Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τη νιότη μου δεν κούρσεψαν τση ξενιτιάς οι χρόνοι

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Διά­χρυ­σα τα φλο­γά­τα ρόδα, θαρ­ρείς υπνο­βα­τούν ανα­ζη­τώ­ντας ένα χάδι του ανέ­μου πριν να γίνουν και αυτά αήτ­τη­τα τρό­παια μιας ανά­μνη­σης. Στο παρ­τέ­ρι, κάτω από τη μηλιά, πιο γήι­νο το φως, αγκα­λιά­ζει το λευ­κό της πέτρας στο στά­σι­μο του έρω­τα. Αυτά που σε φόβι­ζαν δεν τα αφή­νεις πια να απο­κτούν εξου­σία στην καρ­διά και τη σκέ­ψη σου. Αλλά­ζεις, λίγο λίγο, κάθε μέρα όλο και πιο πολύ.
Το ποτή­ρι, αυτό το γυά­λι­νο, πόσες φορές αλή­θεια το είχαν αγγί­ξει πρώ­τα τα χεί­λη σου και μετά τα δικά του, πόσες φορές είχε πει «να ξεδι­ψά­σου­με μαζί…». Δοξά­ζεις την πρώ­τη ηλια­χτί­δα πάνω στο κρύ­σταλ­λο σε μια προ­σπά­θεια να προ­σπε­ρά­σεις τις συμπλη­γά­δες μιας θύμη­σης, μα δεν τα κατα­φέρ­νεις… Μαζί για πόσο, μια απρό­σε­κτη κίνη­ση η αιτία, και να πως ράγι­σε το ποτή­ρι, έτσι νόμιζε…

Με αλλό­κο­τη κατ’ ανά­γκην τρυ­φε­ρό­τη­τα και με κίβδη­λες σκέ­ψεις συμ­φι­λί­ω­σης, αυτές που με τη θωπεία του χρό­νου μέτρη­σες βαθιές χαρα­κιές, πήγε κάτι να πει. Ανό­η­τες δικαιο­λο­γί­ες, εσύ το ξέρεις καλά, υπάρ­χουν βλέμ­μα­τα βου­βά και λέξεις αδέ­σπο­τες που όταν ειπω­θούν έχουν τη δύνα­μη να ραγί­σουν ποτή­ρια, να σπά­σουν καθρέ­φτες, να ματώ­σουν καρ­διές, να χαλά­σουν ζωές…

Ρόδο και αιώ­νιο αγκά­θι στο όνο­μα της αρε­τής. Πυκνώ­νει η γερα­σμέ­νη μνή­μη, πριν να ξεθω­ριά­σει η κουρ­σε­μέ­νη νιό­τη, άλι­κο χρώ­μα και άρω­μα τρια­ντά­φυλ­λο, να δια­γρά­ψει τα ανορ­θό­γρα­φα της ζωής και τα άνυ­δρα του έρω­τα μονοκοντυλιά…
«Κοί­τα­ξέ με, έχω φορέ­σει την αλή­θεια σου κατά­σαρ­κα, την αλή­θεια που τόσο φοβά­σαι. Ξέρεις… απο­φά­σι­σα να ζωντα­νέ­ψω τις παλιές ανα­γνώ­σεις και τις λησμο­νη­μέ­νες συνή­θειες εκχερ­σώ­νο­ντας τα μυστι­κά εδά­φη της ψυχής, για όσα προ­σκο­μί­ζουν οι αισθή­σεις, μόνο γι’ αυτά.
Νομί­ζεις είναι το ποτή­ρι που ράγι­σε… Νομί­ζεις…», στο Λασί­θι δεν θα φοβη­θείς να ξεκλει­δώ­σεις όλες τις λέξεις!

Παναγιωτάκης ελαιογραφία Η χιονισμένη γη του Δία

Γιώρ­γος Πανα­γιω­τά­κης, ελαιο­γρα­φία «Η χιο­νι­σμέ­νη γη του Δία»

Ανοί­γεις το ξύλι­νο ζωγρα­φι­στό κου­τί. Παλιά γράμ­μα­τα, χει­ρό­γρα­φες συντα­γές της Καλ­λιό­πης, μανι­κε­τό­κου­μπα, κέρ­μα­τα από την επο­χή της δεκά­ρας, ασπρό­μαυ­ρες φωτο­γρα­φί­ες και κάρ­τες. Ζεις πιο κοντά στον κόσμο όσων σου λεί­πουν.  Θα μπεις στον πει­ρα­σμό, θα τ’ αγγί­ξεις με ευλά­βεια, θα στα­θεί το βλέμ­μα θαρ­ρείς για να συμ­βι­βά­σει την από­στα­ση  που όρι­σε ο χρό­νος, θα μετρή­σει η συγκί­νη­ση στα βλέ­φα­ρα που με κόπο θα κρα­τή­σεις ανοι­χτά προ­σπα­θώ­ντας να γυρί­σεις μια σπί­θα πίσω, ακό­μη κι αν είναι να τη φέρεις από το πιο μακρι­νό κατώ­φλι του άλλου κόσμου.

Έντο­νη η παρόρ­μη­ση, όχι μόνο να θυμη­θείς όσο περισ­σό­τε­ρα γίνε­ται με λεπτο­μέ­ρειες, αλλά και να απο­θη­σαυ­ρί­σεις κρυμ­μέ­νες αλή­θειες, αυτές που απο­κτούν υπερ­βο­λι­κή ευφρά­δεια σε τού­τες τις μονα­χι­κές στιγ­μές. Όλα τα “ναι” που αρνή­θη­κες να πεις, απο­κτούν φωνή και “ναι’’ φωνά­ζουν. Ένα “ναι’’απαγορευμένο, αυτό που δεν ειπώ­θη­κε, αυτή τη φορά δεν πάει χαμέ­νο, αυτή τη φορά ανά­βει όλα τα σκοτάδια!

Από­πει­ρα φυγής μα όχι φυγή, επι­θυ­μία από­δρα­σης μα όχι από­δρα­ση για μια ακό­μη ψυχή. Ένα λακω­νι­κό ραβα­σά­κι γραμ­μέ­νο με πένα έλκει την ψυχή σου. Είναι μια στιγ­μή που έχει μεί­νει με τη δική της ανε­ξί­τη­λη οδύ­νη για τον Μιχά­λη Μαστο­ρά­κη, από το Ξηρο­στέρ­νι του Αποκόρωνα.

Δια­βά­ζεις: «Όχι, όχι, δεν έμα­θα να ζω και δεν θα μάθω χωρίς εσέ­να, στο Σικά­γο πια, εδώ που κάποιες φορές, όταν η πόλη ξανα­γε­μί­ζει σκό­νη, έρχο­νται ανε­λέ­η­τα οι μέρες και οι νύχτες φοβε­ρί­ζο­ντας να τα πάρουν όλα, ακό­μη και τις ανα­μνή­σεις. Ευτυ­χώς, η παλιά εικό­να σου συντη­ρεί την Όστρια της Κρή­της, στη σκέ­ψη μου και τη Χαρά της Ζωής.»

Πριν δια­βά­σεις παρα­κά­τω έχεις ανά­γκη μια παύ­ση, μια ανά­σα ανά­με­σα στο τώρα και στο χτες, ανά­με­σα στο ερέ­θι­σμα και στην απά­ντη­ση. Κλεί­νει το ένα τραύ­μα, ανοί­γει άλλο.  Αφή­νε­σαι και αφή­νεις να ανα­δυ­θούν οι ξεθω­ρια­σμέ­νες σκέ­ψεις με νέες μορ­φές. Από αυτή την παύ­ση θαρ­ρείς θα κρι­θούν όλα όσα έχεις μέσα σου. Θ’ αφου­γκρα­στείς την χορ­δή που πάλ­λε­ται στην ψυχή, θα δώσεις αξία και σημα­σία σε όσα έχουν συμ­βεί, θα πεις είναι η ευκαι­ρία για να βρε­θείς πιο κοντά σ’ αυτό που πραγ­μα­τι­κά είσαι.

Η ξενι­τιά δεν είναι τόπος στο­χά­ζε­σαι, είναι κατά­στα­ση αυτή που ζει εκεί­νος που φεύ­γει από όπου και αν φεύ­γει… Φευ­γα­λέ­ες ματιές. Η μια εικό­να δίπλα στην άλλη, αστρά­φτει για λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα ένα πρό­σω­πο, ένας δρό­μος, ένα καφε­νείο, μια γει­το­νιά, ένα έρη­μο σπί­τι, ένα δέντρο, μια κορ­φή  και λίγο λίγο σχη­μα­τί­ζε­ται αυτό που λαχτα­ρά­ει κανείς, εννο­εί­ται και ο καλός σου φίλος Μιχά­λης Μαστο­ρά­κης. Αφή­νεις τα λαγού­μια της μνή­μης και  τα ορυ­χεία των αναμνήσεων.

Παναγιωτάκης ελαιογραφία Χιόνισε στο Λασίθι

Γιώρ­γος Πανα­γιω­τά­κης, ελαιο­γρα­φία — “Χιό­νι­σε στο Λασίθι”

Επι­στρέ­φεις στο ραβασάκι:

«Τη νιό­τη μου δεν κούρ­σε­ψαν τση ξενι­τιάς οι χρόνοι,
για­τί αγα­πώ στον τόπο μου, γυρ­νώ σαν χελιδόνι .
Και βλέ­πω πάντα τη φωλιά, που ’χω για ’κεί­νη χτίσει,
να μένει άδεια, ώστε να ζω, ή ώστε να γυρίσει».

Ρεμ­βά­ζεις από το παρά­θυ­ρο. Το Λασί­θι μπο­ρεί να μην είναι ίδιο στα μάτια όλων, για εσέ­να όμως είναι μια μεγά­λη κού­πα, η κού­πα των θεών, αυτή που πασκί­ζει να φιλή­σει το πάτη­μά της υπό­γεια η θάλ­λασ­σα και υψώ­νει με περη­φά­νια τον κύκλο των χει­λιών της στον ουρα­νό, θαρ­ρείς και κάνει από­πει­ρες να εντυ­πω­σιά­σει και να τρα­βή­ξει τα μάτια σου, να δεις κι εσύ το Ορο­πέ­διο αλλιώς και να μην αμφι­βάλ­λεις πως αυτό είναι το αλη­θι­νό δισκο­πό­τη­ρο της φύσης.

Από το παρά­θυ­ρο δια­κρί­νεις πέρα μακριά την κορυ­φή της Δίκτης, εκεί­νη την αση­μέ­νια αιχ­μή που τέμνει τον ορί­ζο­ντα, εκεί που όταν φτά­σεις ανα­κα­λύ­πτεις πως υπάρ­χουν και άλλοι πιο μακρι­νοί ορί­ζο­ντες που σε καλούν να ταξι­δέ­ψεις και ουρα­νοί να ονει­ρευ­τείς. Επι­νο­είς διά­φο­ρα για να ανα­στρέ­ψεις τη ροή του χρό­νου, το ίδιο θα κάνουν και άλλοι, σαν κι εσέ­να πολ­λοί, μέχρι ν’ αλλά­ξει η μάν­να Γη και ν’ αρχί­σει να γυρί­ζει αλλιώς, από τη Δύση στην Ανα­το­λή, τότε που τα περα­σμέ­να δεν θα είναι σκόρ­πιες ανα­μνή­σεις αλλά ζωή, ζωή, “Ζωή μου” κάποιος το ψιθύ­ρι­σε. Άνε­μος ήτανε…

Κοι­τά­ζεις, προ­σπα­θείς να σκε­φτείς τι σε δένει με το Λασί­θι πέρα από τις τυπι­κές αρε­τές των ανθρώ­πων και την ιστο­ρία του. Κοι­τά­ζεις με δέος εκεί στην κορ­φή που από παι­δί θαυ­μά­ζεις, θυμά­σαι και δακρύ­ζεις με την επι­δέ­ξια πραγ­μά­τευ­ση παρου­σί­ας και απου­σί­ας. Ο φθι­νο­πω­ρι­νός άνε­μος στα φύλ­λα της κλη­μα­τα­ριάς συνη­γο­ρεί πότε μ’ έναν ψίθυ­ρο και πότε μ’ ένα χτύ­πη­μα στα παρα­θυ­ρό­φυλ­λα. Το ρολόι του τοί­χου, αυτός ο μονό­το­νος ήχος στο εκκρε­μές σαν βλα­σφη­μία,  περι­φρο­νεί την καρ­διά, τα συναι­σθή­μα­τα, την αγά­πη. Αντη­χή­σεις και αλλη­λε­πι­κα­λύ­ψεις ανά­με­σα στο τικ και το τακ, ανά­με­σα στη λησμο­νιά και τη θύμη­ση. Τι σημαί­νει αυτό το οδοι­πο­ρι­κό της ψυχής, τι είναι, περι­πλά­νη­ση ή έξο­δος, μην απα­ντή­σεις, κάθε απά­ντη­ση θα γεν­νά ένα και­νούρ­γιο ερω­τη­μα­τι­κό, και δεν πρέ­πει τώρα που η ψυχή έχει παλίρ­ροια σ’ αυτή τη μεγά­λη του νου και της καρ­διάς σου πλημ­μυ­ρί­δα. Υπάρ­χει βιω­μέ­νο συναί­σθη­μα, παρα­δέ­χε­σαι, και μια έντο­νη βαθιά εκτί­μη­ση για αυτά που οι άλλοι θεω­ρούν μικρά και ασή­μα­ντα. Δεν είσαι φτιαγ­μέ­νη για να παρα­κο­λου­θείς τη ζωή και το Ορο­πέ­διο από από­στα­ση, όχι, γύρι­σες από συνει­δη­τό ενδια­φέ­ρον, από μια ανα­πό­φευ­κτη εγγύ­τη­τα αγά­πης για μια και­νούρ­για εμπει­ρία με παλιά υλι­κά. Η έντα­ση του ανεκ­πλή­ρω­του έρω­τα, τώρα που η νοσταλ­γία σε τρέ­φει, εκφρά­ζε­ται διαφορετικά.

Φωτο <|Γιάννης Σιγανός|>

Φωτο <|Γιάν­νης Σιγανός|>

Επι­μέ­νεις :
«Δεν είσαι εσύ μια άγνω­στη, κρυ­φή γωνιά του κόσμου
μικρή η ζωή, μα γίνε­ται στη ρίζα σου μεγάλη
και στην αθά­λη του και­ρού, Λασί­θι, Τόπος Μέγας
τρί­χορ­δες λύρες παί­ζου­νε και ανε­βαί­νει ο ήλιος»

Νοέμ­βρης. Κλαί­νε τα φεγ­γά­ρια, ένα παι­δί το ψιθύ­ρι­σε. Τ’ ακούς; Κορ­φο­λο­γούν αγά­πες και σιω­πές, από τις ρωγ­μές του και­ρού, και φοβού­νται τόσο την ένο­χη συγ­γνώ­μη. Και στον Νοτιά και στον Βοριά το ίδιο φέγ­γουν τα παράπονα.

«Μια νύχτα του Νοέμ­βρη είπες θα ’ρθεις να με βρεις,
χαμή­λω­σα τα μάτια μου στο χώμα,
φεγ­γά­ρι φθι­νο­πω­ρι­νό που χάθη­κες νωρίς
κι εγώ, που τώρα μάταια σε περι­μέ­νω ακόμα.

Αύριο, θ’ αλλά­ξουν τα φεγ­γά­ρια ουρανό
τρε­λός ο έρω­τας θα παί­ζει στην πλατεία.
Αύριο, έλα, μια ζωή θα σ’ αγαπώ.
Να δεις μεγά­λη, τη μικρή μας πολιτεία»

O Γιώρ­γης Κοντο­γιάν­νης, ο Κρης, έντυ­σε όμορ­φα τους στί­χους σου μόνο για τού­τη τη νύχτα.

«Νοέμβρης, θα με ξεχάσεις», είχες πει, σχεδόν προφητικά…

«Αν γίνουν τα κύμα­τα στε­ριά και για­σε­μιά τα φύκια…», το για­σε­μί κρά­τη­σε τον όρκο του, μόνο το γιασεμί.

Μια αστρα­πή φλερ­τά­ρει τα μάτια σου, μια αστρα­πή δεν τ’ αφή­νει να βασι­λέ­ψουν, όχι ακό­μα. Σκο­τει­νιά­ζει. Σε τού­το το σκο­τά­δι θα γεν­νη­θεί έν’ άστρο τα μεσά­νυ­χτα. Τα σπί­τια όλα κατά­κλει­στα. Όλα υπάρ­χουν, όπως παλιά, όπως τότε. Ζουν μέσα σου, μ’ αυτά προ­χω­ράς. Ο πόθος είναι στην αντί­πε­ρα όχθη του Μεγά­λου Ποτα­μού, τόσο σιω­πη­λός και τόσο ηχη­ρός ταυ­τό­χρο­να. Ένα λαχά­νια­σμα, ένα μού­δια­σμα, βήμα­τα γρή­γο­ρα στον δρό­μο. Μια σκιά που τρέ­χει όσο οι ανα­μνή­σεις σώζονται.
Εκεί μακριά συμ­βι­βά­στη­κες, εκεί που και η νοσταλ­γία κάποιες φορές νιώ­θεις πως παρακ­μά­ζει, εκεί άντε­ξες με την προσ­δο­κία να περά­σεις στην αντι­κρι­νή όχθη, Αύριο…
Με νοθευ­μέ­νες προ­σμο­νές απα­σχο­λείς τη μνή­μη, με απρό­σε­χτα κι αφη­ρη­μέ­να τεχνά­σμα­τα για να μην ξαφ­νια­στείς. Μα δεν πρό­κει­ται να ξεφύ­γεις, όχι αυτή τη φορά, όχι τώρα που φυλ­λο­με­τράς τα μυστι­κά της καρ­διάς, όχι με τις αθώ­ες σου σκέ­ψεις στο ηλιο­βα­σί­λε­μα, κι ας μην είναι ο κόσμος αθώος.

Αγα­πάς τις πέν­θι­μες ομορ­φιές των λαβυ­ρίν­θων. Μαστί­χα η ανά­σα όπως την πρώ­τη φορά. Από­ψε η προ­δο­μέ­νη νιό­τη γύρι­σε χωρίς εξή­γη­ση. Σαν από άλλη ζωή ήρθε ξανά περι­μέ­νο­ντας να σου κλέ­ψει τις έγνοιες. Πριν ανα­στή­σεις το βλέμ­μα η μονα­ξιά φιλο­δω­ρεί άλλο μέλ­λον στο Λασί­θι. Ολό­κλη­ρο το Ορο­πέ­διο απ’ άκρη σ’ άκρη έχει όλα όσα χρειά­ζε­ται για να σε εντυ­πω­σιά­σει και να σου προ­σφέ­ρει την εμπει­ρία από την αρχή.

Νωρίς το πρώ­το χιό­νι στην καρ­διά του Νοέμ­βρη. Λασί­θι όμορ­φο! Αγνα­ντεύ­εις την αιώ­νια επι­στρο­φή των ονο­μά­των από το παρά­θυ­ρο. Το κερί που καί­ει κάνει το σκο­τά­δι να κιτρι­νί­ζει. Ανα­ρίθ­μη­τες λευ­κές πετα­λού­δες στις στέ­γες, στα κλα­διά των δέντρων, σε καμι­νά­δες, φανο­στά­τες και φρά­χτες, στην αυλό­πορ­τα που φιλιού­νται ξεχα­σμέ­να τα νιά­τα. Ραγι­σμέ­νη ανα­τρι­χί­λα, άγρα­φτη ζήλεια, δεν σε αφο­ρά. Ζητάς κατα­φύ­γιο στα περα­σμέ­να. Εύθραυ­στη ανά­μνη­ση. Κου­τιά, μαντή­λια και λευ­κώ­μα­τα με παλιές φωτο­γρα­φί­ες. Μα δεν φτά­νουν αυτά. Θα φορέ­σεις το κόκ­κι­νο παλ­τό, αυτό με τις κοφτές εσω­τε­ρι­κές τσέ­πες, και θα βγεις έξω, στο χιο­νι­σμέ­νο Λασί­θι, με το παλιό σου πανω­φό­ρι, το παλιό σου παλ­τό, μ’ αυτό θα σε ανα­γνω­ρί­σει, μ’ αυτό… και με την αφρού­ρη­τη ταρα­χή στο υγρό σου βλέμμα.

Όλο το νόημα του κόσμου μια νύχτα ήταν…

Η νύχτα έχει παρά­ξε­να κέφια. Δεν κρυώ­νεις. Μια φλό­γα έχει ανά­ψει μέσα σου. Πάντα η σκέ­ψη γλι­στρά­ει πιο αθό­ρυ­βα μέσα στη νύχτα. Τίπο­τα δεν τελειώ­νει εδώ, θυμά­σαι ακό­μα τις κρυ­φές γωνιές, αυτές που μπο­ρείς να στα­θείς για να περά­σει ο έρω­τας δίπλα σου και να σε κρα­τή­σει τελι­κά από το χέρι η αγά­πη στο κατώ­φλι ενός άλλου αιώ­να, ή μήπως σε αυτόν, τον εικο­στό πρώ­το αιώ­να που μπή­κε επα­λη­θεύ­ο­ντας την έπαρ­ση του πεπρω­μέ­νου, σημα­δεύ­ο­ντας από τις χαρα­μά­δες το αχει­ρο­ποί­η­το δικό σου άστρο και τα πήλι­να πέτα­λα της αγάπης…

Στο Λασί­θι, όλα τού­τη τη νύχτα που θαρ­ρείς ο ουρα­νός ερω­τεύ­ε­ται τη γη, όλα απο­πνέ­ουν τόση γαλή­νη και τόση σιω­πή που μοιά­ζουν από­κο­σμα. Δεν θα τα παρα­τή­σεις, όχι, όχι τώρα που η επι­στρο­φή σου γιορ­τά­ζει χορεύ­ο­ντας στη χιο­νι­σμέ­νη μικρή πλα­τεία. Στα χέρια το φου­σκω­μέ­νο ρόδι γεμά­το άτρυ­γη αμαρ­τία, εσύ το κρα­τάς σημα­δεύ­ο­ντας τον θάνα­το στην καρ­διά. Στη σκά­φη φου­σκώ­νει το δικό σου εφτά­ζυ­μο, κι ο μού­στος ημέ­ρε­ψε και κατα­κά­θι­σε στο βαρέ­λι του παπ­πού. Δεν θα σου χαλά­σουν την πεθυ­μιά της θέλη­σης μ’ αμά­ντευ­τους όρκους, δεν έχει άλλη φορά. Αύριο η ξεφά­ντω­ση, η δική σου μεγά­λη ξεφά­ντω­ση στο πανη­γύ­ρι της Χαράς.

Χιονίζει, είναι όλα όμορφα απόψε. Χιόνι, το φιλί τ’ ουρανού…

Κάθε τι μοιά­ζει να υπάρ­χει μόνο για να σε συνο­δέ­ψει στη βόλ­τα σου, να συνη­γο­ρή­σει δίνο­ντας ορμή στα βήμα­τά σου, ακό­μη και τα εμπό­δια μοιά­ζουν εύκο­λα. Ούτε το κόκ­κι­νο παλ­τό φαί­νε­ται να παρα­βιά­ζει τον αισθη­τι­κό κανό­να του λευ­κο­ντυ­μέ­νου Μικρού Μέγα Τόπου. Ο Τρύ­φω­νας, παλιός δοκι­μα­σμέ­νος βιγλά­το­ρας, μπα­λώ­νει το δικό του πανω­φό­ρι καθι­σμέ­νος στα στα­χτω­μέ­να χαλά­σμα­τα.  Άχρο­νος και­ρός, η σταυ­ρο­βε­λο­νιά στο κεντη­μέ­νο κουρ­τι­νά­κι της Καλ­λιό­πης σμί­γει στις άκριες με την άσπρη δαντέ­λα. Η φρο­νι­μά­δα σπι­τω­μέ­νη μέσα στους τοί­χους. Εσύ έξω, με την ανά­μνη­ση του λογι­σμού που ξέδρα­με για να σε συνα­ντή­σει ξανά στο σταυ­ρο­δρό­μι της άρνησης.

Το χέρι στην τσέ­πη παί­ζει με το ίδιο παλιό κέρ­μα, όπως τότε, κορώ­να γράμ­μα­τα. Το κρα­τάς σφι­χτά θαρ­ρείς και είναι κάτι πολύ­τι­μο, χρυ­σό ή αση­μέ­νιο, κι όμως είναι κάτι πιο πολύ. Είναι αυτό που πήρες πίσω στον τηλε­φω­νι­κό εκεί­νο θάλα­μο πριν από χρό­νια, στην τελευ­ταία προ­σπά­θεια επι­κοι­νω­νί­ας, στην τελευ­ταία κλή­ση που δεν απα­ντή­θη­κε. Ένα γυα­λι­στε­ρό ακό­μη και σήμε­ρα κέρ­μα, η μόνη απτή από­δει­ξη της τότε απο­τυ­χί­ας σου, ένα κέρ­μα, αυτό που ξανα­γί­νε­ται όχη­μα και αφορ­μή για εικό­νες πιο προ­σι­τές στις αισθήσεις.

Ξεκλει­δώ­νεις στιγ­μές που ο χρό­νος δεν έσβη­σε. Κλεί­νεις τα μάτια. Ο φόβος ξεχει­λί­ζει υγρός στις γωνί­ες τους. Μια γλυ­κιά ναρ­κισ­σι­στι­κή μελαγ­χο­λία πάντα εκεί. Δια­κρί­νεις όλες τις φωτει­νές και σκο­τει­νές γραμ­μές. Τα χέρια τρέ­μουν, ένα άγγιγ­μα στο μέτω­πο, μετά στο μάγου­λο. Θα στα­θεί στα χεί­λη επί­μο­να, χει­ρο­νο­μία άκρας οικειό­τη­τας, θαρ­ρείς για να για­τρέ­ψει γρα­τζου­νιές της περη­φά­νιας σου, θαρ­ρείς για να συνά­ψει ειρή­νη σ’ αυτό τον κόσμο τον άδι­κο, μα τον πιο όμορ­φο από όλους, τον καμω­μέ­νο από μελά­νι και ψέμα­τα, μα σίγου­ρα τον πιο αλη­θι­νό, για να υπο­σχε­θεί τη ζωή που σου αρνή­θη­κε ανε­πα­νόρ­θω­τα εκτε­θει­μέ­νος. Τα λόγια, γραμ­μέ­να σε παμπά­λαιες γρα­φές, λιώ­νουν μέσα στο χάος του ονεί­ρου. Άφω­νη σιγή πλη­ροί την απου­σία και την προ­σευ­χή του ξεχα­σμέ­νου. Έχουν περά­σει πολ­λά χρό­νια από τότε, τότε που δεν κατα­λά­βαι­νες από αδυναμίες…

Με την αφή του χιο­νιού στο πρό­σω­πο, με την ίδια μισή φωτο­γρα­φία στα χέρια, και το κέρ­μα στην τσέ­πη του παλιού σου κόκ­κι­νου παλ­τού, αδί­δα­κτη, νικη­μέ­νη και αλύ­γι­στη, έτσι θα σε βρει η πρω­ι­νή φύση με την υπέρ­με­τρη σπα­τά­λη του λευ­κού παντού γύρω σου. Η αμφι­βο­λία λυτρώ­νει τη σκέψη.
Σημά­δια στο χιό­νι, δικά σου είναι, μα δεν θέλεις να τα κρύ­ψεις, όχι πια, σ’ αυτά πατάς για να ζεις στην ποί­η­ση, για να κατα­λα­βαί­νεις τις λέξεις, για­τί μόνο η αγά­πη έχει δικαί­ω­μα και μπο­ρεί, όχι μόνο να τα συλ­λα­βί­σει τού­τα τα σημά­δια μα και να στα­θεί δίκαιη απέ­να­ντί τους, η αγάπη.
Μια και­νούρ­για περη­φά­νια σε δίδα­ξαν, μια και­νούρ­για θέλη­ση, δεν ήρθες για να ζήσεις λαθραία, όχι όσο το φως δημιουρ­γεί τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις και το αλη­θι­νό νόη­μα της ζωής, το φως, αυτό που δεν ξέρει να περι­φρο­νεί, αυτό που τα αγκα­λιά­ζει όλα, ακό­μη κι αυτά που κοι­τά­ζουν προς τα πίσω σε σκο­τει­νές στιγμές…

«Φωνή, μια φωνή είστε, Ζωή μου, πρω­τί­στως ερω­τι­κή, ασθμαί­νου­σα, αντλη­μέ­νη από έναν βαθύ­τε­ρο ρομα­ντι­σμό. Μια φωνή με προ­σω­πι­κό λυρι­σμό και έντο­νη ψυχι­κή φόρ­τι­ση που πραγ­μα­τεύ­ε­ται τον έρω­τα και την απου­σία του, την ίδια ώρα που εσείς η ίδια δια­πραγ­μα­τεύ­ε­στε την επι­στρο­φή, ή τον απο­χω­ρι­σμό, συγ­γε­νεύ­ο­ντας ακό­μη και με τη βαθιά σιω­πή σε μια ενδια­φέ­ρου­σα ιδιω­τι­κή έκφρα­ση. Η κατά­θε­ση της γρα­φής σας, έρχε­ται να συνα­ντή­σει τα δικά μου συναι­σθή­μα­τα, να μιλή­σει στον μέσα μου κόσμο και να αγγί­ξει άλλο­τε με πρό­κλη­ση και άλλο­τε με ευαι­σθη­σία την άλλη πλευ­ρά της ζωής, την πιο ηθι­κή και ολο­κλη­ρω­μέ­νη, αυτή που δένει αρμο­νι­κά με τη φύση και τιμά τη μνή­μη και τον άνθρω­πο ως ύψι­στη αρε­τή, Ζωή μου…» , θυμά­σαι σε κολά­κε­ψε πριν λίγες μέρες ο Αντονάι.

Η αμφι­βο­λία σου είναι αμάρ­τη­μα και­νούρ­γιο από την παρα­μο­νή αυτής της Πρω­το­χρο­νιάς που πέρα­σε. Κατη­γο­ρή­θη­κες με δανει­σμέ­νη οργή, εσύ με την αθε­ρά­πευ­τη προ­σή­λω­ση στις λέξεις και τις ξεφτι­σμέ­νες ιδέ­ες, εσύ που μιλάς στη δάφ­νη για να ψηλώ­σει και στο για­σε­μί για ν’ αντέ­ξει στην παγω­νιά, εσύ που διπλο­πο­διά­ζεις στο πεζο­δρό­μιο και πιά­νεις κου­βέ­ντα με ψυχές κρι­μα­τι­σμέ­νης διαλογής.
Οι λέξεις σου, φταί­νε που ο κόσμος κρύ­βει ζηλό­τυ­πα τα μεγά­λα του μυστι­κά. Οι λέξεις σου, φταί­νε που η ζωή είναι γεμά­τη ανε­ξά­ντλη­τη σε παγί­δες. Οι λέξεις σου, φταί­νε που δεν επι­τρέ­πουν σε όλους να γνω­ρί­σουν την αξία της αμφι­βο­λί­ας. Οι λέξεις σου. φταί­νε που το κυνή­γι της ευτυ­χί­ας χωρίς τη συγκα­τά­βα­ση της γήι­νης, της απλής αγά­πης απο­δει­κνύ­ε­ται ανέ­φι­κτο. Οι λέξεις σου, φταί­νε που η συμ­φι­λί­ω­ση θα είναι πάντα μια εύθραυ­στη ειρήνη…

Στη νοσταλ­γία της λευ­κής συμ­φω­νί­ας παρα­δί­δε­σαι με μια γαλή­νη καρ­τε­ρι­κή, λυτρω­μέ­νη από όλα τα ατυ­χέ­στα­τα συμ­βά­ντα και τ’ ασύμ­με­τρα σπα­ράγ­μα­τα και ραγί­σμα­τα. Στον δανει­σμέ­νο χώρο και χρό­νο της Μοί­ρας απο­φα­σί­ζεις να μεί­νεις ελεύ­θε­ρη, επι­στρέ­φο­ντας στον ακα­τοί­κη­το κόσμο της ποί­η­σης, εκεί που και η ανά­σα έχει συγκί­νη­ση. Με την αγρύ­πνια της στορ­γής θα σ’ αγκα­λιά­σει στην άχρα­ντη σύμπτωση.

Αγαπάς, όπως αντέχεις…

Η ρίζα σε γλυ­τώ­νει, αυτό το απά­νω δώμα της γης στη μυστι­κή σου επι­στρο­φή, φιλεί τα μάτια τ’ αδι­καί­ω­τα και την έσχα­τη αγω­νία μ’ ένα τριαντάφυλλο.

Φιλί στο χιό­νι. Χιό­νι, φιλί τ’ ουρα­νού
Δεν υπάρ­χει λόγος να στα­θείς σ’ εκεί­νη τη νύχτα, όχι, μια φορη­τή κόλα­ση σίγου­ρα δεν θα ήθε­λες να την κου­βα­λάς μαζί σου. Ίσως δεν μπό­ρε­σε να κατα­λά­βει την οδύ­νη μιας τίμιας ειλι­κρί­νειας, γι’ αυτό εσύ θα περι­μέ­νεις την αλη­θι­νή άμο­χθη σύνα­ξη, αύριο…

Με την καλο­σύ­νη της αδια­φο­ρί­ας θα γυρί­σεις σελί­δα. Δεν παί­ζεις με τα ενδε­χό­με­να, όσο και αν πλη­γώ­θη­κες δεν συντάσ­σε­σαι με το κακό. Ο επα­να­στα­τη­μέ­νος άγγε­λος κατα­δι­κά­ζει την ανό­η­τη ενο­χή, «αιώ­νια απα­τη­μέ­νη και διπλά προδομένη»…
Εκεί που δεν το περι­μέ­νεις, εκεί που νομί­ζεις πως έχουν στε­ρέ­ψει όλες οι πηγές της ύπαρ­ξης, που όλα είναι νεκρά, ξαφ­νι­κά ένα βλέμ­μα και ένα άγγιγ­μα φτά­νουν να σε γυρί­σουν πίσω από όλους τους λαθε­μέ­νους δρό­μους. Αφή, στην ευαί­σθη­τη σάρ­κα της παχνι­σμέ­νης νύχτας και στην αγε­φύ­ρω­τη από­στα­ση των άστρων. Αφή, στην αγνο­ού­με­νη ευτυ­χία της μελαγ­χο­λί­ας και στον ίλιγ­γο των σκιών.

Εδώ , στον τόπο των θεών, των μύθων και των θρύ­λων, στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου, με αυτό το βλέμ­μα γύρε­ψες ν’ ανα­στή­σεις  ό,τι έχει θάψει βαθιά μέσα του ο κάθε ένας, και με την ίδια λαχτά­ρα εύχε­σαι ν’αποκτήσει από την αρχή νόη­μα ο τόπος,πρώτα για τον άνθρω­πο, με τη βεβαιό­τη­τα πως η φύση και η ζωή κλεί­νουν το μάτι στον έρω­τα και υπο­κλί­νο­νται στην αγάπη.

Λασίθι, θέρμη ερωτική και τίμια.

Μεγα­λύ­νει την ψυχή σου. Στο απά­νω δώμα της γης φτιά­χνεις χιο­νό­μπα­λες για να σημα­δέ­ψεις τα λάθη σου κι αρμέ­γεις ηλια­χτί­δες να σπαρ­γα­νώ­σεις την αγάπη.
Λασί­θι, αδα­πά­νη­τη η ομορ­φιά ανοί­γει τον κόρ­φο της και περι­μέ­νει. Εδώ, οι απροσ­δό­κη­τες χαρές κατα­φρο­νούν, στη γιορ­τι­νή φωτα­ψία της κορ­φής, θάνα­το και περιφρόνηση.

Λασί­θι, το ψηλό αλώ­νι της Κρή­της. Στα στά­χυα του θερι­σμού μετρούν το φως του Απο­σπε­ρί­τη δοξά­ζο­ντας τη ζωή.
Λασί­θι, Τόπος Μέγας, ο τόπος που μιλά­ει στις ξενι­τε­μέ­νες ώρες απ’ ευθεί­ας στη γλώσ­σα σου.
Λασί­θι, μια πραγ­μα­τι­κή πύλη ζωής ανοί­γει για­τί εδώ αγα­πάς κι όταν αγα­πάς, δεν υπάρ­χει γιατί.

Τρα­γου­δάς! Ο Αλέ­ξαν­δρος Χατζη­νι­κο­λι­δά­κης έντυ­σε τους στί­χους σου:

«Αύριο, την κού­πα ως τον πάτο
Κι ας έρθου­νε τα πάνω κάτω
Ένα τζά­μι που παγώνει
Με χωρί­ζει από το χιόνι
Κι από εσέ­να, ναι.

Κι όταν θα μεθύ­σω λιώμα
Ρώτη­σε της γης το χώμα
Που το θάβει τόσο κρίμα
Κρί­μα κι άδικο»

Ευχα­ρι­στού­με τον Γιώρ­γο Πανα­γιω­τά­κη για την διά­θε­ση των έργων τέχνης 
και τον Γιάν­νη Σιγα­νό για τις φωτογραφίες.

 


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταί­ου — Κέρκυρα

Από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Γεν­νή­θη­κα στην Κρή­τη το 1962. Στο Τζερ­μιά­δων μεγά­λω­σα, εκεί έμα­θα και τα πρώ­τα γράμματα.
Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Με κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζω στην Κέρκυρα.

✔️   Με γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, βλέμ­μα­τα, δακρυ­σμέ­να μάτια, έρη­μοι δρό­μοι, ακρο­γιά­λια, βου­νά, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες το παλιού καιρού.
Πιστεύω στην αγά­πη. Με εμπνέ­ει η αγά­πη, η προ­σή­λω­ση, η αφο­σί­ω­ση, η ευαισθησία.
Μου αρέ­σει η βρο­χή. Η βρο­χή είναι μονα­δι­κή εμπει­ρία και απο­τε­λεί για εμέ­να την ιδα­νι­κό­τε­ρη πηγή έμπνευ­σης. Τότε ανοί­γει η δεξα­με­νή του νου και ό,τι υπάρ­χει εκεί βρί­σκει τρό­πο να κυλή­σει, με το δάκρυ, με το νερό, με το παρά­πο­νο για να φτά­σει αύριο εκεί που γέρ­νουν οι ψυχές, εκεί που ακό­μη είναι χτες και να ανα­κα­λύ­ψει την αρχαιό­τε­ρη γεύ­ση ζωής, την αλμύρα.
Όχη­μα μαγεί­ας οι λέξεις. Δεν ανα­ρω­τιέ­μαι πια για­τί γρά­φω. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και η ανά­γκη μου να γράφω.

✔️  Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, μ’ αρέ­σουν τα ξεχα­σμέ­να, τα λησμο­νη­μέ­να, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο».
Με το μολύ­βι του έρω­τα σπα­σμέ­νο στο χέρι και την προ­ο­πτι­κή του ονεί­ρου στ‘ ανοι­χτά της ψυχής, αύριο, ακρι­βή η άνθη­ση της άνοι­ξης μέσα στην αλή­θεια του φθινοπώρου.

✔️  Αγα­πώ τον πεζό λόγο, όμως επι­στρέ­φω συνει­δη­τά από μεγα­λύ­τε­ρη εσω­τε­ρι­κή ανά­γκη στην Ποίηση.
Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου.
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της Ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως και στη βροχή.
Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Εργο­γρα­φία

  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, παι­δι­κή λογοτεχνία
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, μυθιστόρημα
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, μυθιστόρημα
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, διηγήματα
  • Αύριο, στά­χυα οι λέξεις, ποι­η­τι­κή συλλογή
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, διηγήματα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, ποι­η­τι­κή συλλογή
  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας, αφήγημα

Συμ­με­το­χές

  • Μονό­λο­γοι, ποι­η­τι­κή ανθολογία
  • Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης, ποι­η­τι­κή ανθολογία

Υπό έκδο­ση (Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι)

  • Κέρ­κυ­ρα σμί­λη της ψυχής, φως στη βρο­χή, αφήγημα
  • Αύριο, ασύ­νο­ρη βρο­χή οι λέξεις, ποι­η­τι­κή συλλογή
  • Αύριο, νηπεν­θής άνε­μος οι λέξεις, ποι­η­τι­κή συλλογή

facebook logo click

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο