Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τι σού έφταιγε το γαϊδουράκι, βρε απάνθρωπε;

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Μέχρι μια – κάποια ηλι­κία είχα σχε­δόν ξεχά­σει το όνο­μά μου! «Γαϊ­δού­ρι» ο ένας, «γαϊ­δού­ρι» ο άλλος, κόντε­ψα να πιστέ­ψω πως το βαφτι­στι­κό μου όνο­μα ήταν ψεύ­τι­κο. Γαϊ­δού­ρι ήταν το αλη­θι­νό. «Είσαι γάι­δα­ρος, ρε αλει­τούρ­γε», μου φώνα­ζε σε καθη­με­ρι­νή βάση η μάνα μου. Οι υπό­λοι­ποι απλά επα­να­λάμ­βα­ναν τον, ας πού­με τίτλο. Κι εγώ προ­σπά­θη­σα πολ­λές-πάμπολ­λες φορές να ερμη­νεύ­σω τον τίτλο αυτό, το όνο­μα τέλος πάντων που απο­δί­δο­νταν σε άτα­κτα και «αδιά­φο­ρα» παι­διά. Δεν κατά­λα­βα ποτέ για­τί τόση απα­ξία σ’ αυτό το καλό­βου­λο ζωντα­νό με την περίσ­σεια υπο­μο­νή και την ανε­κτί­μη­τη προ­σφο­ρά του. Έμει­ναν μόνο τα λόγια του παπ­πού. «Μη λες έτσι το παι­δί, θα πάει στο στρα­τό και θα τον βάζουν να κου­βα­λά­ει», και συνέ­χι­ζε με το τρα­γού­δι «οι φαντά­ροι, οι φαντά­ροι, φορ­τω­μέ­νοι σαν γαι­δά­ροι».

Όλα αυτά μου έρχο­νται κατά νου τώρα που δια­βά­ζου­με πως βρί­σκε­ται «σε παρακ­μή και είναι διαρ­κώς συρ­ρι­κνού­με­νος ο πλη­θυ­σμός των γαι­δά­ρων στη χώρα μας». Αυτό το ζωντα­νό που γνώ­ρι­σε μέρες δόξας και μεγα­λο­πρέ­πειας… Επί­ση­μα γνω­ρί­ζου­με πως το 1950 υπήρ­χαν στη χώρα μας 508.000 γαϊ­δού­ρια. Το 1995 μειώ­θη­καν σε 95.000, το 2008 ήταν λιγό­τε­ρα από 16.000, ενώ σήμε­ρα μάλ­λον μιλά­με για αριθ­μό κάτω από χίλια. Κι όπως φαί­νε­ται στα ανέκ­δο­τα και στα τετρά­στι­χα θα μεί­νει. «Να ‘μουν το Μάη γάι­δα­ρος, τον Αύγου­στο κριά­ρι, όλο το χρό­νο πετει­νός και το Φλε­βά­ρη γάτος».

Ο γάι­δα­ρος λοι­πόν, όνος στην καθα­ρεύ­ου­σα, γαϊ­δού­ρι στην καθο­μι­λου­μέ­νη και γομά­ρι επί απο­νο­μής τίτλων («γομάρ’ ξεσα­μά­ρω­το κατά­ντη­σες») είναι κατοι­κί­διο εξη­με­ρω­μέ­νο θηλα­στι­κό ζώο που εν πάση περι­πτώ­σει στον τόπο μας πολ­λά προ­σέ­φε­ρε στην ανά­πτυ­ξη της ελλη­νι­κής γεωρ­γί­ας ωσό­του ήρθαν τα αγρο­τι­κά μηχα­νή­μα­τα και απα­ξιώ­θη­κε ο ρόλος του γαϊ­δά­ρου. Γι’ αυτό ταυ­τί­ζε­ται η μεγά­λη προ­σφο­ρά με την γαϊ­δου­ρι­νή δου­λειά. «Είκο­σι χρο­νώ γομάρι/σήκωσα όλο το νταμάρι/κι έκτι­σα στην εμπασιά/του χωριού την εκκλη­σιά». Αν και η παρακ­μή του γαϊ­δά­ρου άρχι­σε στην κλα­σι­κή επο­χή, εντού­τοις στο Βυζά­ντιο τον γάι­δα­ρο τον χρη­σι­μο­ποιού­σαν για τη δια­πό­μπευ­ση παρα­νο­μού­ντων. Αυτοί υπο­χρε­ώ­νο­νταν να ιππεύ­σουν ανά­πο­δα και να κρα­τούν την ουρά του γαι­δά­ρου. Εξ ου «είναι για τον γάι­δα­ρο καβά­λα». Ο γάι­δα­ρος φημί­ζε­ται για την υπο­μο­νή του. «Και γάι­δα­ρο ακό­μα σκας». Είναι αλη­θι­νό σύμ­βο­λο ταπει­νό­τη­τας. Πολ­λές φορές ο γάι­δα­ρος ταυ­τί­ζο­νταν με τον σώγα­μπρο. «Άμα έχεις γαμπρό στο σπίτ’ ‘εχεις γαι­δούρ’ στην αυλή» ή με τα ασή­κω­τα προ­βλή­μα­τα της ζωής. «Και παντρε­μέ­νος γάι­δα­ρος κι ανύ­πα­ντρος γαϊ­δούρ’».

Τα περί ταπει­νό­τη­τας, όσα δηλα­δή περι­γρά­φο­νται στην Και­νή Δια­θή­κη, με την είσο­δο του Χρι­στού στα Ιερο­σό­λυ­μα «επί πώλου όνου» πρέ­πει να αφο­ρούν παρερ­μη­νεία καθό­σον ο κάτο­χος όνου την επο­χή εκεί­νη δεν ήταν και ευκα­τα­φρό­νη­τος και μάλ­λον ήταν σε ανώ­τε­ρη τάξη. Επί­σης, τα ονεί­ρα­τα, όπως ερμη­νεύ­ο­νται πολ­λές φορές που έχουν σχέ­ση με γάι­δα­ρο ή γαι­δά­ρους έχουν και αυτά το στοι­χείο της παρερ­μη­νεί­ας. Δια­λέ­χτε και παίρ­νε­τε. Αν ονει­ρευ­τεί­τε γάι­δα­ρο στο κανο­νι­κό του χρώ­μα, να περι­μέ­νε­τε απι­στία εις βάρος σας. Θα σας προ­δώ­σουν. Τώρα, ποιο είναι το κανο­νι­κό χρώ­μα, είναι αλλο­νού παπά ευαγγέλιο.

Το δύσκο­λο είναι αν δού­με ότι μας κλω­τσά­ει γάι­δα­ρος, ανε­ξαρ­τή­του χρώ­μα­τος. Θα προ­σβλη­θεί­τε από δικό σας πρό­σω­πο. Αν κλω­τσή­σει στα αχα­μνά τότε χαϊρ­λί­τι­κα θα απο­κτή­σε­τε ταί­ρι και θα ερω­το­τε­τοιο­νιώ­σα­στε. Αν ονει­ρευ­τεί­τε πως πέφτε­τε από γάι­δα­ρο, τότε θα έρθουν κακές μέρες.. Ίσως χωρι­σμοί, ταπει­νώ­σεις, φασα­ρί­ες και οικο­γε­νεια­κά προ­βλή­μα­τα. Αν ακού­σε­τε γκά­ρι­σμα γαϊ­δά­ρου, θα πάρε­τε κακές ειδήσεις.

Τέλος, κι αν τα παρα­βλέ­ψου­με όλα, μια συμ­βου­λή πρέ­πει να έχου­με πάντα υπό­ψη μας. «Να φοβά­σαι τα πισι­νά του γαϊ­δά­ρου, τα μπρο­στι­νά του καλο­γή­ρου και τη συμ­βου­λή του αχά­ρι­στου». Η ηλι­θιό­τη­τα ασφα­λώς και δεν αντιμετωπίζεται…

Σοβα­ρά τραύ­μα­τα σε όλο του το σώμα φέρει το γαϊ­δου­ρά­κι που σύρ­θη­κε για από­στα­ση ενός χιλιο­μέ­τρου περί­που στο Γραμ­μέ­νο Ιωαν­νί­νων. Μαζί σύρ­θη­κε κάθε έννοια ανθρω­πιάς και πολιτισμού.

Εμείς… οι δυνατοί!

toumpouros
Ο Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο