Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τιμή και δόξα στους αλύγιστους της ταξικής πάλης

Ήταν τέλη του Αυγούστου του 1949. Ο Γράμμος και η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η προσφυγιά χιλιάδων πατριωτών αγωνιστών. Ένα γιγαντιαίο λαϊκό κίνημα που γιγαντώθηκε μέσα στη ναζιστική κατοχή και χάρισε στιγμές ανείπωτου ηρωισμού στη νεώτερη ιστορία μας, αμφισβήτησε ένοπλα την αμερικανο – αγγλική ιμπεριαλιστική παρέμβαση στη χώρα μας και ηττήθηκε τελικά απ’ αυτές, τις δραματικά υπέρτερες δυνάμεις, αφήνοντας ανεκπλήρωτο το στόχο μιας λαϊκοδημοκρατικής και ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ Ελλάδας. Κάποιοι έμειναν πίσω, «φυλάττοντας Θερμοπύλες» ανάμεσα σ’ αυτούς…

9 της Νικαριάς... οι «9 του κόκκινου βράχου»

Οι «9 της Νικαριάς», οι «9 του κόκκινου βράχου»

🚩 Αντώνης Καλαμπόγιας |>«Αντώνης ο παράνομος»<|
🚩 Βασίλης Φρουζές,
🚩 Γιάννης Τσερμέγκας,
🚩 Φίλιππος Μαυρίκης,
🚩 Στρατής Τσαμπής,
🚩 Στέφανος Παπαγεωργάκης,
🚩 Κώστας Λίτσας,
🚩 Δημήτρης Μπάφας,
🚩 Χαράλαμπος Γκότζιος.

💥  Εννιά παλ­λη­κά­ρια — ασυμ­βί­βα­στοι ηρω­ι­κοί αντάρ­τες του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού παρέ­μει­ναν έξι χρό­νια στα βου­νά του νησιού,  έχο­ντας την αμέ­ρι­στη στή­ρι­ξη των ντό­πιων κι όχι μόνο των αρι­στε­ρών, που παρά τη φτώ­χεια, την απο­μό­νω­ση και τις διώ­ξεις των χωρο­φυ­λά­κων, τους εφο­δί­α­ζαν με τα απα­ραί­τη­τα για να ζουν μέχρι το 1955, οπό­τε ανα­χώ­ρη­σαν απ’ το νησί, κρυ­φά με καΐ­κι. Τη μετα­φο­ρά τους ανέ­λα­βε, μετά από κάποιες απο­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θειες φυγά­δευ­σής τους ο Κώστας Μεγα­λο­οι­κο­νό­μος, ο οποί­ος μόλις είχε γυρί­σει από εξο­ρία στη Μακρό­νη­σο. Το πλή­ρω­μα στο καΐ­κι του απο­τε­λού­σε η 17χρονη κόρη του Φού­λα και ο 18χρονος Νίκος Μοσχο­βά­κης. Πίσω, φυγα­δεύ­ο­ντας τους αντάρ­τες στην Αλβα­νία, άφη­σε τα άλλα πέντε παι­διά του. Ακο­λού­θη­σαν ένα επί­πο­νο οδοι­πο­ρι­κό που κατέ­λη­ξε στη Ρου­μα­νία. Εκεί ύστε­ρα από χρό­νια πέθα­νε ο ηρω­ι­κός αυτός καπε­τά­νιος, χωρίς να ξανα­γυ­ρί­σει στην αγα­πη­μέ­νη του πατρί­δα την Ικαρία.

Μαζί τους χιλιά­δες άλλοι τίμιοι αγω­νι­στές που πάλε­ψαν με τ’ όπλο στο χέρι «για τη χιλιά­κρι­βη τη λευ­τε­ριά», που την ήθε­λαν «παναν­θρώ­πι­νη», πήραν το δρό­μο της προ­σφυ­γιάς και της εξο­ρί­ας. Δρό­μο δύσκο­λο, πονε­μέ­νο και κακο­τρά­χα­λο. Τα αιτή­μα­τα για ειρή­νη, δικαιο­σύ­νη, δημο­κρα­τία και κυρί­ως για το στα­μά­τη­μα της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο, παρα­μέ­νουν δρα­μα­τι­κά ανεκπλήρωτα.

💥  Ηρω­ι­κές και συνά­μα τρα­γι­κές ιστο­ρί­ες που δεί­χνουν την αυτα­πάρ­νη­ση και το μεγα­λείο της πίστης στα ιδα­νι­κά των μαχη­τών των βγαλ­μέ­νων μέσα απ’ τα σωθι­κά αυτού του λαού, ιστο­ρί­ες που δια­δρα­μα­τί­στη­καν, ακρι­βώς την επο­χή που οι δοσί­λο­γοι, οι ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες και οι κάθε είδους συνερ­γά­τες των Γερ­μα­νών, απο­λάμ­βα­ναν τη «θαλ­πω­ρή» του τότε στρα­τιω­τι­κο­πο­λι­τι­κού κατε­στη­μέ­νου, παρέ­χο­ντας τη συν­δρο­μή τους στη κατα­τρο­μο­κρά­τη­ση του λαού μας, στις εκλο­γι­κές νοθεί­ες και στη δημιουρ­γία παρα­κρα­τι­κών συμμοριών.

💥  Όμως η ιστο­ρία δεί­χνει ότι η ανι­διο­τε­λής προ­σφο­ρά για το δίκιο του λαού ποτέ δε πάει χαμέ­νη. Ειδι­κά όταν στο­χεύ­ει στην ‑νομο­τε­λεια­κά παναν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νία του σοσια­λι­σμού-κομ­μου­νι­σμού. Ο αγώ­νας αυτών των ανθρώ­πων ήταν μια παρα­κα­τα­θή­κη κι ένας φάρος για τη συνέ­χι­ση του αγώ­να από άλλα μετε­ρί­ζια. Ακό­μα και σήμε­ρα που το αστι­κό κατε­στη­μέ­νο ξανα­γρά­φει την ιστο­ρία κατα­πα­τώ­ντας βάναυ­σα «δια­γρά­φο­ντας» την ιστο­ρι­κή αλή­θεια»«Βράχος»

Ήταν 16 του Ιού­νη του 1955. Σάβ­βα­το. 🚩 Ο Κόκ­κι­νος Βρά­χος λου­ζό­ταν στο δυνα­τό καλο­και­ριά­τι­κο φως. Και εκεί­νοι τον ρου­φού­σα­νε με τα μάτια. Και τα βου­νά και τις ακρο­για­λιές του τις θαλασ­σο­δαρ­μέ­νες και γύρω τον ανοι­χτό και απέ­ρα­ντο ορί­ζο­ντα. Ήταν η γη που τους είχε γεν­νή­σει τους πιο πολ­λούς (…) Φρου­ροί τους και καλοί τους άγγε­λοι στά­θη­καν και τ’ άψυ­χά του και οι άνθρω­ποί του (…)

Πάνω απ’ όλα οι άνθρω­ποί του. Ξωμά­χοι της φτε­νής του γης και ξωμά­χοι της θάλασ­σας, μερο­κα­μα­τιά­ρη­δες του λιμα­νιού και της φτω­χι­κής αγο­ράς, όλοι αυτοί που τους αγκά­λια­σαν με τη φρο­ντί­δα και τη στορ­γή της καρ­διάς τους. Αυτής της καρ­διάς που τη θέρ­μαι­νε η φλό­γα της πίστης στην υπό­θε­ση που και κεί­νοι υπη­ρε­τού­σαν. Στην υπό­θε­ση του λαού και του Κόμ­μα­τός του. Του Κόμ­μα­τος που μ’ όλες τις αντι­ξο­ό­τη­τες και τους κατα­τρεγ­μούς, μ’ όλες τις κατά και­ρούς ανε­πάρ­κειες και τα λάθη του, δεν έπα­ψε στιγ­μή να παλεύ­ει για το λυτρω­μό και το ξανάσαμα (…)
(…) Κανείς δε χαί­ρε­ται για το φευ­γιό. Η ζωή του παρά­νο­μου αγω­νι­στή έχει πολ­λές δυσκο­λί­ες. Πίκρες, δοκι­μα­σί­ες σκλη­ρές. Μα έχει και τις όμορ­φες πλευ­ρές της. Κι η πιο όμορ­φη απ’ όλες είναι η ψυχι­κή ανα­κού­φι­ση που σε πλημ­μυ­ρί­ζει σαν σκέ­φτε­σαι πως όλα αυτά που αντι­με­τω­πί­ζεις και τον κίν­δυ­νο της κάθε στιγ­μής και τη στέ­ρη­ση την αφά­ντα­στη, τα υφί­στα­σαι μόνο και μόνο για το λαό που σ’ ανά­θρε­ψε και του ανή­κεις. Για να δει άσπρη μέρα κι αυτός. Και τώρα; Φεύ­γεις για μέρη μακρι­νά κι άγνωστα…

Τέτοιες μέρες, λοι­πόν, του 1955. Έξι χρό­νια πριν, οι δυνά­μεις του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας πέρ­να­γαν συγκρο­τη­μέ­να στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες και δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, τον Απρί­λη του 1951, είχαν περά­σει και οι τελευ­ταί­οι ξεκομ­μέ­νοι της ηπει­ρω­τι­κής χώρας. Στα νησιά όμως; Κανο­νι­κά, μόνο ο θάνα­τος περί­με­νε όποιον είχε ξεκοπεί.

🚩 Κανονικά! Αυτό το «κανονικά» δεν ισχύει στην περίπτωση του ΚΚΕ.

Αυτό το κανο­νι­κά το ανέ­τρε­ψε στην πρά­ξη ξανά και ξανά η ακα­τά­λυ­τη σχέ­ση του λαού με το ΚΚΕ κι αντί­στρο­φα. Ετσι και τώρα, στη Νικα­ριά. Εννιά παρά­νο­μοι, στε­λέ­χη του ΚΚΕ, για πέντε ολό­κλη­ρα χρό­νια, «όργω­σαν» το νησί, έστη­σαν ξανά το Κόμ­μα στα πόδια του, κι όταν ήρθε η ώρα, πάντα στο όνο­μα του λαού και με εντο­λή του ΚΚΕ, πήραν το δρό­μο το μακρύ γι’ αλλού, για κει που νέα καθή­κο­ντα του λαϊ­κού επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος όριζαν

εξόριστοι στην Ικαρία Στ Σαράφης

Πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι στην Ικα­ρία ‑δια­κρί­νε­ται ο Στ Σαράφης

Τ’ αντάρ­τι­κο στην Ικα­ρία είχε γρά­ψει τις δικές του ξεχω­ρι­στές ιστο­ρί­ες. Είχε ξεπη­δή­σει από ‘να «πάντρε­μα» των εξό­ρι­στων που κατά χιλιά­δες έρι­χνε στο νησί η αντί­δρα­ση, με το αγω­νι­στι­κό φρό­νη­μα των ντό­πιων, που από τη στά­ση τους είχε πάρει το νησί τ’ όνο­μα «Κόκ­κι­νος Βρά­χος» απ’ την επο­χή ακό­μα του Μετα­ξά. Δεν είναι τυχαίο που απ’ το ξεκί­νη­μα ακό­μα της ναζι­στι­κής κατο­χής, στο νησί εγκα­τα­στά­θη­κε λαϊ­κή εξου­σία. Δημιουρ­γή­θη­καν Λαϊ­κά Συμ­βού­λια, Λαϊ­κή Δικαιο­σύ­νη, Λαϊ­κή Πολι­το­φυ­λα­κή. Κι όταν η πατρί­δα «λευ­τε­ρώ­θη­κε», αυτό το βρά­χο επέ­λε­ξε η αστι­κή τάξη για να εξο­ρί­σει κατά χιλιά­δες τους αγω­νι­στές που πάλε­ψαν για τη λευ­τε­ριά. Ρίξα­νε πάνω σ’ ένα νησί με 11.000 κατοί­κους, 14.000 εξό­ρι­στους! Ας τους να φαγω­θούν μετα­ξύ τους, ήταν η πίσω σκέ­ψη. Κι όμως, αυτό το νησί, αυτός ο λαός, στέ­γα­σε, πότι­σε, τάι­σε τον καθέ­να από τους 14.000 εξό­ρι­στους σα να ‘τανε ένας προς έναν δικά του παι­διά. Κι έγι­ναν οι εξό­ρι­στοι ντόπιοι.

🚩 Η αλληλεγγύη

«Τις πρώ­τες μέρες που είχαν πάει στο χωριό δεν είχαν τακτο­ποι­η­μέ­νο το καζά­νι. Μα οι χωρι­κοί δεν τους άφη­σαν να πει­νά­σουν. Ηταν καλο­καί­ρι. Τα φρού­τα και τα λαχα­νι­κά ήταν αρκε­τά στο χωριό. Ακό­μα κι οι λεγό­με­νοι δεξιοί δεν έμει­ναν αμέ­το­χοι στο έργο της προ­στα­σί­ας των ξένων. Οι νέοι του χωριού συγκέ­ντρω­ναν τα τρό­φι­μα και τα παρέ­δι­δαν στον υπεύ­θυ­νο της ομά­δας. Η στιγ­μή της πρώ­της παρά­δο­σης ήταν συγκινητική.
🔻 Πόσα χρω­στά­με; λέει ο υπεύ­θυ­νος της ομά­δας στους νέους που παρέ­δω­σαν τα τρόφιμα.
🔺 Τίπο­τα δεν χρω­στά­τε. Αυτά είναι δώρο του χωριού στην ομάδα.
🔻 Πώς; Δώρα; Οχι, δεν γίνε­ται. Η ομά­δα θα χρεια­στεί να παίρ­νει τακτι­κά φρού­τα και λαχα­νι­κά απ’ τους χωρια­νούς. Τότες, τι θα γίνει;
🔺 Άκου, συνα­γω­νι­στή: Το χωριό απ’ αυτά που παρά­γει θα σας εφο­διά­ζει δωρε­άν. Αν έχε­τε τίπο­τα οικο­νο­μί­ες, μπο­ρεί­τε να τις δια­θέ­σε­τε για ν’ αγο­ρά­σε­τε κάτι που δεν έχου­με εμείς να σας δώσου­με (…) Να, μια γυναί­κα, μας είπε ότι θέλει να σας δώσει ένα κομ­μά­τι απ’ τον κήπο που έχει φυτέ­ψει ντο­μά­τες και να μαζεύ­ε­τε μόνοι σας τον καρ­πό, όπο­τε σας κάνει ανά­γκη. Για τους χωρια­νούς δεν είναι δύσκο­λο. Δίνουν όλοι από λίγα και το ποσόν συγκεντρώνεται.
 ✔️  Γι’ αυτό δεν θα χαθεί ποτές η υπό­θε­ση η δικιά μας, μονο­λο­γεί κάποιος από τους “ξένους”».

(…) Κι έφτα­σε κάπο­τε το καλο­καί­ρι του 1949. «Βαριά η σκιά της ήττας απλώ­θη­κε σ’ όλη την Ελλά­δα. Οι σκόρ­πιες εστί­ες αντί­στα­σης, όπου ακό­μα κρα­τούν, καί­γο­νται με τη φωτιά και το σίδε­ρο. Ο περή­φα­νος Κέρ­κης της Σάμου, που ως τώρα καμά­ρω­νε τις νίκες των αντάρ­τι­κων όπλων, κλαί­ει τα παλι­κά­ρια του που τόσο στορ­γι­κά τα φύλα­ξε στις κορ­φές, στις πλα­γιές και τις ρεμα­τιές του. Δεν του έμει­νε κανέ­να. Η πανω­λε­θρία σφρα­γί­στη­κε με το αίμα των δύο τελευ­ταί­ων συντρό­φων Σαλά Γιάν­νη και Καρού­τσου Σαρά­ντη (…) Ο Αθέ­ρας συλ­λυ­πά­ται τον Κέρ­κη και κλαί­νε μαζί για το χαμό των παλι­κα­ριών. Καμιά τρια­ντα­ριά απ’ αυτά τα ‘χε στεί­λει ο ίδιος ο Αθέ­ρας να ενι­σχύ­σει τον Κέρ­κη. Η ατμό­σφαι­ρα βάραι­νε. Ο ικα­ριώ­τι­κος λαός ένιω­θε τη θύελ­λα που πλη­σί­α­ζε».

Νικαριά Κόκκινος βράχος

Η παρανομία

🔻 Με απα­νω­τές ανα­κοι­νώ­σεις η Χωρο­φυ­λα­κή καλεί τους παρα­νό­μους να παρου­σια­στούν. Οι παρά­νο­μοι, καμιά πενη­ντα­ριά σκόρ­πιοι σ’ όλη την Ικα­ρία σε μικρές ομά­δες, θεω­ρούν παγί­δα αυτές τις ανα­κοι­νώ­σεις. Έχουν τη γνώ­μη πως πρέ­πει να παρα­μεί­νουν στο βου­νό. Όσο όμως περ­νούν οι μέρες κι αισθά­νο­νται το ξέσπα­σμα της θύελ­λας και τους θανά­σι­μους κιν­δύ­νους του άμε­σου μέλ­λο­ντος, τόσο μεγα­λώ­νουν οι αμφι­βο­λί­ες για την ορθό­τη­τα αυτής της γνώ­μης. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλί­μα αβε­βαιό­τη­τας ο Γραμ­μα­τέ­ας της ΚΟ Ικα­ρί­ας έβα­λε τη θέση να παρα­δο­θούν οι παρά­νο­μοι. Παρα­δό­θη­κε κι ο ίδιος.
🔻 Τρεις ομα­δού­λες, καμιά 15αριά άτο­μα, παρα­μέ­νουν ακό­μα στην παρα­νο­μία, στον περιο­ρι­σμέ­νο χώρο των κοι­νο­τή­των Αρε­θού­σας, Καρα­βό­στα­μου, Περ­δι­κιού κι Αγί­ου Κηρύ­κου. Η επα­φή τους με όλο το νησί έχει κοπεί. Η ομά­δα που είχε επα­φή με Αρε­θού­σα — Καρα­βό­στα­μο δεν άντε­ξε, παρα­δό­θη­κε. Με την παρά­δο­ση αυτή έχα­σαν οι παρά­νο­μοι την επα­φή με αυτά τα δύο χωριά. Περιο­ρί­στη­κε ακό­μα περισ­σό­τε­ρο ο χώρος όπου μπο­ρού­σαν να κρύ­βο­νται, «μόνο πικρά μαντά­τα απ’ όλες τις μεριές. Νυχτω­νό­σουν με παρέα και ξημε­ρω­νό­σουν μονα­χός (…) Σε τέτοιες κατα­στά­σεις μόνο ένα πράγ­μα μπο­ρεί να στα­θεί στή­ριγ­μα, να δώσει κου­ρά­γιο για τον αγω­νι­στή. Η πίστη στο Κόμ­μα και στο λαό.

Ο σπόρος

Ο εχθρός άρχι­σε να το παίρ­νει από­φα­ση πως όσοι έμει­ναν στο βου­νό, έμει­ναν για πάντα (…) Η ζωή βεβαιώ­νει αυτό που είχε πει ο αξέ­χα­στος μπαρ­μπα — Γρηγόρης.
🔻 Το κίνη­μα κατα­στρά­φη­κε, μπαρ­μπα — Γρη­γό­ρη. Τους πολ­λούς τους σκό­τω­σαν, άλλους τους σακά­τε­ψαν κι άλλοι παρα­δό­θη­καν. Τι θα γίνει;
🔺 Άκου, παι­δί μου. Ακου­σε εμέ­να που ‘μαι γέρος, τι θα σου πω. Άκου και μην το ξεχνάς. Εγώ θα πεθά­νω, μα εσύ θα ζήσεις κι αν δεν γίνει αυτό που θα σου πω, βλα­στή­μα με κι ας είμαι και πεθα­μέ­νος. Στο χωρά­φι που ‘πεσε σπό­ρος, μπο­ρείς να θερί­σεις, μπο­ρείς να μάσεις τον καρ­πό ένα ένα σπει­ρί, μπο­ρείς ακό­μα να βάλεις και τις κότες να μάσουν εκεί­να που δεν μπό­ρε­σες εσύ να βρεις. Ε, να ξέρεις ότι την άνοι­ξη, πάλι θα σκά­σει δώθε — κεί­θε από κανέ­να φύτρο, και θα πλη­θύ­νουν, θα γίνουν πολ­λά, θα γεμί­σει ξανά το χωρά­φι. Ετσι, κι ακό­μα πιο δυνα­τός είναι και ο σπό­ρος του αγώ­να, δεν εξο­ντώ­νε­ται με τίπο­τα, ούτε με τους σκο­τω­μούς, ούτε με ξερι­ζώ­μα­τα, ούτε με τις φωτιές και τις φωνές των Καψο­κα­λύ­βη­δων. Εχε υπο­μο­νή και θα δεις».

Τη θέση του πατέρα μου την πήρα εγώ

Έγι­ναν συλ­λή­ψεις σ’ όλο το νησί, γέμι­σαν ξανά τα κρα­τη­τή­ρια, έπια­σαν κόσμο σχε­δόν απ’ όλα τα χωριά: Μα δε θα πετύ­χουν τίπο­τα κι αυτή τη φορά.
«Τη νύχτα πήραν τον πατέ­ρα μου, είπε ένα αμού­στα­κο παλι­κά­ρι. Νόμι­ζες ότι έπια­ναν κανέ­να ληστή, έτσι χύθη­καν μέσα στο σπί­τι και τον άρπα­ξαν. Δεν ξέρω πώς είχε μάθει ότι θα τον έπαιρ­ναν και τους περί­με­νε. Ήρθαν κατά τα μεσά­νυ­χτα. Ο πατέ­ρας δεν είχε κοι­μη­θεί. Είχε ξαπλώ­σει και κάπνι­ζε, το ‘να τσι­γά­ρο πάνω στο άλλο. Για μια στιγ­μή με φώνα­ξε και μου είπε: Εγώ θα φύγω, θα με πάρουν από­ψε, δεν ξέρω πότε θα γυρί­σω στο σπί­τι. Εδώ αφή­νω εσέ­να. Οι άλλοι είναι μικροί. Εσύ μεγά­λω­σες, έχεις τα δεκά­ξι τώρα. Με τη μάνα σου μαζί θα απο­φα­σί­ζε­τε για τις δου­λειές. Τώρα άκου και το πιο δύσκο­λο χρέ­ος σου: Τους ξέρεις τους δικούς μας, κατά­λα­βες; Οταν χρειά­ζε­ται, όταν σου λέει η μάνα, εσύ θα πηγαί­νεις να τους ανταμώνεις.
Αυτά μου είπε ο πατέ­ρας χθες προ­τού τον πάρουν και η μάνα από­ψε με έστει­λε να σας πω για τις συλ­λή­ψεις και να σας δώσω κι αυτό το δέμα. Τη θέση του πατέ­ρα την πήρα εγώ, να μου ‘χετε εμπι­στο­σύ­νη όπως είχα­τε στον πατέ­ρα μου κι ας είμαι μικρός. Ας μη νομί­ζουν αυτοί που πιά­νουν αρά­δα κόσμο πως θα μεί­νε­τε μόνοι σας. Αυτά είπε ο Νικο­λά­κης, το παι­δί του Καστά­νη, που τον πιά­σα­νε κεί­νες τις μέρες»

Το δρομολόγιο καθορίστηκε

Κανέ­νας δεν ήξε­ρε ότι πλη­σιά­ζει ο και­ρός που η ομά­δα θα εγκα­τα­λεί­ψει τον “Κόκ­κι­νο Βρά­χο”. Ούτε η ίδια η ομά­δα το ‘ξερε. Η εντο­λή είναι κατη­γο­ρη­μα­τι­κή, δεν αφή­νει περι­θώ­ρια για συζή­τη­ση (…) Έπρε­πε να βρε­θεί άνθρω­πος που έχει καΐ­κι και να δεχθεί να κάνει μια τέτοια θυσία. Για­τί μόνο θυσία μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί. Επρό­κει­το να χάσει την περιου­σία του και να δια­κιν­δυ­νεύ­σει τη ζωή του».
Ο καπε­τάν Κώστας ήταν η επι­λο­γή. Από μόνη της η ιστο­ρία του ένα μυθι­στό­ρη­μα. Το κρί­σι­μο ήταν η απά­ντη­σή του: «Εγώ δε θέλω πλη­ρω­μή. Αυτές οι δου­λειές δεν είναι δου­λειές για πλη­ρω­μή. Εγώ θα δια­θέ­σω την περιου­σία μου και τη ζωή μου αν χρεια­στεί για το Κόμ­μα». Δεν ήταν εύκο­λο πράγ­μα σ’ αυτή την περί­ο­δο να βρεις τέτοιους ανθρώ­πους. Το δρο­μο­λό­γιο καθο­ρί­στη­κε (…) Κάποια μέρα το καΐ­κι σαλ­πά­ρι­σε (…) Αυτοί τρα­βά­νε για κει που τους έχει ορι­σθεί. Πίσω τους αφή­νουν την Οργά­νω­ση. Αυτή θα αντι­κα­τα­στή­σει τη δου­λειά τους. Ήταν 16 του Ιού­λη του 1955. Σάββατο.

Ικαρία Καλαμπόγιας «κόκκινος βράχος»

Στο προη­γού­με­νο σημεί­ω­μα ανα­φερ­θή­κα­με σχε­δόν απο­κλει­στι­κά, στη ζωή και δρά­ση του σ.φου Αντώ­νη Καλα­μπό­για ‑εδώ δυο λόγια για δυο ακό­μη πρω­τα­γω­νι­στές, το Στρα­τή Τσα­μπή και το Στε­φα­νή Παπαγεωργάκη

🚩 Στρατής Τσαμπής, ο κομμουνιστής ναυτεργάτης, ο αγωνιστής του ταξικού ναυτεργατικού συνδικαλιστικού κινήματος

🔻 Ο Στρα­τής Τσα­μπής αφιέ­ρω­σε όλη του τη ζωή στους αγώ­νες για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της εργα­τι­κής τάξης από τα δεσμά της εκμε­τάλ­λευ­σης. Η ζωή του είναι συνυ­φα­σμέ­νη με μεγά­λο κομ­μά­τι της ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ.

🔻 Μέσα από τις γραμ­μές της θρυ­λι­κής ΟΕΝΟ, μέσα από τις γραμ­μές του Κόμ­μα­τος, όπου ανα­δεί­χτη­κε σε στέ­λε­χος, υπη­ρε­τώ­ντας το Κόμ­μα και από τη θέση του μέλους του Πολι­τι­κού Γρα­φεί­ου. Αφιέ­ρω­σε τη ζωή του στον αγώ­να για την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο, έμει­νε ατα­λά­ντευ­τα πιστός μέχρι την τελευ­ταία του πνοή στον αγώ­να για μια άλλη κοι­νω­νία, τη σοσια­λι­στι­κή. Η πλού­σια δρά­ση του απο­τε­λεί πλού­σια παρα­κα­τα­θή­κη, λαμπρό παρά­δειγ­μα για τους νέους ανθρώ­πους και τους ναυτεργάτες.

🔻 Ολόκληρη ζωή στον αγώνα

🔻 Ο σ.φος Στρα­τής Τσα­μπής γεν­νή­θη­κε το 1922 στο Χρυ­σό­στο­μο Ικα­ριάς. Παι­δί πολυ­με­λούς φτω­χής εργα­το­α­γρο­τι­κής οικο­γέ­νειας, ανα­γκά­στη­κε να βγει στο μερο­κά­μα­το από μικρός, από το 1937, εγκα­τα­λεί­πο­ντας, στην τετάρ­τη τάξη, το εξα­τά­ξιο σχο­λείο, για να δου­λέ­ψει στην οικο­δο­μή, εργά­της γης και, από το 1939, ναυτεργάτης.
🔻 Οταν κηρύ­χτη­κε ο Β΄ Παγκό­σμιος Πόλε­μος εργα­ζό­ταν στα καΐ­κια. Με την κατο­χή της Ελλά­δας από τους Γερ­μα­νούς, πέρα­σε με καΐ­κι στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και σε συνέ­χεια στη Μέση Ανα­το­λή. Εντά­χθη­κε στη θρυ­λι­κή ΟΕΝΟ και, το 1943, στη διάρ­κεια της μεγά­λης απερ­γί­ας εντά­χθη­κε οργα­νω­τι­κά στο ΚΚΕ. Οταν έγι­νε η επί­θε­ση των Αγγλων στα γρα­φεία της ΟΕΝΟ και έκλει­σαν τα γρα­φεία της, ο Στρ. Τσα­μπής, που βρι­σκό­ταν στην Αλε­ξάν­δρεια, πέρα­σε στην παρα­νο­μία. Απ’ εκεί έφυ­γε στο Πορτ Σάιδ και το 1945 με ένα καϊ­κά­κι της ΟΥΝΡΑ επέ­στρε­ψε στην Ελλά­δα. Με την έναρ­ξη του εμφύ­λιου βρι­σκό­ταν στο εξω­τε­ρι­κό και όταν επέ­στρε­ψε στην Ελλά­δα πέρα­σε ξανά στην παρα­νο­μία. Εφτα­σε «λαθραί­ος» στην Ικα­ριά και βγή­κε, στη συνέ­χεια, στο βου­νό, υπεύ­θυ­νος της Ομά­δας, ενώ κρα­τού­σε την επι­κοι­νω­νία με τη Σάμο (μετέ­φε­ρε εξό­ρι­στους που ανέ­βαι­ναν στο βου­νό, τραυ­μα­τί­ες κλπ.).
🔻 Με την ήττα του ΔΣΕ, έμει­νε μαζί με άλλους τέσ­σε­ρις συντρό­φους από την Ικα­ριά και 4 εξό­ρι­στους που βρί­σκο­νταν στο βου­νό, συνε­χί­ζο­ντας την πολι­τι­κή δου­λειά, έως το 1955, οπό­τε με εντο­λή του Κόμ­μα­τος έφυ­γαν για το εξω­τε­ρι­κό, με καΐ­κι στην Αλβα­νία και από κει στη Ρου­μα­νία, όπου συνέ­χι­σαν την κομ­μα­τι­κή δουλειά.
🔻 Το 1963 πήγε στην Πολω­νία, συνε­χί­ζο­ντας την κομ­μα­τι­κή και συν­δι­κα­λι­στι­κή δου­λιά στους ναυ­τερ­γά­τες σαν μέλος του Γρα­φεί­ου. Με την κήρυ­ξη της δικτα­το­ρί­ας ανέ­λα­βε υπεύ­θυ­νος της ΚΟΝ.
🔻 Στη 12η Ολο­μέ­λεια εκλέ­χτη­κε μέλος της ΚΕ και έδω­σε τη μάχη υπέρ της από­φα­σης του Κόμ­μα­τος από διά­φο­ρες θέσεις. Το 1969 ήρθε παρά­νο­μα στην Ελλά­δα με από­φα­ση του ΠΓ και έγι­νε μέλος του κλι­μα­κί­ου της ΚΟΑ. Συνε­λή­φθη στο τέλος του 1970, λίγο πριν βγει ξανά παρά­νο­μα στο εξω­τε­ρι­κό. Πέρα­σε στρα­το­δι­κείο το 1971 και κατα­δι­κά­στη­κε σε 12 χρό­νια κατά συγ­χώ­νευ­ση. Αφέ­θη­κε με την αμνη­στία της χού­ντας του Παπα­δό­που­λου τον Αύγου­στο του 1973, για να περά­σει ξανά στην παρα­νο­μία μετά τα γεγο­νό­τα του Πολυ­τε­χνεί­ου και μέχρι την κατάρ­ρευ­ση της χού­ντας. Στο 9ο Συνέ­δριο, ενώ βρι­σκό­ταν στη φυλα­κή, εκλέ­χτη­κε μέλος της ΚΕ. Στο 10ο Συνέ­δριο εκλέ­χτη­κε μέλος του ΠΓ. Επα­νε­κλέ­χτη­κε μέλος της ΚΕ, ξανά, στο 11ο, στο 12ο και στο 13ο Συνέ­δριο του Κόμματος.Στεφανής Παπαγεωργάκης, «Η Ικαρία στη θύελλα»

🔻 Ο Στε­φα­νής Παπα­γε­ωρ­γά­κης γεν­νή­θη­κε το 1923 στο Μου­ρά­το Ικα­ρί­ας. Ήταν το 3ο από τα 7 παι­διά οικο­γέ­νειας εργα­το­α­γρο­τών. Οι βιο¬ποριστικές ανά­γκες του επέ­τρε­ψαν να φοι­τή­σει μόνο μέχρι τη Γ’ τάξη του εξα­τά­ξιου γυμνασίου.
Με τη χιτλε­ρο­φα­σι­στι­κή εισβο­λή η οικο­γέ­νεια του κατέ­φυ­γε στην Κύπρο και ο Στε­φα­νής κατα­τά­χτη­κε εθε­λο­ντής στο στρα­τό της Μέσης Ανα­το­λής. Το 1942 έγι­νε μέλος του ΚΚΕ.
🔻 Συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στο κίνη­μα της Μέσης Ανα­το­λής και γι’ αυτό κλεί­στη­κε στις αρχές του 1944 στα σύρ­μα­τα. Τον Αύγου­στο του 1945 απο­λύ­θη­κε και επέ­στρε­ψε στην πατρί­δα του.
Το συνε­χές κυνη­γη­τό της χωρο­φυ­λα­κής τον ανά­γκα­σε να κατα­φύ­γει στο ΔΣΕ Ικα­ρί­ας. Η υπό­λοι­πη οικο­γέ­νεια του στάλ­θη­κε στη Μακρόνησο.
🔻 Την περί­ο­δο της παρα­νο­μί­ας στην Ικα­ρία διε­τέ­λε­σε Γραμ­μα­τέ­ας της Αχτι­δι­κής Επι­τρο­πής Ικα­ρί­ας του ΚΚΕ. Κατα­δι­κά­στη­κε το 1949 ερή­μην σε θάνα­το από το Εφε­τείο Σύρου και επι­κη­ρύ­χτη­κε με 25 εκα­τομ­μύ­ρια δραχμές.
Τον Ιού­νη του 1955, ύστε­ρα από έγκρι­ση της ΚΕ του ΚΚΕ οι τελευ­ταί­οι αντάρ­τες και ανά­με­σα τους ο Στε­φα­νής δρα­πέ­τευ­σαν στο εξωτερικό.
🔻 Το 1969 με εντο­λή του κόμ­μα­τος ήρθε παρά­νο­μα στην Ελλά­δα για να συμ­βάλ­λει στην ανά­πτυ­ξη της αντι­δι­κτα­το­ρι­κής δρά­σης και στην ανα­συ­γκρό­τη­ση των παρά­νο­μων κομ­μα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων. Πιά­στη­κε από το δίδυ­μο Μάλ­λιου — Μπά­μπα­λη και κατα­δι­κά­στη­κε από χου­ντι­κό εφε­τείο. Με την απο­φυ­λά­κι­ση του δρα­πέ­τευ­σε ξανά στο εξω­τε­ρι­κό με τη βοή­θεια του Κόμ­μα­τος και πήρε μέρος ως αντι­πρό­σω­πος στο 9ο Συνέ­δριο του ΚΚΕ. Μετά την πτώ­ση της χού­ντας συνέ­βα­λε στη συγκρό­τη­ση των κομ­μα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων στον Πει­ραιά. Παρέ­μει­νε στέ­λε­χος της ΚΟ Πει­ραιά ως το τέλος της ζωής του το 1999.«Ικαρία στη θύελλα» Στεφανής Παπαγεωργάκης

ΣΣ |> Τα υλι­κά για το αφιέ­ρω­μα (στο 1ο & σ’ αυτό το 2ο μέρος) αντλή­θη­καν από προ­σω­πι­κές αφη­γή­σεις του σ.φου Καλα­μπό­για & από από τα βιβλία:
🔻 Αντώ­νης Καλα­μπό­γιας, «Ικα­ρία — Ο “Κόκ­κι­νος Βρά­χος”», 1η έκδο­ση «Νέα Βιβλία», 1975
🔻 Στε­φα­νής Παπα­γε­ωρ­γά­κης, «Η Ικα­ρία στη θύελ­λα», έκδο­ση «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», 2003


Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!

Επι­κοι­νω­νία — [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] — Blog

 

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο