Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Τι Εάμ κ’ Ελιάς ρε;… Κουκουέ ρε!!…» — Ανέκδοτα του αγώνα

itzedin1

Οι κρα­τού­με­νοι στο Ιτζε­δίν αγω­νι­στές Λευ­τέ­ρης Ηλιά­κης και Κώστας Ρακό­που­λος, μέλη της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης (ΠΕΑΕΑ), στο προ­αύ­λιο του εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νου χώρου των φυλα­κών, το 2012. (Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: Χανιώ­τι­κα Νέα)

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Το χιού­μορ απο­τέ­λε­σε «διέ­ξο­δο» για χιλιά­δες κομ­μου­νι­στές και άλλους αγω­νι­στές που βίω­ναν τις σκλη­ρές και πολύ συχνά απάν­θρω­πες συν­θή­κες της φυλα­κής και της εξο­ρί­ας, για δεκα­ε­τί­ες ολό­κλη­ρες τον εικο­στό αιώ­να. Χιού­μορ που αναμ­φί­βο­λα προ­ερ­χό­ταν από τους ίδιους τους ανθρώ­πους, όμως πολ­λές φορές πήγα­ζε αβί­α­στα και από την «τρι­βή» των κρα­του­μέ­νων με την καθη­με­ρι­νό­τη­τα, τις ίδιες τις συν­θή­κες δια­βί­ω­σης, τις μετα­ξύ τους σχέ­σεις, αλλά και με τους δεσμο­φύ­λα­κές τους, το επί­πε­δο των οποί­ων ήταν τις περισ­σό­τε­ρες φορές αρκε­τά κάτω του «ανα­με­νό­με­νου»…

Πολ­λές μαρ­τυ­ρί­ες με περι­στα­τι­κά που προ­κα­λούν γέλιο έχουν μετα­φερ­θεί από στό­μα σε στό­μα και είναι τυχε­ροί όσοι από τους νεώ­τε­ρους το ’φερε η ζωή να βρε­θούν μπρο­στά σε τέτοιες αφη­γή­σεις. Όμως η μοί­ρα του προ­φο­ρι­κού λόγου είναι συνή­θως να μην αντέ­χει στο χρό­νο και να σβή­νει μαζί με τους λιγο­στούς πια εκπρο­σώ­πους της γενιάς των πολε­μι­στών που ανα­με­τρή­θη­κε με τα πέτρι­να χρό­νια και άντεξε.

Όσα στά­θη­κε δυνα­τό και κατα­γρά­φη­καν θα μεί­νουν για να θυμί­ζουν στις νεώ­τε­ρες γενιές ότι ο αγώ­νας για μια καλύ­τε­ρη κοι­νω­νία δεν μπο­ρεί να είναι ξεκομ­μέ­νος από τις εκφάν­σεις της ίδιας της ζωής που παλεύ­εις ν’ αλλά­ξεις. Και το χιού­μορ είναι σαν το αλά­τι, που «νοστι­μί­ζει» τη ζωή όσο δύσκο­λη κι αν είναι.

Δεν είναι η πρώ­τη φορά που φέρ­νου­με στο ΑΤΕΧΝΩΣ ανά­λο­γες μαρ­τυ­ρί­ες. Έχει προη­γη­θεί η ανάρ­τη­σή μας Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης, Μασκα­ρι­λί­κια και ευτρά­πε­λα της φυλα­κής και των στρα­το­δι­κεί­ων, που μπο­ρεί­τε να δεί­τε εδώ. Σήμε­ρα παρου­σιά­ζου­με δέκα μικρές χιου­μο­ρι­στι­κές ιστο­ρί­ες από τα Ανέκ­δο­τα του αγώ­να που περι­λαμ­βά­νο­νται στο βιβλίο του Γιώρ­γη Μωρα­ΐ­τη «Ατζέ­ντα Ιτζε­δίν» (Αθή­να 2013, ιδ. έκδοση).

Στο βιβλίο αυτό (ο συγ­γρα­φέ­ας το έχει αφιε­ρώ­σει στην ΚΝΕ) ο μαχη­τής του ΔΣΕ, παλαί­μα­χος δημο­σιο­γρά­φος του Ριζο­σπά­στη, Γιώρ­γης Μωρα­ΐ­της φέρ­νει στη δημο­σιό­τη­τα τις σελί­δες μιας μικρο­σκο­πι­κής ατζέ­ντας-ημε­ρο­λο­γί­ου του 1960, όπου, έγκλει­στος ως πολι­τι­κός κρα­τού­με­νος στο φρού­ριο Ιτζε­δίν στην Κρή­τη, κατέ­γρα­φε συντο­μο­γρα­φι­κά διά­φο­ρα γεγο­νό­τα, πλη­ρο­φο­ρί­ες, απο­σπά­σμα­τα βιβλί­ων, στί­χους ποι­η­τών, συναι­σθη­μα­τι­κές στιγ­μές, δρά­σεις των κρα­τού­με­νων συντρό­φων του και άλλα. Ένα μέρος του βιβλί­ου, με τίτλο «Ανέκ­δο­τα του Αγώ­να» περι­λαμ­βά­νει συγκι­νη­τι­κές και χιου­μο­ρι­στι­κές μικρές ιστο­ρί­ες για αγω­νι­στές και γεγο­νό­τα, καθώς και ποι­ή­μα­τα του συγ­γρα­φέα γραμ­μέ­να στην παρα­νο­μία και στις φυλακές.

«Σχώ­ρα με αγα­πη­τέ ανα­γνώ­στη, «αμαρ­τία ξομο­λο­γη­μέ­νη θαρ­ρώ δεν είναι αμαρ­τία». Μ’ αρέ­σουν τ’ ανέκ­δο­τα. Κάτι παρα­πά­νω, έχω σ’ αυτά μεγά­λη αδυ­να­μία. Μπο­ρώ να πω, με τρα­βού­σαν πάντα περισ­σό­τε­ρο απ’ άλλες προ­φο­ρι­κές αφη­γή­σεις. Ίσως για­τί περιέ­χουν το εύθυ­μο στοι­χείο άφθο­νο. Μ’ ευχα­ρι­στού­σε πολύ να τ’ ακούω από απλούς ανθρώ­πους του λαού ή και να τα δια­βά­ζω με βου­λι­μία σαν «τα κάλια­ζα» γραμ­μέ­να. Ξέρω πολ­λά. Εδώ όμως, θα γρά­ψω λίγα. Σκέ­φτη­κα να περιο­ρι­στώ μόνο σε ανέκ­δο­τα του αγώ­να. Ξεκί­νη­σα από τού­τες τις αφορ­μές: Η αθά­να­τη επο­ποι­ία της Αντί­στα­σης, κι ύστε­ρα οι ταλαι­πω­ρί­ες της ως τα σήμε­ρα, είχε και την εύθυ­μη πλευ­ρά της. Αυτή, που συμπλη­ρώ­νει την άλλη, τη σοβα­ρή, γρα­φτή είναι σχε­δόν άγνω­στη. Πολύ λίγα στοι­χεία της έχουν περά­σει σε διά­φο­ρα ανα­γνώ­σμα­τα…» (Από τον πρό­λο­γο του συγγραφέα).

Οι κρατούμενοι στο Ιτζεδίν αγωνιστές Λευτέρης Ηλιάκης και Κώστας Ρακόπουλος, μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ), στο προαύλιο του εγκαταλελειμμένου χώρου των φυλακών, το 2012. Πηγή φωτογραφίας: Χανιώτικα Νέα

Οι κρα­τού­με­νοι στο Ιτζε­δίν αγω­νι­στές Λευ­τέ­ρης Ηλιά­κης και Κώστας Ρακό­που­λος στον εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο χώρο των φυλα­κών, το 2012. (Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: Χανιώ­τι­κα Νέα)

***

1) Έ, πολί­τη!… 5 λεπτά

Σε ένα χωριό της Μακε­δο­νί­ας στο τέλος του εμφυ­λί­ου πολέ­μου. Στο καφε­νείο παί­ζα­με χαρ­τιά. Έρχε­ται ένας χωρο­φύ­λα­κας και με φωνάζει:
– Έ πολί­τη! Έ πολίτη!
Οι άλλοι γύρι­σαν και τον κοί­τα­ξαν. Εγώ σκυμ­μέ­νος στα χαρ­τιά δε βγά­ζω μιλιά.
– Έ, πολίτη!…
Εγώ το κορόι­δο. Ανα­κα­τώ­νω τα χαρ­τιά. Ο χωρο­φύ­λα­κας έρχε­ται κοντά μου.
– Έ, πολί­τη. Σένα κρέ­νω πολί­τη, λέει και με τρα­βά­ει απ’ τις πλάτες.
– Τι θέλεις; Του λέγω.
– Σε θέλει 5 λεπτά στο τμή­μα ο διοι­κη­τής. 5 λεπτά!
Μόλις άκου­σα ότι με θέλει ο διοι­κη­τής, με κάψαν τα κρεμ­μύ­δια. Σηκώ­θη­κα και πάω να πάρω από την κρε­μά­στρα το παλ­τό μου.
Με βλέ­πει ο χωρο­φύ­λα­κας και αρχί­ζει το βιο­λί του.
– Έ πολί­τη. Άστο παλ­τό. Τι να το κάνεις, 5 λεπτά.
Εγώ δεν τον άκου­σα. Πήρα το παλ­τό και πήγα­με στο τμήμα.
5 λεπτά μου είπε ο χωρο­φύ­λα­κας στο καφε­νείο. 12 χρό­νια βγά­ζω φυλακή.

 

2) Το… ατσάλι

Ένας βασι­κός στό­χος, του Κρά­τους, του Υπουρ­γεί­ου και των Διευ­θύν­σε­ων των Φυλα­κών κατά των Πολι­τι­κών Κρα­του­μέ­νων, στα χρό­νια μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, ήταν τα βιβλία, τα τετρά­δια, γενι­κά τα χαρ­τιά μας. Στις συχνές έρευ­νες στα κελιά και στους θαλά­μους μας, οι φύλα­κες έπε­φταν απά­νω σαν τα «κορά­κια». Τα ανα­κά­τω­ναν, τα ψάχναν, τα ’παιρ­ναν. Τα συγκέ­ντρω­ναν «σωρό» στ’ Αρχι­φυ­λα­κείο και κρα­τού­σαν ό,τι έβρι­σκαν «επι­λή­ψι­μον». Ακό­μα και γράμ­μα­τα των οικο­γε­νειών μας, που είχαν λογο­κρι­θεί. Ό,τι «σατα­νι­κό» μπο­ρού­σε να βάνει ο νους του ανθρώ­που, για να μας κάνουν κακό. «Δεν είχαν το θεό τους». Κι ας έκα­ναν στο εκκλη­σά­κι του Κάτερ­γου, τις Κυρια­κές και τις γιορ­τές, 100 σταυρούς.

Την πιο μεγά­λη αδυ­να­μία και μανία όμως, είχαν οι «άτι­μοι» στα βιβλία. Για­τί ήξε­ραν ότι εξόν από τα επι­τρε­πό­με­να βάζα­με μέσα και απα­γο­ρευ­μέ­να. Και τα φυλά­γα­με «σαν τα μάτια μας». Πιο άγρια επί­θε­ση δεχό­μα­σταν στα βιβλία μα και στα χαρ­τιά μας, όταν μας έκα­ναν μετα­γω­γή. Τότε είχα­με φοβε­ρό ψάξι­μο και εκεί απ’ όπου φεύ­γα­με και εκεί όπου πηγαί­να­με. Άνοι­γαν τα μπα­γά­ζια μας, τ’ άπλω­ναν στο προ­αύ­λιο και τα ψάχνα­νε επί ώρες. «θεά­ρε­στο έργο».

Σ’ αυτές τις έρευ­νες, πάντως, πολ­λές φορές, οι «έξυ­πνοι» φύλα­κες και οι «πανέ­ξυ­πνοι» αρχι­φύ­λα­κες και υπαρ­χι­φύ­λα­κες την πάθαι­ναν κιό­λας. Και γίνο­νταν «ρεζί­λι των σκυλιών»!

Ένα τέτοιο περι­στα­τι­κό έγι­νε ανέκ­δο­το. Από κάποια φυλα­κή μια ομά­δα πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων, με πει­θαρ­χι­κή μετα­γω­γή, βρέ­θη­κε στη Γιού­ρα. Στην εξο­νυ­χι­στι­κή έρευ­να, στό­χος να βρε­θούν κομ­μου­νι­στι­κά βιβλία. Επι­κε­φα­λής της έρευ­νας ο αρχι­φύ­λα­κας «κάθαρ­μα», που έκα­νε και τον «έξυ­πνο». Ξεχνώ τ’ όνο­μα του. Ένας σύντρο­φος ανά­με­σα στ’ άλλα βιβλία, είχε και του Οστρόβ­σκι το «Πώς δενό­τα­νε τ’ ατσά­λι». Ένα βιβλίο που το είχα­με «Ευαγ­γέ­λιο». Και βέβαια απα­γο­ρευό­ταν. Λοι­πόν το παίρ­νει στα χέρια του ο αρχι­φύ­λα­κας. Το κοί­τα­ξε καλά. Διά­βα­σε τον τίτλο. Απ’ την πολ­λή «εξυ­πνά­δα» του, το άφη­σε. Δεν το κρά­τη­σε. Και ρωτά­ει τον κρα­τού­με­νο: «Σιδη­ρουρ­γός είσαι»; Ο σύντρο­φος, ξεχνώ τ’ όνο­μά του, ξαφ­νιά­στη­κε. Αλλά είχε την ετοι­μό­τη­τα να του απα­ντή­σει: «Ε, τι να κάνου­με; Να βγά­ζου­με το ψωμά­κι μας»!… Έγι­νε της «τρε­λής», όταν μαθεύ­τη­κε αυτό στις Φυλα­κές και στα Στρατόπεδα.

 

3) Τι Εαμ κ’ Ελιάς. Κονισμός

Σ’ ένα αρβα­νι­το­χώ­ρι της Αττι­κής, στην πλα­τεία μέσα σε πυκνό ακρο­α­τή­ριο μιλού­σε ένα Εαμι­κό στέ­λε­χος. Είπε πολ­λά, ώρες ολό­κλη­ρες. Και μιλού­σε ωραία, με πάθος, με περί­φη­μα σχή­μα­τα λόγου. Όλοι κρέ­μο­νταν από το στό­μα του.

Έλα όμως που του διέ­φυ­γε κάτι σοβα­ρό λες κι ήταν αμαρ­τία να το φωνά­ξει. Είπε, είπε, είπε για ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, μάλ­λια­σε η γλώσ­σα του, ξετα­μπά­νια­σε και τ’ αφτιά των χωρια­νών. Αλλά ούτε μια φορά δεν ανά­φε­ρε ΚΚΕ.

Είδε κι από­ει­δε ένας νεα­ρός φλο­γε­ρός και κατα­κόκ­κι­νος αρβα­νί­της, περί­με­νε, έκα­νε υπο­μο­νή, δεν άντε­ξε. Του χώνε­ται λοι­πόν με φωνές εκεί που κόντευε να τελειώ­σει ο ρήτο­ρας ικα­νο­ποι­η­μέ­νος για την επι­τυ­χία του.

– Τι Εαμ κ’ Ελιάς, ρε; Κου­κουέ ρε, Κονι­σμός ρε. Ξύνι­σε (ξύπνη­σε) ο κόσμος τώρα!

Ήταν αναμ­μέ­νος από θυμό, έκα­νε χει­ρο­νο­μί­ες. Ο ρήτο­ρας δεν περί­με­νε τέτοιο ρεζι­λί­κι και κατέ­βη­κε απ’ την εξέ­δρα κατα­πρά­σι­νος. Αμ πώς;

* Σημ.: Από αφή­γη­ση Νίκου Μανιά, αερο­πό­ρου, στε­λέ­χους της ΕΠΟΝ, ασυρ­μα­τι­στή του Δια­μα­ντή στο ΔΣΕ

 

4) Η «Καπνο­σα­κού­λα»!

Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση ένας αγω­νι­στής της Αντί­στα­σης κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το στο στρα­το­δι­κείο της Χαλ­κί­δας. Μετά την ανα­κοί­νω­ση της θανα­τι­κής κατα­δί­κης, ως συνή­θως, ο πρό­ε­δρος ρώτη­σε τον κρα­τού­με­νο αν έχει να πει τίπο­τα. Μπο­ρού­σε δηλα­δή έστω και τότε να γλι­τώ­σει την εκτέ­λε­ση αν δήλω­νε ότι απο­κη­ρύσ­σει τον αγώ­να και την ιδε­ο­λο­γία του.

– Μάλι­στα κύριε πρό­ε­δρε! Απά­ντη­σε το παλι­κά­ρι και σηκώ­θη­κε ορθό.

Αυτό ξάφ­νια­σε το ακρο­α­τή­ριο. Πολ­λοί άρχι­σαν να ψιθυ­ρί­ζουν. Φοβή­θη­κε «θα κάνει δήλω­ση». «Θα απο­κη­ρύ­ξει». «Αμ είναι γλυ­κιά η ζωή»…

Κι ο πρό­ε­δρος κάτι τέτοιο περί­με­νε. Για­τί αυτό ήξε­ρε από πεί­ρα. Απα­ντού­σαν πως κάτι έχουν να πουν όσοι θέλα­νε να γλι­τώ­σουν το κεφά­λι τους. Ενώ οι άλλοι, οι «αμε­τα­νό­η­τοι», συνή­θως αδια­φο­ρού­σαν και για την από­φα­ση και για την ερώ­τη­ση του.

– Ορί­στε: Λέγε παι­δί μου. Πρό­φε­ρε ο πρό­ε­δρος μει­διώ­ντας με χαρά.

Ο κατα­δι­κα­σμέ­νος σήκω­σε ψηλά το κεφά­λι, τον κάρ­φω­σε με τα μάτια του. Και τού­δω­σε μια απά­ντη­ση Καραϊσκακική.

– Άμα με σκο­τώ­σουν κ. πρό­ε­δρε σου χαρί­ζω… τ’ απαυ­τά μ’ να τα κάνεις καπνοσακούλα!…

Τον έκα­ναν αρπα­χτόν οι χωρο­φύ­λα­κες τον οδή­γη­σαν στη φυλα­κή και σε λίγες μέρες αντι­με­τώ­πι­σε περή­φα­να το εκτε­λε­στι­κό απόσπασμα.

* Σημ.: Το γεγο­νός αυτό και το όνο­μα του αγω­νι­στή κάπου είχε δημο­σιευ­τεί. Αλλά δεν το θυμάμαι.

 

5) Τι είναι κομ­μι­νι­σμός! (Το κατά Παπα­λε­βέ­ντην Α’ Ευαγγέλιο)

Στον Άη-Βλά­ση –τη μια απ’ τις τρεις εκκλη­σιές του Δαδιού (Αμφί­κλειας)- λει­τουρ­γού­σε ένας ψηλός ξερα­κια­νός μαυ­ρο­γέ­νης κι αλέ­γρος πάπα­ρος, από κεί­νους που «τα 12 βαγ­γέ­λια τα βγά­ζαν 13», ο Παπα­λε­βέ­ντης με τ’ όνο­μα, ο παπά Κωστής. Μια Κυρια­κή στα χρό­νια της 4ης Αυγού­στους, ο παπάς ερμη­νεύ­ο­ντας το Βαγ­γέ­λιο ξαπό­λυ­σε τους μύδρους του ενά­ντια στον κομ­μου­νι­σμό. Η διχτα­το­ρία του Μετα­ξά, πιο πολύ από πριν, τότε χρη­σι­μο­ποιού­σε ακό­μα τον άμβω­να για να κατα­κε­ραυ­νώ­νει τους «αντί­χρι­στους» κουκουέδες.

Πού­θε ν’ αρχί­σει όμως και πώς να πεί­σει ο δόλιος ο Παπα­λε­βέ­ντης τους «χοντρο­κέ­φα­λους» Δαδιώ­τες ή μάλ­λον τις Δαδιώ­τισ­σες. Έπρε­πε να τα κάνει λια­νά και φυσι­κά να αρχί­σει από τον «ορι­σμό» του κομ­μου­νι­σμού. Σκέ­φτη­κε λίγο – ήταν δα πανέ­ξυ­πνος – και το βρή­κε. Έβα­λε πρώ­τα το ερώ­τη­μα με ύφος Μαγδα­λη­νής και με χαμη­λό αλλά ειρω­νι­κό τόνο. Η προ­φο­ρά του ήταν ιδιόμορφή:

Ξέ(ρ)ετε αγα­πη­τοί Χ(ρ)ιστιανοί τι είναι ο κομινισμόοος;

Ύψω­σε τη φωνή του για να απα­ντή­σει. Βίαιος, ορμη­τι­κός σα χεί­μαρ­ρος. Άστρα­ψε και βρό­ντη­ξε. Με στόμ­φο, μορ­φα­σμός και χειρονομίες.

Κοο­ο­μι­ι­ι­νι­ι­σμό­ο­ο­ος, αγα­πη­τοί χ(ρ)ιστιανοί είναι τού­το το πρά­μα: ο Γιάνν(η)ς τ(η)ς αφ(τη)νης, να πιάν(ει) τη Μαρία τ(η)ς αλλ(η)νής, να ντη κάν(ει) ό,τι θέλ(ει)!

Το ποί­μνιό του, που είχε κοκα­λώ­σει, ξέσπα­σε σε τρα­ντα­χτά γέλια. Κι ο παπάς ικα­νο­ποι­η­μέ­νος χάι­δε­ψε απα­λά τη γενειά­δα του και κορ­δώ­θη­κε. Τέτοια «διά­να» δεν είχε πετύ­χει άλλη φορά.

 

6) …Το «δελ­τίο» άντρα

Ήταν στα χρό­νια της γερ­μα­νοϊ­τα­λι­κής κατο­χής, σε μια πόλη. Ο άντρας ήταν άνερ­γος. Δω-κει σταύ­ρω­νε κάνα μισό μερο­κά­μα­το. Στο σπί­τι πεί­να και των γονέ­ων! Η γυναί­κα του όμως όλο και τα βόλευε. Ήταν κι ομορ­φού­λα… Βέβαια στην κατο­χή υπήρ­χε το σύστη­μα των δελ­τί­ων. Η γυναί­κα άρχι­ζε να φέρ­νει στο σπί­τι όχι μόνο το λίγο αλεύ­ρι των δια­νο­μών ή το κομ­μα­τά­κι ψωμί αλλά και κον­σέρ­βες. Μια, δυο, τρεις το πράγ­μα δε σοκά­ρι­ζε. Ύστε­ρα όμως…

Ο άντρας ψυλ­λιά­στη­κε. Οι κον­σέρ­βες δε στα­μα­τού­σαν να μπαί­νουν στο φτωχόσπιτο.
– Πού τις βρί­σκεις γυναίκα;
– Μα σου είπα άντρα, το δελ­τίο μας!

Ο άντρας κρυ­φο­γε­λού­σε κάτω από τα μου­στά­κια του. Μα δεν προ­χω­ρού­σε πιο πέρα. Μια μέρα ξαναρώτησε:
– Πού τις βρί­σκεις τις κον­σέρ­βες, γυναίκα;
– Ε, δεν τρώ­γε­σαι! Απά­ντη­σε εκεί­νη νευ­ρια­σμέ­να. Φάε και μη μιλάς…
Ο ταλαί­πω­ρος ο σύζυ­γος της άτι­μης κατο­χής δεν ξανα­μί­λη­σε. “Φως φανά­ρι”. Η σύζυ­γος πήγαι­νε με Ιταλούς.

Ήρθε ο χει­μώ­νας. Κάτι καρ­βου­νά­κια στο μαγκά­λι πού να ζεστά­νουν την κάμα­ρα; Η κακο­μοί­ρα η γυναί­κα ένα βρα­δά­κι γυρί­ζο­ντας απ’ τη βίζι­τα παγω­μέ­νη, το καβά­λη­σε. Κάθι­σε στην καρέ­κλα, άνοι­ξε τα σκέ­λια και ζεσται­νό­τα­νε στο μαγκά­λι. Τα πόδια της αρχί­ζα­νε να παρδαλίζουν.

Δεν βάστα­ξε πια ο σύζυ­γος. Τα λόγια του ειπώ­θη­καν σοβα­ρά σοβα­ρά. Στο τέλος όμως του ξέφυ­γε ένα χαχάνισμα.
– Τρα­βή­ξου απ’ το μαγκά­λι γυναί­κα. Θα κάψεις το δελτίο!

Και χαθή­κα­με…

 

7) Το πάθη­μα του χωροφύλακα

Ένας χωρο­φύ­λα­κας μόλις τέλειω­σε τη σχο­λή, διο­ρί­στη­κε στην Ακρο­ναυ­πλία. Φαί­νε­ται όμως πως στη σχο­λή δεν είχε μάθει καλά το μάθη­μα και την έπαθε.

Μια μέρα εκεί που έκα­ναν βόλ­τα, πλη­σί­α­σε δυο κρα­τού­με­νους. Άνοι­ξε κου­βέ­ντα και στα πολ­λά στα λίγα τους πέτα­ξε το γνω­στό τροπάρι.
– Ε, εσείς θέλε­τε και είστε φυλακή!
– Πώς θέλου­με, υπάρ­χουν άνθρω­ποι που να θέλουν να μένουν στα κάτερ­γα; Είπε ο ένας.
– Αν θέλε­τε μπο­ρεί­τε αμέ­σως να απο­λυ­θεί­τε! Δήλω­σε σοβα­ρά ο χωροφύλακας.

Οι άλλοι έκα­ναν πως ξαφ­νιά­στη­καν. Απ’ την αρχή τον έκο­ψαν και πήγαν να του κάνουν «ψιλό γαζί».
– Τι; Πρώ­τη φορά τ’ ακού­με αυτό.
– Να, άμα κάνε­τε μια δήλω­ση φεύγετε…
– Τι; Τι δήλω­ση είναι αυτή και δεν τη ξέρουμε.
– Να, μόλις υπο­γρά­ψε­τε ένα χαρτί…
– Τι λες βρε παι­δά­κι μου, για κανό­νι­σέ τα…
– Θα πάω αμέ­σως στον κ. Διοικητή.

Τρέ­χει, λοι­πόν, χαρού­με­νος στο διοι­κη­τή της φρου­ράς. Σαν τα κατά­φερ­νε να απο­σπά­σει «δήλω­ση» από δυο κρα­τού­με­νους μπο­ρεί να έπαιρ­νε και κανέ­να γαλό­νι. Και τι κρα­τού­με­νους. Μεγά­λα στε­λέ­χια του φάνη­καν! Μπή­κε στο γρα­φείο του διοι­κη­τή κατα­κόκ­κι­νος και λαχανιασμένος.
– Κύριε διοι­κη­τά! Δύο κρα­τού­με­νοι θέλουν να κάνουν δήλωση!
– Τι λες βρε παι­δί μου. Πού τους ανα­κά­λυ­ψες; Μπρά­βο! Μπράβο!

Στην αρχή σα να τον πίστε­ψε ο διοικητής.
– Ποιοι είναι; Ρώτη­σε. Πώς τους λένε;
– Δεν ξέρω. Να σας τους δείξω.
Τον τρά­βη­ξε στο παρά­θυ­ρο. Κάτω στο προ­αύ­λιο ο Αρα­μπα­τζής με το Γεωρ­γί­ου έκα­ναν βόλ­τες και γέλουσαν.
– Αυτοί;
Ο διοι­κη­τής γύρι­σε από­το­μα, τού­δω­σε μια μού­τζα κι έσκα­σε στα γέλια.
– Βρε βλά­κα. Βρε ανό­η­τε. Βρε μ…. Ου να χαθείς βρε. Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί… «Παλιές καρα­βά­νες». Σε δού­λε­ψαν. Χάσου από δω κι άλλη φορά να προσέχεις.

Ύστε­ρα μουρ­μού­ρι­ζε μόνος του στο γρα­φείο του:
– Βρε τους δαι­μό­νιους… Τι μου σκά­ρω­σαν. Βρε ρεζιλίκι!

* Σημ.: Αυτό είναι από τον Παντε­λή Κιουρτσή

 

8) Οι ποιητές!…

Προ­πο­λε­μι­κά στην Ακρο­ναυ­πλία ορι­σμέ­νοι πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι κατα­γί­νο­νταν με την «κατα­σκευή» στί­χων. Τάχουν αυτά οι φυλα­κές. Μάλι­στα σχη­μα­τί­σα­νε και ολό­κλη­ρο όμι­λο. Αλλά δυο απ’ αυτούς «έπια­ναν που­λιά στον αέρα».

Ο Κεφαλ­λο­νί­της ο Μεμάς κι ένας στε­νός φίλος του, καλή τους ώρα. Κάπο­τε ο Μεμάς έδω­σε μερι­κά ποι­ή­μα­τά του στον μεγά­λο Δάσκα­λο, Δημή­τρη Γλη­νό να τα δει και να του πει η γνώ­μη του. Με κρύα καρ­διά περί­με­νε την απά­ντη­ση. Οι μέρες περ­νού­σαν κι ο δάσκα­λος δεν έβγα­ζε λέξη, λες και ήθε­λε να βασα­νί­σει τον «ποι­η­τή». Μια μέρα όμως πλη­σί­α­σε το Μεμά και του είπε:

– Τα διά­βα­σα. Καλά είναι. Τα καταφέρνεις…

Καμά­ρι, λοι­πόν, ο Μεμάς. Ψήλω­σε ακό­μα ένα μπόι. Τι καλά αν στα­μα­τού­σε εκεί η συζή­τη­ση. Μα ο δάσκα­λος τον άφη­σε να ανα­σά­νει και συνέχισε:

Αλλά… Καλύ­τε­ρα να ασχο­λη­θείς με καμιά άλλη δουλειά.

«Ντα­μπλάς» βάρε­σε το Μεμά. Όνει­ρα και σχέ­δια για μια θέση στο στε­ρέ­ω­μα των ποι­η­τών κατάρ­ρευ­σαν. Ωστό­σο δεν απο­γοη­τεύ­τη­κε. Συνέ­χι­σε να θητεύ­ει στη μού­σα. Έλε­γε αργό­τε­ρα: Άμα την «ψωνί­σεις» δεν είναι εύκο­λο να ξεκόψεις.

Όσο για το φίλο του δεν ξέρου­με τι είπε ο δάσκα­λος. Αλλά κ’ εκεί­νος συνέ­χι­σε τη δου­λειά με πάθος. Είχε μια κλί­ση στη «σατυ­ρι­κή» ποίηση!…

*Σημεί­ω­ση: Με τον Μεμά (Γερά­σι­μο Ποδα­ρά) ήμα­σταν στη φυλα­κή της Αίγι­νας. Μας το αφη­γή­θη­κε ο ίδιος.

 

9) Οι «λυρι­κοί» φεύγουν!

Πάλι για τους ποι­η­τές. Μια μέρα φέραν στο κάτερ­γο της Ακρο­ναυ­πλί­ας δυο νέα ταλέ­ντα. Βρή­καν το «σινά­φι» και πιά­σα­νε γνω­ρι­μία. Φαί­νο­νταν σα δυο αστέ­ρια λαμπε­ρά, με λυρι­κή φλέ­βα και υπό­σχο­νταν πολ­λά. Η πρώ­τη βδο­μά­δα κύλη­σε καλά. Μα ύστε­ρα… «Βαριά η καλο­γε­ρι­κή». Όχι βέβαια η ποί­η­ση ‑μη γίνει καμιά παρε­ξή­γη­ση- «θεός φυλά­ξει». Αυτήν την έπαι­ζαν στα δάχτυ­λα οι νεα­ροί. Η φυλα­κή! Η κατα­ρα­μέ­νη η κλει­σού­ρα μέσα στους τέσ­σε­ρις τοίχους!

Τα παι­διά ζορί­στη­καν. «Δεν είναι ζωή τού­τη». «Δεν υπο­φέ­ρε­ται»… Θόλω­σε το μυα­λό τους. Στέ­ρε­ψε κι η ποι­η­τι­κή φλέ­βα τους. Και μια ωραία πρω­ία μην τους είδα­τε μην τους απα­ντή­σα­τε. Υπο­γρά­ψα­νε μια «δηλω­σού­λα» και απο­φυ­λα­κί­στη­καν αμέσως.

– Τι έγι­ναν τα παι­διά; Δεν τα βλέ­πω. Για­τί δεν κατέ­βη­καν ακό­μα απ’ το θάλα­μο; Ρώτη­σε ο Μεμάς. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του για­τί οι νεα­ροί φαί­νο­νταν νάχουν μέσα τους όχι μόνο ποι­η­τι­κή μα και επα­να­στα­τι­κή φλό­γα. Κάτι λόγια παχιά και μεγά­λα που έλεγαν!…

Έκα­ναν δυο βόλ­τες στο προ­αύ­λιο σιω­πη­λοί. Ύστε­ρα ο Μεμάς μουρμούρισε:
– Λες να πάθου­με κ’ εμείς κανά χνέ­ρι με το ψώνιο που κολλήσαμε;

Ο φίλος του όμως τον καθη­σύ­χα­σε γελώντας.
– Δεν έχου­με φόβο εμείς συνά­δελ­φε… Αυτοί ήταν λυρι­κοί!… Εμείς είμα­στε σατυρικοί!

* Σημ.: Κι αυτό από αφή­γη­ση του Μεμά.

 

10) Ο καπε­τάν Μπάφας!

Στο Ζέλι της Λοκρί­δας πήγε ένα συγκρό­τη­μα ανταρ­τών να συγκρο­τή­σει στην Κατο­χή οργα­νώ­σεις. Καπε­τά­νιος ήταν ένας παλιός φυγό­δι­κος με τη φου­στα­νέ­λα του, τα τσα­πρά­ζια του, τη γενειά­δα του και μια μακριά σπά­θα. Από πολι­τι­κή γρι δε σκά­μπα­ζε. Αλλά μια που έπρε­πε να οργα­νώ­σει το λαό τι να έκα­νε; Και τι λαό είχε αυτό το χωριό; Όλοι κτη­νο­τρό­φοι. Αγρί­μια! Χάνο­νταν στους λόγ­γους και άντε να τους βρεις. Μόνο τις Κυρια­κές μπο­ρού­σε να τους καλιά­σεις. Και η απο­στο­λή του καπε­τάν Μπά­φα ήταν δύσκο­λη. Οργα­νώ­σεις θέλε­τε; Θα τις έχε­τε! Μη σας νοιά­ζει, είπε, στην καθο­δή­γη­ση. Και ξεκίνησε.

Ξημε­ρώ­νο­ντας Κυρια­κή έφε­ξε στο Ζέλι. Πρώ­τη φορά πατού­σαν αντάρ­τες στο χωριό κι ο κόσμος ανά­κα­τα άντρες, γυναί­κες παι­διά, γέροι γριές μαζεύ­τη­καν στο προ­αύ­λιο της εκκλη­σιάς. Να τους δουν και να τους καμαρώσουν!

Εκεί ο Μπά­φας τους μίλη­σε. «Ο Θεός και η ψυχή του» τι είπε. Ύστε­ρα τους διέ­τα­ξε να μπουν σε μια γραμ­μή όλοι οι κάτοι­κοι του χωριού. Αφού έγι­νε η γραμ­μή πηδά­ει στην κορ­φή, τρα­βά­ει τη σπά­θα και χαρά­ζει τα «σύνο­ρα» κάθε οργά­νω­σης. Και διατάζει:

-Εσείς από δω ίσα­με δω θα είσα­στε στο ΕΑΜ!
‑Εσείς από δω ίσα­με δω θα είσα­στε στο εφε­δρι­κό ΕΛΑΣ!
‑Εσείς από δω ίσα­με δω θα είσα­στε στο ΕΠΟΝ!*

Προ­χω­ρά­ει.
‑Εσείς από δω μέχρι δω θα είσα­στε στην Αλληλεγγύη.
Και τρα­βά κορδόνι.

Έγι­ναν όλες οι οργα­νώ­σεις, αλλά περίσ­σε­ψε κ’ ένα φτε­ρό. Γυρί­ζει ο Μπά­φας στον πολι­τι­κό. Και τον ρωτάει:

-Αυτού­νους τι να τους κάμου­με; Μην αστο­χή­σα­με τίποτις;
Ο άλλος γελού­σε. Και κού­ναε το κεφά­λι. Πάμε χαμένοι!
‑Ξεχά­σα­με το… Κουκουέ!
‑Τι ’πες ορέ!… Λέει ο Μπά­φας. Ωχ μάνα μ’! Καήκαμαν!…

Αλλά δεν τα χάνει. Σηκώ­νει ψηλά τη σπά­θα, την κρα­δαί­νει και φωνάζει:
‑Εσείς ούλοι από δω και πίσω, θα είσα­στε στο Κάπα Κάπα!
Έ, τι έγι­νε! Όταν μαθεύ­τη­καν αυτά στα Αρχη­γεία και στα χωριά. Δεν περιγράφεται.
*Πρέ­πει να διευ­κρι­νί­σου­με: Στην ΕΠΟΝ κατα­τά­χτη­καν και γριές εξη­ντά­ρες και στο ΕΑΜ και παι­δα­ρέ­λια. Όλα ισο­πε­δώ­θη­καν, φύλο, ηλι­κία «πλή­ρης ισότη»!

***

moraitisΟ Γιώρ­γης Μωρα­ΐ­της, του Νίκου και της Ρήνας, γεν­νή­θη­κε το 1927 στη Βοδο­νί­τσα της Λοκρί­δας. Η κατα­γω­γή του εργα­το­α­γρο­τι­κή. Σπου­δές γυμνα­σια­κές σε Λαμία, Λάρι­σα, Αμφί­κλεια.  Το 1942 οργα­νώ­θη­κε στην ΕΝΑΡ (Ένω­ση Νέων Αγω­νι­στών Ρού­με­λης). Το 1943 πέρα­σε στην ΕΠΟΝ και έγι­νε μέλος του ΚΚΕ. Το 1944 κατα­τά­χθη­κε στον ΕΛΑΣ και το 1947 στον ΔΣΕ. Το 1950 βρέ­θη­κε πρό­σφυ­γας στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες. Το 1954 επέ­στρε­ψε παρά­νο­μα στην Αθή­να. Το 1955 συνε­λή­φθη και τον επό­με­νο χρό­νο με το Γ´ Ψήφι­σμα κατα­δι­κά­στη­κε σε 20 συν 12 χρό­νια. Το 1957 με τον Ν. 375 κατα­δι­κά­στη­κε δις εις θάνα­τον. Ήταν έγκλει­στος στις φυλα­κές Ιτζε­δίν, Κέρ­κυ­ρας, Αλι­καρ­νασ­σού, Αίγι­νας κ.ά. για 11 χρόνια.

Απο­φυ­λα­κί­στη­κε το 1966 και δού­λε­ψε στην ΕΔΑ, ως μέλος του Γρα­φεί­ου Αθή­νας. Με το πρα­ξι­κό­πη­μα της 21ης Απρι­λί­ου 1967, πέρα­σε στην παρα­νο­μία. Δού­λε­ψε στην Κομ­μα­τι­κή Οργά­νω­ση Αθή­νας του ΚΚΕ, ως μέλος του Γρα­φεί­ου της. Είχε την ευθύ­νη για την έκδο­ση του «Ριζο­σπά­στη», της «Αδού­λω­της Αθή­νας», του «Οδη­γη­τή» και άλλων εντύ­πων. Τον Νοέμ­βρη του 1968 συνε­λή­φθη και τον Μάη του 1969 κατα­δι­κά­στη­κε από το χου­ντι­κό στρα­το­δι­κείο σε 24ετή κάθειρ­ξη. Έμει­νε στις φυλα­κές Κορυ­δαλ­λού, Ιτζε­δίν και Χαλ­κί­δας για άλλα 5 χρό­νια. Το 1973 απο­φυ­λα­κί­στη­κε προ­σω­ρι­νά για λόγους υγεί­ας και έφυ­γε παρά­νο­μα στο εξω­τε­ρι­κό, όπου δού­λε­ψε στο ραδιο­σταθ­μό «Φωνή της Αλή­θειας». Με τη νομι­μο­ποί­η­ση του ΚΚΕ τοπο­θε­τή­θη­κε στον «Ριζο­σπά­στη» ως μέλος της διεύ­θυν­σης και της αρχι­συ­ντα­ξί­ας του. Από το 9ο μέχρι και το 13ο Συνέ­δριο του ΚΚΕ ήταν μέλος της ΚΕ.

Είναι μέλος των ΕΣΗΕΑ, ΠΣΔΑΕΑ, ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ και ΣΦΕΑ. Επί­σης μέλος της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών. Άλλα βιβλία του: Με κομ­μέ­νη ανά­σα, Βοδο­νί­τσα — Κάστρο των Θερ­μο­πυ­λών, Ρεπορ­τάζ κάτω απ’ τις ερπύ­στριες, Εκάς οι βέβη­λοι, Κόντρα στη Χού­ντα, Πίσω απ’ τα Σίδε­ρα, Με τους ανθρώ­πους του μόχθου, Ατζέ­ντα Ιτζε­δίν. Έργα του από τις Εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη: Ανα­μνή­σεις ενός αντάρ­τη Α´ (1989), Ανα­μνή­σεις ενός αντάρ­τη Β´ (1999), Ο γερο-Τζιμ [Made in USA], Η βίβλος ενός αγί­ου (2005).

Δια­κρί­σεις: Μετάλ­λιο από το Ανώ­τα­το Σοβιέτ στα σαρα­ντά­χρο­να της Αντι­φα­σι­στι­κής Νίκης το 1985• μετάλ­λιο της FIR από το Συνέ­δριο Βιέν­νης το 2011• μετάλ­λιο από τη Διε­θνή Οργά­νω­ση Δημο­σιο­γρά­φων, Πρά­γα 1971• βρα­βείο από την Εται­ρία Ελλή­νων Λογο­τε­χνών για το Ανα­μνή­σεις ενός Αντάρ­τη το 1991• μετάλ­λιο από το ίδρυ­μα Δημη­τρόφ, Σόφια 2012.
-Το βιο­γρα­φι­κό σημεί­ω­μα του Γιώρ­γη Μωρα­ΐ­τη από τον ιστό­το­πο των εκδό­σε­ων Καστανιώτη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο