Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τι έχει γίνει στη Μουργκάνα…

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Ανε­βαί­νει ψηλά στη ράχη, αισθά­νε­ται την ιερό­τη­τα του ορει­νού όγκου, το χώμα το ποτι­σμέ­νο αίμα, τα γραμ­μέ­να και τ’ άγρα­φτα. Προ­σπα­θεί να κατα­λά­βει, όχι να βρει τις αιτί­ες, μα τις εξαι­ρε­τι­κές εξαι­ρέ­σεις, τα σκορ­πι­σμέ­να και τα ολά­κε­ρα συλ­λα­βί­ζο­ντας ανθρω­πιά και μνή­μη στην πέτρα, στα σκου­ρια­σμέ­να συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα, στα ξέφτια του χει­μω­νιά­τι­κου ουρα­νού που κατε­βαί­νει να προ­σκυ­νή­σει αίμα και ξασπρι­σμέ­να οστά στις ρεμα­τιές και στα κρά­κου­ρα. Μυριά­δες οι ανε­παί­σθη­τες δονή­σεις, απ’ τα δύσβα­τα του τόπου κατευ­θεί­αν στην ψυχή. Προ­φή­της και μάντης ο ήλιος ανα­σταί­νει μυστι­κά τα κρυμ­μέ­να φύτρα στη φλού­δα της γης, και μαζί τους ξυπνούν σακα­τε­μέ­να τα σώμα­τα των στρα­τιω­τών. Τινά­ζουν το χώμα απ’ τις άδειες κόγ­χες, βάζουν τον αμά­ρα­ντο στο ματω­μέ­νο πέτο, μπαί­νουν στο χορό, κάποιοι δίχως κεφά­λι, άλλοι δίχως πόδια, δίχως χέρια, μόνο φωνές, καθα­ρές φωνές στο ανα­στά­σι­μο νόη­μα της μέσα πατρίδας.

Μνή­μη, θύμη­ση, πόλε­μος, σκο­τω­μοί, θανα­τι­κά, ιστο­ρί­ες θλι­βε­ρές, τραυ­μα­τι­σμέ­νοι φαντά­ροι, τρο­μαγ­μέ­να παι­διά, μαυ­ρο­ντυ­μέ­νες γυναί­κες, ξεκλη­ρι­σμέ­νες φαμί­λιες, καμέ­να σπί­τια,  ξεκορ­μί­ζει ο πόνος απ’ τα σπλά­χνα της Μουρ­γκά­νας, η απου­σία γίνε­ται λυγ­μός, ο βασα­νι­σμέ­νος τόπος, τόπος μαρ­τυ­ρί­ου κι αυτή μου­σα­φί­ρισ­σα, να γυρεύ­ει τη δική της λύτρω­ση σε παλιά ψυχο­κα­λέ­σμα­τα, λογι­σμούς αχα­λί­νω­τους και προ­σκλη­τή­ρια ανά­στα­σης. Σκέ­ψεις που δεν μπο­ρεί να κου­μα­ντά­ρει, μα μήτε και θέλει ν’ απο­διώ­ξει, πότε στρι­μώ­χνο­νται  στις χαρα­μά­δες του αντα­ρε­μέ­νου χρό­νου και πότε φεύ­γουν με το σαλε­μέ­νο αέρα. Πισω­δρο­μεί ο νους σ’ εκεί­νο το μακε­λειό που γρά­φτη­κε τελευ­ταίο. Έσφι­ξε τα δόντια, ανα­λο­γί­στη­κε πώς ήταν δυνα­τόν ύστε­ρα από τόσες μάχες και τόσες νίκες, οι μισοί δικοί μας, να θέλουν να ξεβγά­λουν τους άλλους μισούς, πώς τα γεν­νή­μα­τα της διχό­νοιας βλά­στη­σαν τόσο που οι άνθρω­ποι, πονη­ρε­μέ­νοι κι απο­νή­ρευ­τοι είχαν χάσει το μπού­σου­λα και διψού­σαν για αίμα. Της φαι­νό­ταν πως από ψηλά άκου­γε μια φωνή άλλο­τε να λέει, «αδέρ­φια μας, έλα ν’ αγκα­λια­στού­με, ελά­τε να πετά­ξου­με τα σύνερ­γα της κόλα­σης που μας φόρ­τω­σαν, άσπο­ρα χωρά­φια, χέρ­σα τ’ αμπέ­λια, έρη­μες οι στά­νες, ελά­τε να σμί­ξο­με, ελά­τε ν’ αβγα­τή­σο­με τη μέσα πατρί­δα με το κρα­σί και το τσί­που­ρο, με το ψωμί και την ελιά, με το κλα­ρί­νο και το τρα­γού­δι …» , κι άλλο­τε να ξεμα­κραί­νει η φωνή και ν’ αρχί­ζει το του­φε­κί­δι, να μου­γκρί­ζουν τα οπλο­πο­λυ­βό­λα, να σκά­νε οι όλμοι, να ξερ­νούν φωτιές τ’ αεροπλάνα…

Κλεί­νει τα μάτια. Υψώ­νε­ται η συνεί­δη­ση σε κορυ­φαία και άσπι­λη θέση. Σωτή­ριο το φως πέφτει στα έλα­τα, στα κέδρα, στα χαμό­κλα­δα. Μακά­ρι να μην ξανα­στε­νέ­ψουν οι επο­χές. Η άγρια φύση στε­ριώ­νει ανά­στη­μα, την καθη­λώ­νει, χαρά­ζε­ται μέσα της. Εδώ όλα μιλούν αλλιώς, το χώμα, οι γκρε­μοί, τ’ αγρί­μια, το νερό, ο άνε­μος, μια άλλη γλώσ­σα αυθε­ντι­κή στην οποία αφή­νε­ται. Αφου­γκρά­ζε­ται το πέταγ­μα της πέρ­δι­κας, τ’ αλύ­χτη­μα του λύκου, το κελά­δη­μα των που­λιών, ψυχα­νε­μί­ζε­ται την αλλό­κο­τη, την ανε­ξή­γη­τη δύνα­μη του βου­νού, μετα­λα­βαί­νει την πρω­τό­γνω­ρη συγκί­νη­ση ισορ­ρο­πώ­ντας ανά­με­σα σε πνοή και τετρά­φυλ­λο δάκρυ. Μια άλλη Ελλά­δα ελκυ­στι­κά παρά­ξε­νη κι αλλιώ­τι­κη, πιο αλη­θι­νή σε τού­τη την εσχα­τιά, μια μάνα πονε­μέ­νη, ζυγιά­ζει ακό­μη δίκια κι άδι­κα απ’ όλες τις μεριές, σκλη­ρή, αγνή, ήμε­ρη κι άγρια μαζί, σφυγ­μο­με­τρά καρ­διο­χτύ­πια, χτυ­πά­ει σήμα­ντρα, κλαί­ει, γελά, υπο­μέ­νει, ονει­ρεύ­ε­ται, αντέ­χει. Η Ελλά­δα μέσα της…

Ανε­βαί­νει, περισ­σό­τε­ρο ευά­λω­τη. Ο άνε­μος παρα­σύ­ρει ένα φύλ­λο και το φύλ­λο το βλέμ­μα της. Στ’ αγνά­ντε­μα από ψηλά ο νους πλα­ταί­νει, η καρ­διά ξεστρα­τί­ζει και δεν το κάνει αυθαί­ρε­τα, έχει τους λόγους της, ακο­λου­θεί έναν άλλο ρυθ­μό, ενός άλλου κόσμου που μπο­ρεί να δια­φεύ­γει, μα δεν χάνε­ται. Ελεύ­θε­ρη ανα­σαί­νει τον παγω­μέ­νο βου­νί­σιο αέρα. Κάπου — κάπου απλώ­νει το χέρι της στον ώμο του, χαμο­γε­λά­ει υπο­μο­νε­τι­κά, τον κοι­τά­ζει κάπως πρα­κα­λε­στι­κά τον σύντρο­φό της, ανυ­πό­μο­νη να φτά­σει στην τσού­κα πριν το μού­χρω­μα. Γυρεύ­ει τα άλλα περά­σμα­τα, εκεί­να που κάπο­τε σχη­μα­τί­στη­καν από παλιές γεω­λο­γι­κές κατα­στρο­φές θαρ­ρείς για να προ­σφέ­ρουν κρυ­ψώ­να στους κυνη­γη­μέ­νους, ανθρώ­πους και λύκους.

Μουρ­γκά­να, πιο ξεκά­θα­ρη και πιο επι­βλη­τι­κή απο­κα­λύ­πτε­ται στο ανέ­βα­σμα. Δεν ξέρει αν είναι δέος, ή περη­φά­νια αυτό το κύμα που την κατα­κλύ­ζει, τού­τη την ξενο­φερ­μέ­νη, την αλα­φρο­ΐ­σκιω­τη που απλώ­νει τα χέρια κι αφή­νει τη σκέ­ψη να φτε­ρου­γί­ζει στον άφεγ­γο γκρε­μό και στην άβυσ­σο θαυ­μά­ζο­ντας τους πρω­το­μά­στο­ρες της πέτρας στα ρημαγ­μέ­να τοξω­τά γεφύ­ρια που είδαν στη δια­δρο­μή τα μάτια της. Η θέα μονα­δι­κή. Κάτω από τα στα­χτιά σύν­νε­φα, διπλές – τρι­πλές ορο­σει­ρές και κορ­φές να σπα­θί­ζουν τον αιθέ­ρα, από χρέ­ος, από συνή­θεια, από γινά­τι, ή μήπως από αφο­σί­ω­ση, από ιερή προ­σή­λω­ση στον τόπο…

  • «Να σε θυμού­νται οι βρο­ντές πάνα­γνο αίμα…» , χάθη­κε η φωνή, απέ­κει στο δάσος. Η ψυχή πασκί­ζει να εξω­ρα­ΐ­σει το παρελ­θόν… Μια μέλισ­σα της έδει­ξε τα ανθι­σμέ­να μανου­σά­κια. Συγκυ­ρία της στιγ­μής με το Φλεβάρη.
  • «Δεν έχει πίσω ο πόλε­μος…» , άλλες φωνές, πολ­λές μαζί κι ύστε­ρα, «εδώ δεν έχει σήμα­ντρα κι ανά­στα­ση κανείς δεν περι­μέ­νει, άθα­φτοι κι αλι­βά­νι­στοι, νερό και χιό­νι από κοντά, αυτό δοξά­ζει τη θυσία… »

 

Θυμή­θη­κε που της έλε­γαν για τα άψυ­χα κορ­μιά που είχαν γεμί­σει οι ράχες, άλλα πρό­χει­ρα σκε­πα­σμέ­να με λίγο χώμα, άλλα ξεθαμ­μέ­να κι άλλα κομ­μα­τια­σμέ­νες σάρ­κες πεταγ­μέ­να παντού, κι έκα­ναν γλέ­ντι τα πει­να­σμέ­να τσα­κά­λια και οι λύκοι. Κι ό,τι περίσ­σευε απ’ αυτά κατέ­βαι­ναν και τό ’τρω­γαν τα κορά­κια και οι τζέρ­μπες. Γι’ αυτό ο τόπος γεμί­ζει ξαφ­νι­κά σιω­πή, γι’ αυτό στα διά­σε­λα ο αέρας ακραγ­γί­ζει τα κλα­ριά και κλαί­ει. Κι από μακριά το κλαρίνο:

Τό ‘μαθες μωρ’ δόλια μάνα,
μωρ’ γυα­λέ­νια, κρουσταλλένια
τι έχει γίνει στη Μουργκάνα,
μωρή, κόρη διαμαντένια.

 

σσ. “Ατέ­χνως”
Από την “ομά­δα τρα­γου­διού Ομο­σπον­δί­ας Μουρ­γκά­νας” cd : “Τρα­γου­δώ­ντας τη γη του Πύρρου”

Ώρες που τρο­φο­δο­τούν πλη­γές και θύμη­ση. Αμύ­ρι­στες οι μυρω­διές του λόγ­γου, κου­μα­ριές, ρεί­κια, σφε­ντά­μια, έλα­τα, φτέ­ρες, αυτές έμει­ναν να μοι­ρο­λο­γούν, να μολο­γούν νίκες και κρί­μα­τα. Ξανα­ζω­ντα­νεύ­ουν όλα , αφή­νε­ται, δοκι­μά­ζει, δοκι­μά­ζε­ται, τα βλέ­φα­ρα χτε­νί­ζουν την αλι­σά­χνη. Μια άλλη αισθη­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά την καλεί να φιλιω­θεί με τα ισκιώ­μα­τα για να μπο­ρέ­σει να υπάρ­ξει, την ίδια ώρα που κατα­γέ­λα­στος ο άνε­μος των συνό­ρων σπέρ­νει αμφι­βο­λία κι αμφι­σβή­τη­ση στο πέρα­σμά του υλο­το­μώ­ντας άγρια την αλή­θεια. Κλεί­νει τα μάτια, είναι πιο εύκο­λο να ανα­κα­λέ­σει στη μνή­μη της, όσα της είχαν πει, τότε που είχε έρθει πρώ­τη φορά σε επα­φή με τον πονε­μέ­νο τόπο.

Την πρώ­τη εκεί­νη μακρι­νή εντύ­πω­ση συλ­λά­βι­ζε δεύ­τε­ρη φορά στο σημειω­μα­τά­ριο της ψυχής, εκεί­νες οι παλιές συλ­λα­βές ήταν που ζητού­σαν τώρα στο γέρ­μα της ζωής, και­νούρ­για ανά­γνω­ση. Τίπο­τα δεν κατά­φε­ρε στο πέρα­σμα του χρό­νου, να ακυ­ρώ­σει το πνεύ­μα της ανθρώ­πι­νης δυστυ­χί­ας, της φτώ­χειας, της ξενι­τιάς, της ορφά­νιας, μα και της περη­φά­νιας μιας Ελλά­δας που έχει στη Μουρ­γκά­να μια φλέ­βα αίμα ολο­ζώ­ντα­νο, μια μεγά­λη αφε­τη­ρία που αρχί­ζει στη γραμ­μή του συνό­ρου, για να μην ξεχά­σει κανείς πως δεν είναι όλα τα σημά­δια τρο­παιο­φό­ρα, πως ο άνθρω­πος μ’ όσα κατορ­θώ­μα­τα κι αν έχει κάνει, δεν έπα­ψε να βάφει τα χέρια του με αίμα, θελη­τά κι αθέ­λη­τα, αίμα αδερ­φι­κό κάποιες φορές…

Ένας λυγ­μός την έπνι­ξε. Κάπο­τε, η ζωή αλλιώς σ’ αυτά τα μέρη, σκλη­ρή μα ζωή… Μετά φώλια­σε ο φόβος, η ανα­σφά­λεια, ο ξερι­ζω­μός, ο θάνα­τος. Άρχι­σαν να ξεδι­πλώ­νο­νται οι εικό­νες μέσα από παλιές διη­γή­σεις, ενθυ­μή­σεις σπα­ρα­κτι­κές όπως αυτές της Όλγας του Γιώ­ρη Μπά­ντιου, της Φώται­νας, της Αθη­νάς του Παπα­νί­κα, της Αντρί­γιο­βας, της Σταυ­ρού­λας του Φώτο Ράπτη, της Κατέ­ρως της αντάρ­τισ­σας… Λόγια δίκαια, κου­βέ­ντες με σεβα­σμό, με θάρ­ρος, λέξεις κατά­φορ­τες από συμπό­νια και αγά­πη, χωρίς περι­φρό­νη­ση για κανέ­ναν, και μοι­ρο­λό­για για να μην ξεχα­στεί ο πόνος, να μη σβη­στούν τα ονόματα…

 

«Συχνά, όταν το ξερο­βό­ρι θέριευε και το χιό­νι ντού­νες – ντού­νες σκέ­πα­ζε σπί­τια, μαντριά, κονί­σμα­τα, μνή­μα­τα και το μονα­στή­ρι το μεγά­λο, πώς να πορεύ­ο­νταν άνθρω­ποι με τόσες δυσκο­λί­ες, μω φού­λα, φτώ­χεια κι ορφά­νια. Λύγι­ζαν προς τα κάτω τα κλα­ριά μπα­μπα­κέ­νια, κάτα­σπρα, κάποια έσπα­γαν απ’ το βάρος, λύγι­ζαν κι οι ψυχού­λες. Το κρύ­γιο να μην αφή­νει ν’ ανοί­ξουν τσί­κα τα μάτια. Περ­νού­σαν δυο  και τρεις βδο­μά­δες συνέ­χεια και να μην φαί­νε­ται ουρα­νός. Βοή­θεια, από που­θε­νά. Ζου­λά­πια, αλου­πού­δες, λύκοι, τσα­κά­λια κατέ­βαι­ναν πει­να­σμέ­να στα σπί­τια, έμπαι­ναν στα κοτέ­τσια και στα μαντριά, χάλευαν τρο­φή, πότε έπνι­γαν κάνα πρό­βα­το, πότε κάνα κατσί­κι, αλλά και τα κοτε­ρά δε γλί­τω­ναν… Μπό­ρες απά­λευ­τες, κι όμως εμείς εκεί, στον αγώνα.

»Κάποια βολά, αχά­ρα­γα, η βάβω η Λένω του Μπά­ντιου, φτυά­ρι­σε το χιό­νι ανοί­γο­ντας δρό­μο από την πόρ­τα της αυλής ως το σάχο με το σανό και τα ζωντα­νά. Γέμι­σε κατό­πιν τα παχνιά, να φάνε, πλά­σμα­τα του θεού κι αυτά, το ίδιο τα περό­νια­ζε τ’ οριό, περ­σό­τε­ρο κι από εμάς τα θέρι­ζε η πεί­να. Τι ζωντα­νό και τι άνθρω­πος και τι κοτε­ρά; Όλα έχουν ψυχή. Ποιος να τ’ άντε­χε εκεί­νο το δια­ο­λε­μέ­νο το  κρύ­γιο που τρύ­πα­γε τα κόκ­κα­λα, ως και μια προ­βα­τί­να πού ’χε γεν­νή­σει, δεν τά ’χε κατά­φε­ρε η μαύ­ρη, πήγε καλιά της. Τ’ αρνά­κι της, ένα λιά­ρο τυφλό, πλα­ντα­μέ­νο κι αυτό, το τύλι­ξε στο λανα­ρι­σμέ­νο μαλ­λί και το είχε βάλει στο σάι­σμα πλάι στο παρα­γώ­νι να το ζεστά­νει, να πάρει ψια πνοή το δόλιο. Όλα τα λυπιό­ταν η βάβω, για όλα αρέ­ντευε. Κατό­πιν είχε ρίξει μια αγκα­λιά ξύλα, σχε­δόν όρθια μέσα στο τζά­κι πάνω στ’ αναμ­μέ­να κάρ­βου­να, πήραν γρή­γο­ρα αυτά, ζωή­ρε­ψαν οι φλό­γες, άγλει­φαν τρο­γύ­ρω το γκιού­μι που ’βρα­ζε το τσάι, άρχε­ψαν να μπου­μπου­νί­ζουν. Η φωτιά σε τού­τα τα σπί­τια ήτα­ντη αναμ­μέ­νη μέρα και νύχτα το χει­μώ­να, πώς να τα κατά­φερ­ναν αλλιώς στη λακιά με το ποτά­μι να τρέ­χει παγω­μέ­νο και τα κρού­σταλ­λα που κρέ­μο­νταν από τη γρε­ντέ σαν κουρ­τί­νες. Κάνε διώ­χνει το κακό μακρι­γιά απ’ το σπι­τι­κό, έλε­γε η βάβω Λένω, έρι­νε δυο σπυ­ριά αλά­τι στη στια, τσι­πρ, τσι­πρ έκα­ναν αυτά, κι εκεί­νη η μάγκου­φη το σταυ­ρό της, που έσκα­γε το κακό.»

Εκεί είχε αφή­σει την ιστο­ρία η Γιώρ­γαι­να, κι όσο να σηκω­θεί να γυρί­σει τη ζεμα­τό­πι­τα και να ψήσει τον καφέ, η Αθη­νά την πήγε παρακάτω:

«Δύσκο­λοι και­ροί, αβά­στα­χτες κατα­στά­σεις σ’ όλα τα σπί­τια, πονε­μέ­νος κόσμος μα και δυνα­τός. Όξω ο αέρας είχε πάρει και δυνά­μω­νε. Τα σκυ­λιά, η Μπα­ντού­νω, ο Μπά­λιος, ο Τζε­ρέ­πης κι ο Τζου­μά­νης γαύ­γι­ζαν τρέ­χο­ντας πότε σια­πά­νω, πότε σια­κά­τω. Τι είχαν πάθει κι αλύ­χτα­γαν; Καμιά αλου­πού, είχε βάλει με το μυα­λό της η βάβω Λένω, σίγου­ρη πως το ίσκιω­μα τού Φώτου έρχο­νταν μάνα­χα νύχτα, στο δικό της είνο­ρο. Το κατα­λά­βαι­νε από τις μελα­νιές που είχε πάνω της το πρωί, τις κοί­τα­ζε στο φως σαστι­σμέ­νη και δεν έβρι­σκε απά­ντη­ση, πώς ήταν δυνα­τό αυτόν τον αλα­φρο­πά­τη­το ίσκιο του παι­διού της να μην τον προ­λά­βαι­νε, να μην τον είχε ιδεί καθα­ρά, μα να τον νοιώ­θει άντα έρχο­νταν, και να τον γρω­νί­ζει και να τον κλαί­ει ψηλα­φώ­ντας τα σημά­δια που της έμε­ναν στο κορ­μί…» , βούρ­κω­σαν τα μάτια της, γύρε­ψε το μαντή­λι στην τσέ­πη της μαύ­ρης ζακέ­τας, δεν είχε περά­σει λίγα κι αυτή.

«Εγώ ήμουν στο κατώι με τη Λένη του Μήτση Λάμπρου, τη Σταυ­ρού­λα και τη Θωμαί­σια» , είχε κόψει την κου­βέ­ντα η Φώται­να, χήρα απ’ τα νιά­τα. «Από τα ξημε­ρώ­μα­τα φέρ­να­μαν βόλ­τα τη ζύμη στη σκά­φη, το κρύ­γιο πολύ, το προ­ζύ­μι δεν ανα­πιά­νο­νταν. Μ’ είχε χτυ­πή­σει η μέση, απ’ τα πολ­λά ζαλώ­μα­τα μω φού­λες, άφη­κα την κρι­σά­ρα που κοσκί­νι­ζα τ’ αλεύ­ρι,  σηκώ­θη­κα ορθή, έδε­σα σφι­χτά το τσε­μπέ­ρι, ανα­στέ­να­ξα, μ’ έσφα­ζε κεί­νος ο πόνος στο κορ­μί και στην ψυχή ο άλλος χει­ρό­τε­ρα. Έβα­λα τα χέρια στη μέση, τανύ­στη­κα μπρος — πίσω να ξεπια­στώ. Κάποια στιγ­μή έφυ­γε το γλέμ­μα κατά όξω μεριά, ούι! » , πήρε ανά­σα θαρ­ρείς το ξανα­ζού­σε, ήπιε λίγο νερό.

»Ούι κι ήτα­ντος ο Φώτος, ο δικός μου ο άντρας με σκι­σμέ­νο το σάβα­νο και ζόρ­κος στο γκιό­ξι, ξυπό­λη­τος, μαρα­γκια­σμέ­νος στον  τσέ­ρο απο­κά­τω, ξεπα­για­σμέ­νος, κρου­σταλ­λια­σμέ­νες οι τρί­χες στο κεφά­λι ορθές, έτρε­με ο κακό­τυ­χος, μια με τήραε κατα­με­σής στα μάτια με παρά­πο­νο, και μια μ’ άπλω­νε τα χέρια τα κατα­πλη­για­σμέ­να, βου­τηγ­μέ­να στα αίμα­τα. Βοή­θεια ζήτα­γε, ψωμί ζήτα­γε, θυμιά­μα ήθε­λε, δεν είχα προ­λά­βει να κατα­λά­βω, νερό­χιο­νο πάει, έτσι έλιω­σε, με μιας χάθη­κε, σκιό­ρη­μα ήτα­ντο, στα­μά­τη­σαν τ’ αλύ­χτη­μα τα σκυλιά.

»Γύρι­σα ξέσπα­σα στη ζύμη, τα χέρια χώνο­νταν ως τους αγκώ­νες, γιο­μά­τη η σκά­φη, με δυσκο­λία την έκα­να ζάφτι, είκο­σι καρ­βέ­λια κι αυτά μεγά­λα, χώρια τα πρό­σφο­ρα και οι κου­λού­ρες, είχα­μαν το μνη­μό­συ­νο εκεί­νου τ’ αδι­κο­σκο­τω­μέ­νου. Ύστε­ρα από ώρα έμπη­ξα το βερ­γί στη ζύμη, βού­λια­ξε αμέ­σως ως τον πάτο, είχε ανέ­βει, ήτα­ντη έτοι­μη. Έκο­ψα το σημείο του σταυ­ρού ψηλά της, με το μαχαί­ρι, έβα­λα τσί­κα ζάχα­ρη, ένα κλα­δί δάφ­νη, γύρι­σα  το μαλ­λι­νο­σέ­ντο­νο την ξανα­σκέ­πα­σα. Την αφή­κα­μαν κάμπο­σο ακό­μη, μοι­ρο­λο­γή­σα­μαν, κλά­ψα­μαν, πιά­κα­μαν ζμπό­ρο. Λέγα­μαν πώς έγι­νε και χάθη­κε, έφται­ξε, δεν έφται­ξε; Δεν είχε φταί­ξει ο μαύ­ρος που πάτη­σε τη νάρ­κη του στρα­τού, δεν έφται­ξε, κακο­γραμ­μέ­νος ήτα­ντος, έτσι χαντα­κώ­θη­κε άδι­κα. Σαλά­γα­γε το κοπά­δι, κάποια ζωντα­νά είχαν ξεκό­ψει, αρέ­ντε­ψε να τα μάσει, σια­πά­νω στ’ αλώ­νια στην Πλό­κι­στα, εκεί τον είχε καρ­τε­ρέ­σει ο Χάρος μήνες αφ’ όντας είχε τελειώ­σει ο πόλε­μος, ο εμφύ­λιος… » , στα­μά­τη­σε, είχαν κινή­σει τα μάτια ποτά­μια, ξανά­πια­σε την κου­βέ­ντα η Αθηνά:

«Η Θωμαί­σια είχε ανά­ψει το φού­ρο, η Λένη ξεκρέ­μα­σε την πινα­κω­τή απ’ τον τοί­χο, την ακού­μπη­σε στο πεζού­λι, άπλω­σε ένα σεντό­νι, πλά­σα­μαν τα καρ­βέ­λια, τα βάλα­μαν απά­νω, τα σκε­πά­σα­μαν ξανά να φου­σκώ­σουν δεύ­τε­ρη φορά, ίσα­με να καεί ο φού­ρος και πυρώ­σουν οι πέτρες, από μαύ­ρες να γένουν άσπρες, έτσι ξέρα­μαν. Από τη γκλα­βα­νή ανε­βο­κα­τέ­βαι­ναν τα κού­τσι­κα, τό ’βρι­σκαν παι­γνί­δι, Νικό­λας, Σπύ­ρος, Τέλης, Χίλ­λης, Τάκης, Τσά­βος, Αλέ­κος, Λάκης, οκτώ παι­διά κι ο Γιώ­ρης ο δικός μου εννιά, παι­δά­κια, τι νά ’καναν, στέ­κο­νταν μπρο­στά στο φού­ρο, άπλω­ναν τα χερό­πλα στην πύρ­για, ζεσταί­νο­νταν ψίχα, έβγαι­ναν όξω στο χιό­νι τ’ άγγι­ζαν, πάγω­ναν, έρχο­νταν μέσα και ξανά μανά απ’ την αρχή, όσο που ψήθη­καν οι πρώ­τες κου­λού­ρες. Τους δώκα­μαν μια ολό­κλη­ρη, ζεστή όπως βγή­κε απ’ το φού­ρο, πήγαν απέ­κει στο χει­μω­νιά­τι­κο με τις κοπέ­λες, την έβα­λαν κάτω μ’ ένα σαγά­νι γαλο­τύ­ρι στο παρα­γώ­νι, κάθι­σαν, έφα­γαν, χόρ­τα­σαν, έκα­μαν ζέφκια.

»Η βάβω η Λένω μ’ ένα σκου­ρια­σμέ­νο παλιο­μά­χαι­ρο καθά­ρι­ζε μια κολο­κύ­θα παρέ­κει καθι­σμέ­νη σ’ ένα κου­τσού­μπι στο σοφρά. Θά ’φτια­νε πίτα, κι όπως άνοι­γε πλη­γές στη φλού­δα, σα νά ’φευ­γε ο νους ξαστό­χα­γε κάπως τις δικές της. Δεν άντε­χε να ’κού­ει κεί­νη τη φωνή, — τό ’χε ξομο­λο­γη­θεί τού παπ­πά Μηνά στην Πόβλα- , την καλού­σε από τότε πού ’χε γένει το κακό, μια φωνή απ’ τα τσέ­πια, όλο έλα να με βρεις, έλα να με πάρεις, δε μ’ έμα­σαν ολό­κλη­ρο, μάνα σύρε κατά την κορ­φή στα κατα­λύ­μα­τα του στρα­τού, κους; Στα πολυ­βο­λεία. Κους μάνα­αα; Εμέ­να, που μ’ έκα­ναν ήρωα και μό ’δωκαν παρά­ση­μο γι’ ανδρα­γα­θεία για­τί οδή­γη­σα το τάγ­μα στην Τρύ­πα του Κάτσα­ρη κι έπια­καν στον ύπνο τους Ιτα­λούς το σαρά­ντα, καλά εμέ­να δε με ντρά­πη­καν ίτσιου, το Θεό τον ίδιο δεν τον φοβή­θη­καν, που ήμουν στην εξου­σία του κάτω κόσμου κι αυτοί με πέρ­να­γαν στρα­το­δι­κείο, τι είχε γένει μωρή δόλια μάνα, τι είχε γένει στη Μουρ­γκά­να σε και­ρό που δεν είχα­μαν πόλε­μο; Ποια­νού ήταν το φταί­ξι­μο που πάτη­σα τη νάρ­κη; Tι έφται­γα εγώ που δεν ήξε­ρα, ω μάνα που ξανα­κού­στη­κε στον ψεύ­τη κόσμο να δικά­ζο­νται οι νεκροί…»

«Για ταύ­το ανέ­βαι­νε ολο­έ­να η δόλια στην Πλό­κι­στα» , κού­νη­σε με νόη­μα το κεφά­λι η Γιώρ­γαι­να, «ανέ­βαι­νε ζαλω­μέ­νη στην πλά­τη τα χρό­νια, στην καρ­διά τον πόνο τον ασι­γού­ρευ­το, με την ψυχή στο στό­μα έφτα­νε στην κορ­φή, εκεί που είχε χαθεί ο Φώτος, τι τα θέλου­με και τα μελε­τά­με, τι τα θέλου­με, όπως κι αν τα πεις φαρ­μά­κι είναι­τα. Και να πεις πως του είχαν φορέ­σει όπως έπρε­πε να είναι ντυ­μέ­νος για τον άλλο κόσμο ο νεκρός, ρού­χα άπια­στα, πού­θε να ’βρι­σκαν κορ­μί να ντύ­σουν, πού­θε, κομ­μά­τια στο μαλ­λι­νο­σέ­ντο­νο τον είχαν μάσει κι έτσι τον είχαν απο­θέ­σει λες κι ήτα­ντο σφα­χτά­ρι απά­νω στο τρα­πέ­ζι. Σπά­ρα­ξε η Φώται­να, γού­ρια­ξε στο θεό η βάβω η Λένω, έλυ­σαν τα μαντή­λια τρά­βη­σαν τού­φες τα μαλ­λιά, τα ξερί­ζω­ναν,  χαρο­κα­μέ­νες κι οι δυό. Ούι, σκό­τει­νη ώρα, ξορ­κι­σμέ­νο το κακό… » , έφτυ­σε στον κόρ­φο της, σταυροκοπήθηκε.

»Το στά­ρι, σ’ εκεί­νο το μνη­μό­συ­νο, έξι μήνες ήταν που είχαν περά­σει, τό ’χε ’βρά­σει απο­βρα­δίς η Αντρί­γιο­βα. Έρι­ξε μια χού­φτα στα­φί­δες, ψια ζάχα­ρη, λίγο καβουρ­ντι­σμέ­νο αλεύ­ρι, ένα ξεσπυ­ρι­σμέ­νο ρόδι, έστρω­σε τα κόλ­λυ­βα στο ντα­βά, αστό­λι­στα, εμείς κου­φέ­τα και ζαχα­ρω­τά δεν είχα­μαν. Στην κορ­φή μάνα­χα είχε κάμει ένα σταυ­ρό με τα πικρα­μύ­γδα­λα που ’χε μάσει στην Πλό­κι­στα. Αυτή έβρα­σε και τα φασού­λια. Στην εκκλη­σιά δεν πήγα­μαν, έρι­νε παπλα­μού­δες με το σακί. Είχ’ έρθει ο παπ­πά Μηνάς από την Πόβλα, για το συχώ­ριο στα Μπα­ντιά­τι­κα, δυο ώρες δρό­μο στο χιό­νι. Ήβρε την ορφα­νε­μέ­νη φαμί­λια, συλ­λυ­πή­θη­κε, έβα­λε μετά το πετρα­χή­λι και τον διά­βα­σε στη φωτογραφία…»

«Το καλύ­τε­ρο δεν το ’χε μολο­ή­σει η δόλια η βάβω Λένω» , έκλει­σε το σημειω­μα­τά­ριο της μνή­μης η Αντρί­γιο­βα. «Είχε έρθει η δική της ώρα, μας φώνα­ξε ν’ απο­χαι­ρε­τή­σει, δυσκο­λεύ­ο­νταν να πάρει ανά­σα, το κορ­μί χιό­νι, τα χεί­λη μελα­νια­σμέ­να, το βλέμ­μα γιο­μά­το περι­στέ­ρια. Μας έδει­ξε το σκου­τί πού ’χε κατά­σαρ­κα. Στο μέρος της καρ­διάς είχε ράψει ένα κομ­μα­τά­κι ύφα­σμα, ξέται­ρο απ’ τ’ άλλο. Τι ’ναι τού­το, μωρή βαβου­λέ­τσω; ρωτή­σα­μαν. Μια που σκο­τεί­νια­σαν τα μάτια της και μια που άνοι­ξαν διά­πλα­τα. Το ζερ­βό χέρι του παι­διού μου, τα κοκ­κα­λί­τσια του…

»Είχαν περά­σει τέσ­σε­ρα χρό­νια π’ άκουε τη φωνή. Μια από τις πολ­λές βολές π’ ανέ­βη­κε στην Πλό­κι­στα, Φλε­βά­ρης ήτα­ντος, κάτι ήγλε­πε στην ανθι­σμέ­νη πικρα­μυ­γδα­λιά. Τα κατά­φε­ρε, σβα­ρί­στη­κε σια­πά­νου, έκα­με μια τσου­κά­ρα πέτρες στην άκρη, πήρε το παλιο­μά­χαι­ρο άρχε­ψε να σκα­λί­ζει λίγο — λίγο το χώμα στη νερο­συρ­μή. Σιμά στη ρίζα ήβρε ένα σκό­πι. Κρα­νιά, το γρώ­νι­σε η βάβω, κομ­μά­τι απ’ το τζου­μα­νί­κι της γκλί­τσας του Φώτου ήτα­ντο, κι είχε σκα­λι­σμέ­νο ένα φίδι, αυτός τό ’χε κεντή­σει με το σου­γιά. Γονά­τι­σε έκα­με προ­σευ­κή, κατό­πιν έπε­σε στα τέσ­σε­ρα προ­σκύ­νη­σε, έσκα­ψε λίγο βαθύ­τε­ρα, είδε κάτι μικρό που άσπρι­ζε. Έβγα­λε το χώμα στην άκρη με προ­σο­χή. ‘Ένα χέρι της φανε­ρώ­θη­κε μέσα απ’ τη γη, ξεσαρ­κω­μέ­νο, αυτό που την καλού­σε στο είνο­ρο, αυτό την καρ­τέ­ρα­γε. Ένα – ένα τά ’φερ­νε τα κοκ­κα­λί­τσια στα πικρα­μέ­να χεί­λη και τα φίλα­γε. Καμά­ρι τση μάνας, Φώτο, παι­δά­κι μου,  μ’ έμα­σε γιε μ’ ο πόνος σου, είχε αντι­λα­λή­σει η Μουρ­γκά­να αυτή που ήξε­ρε από σκο­τω­μούς, κι απ’ άδι­κα και κρί­μα­τα. Με ταύ­τα ραμ­μέ­να στον κόρ­φο είχε περά­σει την υπό­λοι­πη ζωή, και με τού­το το χέρι θέλη­σε να κρού­σει τη θύρα τ’ άλλου κόσμου σίγου­ρη πως εκεί­νος που θα της άνοι­γε, θα ήταν ο Φώτος, και θα τον ήγλε­πε, όχι κομ­μά­τια όπως τον είχε ιδεί την τελευ­ταία φορά, μα ολό­κλη­ρο, ένας λεβέ­ντης άντρας ίσα­με εκεί απά­νω αψη­λός σαν κυπαρίσσι…»

«Το τέλος όμως, Χαρού­λα, το γρά­φει η μάνα μου, η Φώται­να, είκο­σι πέντε χρό­νια μετά», έρχε­ται να συμπλη­ρώ­σει ένα βρά­δυ στους Φιλιά­τες, ο Λευ­τέ­ρης, ο γιος του Φώτου.

 

«Τον έβλε­πε όνει­ρο, όλο με περό­νια­σε η τσάφ­νη παρα­πο­νιό­ταν, είναι κρύ­για η μαύ­ρη γη, στεί­λε μου ρού­χα, κεί­να που δεν μού φόρε­σες. ’Κους ωρή Ανα­στα­σία; ’Κους μω γυναί­κα; ’Κους Φώται­να; Της έρχο­νταν ολο­έ­να στον ύπνο. Της έκρε­νε και τ’ όνο­μα, Ανα­στα­σία. Κάνε υπο­μο­νή, απο­κρί­νο­νταν η μάνα στον ξύπνιο, θα βρω τον τρό­πο. Μια μέρα πήγα­μαν μαζί στα Γιάν­νε­να, το τελευ­ταίο χρέ­ος είχε πει, μ’ έβα­λε κι αγο­ρά­σα­μαν φανέ­λα, ποτού­ρα, που­κά­μι­σο, κοστού­μι, μάλ­λι­νες κάλ­τσες, αρβύ­λες. Τα κρά­τα­γε στο σπί­τι, στην κασέ­λα. Έπει­τα από μήνες κάποιος συγ­γε­νής είχε πεθά­νει στην Πόβλα. Βρε­θή­κα­με στην κηδεία, ακο­λου­θή­σα­μαν το ξόδι ως το μνή­μα. Τού­τα τα σκου­τιά τ’ άπια­στα κι αφό­ρε­τα, είναι­τα για τον άντρα μου, να τού τα δώκεις στο χέρι τώρε που θ’ αντα­μώ­σε­τε, βάι­ζε η μάνα, κι όταν κατέ­βα­ζαν τον άνθρω­πο στο λάκ­κο, πριν του ρίξουν το χώμα από πάνω και τον σκε­πά­σουν, τού ’βαλε τα ρού­χα τυλιγ­μέ­να στην καρα­με­λω­τή κου­βέρ­τα, στα χέρια, μαζί κι ένα μπου­κά­λι κόκ­κι­νο κρα­σί, πεσκέ­σι του πατέ­ρα μου. ’Κους Χαρού­λα; ’Κού­γω να λες. Τον πέρα­σαν στρα­το­δι­κείο νεκρό, πως έφται­γε αυτός, για να μη βγά­λουν στη μάνα σύντα­ξη, αυτή είναι η αλή­θεια…» , φορ­τω­μέ­νος ανα­πο­λή­σεις, αυτός που δεν γνώ­ρι­σε τον πατέ­ρα του, άφη­σε αλο­γά­ρια­στα τα δάκρυα να τρέ­ξουν, ο Λευ­τέ­ρης Μπά­ντιος δίχως θυμό, μόνο με το παρά­πο­νο και βαθιά ευγνω­μο­σύ­νη σ’ εκεί­νη την ηρω­ί­δα τη μάνα, τη Φώταινα…

«Έτσι συμ­βαί­νει καμιά φορά, αξί­ζει να ξυπνού­με τη μνή­μη, να σμί­γου­με δια­κο­νώ­ντας τα παλιά μοι­ρο­λό­για με και­νούρ­για δάκρυα, για να μη σβη­στούν τα ονό­μα­τα, καί­κνως ολο­φά­νε­ρα, τού­τη η ιστο­ρία δεν έχει ώβυς…» , η Χαρού­λα  άνοι­ξε το ραδιό­φω­νο στο Δεύ­τε­ρο Πρό­γραμ­μα. Με τη φωνή μιας άλλης Χαρού­λας, της Αλε­ξί­ου, σε στί­χους του Ηλία Κατσού­λη και μου­σι­κή του Νίκου Τάτση, τυχαίο άραγε;

«Σαν περά­σεις την Μουρ­γκά­να η ζωή σαν μια τσιγγάνα
πάλι τα χαρ­τιά σου ρίχνει κι ένα δρό­μο δε σου δείχνει
Άμα πας αρι­στε­ρά μαύ­ροι τόποι στη σειρά

Κι άμα κάνεις δεξιά έχει δρό­μο η μοναξιά
Κιαϊ­μι­λιό Κιαϊ­μι­λιό μαύ­ρο βάσα­νο παλιό
Κιαϊ­μι­λιό Κιαϊμιλιό

Σαν γυρί­σεις τη σελί­δα πάνω σε λευ­κή πατρίδα
με το αίμα σου στο χιό­νι γρά­ψε αυτό που σε πληγώνει
Βρες τα ίχνη του λαγού τη σκιά του κυνηγού
Με τα χέρια σταυ­ρω­τά στά­σου στο γκρε­μό μπροστά
Κιαϊ­μι­λιό Κιαϊ­μι­λιό μαύ­ρο δάκρυ μου παλιό
Κιαϊ­μι­λιό Κιαϊ­μι­λιό ένας κόμπος στο λαιμό.»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Χαρού­λα Βερίγου

Από την υπό έκδο­ση συλ­λο­γή διηγημάτων
Σαν παπλα­μού­δες να χορεύ­ουν οι λέξεις Καί­κνως – Ώβυς


Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου]

Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία:

Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020

Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020

Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019

Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018

Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018

Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017

Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015

Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα

Προ­σω­πι­κές ποι­η­τι­κές συλλογές:

Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Σεπτέμ­βρης 2018

Αύριο, αφή αλμύ­ρας, Νοέμ­βρης 2020 

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα:

«Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης», Ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία – 2020, Αθή­να Εκδό­σεις: Ατέχνως

«Μονό­λο­γοι», Ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία, Εκδό­σεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα


facebook logo click

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο