Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΤΖΟΝ ΡΙΝΤ, ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Η αυρια­νή μέρα δεν ταξι­δεύ­ει ο νους μας μονά­χα  101 πίσω στη χώρα του «παγω­μέ­νου», αλλά ιστο­ρι­κά φωτει­νού βορ­ρά όπου το 1917 και 7 Νοεμ­βρί­ου με το και­νούρ­γιο ημε­ρο­λό­γιο, έγι­νε ένα συμ­βάν σημα­δια­κό και πρω­τό­γνω­ρο για την ανθρω­πό­τη­τα. Πολύ γνω­στό το όνο­μα του Αμε­ρι­κα­νού δημο­σιο­γρά­φου και συγ­γρα­φέα Τζον Ριντ (1887–1920) και το πιο γνω­στό έργο του είναι, χωρίς αμφι­βο­λία, το «Δέκα μέρες που συγκλό­νι­σαν τον κόσμο», το οποίο έγρα­ψε με τη συναρ­πα­στι­κή και πολύ παρα­στα­τι­κή του πένα ως αυτό­πτης μάρ­τυ­ρας μέσα από την καρ­διά των γεγο­νό­των. Θα επι­στή­σου­με, όμως, την προ­σο­χή σε άλλα έργα του, εξί­σου παρα­στα­τι­κά γραμ­μέ­να που δημο­σιεύ­θη­καν στα ελλη­νι­κά από τις εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» κάτω από τον τίτλο «Τζον Ριντ, Επι­λο­γή από το έργο του» (1987). Η μετά­φρα­ση είναι της Ρού­λας Βερ­βε­νιώ­του και η επι­μέ­λεια του Νίκου Σαραντάκου.

Ασυμ­βί­βα­στος πολέ­μιος των κακώς κειμένων

Ο Τζον Ριντ ήταν από­φοι­τος από το Χάρ­βαρτ και έγρα­ψε τόσο πολ­λά που θα γέμι­ζαν τα γρα­πτά του αρκε­τούς τόμους σαν και αυτό που εκδό­θη­κε από τη «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», δια­βά­ζου­με στη σημεί­ω­ση του εκδό­τη. Πέθα­νε  το 1920 σε νεα­ρή ηλι­κία. Στην Επα­νά­στα­ση του Μεξι­κού (1910–1917), ως δημο­σιο­γρά­φος, ήταν με τον τρα­χύ επα­να­στά­τη ηγέ­τη Πάν­τσο Βίγια, στις ΗΠΑ πάντα στο πλευ­ρό των απερ­γών εργα­τών, στον Πρώ­το Παγκό­σμιο Πόλε­μο στις πρώ­τες γραμ­μές του μετώ­που και στη Ρωσία ολό­ψυ­χα στο πλευ­ρό της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Για τον Έλλη­να ανα­γνώ­στη παρου­σιά­ζει ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον η ιστο­ρία της σφα­γής των απερ­γών ανθρα­κω­ρύ­χων του Κολο­ρά­ντο με πολ­λούς εργά­τες ελλη­νι­κής κατα­γω­γής κάτω από τον τίτλο «Ο πόλε­μος του Κολο­ρά­ντο». Στην έκδο­ση δια­τη­ρεί­ται η χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά των διη­γη­μά­των. Η εισα­γω­γή του Τζον Στιού­αρτ είναι ένα σπου­δαίο δοκί­μιο που κατα­πιά­νει 40 σελί­δες, «ανα­γκαίο υπό­βα­θρο» για τον ανα­γνώ­στη, σύμ­φω­να με το σημεί­ω­μα του εκδό­τη.  Ο Τζον Ριντ διέ­νυ­σε μια δύσκο­λη πορεία από τον αντι-κον­φορ­μι­σμό στο μαρ­ξι­σμό-λενι­νι­σμό. Η χρο­νο­λο­γι­κή επι­λο­γή στην έκδο­ση της «Σύγ­χρο­νης Επο­χής» δίνει στον ανα­γνώ­στη τη δυνα­τό­τη­τα να παρα­κο­λου­θή­σει αυτή την εξέλιξη.

Το «ρέμπε­λο» παι­δί και οι αξί­ες του

Ο Τζον Στιού­αρτ μας ενη­με­ρώ­νει στο εισα­γω­γι­κό του δοκί­μιο, ότι ο μικρός Ριντ ήταν αδιά­φο­ρος στα μαθή­μα­τα του σχο­λεί­ου, εκτός αν κάποιος καθη­γη­τής ή κάποιο θέμα τον συνάρ­πα­ζε. Για τη σχο­λι­κή εφη­με­ρί­δα έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα και διη­γή­μα­τα. Από υλι­κή άπο­ψη μεγά­λω­σε άνε­τα με παπ­πού πλού­σιο και πατέ­ρα και μητέ­ρα που παρεί­χαν στα παι­διά τους, όπως έλε­γε «περισ­σό­τε­ρα απ’ όσα ζητού­σα­με, τόσο από ελευ­θε­ρία και κατα­νό­η­ση, όσο και σ’ ό, τι αφο­ρού­σε τα υλι­κά αγα­θά»(σελ. 12 της Εισα­γω­γής).  Το 1906 μπή­κε στο πανε­πι­στή­μιο του Χάρ­βαρτ, που «τον βρή­κε θορυ­βώ­δη και όλο τρέ­λες, φιλό­δο­ξο για θέσεις και εξου­σία» (σελ. 13). Ωστό­σο, ο Ριντ ένοιω­θε πικρία απέ­να­ντι στους αρι­στο­κρά­τες του Χάρ­βαρτ, όπως δεί­χνουν τα ποι­ή­μα­τά του εκεί­νης της επο­χής κι ας μιμό­ταν πετυ­χη­μέ­νους συγ­γρα­φείς της βικτω­ρια­νής επο­χής. Και στο Χάρ­βαρτ υπήρ­χαν δια­κρί­σεις ανά­με­σα σε «ανώ­τε­ρους» αρι­στο­κρά­τες και τους επαρ­χιώ­τες αρι­στο­κρά­τες. Γρά­φει ο Στιού­αρτ στην εισαγωγή:

«Η «ανώ­τε­ρη αρι­στο­κρα­τία» του Χάρ­βαρτ τον θεω­ρού­σε έναν υπερ­βο­λι­κά ενθου­σιώ­δη επαρ­χιώ­τη (αφού κατα­γό­ταν από την ενδο­χώ­ρα του Όρε­γκον, Α.Ι.), άτο­μο πολύ αντι­συμ­βα­τι­κό για να ται­ριά­ξει με τις αυστη­ρές αρχές των αρι­στο­κρα­τών δια­νο­ου­μέ­νων της Νέας Αγγλί­ας. Αλλά και τον Ριντ τον απω­θού­σε η ψυχρή, σκλη­ρή βλα­κεία τους και η στε­νο­κέ­φα­λη επι­δει­κτι­κή ζωή τους. Ο Τζακ (χαϊ­δευ­τι­κό του στην παι­δι­κή ηλι­κία, Α.Ι.) τους αντι­πα­θού­σε βαθύ­τα­τα, τους σατί­ρι­ζε στα ποι­ή­μα­τά του, και στα γρα­φτά του ειρω­νευό­ταν τις παρα­ξε­νιές τους» (σελ. 13).

 Όμως, υπήρ­χε και μια παρά­δο­ση εξέ­γερ­σης στο Χάρ­βαρτ και στο τελευ­ταίο έτος των σπου­δών του ο Ριντ είδε τους φοι­τη­τές να βγά­λουν από την ηγε­σία των φοι­τη­τι­κών συλ­λό­γων τους αρι­στο­κρά­τες. Κατέ­κρι­ναν τη σχο­λή για­τί δεν τους είχε δόσει σωστή μόρ­φω­ση, επι­τέ­θη­καν στους αθλη­τι­κούς θεσμούς και χλεύ­α­σαν τις ιερές ιδιω­τι­κές λέσχες, όπως δια­βά­ζου­με. Αυτό το κλί­μα, βεβαί­ως, άρε­σε στο νεα­ρό Ριντ. Μια ομά­δα φοι­τη­τών μάλι­στα σχη­μά­τι­σε την επο­νο­μα­ζό­με­νη Σοσια­λι­στι­κή Λέσχη, στην οποία ο Ριντ δεν έλα­βε ποτέ μέρος, αλλά ωστό­σο εντυ­πω­σιά­στη­κε απ’ αυτήν.

Η πορεία προς τ’ αριστερά

Η εγκα­τά­στα­ση του Ριντ στη Νέα Υόρ­κη μετά από το Χάρ­βαρτ και μερι­κούς μήνες στην Ευρώ­πη έγι­νε σε μια επο­χή που προ­χω­ρού­σε ο ιμπε­ρια­λι­σμός και οι μεγι­στά­νες των τραστ επε­κτεί­νο­νταν γυρεύ­ο­ντας κατα­κτή­σεις στο εξω­τε­ρι­κό επι­διώ­κο­ντας την παγκό­σμια κυριαρ­χία. Εκεί ο Ριντ είδε το χωρι­σμό των ανθρώ­πων σε τάξεις. Στις περι­πλα­νή­σεις του στους δρό­μους της Νέας Υόρ­κης είδε «την πόλη να μεγα­λώ­νει απαί­σια και ν’ απλώ­νε­ται σαν την αρρώ­στεια. Είδα γερα­σμέ­να μέρη που η ζωή έσβη­νε, είδα πλα­τεί­ες και δρό­μους της παλιάς, όμορ­φης, άνε­της ζωής να πνί­γο­νται από το μου­γκρη­τό της φτω­χο­γει­το­νιάς» (σελ. 19).  Ο Ριντ δεν συντρί­φθη­κε, όπως τόσοι άλλοι νέοι ποι­η­τές και συγ­γρα­φείς, από την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αντί­θε­τα, του «έγδει­ρε την ψυχή» και ένοιω­θε «την άγρια χαρά της δημιουρ­γί­ας». Εδώ άρχι­σε και ένας εσω­τε­ρι­κός διχα­σμός: να λυγί­σει μπρο­στά στα μεγά­λα εκδο­τι­κά γρα­φεία για να πλου­τί­σει με το ταλέ­ντο του και να κατα­ξιω­θεί συμ­βι­βα­σμέ­νος; Αρχι­κά αντι­με­τώ­πι­σε αυτό το εσω­τε­ρι­κό διχα­σμό με σατι­ρι­κούς στί­χους, όπως οι εξής:

Κάθε μήνα ο εφη­με­ρι­δο­πώ­λης με πουλάει

   κι έχω τον άτα­χτο τον Τσά­μπερς να σας γαργαλάει.

  Λίγο κομπι­νε­ζόν, λιγά­κι μπούτι,

   χεί­λια μισό­κλει­στα (μα τίπο­τα που να σοκάρει)

  κι ο Γκί­μπ­σον περί έρω­τος αβέρ­τα να παρλάρει

  γι’ αγγέ­λους και γι’ αστέ­ρια, όλα τούτι-φρούτι.

  Ο κου­ρα­σμέ­νος μπίζ­νε­ςμαν που με διαβάζει

  Χρειά­ζε­ται κάτι σεμνό για να τον ξεκουράζει.

Για το δήθεν φιλε­λεύ­θε­ρο Άου­τλουκ θα γρά­ψει στί­χους εξαι­ρε­τι­κά σύγ­χρο­νους που στη διάρ­κεια του 20ου αιώ­να θα απο­κτού­σαν μια τρα­γι­κή επικαιρότητα:

Είμαι ανα­νε­ω­τής, αλλά μετριοπαθής

     Διό­τι είναι της μόδας οι μεταρρυθμίσεις

    Και καταλ­λή­λως άμα τις σερβίρεις

    Δεν απο­κλεί­ε­ται να τα οικονομήσεις

    Είμαι μέσα στο πνεύ­μα των και­ρών επίσης

    Αλλά πιστεύω στων ιερών θεσμών τη λογική

   που στέλ­νει όλους τους κακούς στη φυλακή.

 Τα καλύ­τε­ρα κεί­με­νά του Ο Ριντ τα έγρα­ψε μέσα στη μάχη, είτε στην ταξι­κή παλη στο εσω­τε­ρι­κό μιας χώρας, είτε στους πολέ­μους ανά­με­σα σε χώρες. Το βάπτι­σμα του πυρός του θεω­ρεί­ται ότι έλα­βε σε μια απερ­γία εργα­τών στο μετά­ξι το 1913 στο Πάτερ­σον του Νιου Τζέρ­σεϊ. Πάνω από 2.300 εργά­τες κατέ­λη­ξαν στις φυλα­κές και ο ίδιος ο Ριντ συλ­λή­φθη­κε και φυλα­κί­στη­κε για τέσ­σε­ρεις μέρες, για­τί παρα­κο­λου­θού­σε την εξέ­λι­ξη της απερ­γί­ας. Ήταν γι αυτόν ένα γερό ταξι­κό μάθη­μα που τον προ­σγεί­ω­σε για τα καλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ακο­λού­θη­σαν πολ­λές συγκλο­νι­στι­κές εμπει­ρί­ες, που απο­τυ­πώ­θη­καν σε βιβλία που έμει­ναν στην ιστο­ρία, όπως για την Επα­νά­στα­ση στο Μεξι­κό,  για τον πρώ­το Παγκό­σμιο Πόλε­μο όταν είχε στα­λεί το 1914 στην Ευρώ­πη για να καλύ­ψει το δυτι­κό μέτω­πο για το Μετρο­πό­λι­ταν  και με απο­κο­ρύ­φω­μα τις εμπει­ρί­ες του στην Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση αργό­τε­ρα, κατα­λύ­της  για τον ίδιο, διό­τι, γρά­φει ο Τζον Στιούαρτ,

          «Στη διάρ­κεια της επα­νά­στα­σης ο Ριντ βρή­κε τις απα­ντή­σεις στα ερω­τή­μα­τα που τον βασά­νι­ζαν. Δεν υπήρ­χε πια κανέ­να ερω­τη­μα­τι­κό στο μυα­λό του για τους εργά­τες. […] Η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του δίδα­ξε ότι σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση η τάξη που έχει δική της ιδιο­κτη­σία είναι πιστή μόνο στην ιδιο­κτη­σία της. Ότι η τάξη που έχει δική της ιδιο­κτη­σία δεν θα είναι ποτέ πρό­θυ­μη να συμ­βι­βα­στεί με την εργα­τι­κή τάξη. ‘Οτι οι μάζες των εργα­τών δεν είναι μόνο ικα­νές για μεγά­λα όνει­ρα αλλά έχουν και τη δύνα­μη να κάνουν τα όνει­ρα αυτά πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» (σελ. 38/39).

Από τότε δεν του έφτα­νε η απλή κατα­γρα­φή γεγο­νό­των, αλλά κατα­λά­βαι­νε βαθύ­τε­ρα την ιστο­ρία και το ρόλο της θεω­ρί­ας. Απ’ αυτή την άπο­ψη θα μπο­ρού­σα­με να απο­κα­λού­με το Δέκα μέρες που συγκλό­νι­σαν τον κόσμο την έκφρα­ση της ωρί­μαν­σής του αυτής. Το βιβλίο θα έμει­νε στην ιστο­ρία σαν ένα μονα­δι­κό ντο­κου­μέ­ντο. Είχε σπά­σει τον αδιάρ­ρη­κτο τοί­χο της λογο­κρι­σί­ας, της απο­σιώ­πη­σης και της δια­στρέ­βλω­σης γύρω από τη Ρωσία που είχε δια­δο­θεί ευρύ­τα­τα στο δυτι­κό κόσμο. Είχε απο­κτή­σει κρι­τή­ρια και έβλε­πε με την επι­στρο­φή του τον εκφυ­λι­σμό του σοσ­δια­λι­στι­κού κόμ­μα­τος στις ΗΠΑ. Γίνε­ται ένας από τους ιδρυ­τές του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος των ΗΠΑ. Επι­στρέ­φει στη Ρωσία το φθι­νό­πω­ρο του 1919, αρρω­σταί­νει από τύφο και δεν μπο­ρού­σαν οι για­τροί να τον σώσουν εν ελλεί­ψει φαρ­μά­κων λόγω του απο­κλει­σμού που οι ιμπε­ρια­λι­στι­κές δυνά­μεις είχαν επι­βά­λει στη Ρωσία. Στις 17 Οκτω­βρί­ου του 1920 πεθαί­νει πριν κλεί­σει τα τριάντα:

«Το σώμα του με τιμη­τι­κή φρου­ρά από άνδρες του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, έμει­νε για μια βδο­μά­δα στη Μόσχα, στο κέντρο των συν­δι­κά­των. Χιλιά­δες Ρώσοι πήγαν να απο­τί­σουν φόρο τιμής στον Αμε­ρι­κα­νό που τόσο καλά είχε κατα­νο­ή­σει τους αγώ­νες τους. Και πίσω στην πατρί­δα του, σε δεκά­δες πόλεις, σε μια επο­χή τρό­μου και κατα­πί­ε­σης, χύνο­νταν δάκρυα βγαλ­μέ­να από βάθους καρ­διάς για το νεα­ρό ηγέ­τη που είχε τόσο υπέ­ρο­χα πολε­μή­σει για την τάξη που τον είχε υιο­θε­τή­σει. Ακό­μα και οι εφη­με­ρί­δες που περιέ­λου­ζαν με δηλη­τή­ριο τον ζωντα­νό Ριντ, τώρα τον εξυ­μνού­σαν. Το λιο­ντά­ρι ήταν νεκρό και τα τσα­κά­λια μπο­ρού­σαν τώρα να ουρ­λιά­ξουν την ανα­κού­φι­σή τους» (Εισα­γω­γή, σελ. 49). 

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο