πο­τε δου­λειά του τύχαι­νε και «αλη­τεύ­ο­ντας» με κάθε μέσο στην αχα­νή έκτα­ση των ΗΠΑ, είχε την ευκαι­ρία να γνω­ρί­σει καλά τον κόσμο.

Εμπνέ­ε­ται το έργο του από τις περι­πλα­νή­σεις του στο Βορ­ρά και στις θάλασ­σες του Νότου, τους περι­θω­ρια­κούς της αμε­ρι­κά­νι­κης ζωής, τη ζωή των εργα­τών και το αμε­ρι­κα­νι­κό σοσια­λι­στι­κό κίνη­μα. Συν­δυά­ζο­ντας τις εμπει­ρί­ες του με τη μελέ­τη του Κομ­μου­νι­στι­κού Μανι­φέ­στου, ο Λόντον στρά­φη­κε προς το σοσια­λι­σμό, ενώ η απί­στευ­τη ενέρ­γειά του διο­χε­τεύ­θη­κε στη γρα­φή. Από το 1896 γίνε­ται μέλος του Σοσια­λι­στι­κού Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος και προ­σπα­θεί με το συγ­γρα­φι­κό του ταλέ­ντο και τη γεμά­τη πάθος συμ­με­το­χή του στην πολι­τι­κή να βοη­θή­σει το αμε­ρι­κα­νι­κό προλεταριάτο.

Στις 22-Νοε-1916 απο­γοη­τευ­μέ­νος από τον τρό­πο ζωής στον οποίο τον ώθη­σε η αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νω­νία, θα αυτο­κτο­νή­σει επα­να­λαμ­βά­νο­ντας τη χει­ρο­νο­μία του ήρωά του, Μάρ­τιν Ιντεν.

Σκα­λί­ζο­ντας στα βιβλία, “σκό­ντα­ψα” σε κάτι σημειώ­σεις από απο­φθέγ­μα­τα δύο συγ­γρα­φέ­ων από τους φωτει­νό­τε­ρους εκπρο­σώ­πους του γνή­σιου, πολι­τι­σμέ­νου και ορα­μα­τι­ζό­με­νου αμε­ρι­κα­νι­κού πνεύματος:

Του Μαρκ Του­έιν και του Τζακ Λόντον. Παι­δευ­μέ­νοι και οι δύο από την εξαι­ρε­τι­κά σκλη­ρή ζωή που έζη­σαν στα παι­δι­κά και νεα­νι­κά τους χρό­νια, απέ­κτη­σαν, ωστό­σο, τη δυνα­τό­τη­τα του αυτοέλεγχου.

Η σκέ­ψη μου γέμι­σε και πάλι από συνειρ­μούς. Και αφορ­μή γι’ αυτούς, ποιος άλλος από τους σύγ­χρο­νους αξιω­μα­τού­χους της Αμε­ρι­κής του δολα­ρί­ου — του “χρυ­σού δια­βό­λου” κατά τον Μαξίμ Γκόρ­κι — υπουρ­γοί, πρε­σβευ­τές και άλλοι ιθύνοντες.

Ο Τζακ Λόντον απαυ­δι­σμέ­νος από τον άγριο αμε­ρι­κα­νι­κό καπι­τα­λι­σμό, που με τη γνω­στή δολο­φο­νι­κή επι­δρο­μή και εξο­ντω­τι­κή ληστεία στέ­ριω­σε στη Νέα Γη, έγρα­φε στο διή­γη­μά του “Κραυ­γή για δικαιο­σύ­νη”: «Και­ρός για τον άνθρω­πο είναι να χτί­σει νέο και ανώ­τε­ρο πολι­τι­σμό που θα προ­κύ­ψει σε συν­θή­κες αγά­πης προς τον άνθρω­πο, γενι­κής εξυ­πη­ρέ­τη­σης και παγκό­σμιας αδελ­φό­τη­τας». Πεθαί­νο­ντας ένα χρό­νο πριν την Μεγά­λη Οχτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση, ο Τζακ Λόντον ανα­φώ­νη­σε: «Χρό­νε, έλα και άλλα­ξε τον κόσμο»!

Προφητικό μυθιστόρημα

Οι αρχαιο­λό­γοι του μέλ­λο­ντος θα “ανα­κα­λύ­ψουν” σε διά­φο­ρες “πηγές” την απαρ­χή, εγκα­θί­δρυ­ση και εξέ­λι­ξη του σοσια­λι­στι­κού καθε­στώ­τος — νομο­τε­λεια­κής ανά­γκης για την εξαν­θρώ­πι­ση της ανθρω­πό­τη­τας — αλλά και τις λυσ­σα­λέ­ες επι­θέ­σεις της απάν­θρω­πης “σιδε­ρέ­νιας φτέρ­νας” κατά των αγώ­νων των εργα­τών και των λαών και για την καθιέ­ρω­ση και για τη δια­φύ­λα­ξη της σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας. Θα “ανα­κα­λύ­ψουν” ότι η αμεί­λι­κτη “σιδε­ρέ­νια φτέρ­να” έσπερ­νε τον όλε­θρο. Αιμα­το­κυ­λού­σε άμε­τρους εργά­τες και λαούς.

Με τους μισθο­φό­ρους της, προ­σπα­θού­σε να διαιω­νί­σει την εξου­σία της. Μάταια, όμως: “(…) τον τέταρ­το αιώ­να της Αδελ­φο­σύ­νης του Ανθρώ­που, που χρο­νο­λο­γεί­ται από τον τελι­κό θρί­αμ­βο της σοσια­λι­στι­κής δημο­κρα­τί­ας, ένας αρχαιο­λό­γος του μέλ­λο­ντος ανα­κα­λύ­πτει το Χει­ρό­γρα­φο Εβερ­χαντ, που είναι το κεί­με­νο αυτού του βιβλί­ου”.

Μελε­τή­στε το μεγα­λο­φυ­ές στη σύλ­λη­ψη, συντα­ρα­κτι­κά επι­κό στη γρα­φή, δια­χρο­νι­κά επί­και­ρο και παναν­θρώ­πι­νο μήνυ­μα. Ακό­μη και αν το έχε­τε ξεφυλ­λί­σει ή δια­βά­σει στο παρελθόν…

Στρα­τευ­μέ­νο, στο σοσια­λι­στι­κό — κομ­μου­νι­στι­κό αύριο. Για­τί οι εργά­τες και οι λαοί θα πουν, όπως ο ήρω­ας του βιβλί­ου, Εβερ­χαρντ: “Χάσα­με αυτή τη φορά. Ομως, όχι για πάντα. Μάθα­με πολ­λά. Αύριο η Ιδέα θα στυ­λω­θεί και πάλι, πιο γερή σε γνώ­ση και πειθαρχία”.

Για­τί είναι νομο­τέ­λεια αυτό που έγρα­ψε ο Ανα­τόλ Φρανς, προ­λο­γί­ζο­ντας το βιβλίο: “Η πλου­το­κρα­τία θα χαθεί. Ηδη, στην ίδια της τη δύνα­μη, δια­κρί­νο­νται σημά­δια του αφα­νι­σμού της. (…) Θα χαθεί γεμά­τη έπαρ­ση, στο από­γειο της δύνα­μής της, όπως ακρι­βώς χάθη­καν η δου­λεία κι η δου­λο­πα­ροι­κία”.

Το δολοφονικό Σιδερένιο Τακούνι 100+ χρόνια ante portas

Το 1907, 114 χρό­νια πριν (και λιγό­τε­ρο από 25 χρό­νια μετά τον θάνα­το του Μαρξ), ο ήδη διά­ση­μος Αμε­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας εκδί­δει ένα μυθι­στό­ρη­μα πολι­τι­κής φαντα­σί­ας ή εναλ­λα­κτι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, το οποίο απο­τε­λεί ταυ­τό­χρο­να μια πολι­τι­κή πραγ­μα­τεία βασι­σμέ­νη πάνω σε θέσεις του Μαρξ και άλλων θεω­ρη­τι­κών του άλμα­τος στους ουρα­νούς, αλλά και εγχει­ρί­διο πολι­τι­κής δρά­σης για την εγκα­θί­δρυ­ση μιας άλλης κοι­νω­νί­ας, όπως την ορα­μα­τί­στη­καν εκεί­νοι. Ένα έργο που έχει αγκα­λι­στεί σαν  προ­φη­τι­κό επα­να­στα­τι­κό και από τους αστούς χαρα­κτη­ρι­στεί ρομάν­τζο χυδαί­ας κομ­μου­νι­στι­κής προπαγάνδας

«Σε εφτα­κό­σια χρό­νια από σήμε­ρα, τον τέταρ­το αιώ­να της Αδελ­φο­σύ­νης του Ανθρώ­που, που χρο­νο­λο­γεί­ται από τον τελι­κό θρί­αμ­βο της σοσια­λι­στι­κής δημο­κρα­τί­ας, ένας αρχαιο­λό­γος του μέλ­λο­ντος ανα­κα­λύ­πτει το Χει­ρό­γρα­φο Έβερ­χαρντ, τη μοσχο­α­να­θρεμ­μέ­νη γυναί­κα του σοσια­λι­στή ηγέ­τη Έρνεστ Έβερ­χαρντ, στα­μα­τά­ει στη μέση μιας πρό­τα­σης, για λόγους που δε θα μπο­ρέ­σου­με ποτέ πια να μάθουμε.

Μας εξι­στο­ρεί το ρόλο που έπαι­ξε ο άντρας της στον αγώ­να της εργα­τιάς ενά­ντια στις δυνά­μεις της πλου­το­κρα­τί­ας, στις αρχές του εικο­στού αιώ­να. Μιλά­ει για το βαθ­μιαίο αλυ­σό­δε­μα των εργα­τών με τα δεσμά της οικο­νο­μι­κής και πολι­τι­κής υπο­δού­λω­σης και για τον κρυ­φό τους αγώ­να για οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή δικαιο­σύ­νη και, τέλος, για την πρώ­τη μεγά­λη εξέ­γερ­ση των εξα­θλιω­μέ­νων μαζών και την ανε­λέ­η­τη κατα­στο­λή της από τους μισθο­φό­ρους της Σιδε­ρέ­νιας φτέρ­νας» (από ένα οπι­σθό­φυλ­λο του βιβλίου)

Από τις πολ­λές εκδό­σεις στη χώρα μας προ­σω­πι­κά γοη­τεύ­ει η μετά­φρα­ση του Άρη Αλε­ξάν­δρου (τελευ­ταία Γκο­βό­στης, 2011 | 348 σελ).

Καρλ Μαρξ: μεγά­λος ήρω­ας του σοσια­λι­σμού στο πεδίο της δια­νό­η­σης. Ήταν Γερ­μα­νο­Ε­βραί­ος και έζη­σε τον 19ο αιώ­να — σύγ­χρο­νος του Τζον Στιού­αρτ Μιλ. Τώρα μας φαί­νε­ται απί­στευ­το το γεγο­νός πως επί γενιές ολό­κλη­ρες οι οικο­νο­μι­κές ανα­κα­λύ­ψεις του Μαρξ χλευά­στη­καν από τους δια­νοη­τές και τους λογί­ους όλου του κόσμου. Εξαι­τί­ας των ανα­κα­λύ­ψε­ών του αυτών εξο­ρί­στη­κε από την πατρί­δα του και πέθα­νε στην Αγγλία (σελ. 151)

The Iron Heel ο πρω­τό­τυ­πος τίτλος του στα αγγλι­κά, ενώ το ελλη­νι­κό κοι­νό το γνώ­ρι­σε αρχι­κά ως Σιδε­ρέ­νια Φτέρ­να, Σιδε­ρέ­νιο Τακού­νι, παρό­τι πιο εύστο­χη από­δο­ση του τίτλου, με βάση τις συν­δη­λώ­σεις της, αν και πιο ελεύ­θε­ρη, θα ήταν το «Σιδε­ρέ­νια Μπό­τα».

Ο σοσια­λι­στής συγ­γρα­φέ­ας, αξιο­ποιώ­ντας ευφυώς ‑και πολύ μοντέρ­να- την τεχνι­κή του «παρα­ποι­η­μέ­νου τεκ­μη­ρί­ου», συλ­λαμ­βά­νει μια ιστο­ρία που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στις ΗΠΑ στο εγγύς μέλ­λον την επο­χή που πρω­το­εκ­δί­δε­ται (πέντε χρό­νια μετά την κυκλο­φο­ρία του μυθι­στο­ρή­μα­τος), υπο­τί­θε­ται ότι γρά­φε­ται 25 χρό­νια μετά και ανα­κα­λύ­πτε­ται επτά αιώ­νες αργό­τε­ρα! Και μόνο αυτά τα πολ­λα­πλά χρο­νι­κά επί­πε­δα (στα οποία προ­στί­θε­ται κάθε φορά και η χρο­νι­κή στιγ­μή που το δια­βά­ζει το ανα­γνω­στι­κό κάθε επο­χής) θα αρκού­σαν για να χαρα­κτη­ρί­σουν το Σιδε­ρέ­νιο Τακού­νι πρω­το­πο­ρια­κό έργο, και όχι μόνο στην επο­χή του.

Το βιβλίο ξεκι­νά το έτος 419 της Αδελ­φό­τη­τας των Ανθρώ­πων (δηλα­δή της εγκα­θι­δρυ­μέ­νης πλέ­ον σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας), με κάποιον Άντο­νι Μέρε­ντιθ να προ­λο­γί­ζει (προ­σθέ­το­ντας και επε­ξη­γη­μα­τι­κές υπο­ση­μειώ­σεις), επτά αιώ­νες μετά τη συγ­γρα­φή του, το προ­σφά­τως ανα­κα­λυ­φθέν χει­ρό­γρα­φο της Άβις Έβερ­χαρντ, συζύ­γου του σοσια­λι­στή ήρωα ‑και κεντρι­κής μορ­φής του κει­μέ­νου- Ερνέ­στου Έβερχαρντ.

Το χει­ρό­γρα­φο αυτό έχει γρα­φτεί υπο­τί­θε­ται το 1932 και σε αυτό η Άβις αφη­γεί­ται γεγο­νό­τα των ετών 1912–1918. Η αφή­γη­ση τελειώ­νει από­το­μα, στη μέση μιας φρά­σης, καθώς το κεί­με­νο γρά­φε­ται σε συν­θή­κες παρα­νο­μί­ας και η συγ­γρα­φέ­ας του συλ­λαμ­βά­νε­ται από τους Πραι­τω­ρια­νούς του καθε­στώ­τος, προ­φα­νώς αφού έχει προ­λά­βει να το κρύ­ψει κάτω από μια βελα­νι­διά, όπου και ανα­κα­λύ­πτε­ται επτά αιώ­νες μετά.

Από τον «πλα­στό» πρό­λο­γο του Μέρε­ντιθ (σελ. 19–23) μαθαί­νου­με λοι­πόν ‑έμμε­σα, αφού απευ­θύ­νε­ται σε σύγ­χρο­νούς του που γνω­ρί­ζουν ως Ιστο­ρία αυτά που ανα­φέ­ρει- ότι το «παγκό­σμιο κίνη­μα των εργα­τών» βρή­κε τελι­κά «δικαί­ω­ση» μετά από μια σει­ρά πολ­λών απο­τυ­χη­μέ­νων επα­να­στά­σε­ων της εργα­τι­κής τάξης, οι οποί­ες ξεκί­νη­σαν την επο­χή που εξι­στο­ρεί το Χει­ρό­γρα­φο της Άβις Έβερ­χαρντ και πνί­γη­καν όλες τους στο αίμα τους επό­με­νους τρεις αιώ­νες από το Σιδε­ρέ­νιο Τακού­νι, όπως απο­κα­λεί­ται η Ολι­γαρ­χία, δηλα­δή το ολο­κλη­ρω­τι­κό καθε­στώς που προ­έ­κυ­ψε ως ένα «τερα­τώ­δες παρα­κλά­δι» του καπιταλισμού.

Μάλι­στα, ο Μέρε­ντιθ σχο­λιά­ζει ‑σε μια απο­στρο­φή του κει­μέ­νου που απέ­κτη­σε μια νέα σημα­σία κατά τη διάρ­κεια του 20ού αιώ­να- ότι οι επα­να­στά­τες της επο­χής εκεί­νης έπε­σαν πολύ έξω όταν «έκρι­ναν πως η ανα­τρο­πή του ήταν υπό­θε­ση λίγων χρό­νων»…

Η απρό­βλε­πτη συνέχεια …
Μη χάσε­τε το βιβλίο –δια­θέ­σι­μο στη Σύγ­χρο­νη Εποχή

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο