Γράφει η Ζωή Δικταίου //
Η μνήμη, το παρελθόν μας, ότι και αν κάνουμε πάντα θα βρίσκει τρόπο να ζει, θα υπάρχει φανερό κι αφανέρωτο μέσα μας και μέσα σε μικρούς και μεγάλους μύθους και θρύλους, στα ειπωμένα και στ’ ανείπωτα. Ένα διαφορετικό χρονικό της πέτρας, της φορτωμένης αλμύρα και ήλιο ξετυλίγεται κοντά στο Σίσι Λασιθίου κάτω από τον επιβλητικό ορεινό όγκο της Σελένας. Κρήτη, για τη Ζωή Δικταίου, ο τόπος όσων γυρεύουν τις αλήθειες και τις αξίες, χωρίς να λογαριάζουν αποστάσεις, κόπο και κόστος. Εδώ δεν μπορείς να χαθείς στη μικρή σου κρυψώνα, όχι, εδώ η όραση δεν είναι στενή, εδώ η ψυχή ξεκαθαρίζει φόβο και λήθη και χορεύει ξυπόλητη στην άκρη του γκρεμού για να ανακαλύψεις τα κρυμμένα φτερά.
Εδώ στο Νότο θ’ απλώσω τα σύνεργα, τα παράπονα, τις αναμνήσεις μου, όλα, σε μια γωνιά τής ψυχής, ν’ αγγίξω σημάδια και ξέφτια, ξέρεις εσύ, εδώ που η μνήμη βαθαίνει και οι νύχτες χτενίζουν τ’ αλάτι στα βλέφαρα του αρχαίου θεού.
Εδώ στο Νότο μαζεύω τις πέτρες, διαλέγω ονόματα, ώρα που πέφτει ο τελευταίος λυγμός τού μεσημεριού κι βάφει νοσταλγία το πέλαγος.
Πέτρες λαξευμένες και πέτρες ακατέργαστες σε διάφορα σχήματα και μεγέθη στηρίζονται χωρίς άλλο υλικό ενδιάμεσα, η μια πάνω στην άλλη, μέχρι να δημιουργηθούν αρμονικά σχήματα και μορφές. Πέτρες που ισορροπούν πότε ανάμεσα στις ήρεμες ρυτιδώσεις του θαλασσινού αφρού και στις ανάλαφρες ριπές αέρα και πότε δοκιμάζονται σε πιο άγριες καιρικές συνθήκες. Παίρνουν μορφή και σχήμα αντλώντας από το βαθύ της φαντασίας, τις προφορικές παραδόσεις και το πείσμα της θέλησης.
Στο Σίσι επιλέγεις να συντηρείς τη μνήμη. Λίγες οι πέτρες οι σμιλεμένες από το κύμα, περισσότερες οι τραχιές, οι γεμάτες «τζουγκριά και τσουνιά» όπως λένε οι ντόπιοι. Όπως και να έχει αυτές οι άγριες πέτρες μιλημένες και αμίλητες, είναι που αφηγούνται ιστορίες παλιές. Όλες έχουν κάτι να πουν, φτάνει να θέλεις να τις αγγίξεις, να τις αφουγκραστείς, να τις διαβάσεις όταν καίει ο ήλιος. Θα σε αφήσουν να περάσεις από μέσα τους, θα σου αποκαλύψουν το πετρωμένο δάκρυ μιας αγάπης ή και μιας οδυνηρής απώλειας. Μνημεία λίθινα, μα όχι της λήθης και μνήμες ακριβές. Πέτρες βυθισμένες στην αγκαλιά της γης και πέτρες αβύθιστες στη θάλασσα.
Σε βλέπουν να διαλέγεις με τις ώρες τις πέτρες κάτω από τον καυτό ήλιο, εσένα την παλιομοδίτισσα ψυχή, σε πλησιάζουν οι «μοντέρνοι» και σου απαριθμούν διάφορα σχετικά με την ισορροπία της πέτρας. Ευγενικά θα παραδεχτείς πως και για την ταπεινότητά σου αυτή η διαδικασία αποτελεί σίγουρα τρόπο εκγύμνασης στο πνεύμα, μα περισσότερο είναι αφύπνιση της ψυχής, γιατί η ψυχή σου εδώ θυμάται πιο πολύ…
Αλήθεια πόσες πέτρες χρειάζεσαι, πόσες ιστορίες για να χτίσεις ένα Τουρλί και τι είδους ιστορίες μπορεί να κρύβει κάθε πέτρα; Ένα Τουρλί μάζεψε τον εφιάλτη από τις οξειδωμένες μνήμες και τις εξόριστες υποσχέσεις, μια πέτρα θαλασσινή μαζεύει ακόμα τον καιρό από τα φτερά τής λύπης όσο ασύνορη η θύμηση γυρίζει πίσω…
Στην ακτή οι πέτρες θαρρείς ακινητοποιούν τις στιγμές για να προλάβουν την αιωνιότητα, ίσως πάλι αυτά τα μικρά πέτρινα μνημεία να καταφέρνουν να αιχμαλωτίζουν το καλό, ή να διώχνουν το κακό, να κρατούν την πρώτη ηλιαχτίδα κρυμμένη για να ταξιδέψει αύριο…
Οι βοσκοί της Σελένας από τα ψηλά του Οροπεδίου, ανάμεσά τους και ο Κοκολιός, ο παππούς, συνήθιζαν όταν κατέβαιναν στην περιοχή να χτίζουν πύργους από πέτρες βάζοντας σημάδια όχι μόνο στη διαδρομή που ακολουθούσαν αλλά και στην ακτή. Αυτούς τους πύργους που στοίχειωνε ο πόθος της ζωής και η αγάπη ονόμαζαν Τουρλιά. Οι εικόνες της μνήμης εξαίρετες προβάλουν από παντού. Από κάθε σημείο και ένα διαφορετικό πλάνο έρχεται να σε προκαλέσει, τόσο που η φευγαλέα προοπτική επιβάλλει στη σκέψη την ανάγκη της μνήμης, αυτή την ανάγκη που σε κάνει να σκέφτεσαι ένα ένα τα σκαλοπάτια προς την αιωνιότητα.
Κάποιες φορές, ιδίως τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάτω από τον ουρανό με το σκληρό γαλάζιο χρώμα, οι βαθυκόκκινες αποχρώσεις με το γκρίζο των βράχων της ακτής, σε συνδυασμό με το πράσινο της ελιάς στα μεγάλα περιβόλια και τις ώχρες της άμμου δημιουργούν ένα μοναδικό έργο τέχνης στο Σίσι. Βυθίζεις τα χέρια στα ανεκδήλωτα νερά, αναζητώντας την υπερβατικότητα, διεκδικώντας μια θέση στο τώρα με τη βεβαιότητα πως σε γνωρίζουν οι πέτρες, το τοπίο, η θάλασσα. Είσαι εδώ για να μην ξεχάσεις πώς μετριέται η αγάπη στο ανάστημα του ανθρώπου, για να βρίσκουν δρόμο τα λησμονημένα και ουρανό τα αλησμόνητα, για να μετρούν τα σημαντικά και να γίνονται νερό κι αλάτι τ’ ασήμαντα.
Στα αρμυρίκια ψάχνεις σκιά, εκεί που οι βιολετιές αποχρώσεις του μπρούντζου σε καλούν να αφήσεις για λίγο τον πυρωμένο ήλιο και να θαυμάσεις τα έργα σου, τα δικά σου Τουρλιά εν ονόματι της μνήμης και της αγάπης. Μια μακρινή ανάμνηση όλα αυτά που έχεις λόγο να συντηρείς.
Ιστορία άγραφη είναι, μια ακόμη και αυτή. Παραδόσεις ξεχασμένες, τι κρίμα. Μνήμες λες, παραμυθάδων και τρελών, για αερικά και πνεύματα ταξιδευτές θεών και ανθρώπων και εκείνων των βοσκών που είδαν πριν φτάσουν εδώ, στο καθαρό νερό που κατεβαίνει από τη Σελένα στον αρχαίο πλάτανο στο Κράσι, να παίρνουν μορφές αγαπημένων οι αινιγματικές κηλίδες στην κρύα επιφάνεια, αυτές που λένε πως φανερώνουν τα πεπρωμένα της αγάπης και μιλούν για τα μελλούμενα του ανθρώπου και του τόπου.
Μαγεμένο το νερό, αυτό που ξεδίψασε τον Καζαντζάκη και τη συντροφιά του, ακόμη και σήμερα θα το δεις να γίνεται μπλε και μετά ζαφειρένιο, να φαντάζει όπως το πράσινο του πάσπαρου με ασημένιες ανταύγειες πριν η σκουριά στο ρίζωμα του χαρακιού παρασύρει αλλού τη ματιά και τη σκέψη σου. Θα κρατήσεις τις μορφές που αντίκρισες και όταν έρθει η ώρα στην κάψα του μεσημεριού θα υψώσεις πύργους πέτρινους στην ακτή και στο μικρό νησάκι απέναντι ψιθυρίζοντας ονόματα κόντρα στη λήθη.
Τουρλιά, τα δικά σου, τα δικά μου, κάθε πέτρα κι ένα όνομα, ορθώνουν ανάστημα κόντρα στην κόντρα του μπαγιάτικου κόσμου. Τουρλιά χτισμένα με αγάπη, φως, αλμύρα και πέτρα, πέτρινη σιωπή, πέτρινη προσευχή στη μνήμη και στον έρωτα.
Κλείνεις τα μάτια. Βλέπεις τους μαυροπουκαμισάδες βοσκούς της Σελένας μονιασμένους, Βερίγηδες, Πυθαρούληδες, Σπανήδες, Τσαμαντούρηδες, Κοντογιάννηδες, όλοι μαζί να κατεβαίνουν με τη μπροκαδούρα στα στιβάνια τα χάλαβρα, πριν την κατοχή, ν’ αφήνουν την άγρια πέτρα του βουνού και να κατηφορίζουν το μονοπάτι των ήμερων λόφων αυτών που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους πρόποδες της μεγάλης οροσειράς και της θάλασσας, αναζητώντας απάνεμη χαλέπα στο γιαλό κοντά στα λιόφυτα, στις καλαμιές, τις λυγαριές και τις σκλήθρες. Σ’ εκείνα τα παλαιότερα χρόνια, τότε που δεν ένοιαζαν τον κόσμο τα παραθαλάσσια θέρετρα όπως σήμερα…
Ταξιδεύεις από το τώρα στο τότε, από το σήμερα στο χθες. Ο προσανατολισμός σου είναι τέτοιος ώστε η καρδιά να απολαμβάνει το ταξίδι και τα μάτια σου το φυσικό φως σε τούτη την ακτή και υπόσχεσαι πάντα, Αύριο… Τώρα που οι παλιές επιθυμίες σε αποφεύγουν νομίζεις πως σώζεσαι. Νομίζεις… Η θάλασσα σου βάζει ιδέες! Γελάς, με ολόφλογα μάτια αγναντεύεις ασάλευτη το πέλαγος, προσπαθείς να μάθεις από την πεθυμιά τού ανέμου και από τού κόσμου τα βάσανα καινούρια ανάγνωση στη ζωή.
Τουρλιά, αυτά που δεν γερνούν στο κύμα και στη βροχή, αυτά που αγαπούν την αρχαιότερη γεύση ζωής, την αλμύρα, αυτά που ξέρουν τα μυστικά των παλιών ψυχών και κάνουν παρέα στ΄ αρμυρίκια, στον άνεμο και στο φως.
Άλλο η ζωή και άλλο το όνειρο, άλλο ο λόγος και άλλο το έργο, άλλος και ο λόγος για όποιον αποφασίσει να φτιάξει τα δικά του Τουρλιά. Υψώνοντας πέτρινους πύργους οι Τζερμιαδιανοί βοσκοί, είχαν την πεποίθηση πως μπορούσε να ενισχυθεί και να προστατευτεί η αγάπη, αυτή που άφηναν πίσω τους όταν έφευγαν. Γεννήματα της φύσης οι ίδιοι, ορεσίβιοι καθώς ήταν, αγάπησαν την πέτρα, πότε ασήκωτη και πότε ανάλαφρη, μα πάντα πέτρα και πεπρωμένο σαν σύμβολο, σαν μοιρόγραφτο.
Μετά τις εκτελέσεις βοσκών της Σελένας το Νοέμβρη του χίλια εννιακόσια σαράντα τρία, στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, όσοι έμειναν και συνέχισαν να κατεβαίνουν στα επόμενα χρόνια στο Σίσι με τα κοπάδια τους, συνέχισαν να χτίζουν και Τουρλιά, μόνο που οι πέτρες πια συμβόλιζαν την εξεγερμένη σκέψη και τη θυσία, συμβόλιζαν εκείνους που εκτελέστηκαν. Στο σκληρό πρόσωπο τούτου του κόσμου και στον αδιάκοπο αγώνα τους για επιβίωση είχαν αναπτύξει ένα δικό τους προσωπικό διάλογο με την πέτρα και όταν ύψωναν αυτούς τους πύργους έδιναν στις πέτρες ονόματα, τα ονόματα εκείνων που χάθηκαν άδικα, μια πέτρινη κραυγή στον ουρανό και στη σιωπή μια πέτρινη κραυγή στην αδιαφορία και στη λήθη για να μην ξεχαστούν.
Εσύ δεν τραβάς νερό από το πηγάδι της λήθης. Έχεις έντονη την εικόνα του Κοκολιού με τα μάτια γεμάτα αλμύρα, να λέει πως οι εκτελέσεις μπορεί να τερμάτισαν ζωές, μα δεν κατάφεραν να τερματίσουν συγγένειες, φιλίες, σχέσεις…
Το τοπίο σε βεβαιώνει ακόμη ό,τι αυτή η όμορφη, η συγκινητική κραυγή της πέτρας μπορεί να σημαίνει πολλά, πολλά περισσότερα από όσα υπόσχεται η σύγχρονη τουριστική μονάδα που εκτείνεται στην ίδια ακτή διατεινόμενη ότι έχει ιδιωτική πλαζ και που ενοχλημένη από τα δικά σου έργα, είχε στείλει τον Αύγουστο που πέρασε, τον φύλακα των συμφερόντων της, να γκρεμίσει με τα χέρια του, τα δικά σου Τουρλιά γιατί κρίθηκαν επικίνδυνα, τόσο επικίνδυνα για τους Γερμανούς πελάτες, όσο και η μνήμη, η μνήμη αυτή που αγιάζει και εξαγνίζει μ’ ένα όνομα χαραγμένο στο νου και στον άνεμο, η πέτρα αυτή που συμβολίζει εκείνη τη θέληση που μπορεί να αντέξει …
Λυπήθηκες, εσύ ξέρεις πως η παραλία και ο γιαλός είναι κοινά αγαθά, που ανήκουν στους πάντες. Δεν μπορούν να είναι ιδιωτικά, δεν επιτρέπονται περιφράξεις μέχρι το κύμα ούτε και άλλες μέθοδοι παρεμπόδισης. Μια σουσουράδα, εκείνη που προτιμά να κρατά τη δική της επικράτεια, εκείνη η ρομαντική που μέσα στην αιώνια περιπλάνηση ενσαρκώνει την αγάπη και τη θύμηση, μια σουσουράδα ήταν εκείνη που ήρθε για να επιστρέψει το αχ και το παράπονο στον καθαρό ουρανό.
Μια σουσουράδα ήταν πάντα οιωνός συνάντησης και για τους βοσκούς, γι αυτό την ψάχνεις, επειδή πιστεύεις σε αυτή τη συνάντηση, επειδή περιμένεις αυτή τη συνάντηση χρόνια…
Σε τρέφει η ανάμνηση, η ποιητική ιδέα της ψυχής, η θαλασσινή αύρα που πάλλεται μέσα σου, μια διαμαρτύρηση κόντρα στα ανούσια, τα λίγα, τα γυαλιστά και τ’ αδιάφορα.
Η σουσουράδα στα Τουρλιά, αυτό το ραντεβού έχει άλλο χαρακτήρα, άλλο που ο χαρακτήρας και τα συμφέροντα δεν πάνε μαζί. Η μνήμη σε τροφοδοτεί συνεχώς. Αισθάνεσαι την αξία της στη ζωή. Έχει κρυμμένες μαγικές ιστορίες για όλους όσοι επιμένουν να ζουν και να ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά. Και δεν είναι μόνο αυτό. Σκαλίζοντας το παρελθόν ο βιωμένος χρόνος διδάσκει από την αρχή την ψυχή. Ο νους αναθεωρεί τακτικά γιατί έρχεται και τον προκαλεί η αλήθεια και γίνεται ανάγκη να διευρυνθεί η ταυτότητα του ανθρώπου και η δική σου εννοείται, Ζωή Δικταίου.
Τι κι αν έμειναν ξεχασμένες οι αιτίες στην σκιά τόσα χρόνια, οι ιστορίες κάτω από το σκονισμένο μεσοφόρι αυτής της σκιάς είναι συγκινητικές, ένα μεγάλο βήμα ή μια μικρή δρασκελιά κάθε φορά πιο κοντά στην καρδιά του ανθρώπου. Οι πέτρες σου είναι διαλεγμένες μία προς μία, για να δημιουργούν αντιθέσεις, για να σχηματίζουν μορφές και όταν ο ήλιος τις χτυπάει ανελέητα και σηκώνεται η άμμος και ο καυτός αέρας θαρρείς τις κάνει τρέμουν, να λυγίζουν και να μην πέφτουν. Και αν παρατηρήσεις πιο προσεκτικά μέσα από τα κύματα της ζέστης το κατακαλόκαιρο, θα δεις να κατεβαίνουν από το μικρό νησάκι και να προχωρούν όρθιοι στη θάλασσα ίσκιοι, σαν οπτασίες πλησιάζουν την ακτή και γυρεύουν μερίδιο στο ιδρωμένο όραμα του μεσημεριού.
Βλέπεις ξαφνικά να περνούν μέσα από τα Τουρλιά, να βγαίνουν από την πέτρα και να ξαναμπαίνουν πάλι σ’ αυτήν σαν στο σπίτι τους. Εδώ, τούτος ο τόπος είναι που γεννά ακραία συναισθήματα, τούτη η ακτή που είναι φορτισμένη και φορτωμένη μνήμη με το σακί. Δεν γίνεται να αλλάξεις εσύ, εσύ είσαι μια ανάσα από την ανάσα του τόπου και μοιάζει απίθανο.
Ας αλλάξουν οι άλλοι, οι ξένοι… Εσύ εδώ έρχεσαι με την καρδιά σου και θα συνεχίσεις να μοιράζεσαι στιγμές με εκείνους που ξέρουν να ζυγιάζουν τις σκέψεις τους, να μετρούν τα λόγια τους, με όσους επιθυμούν να τα δώσουν όλα και όχι να τα πάρουν όλα, σίγουρη ότι ένα χέρι θα βρεθεί να σε κρατήσει.
Καιρός παλιός φύσηξε άλλη μια φορά. Βλέπει η ψυχή πιο μακριά, αφουγκράζεται όσα κάποιοι άλλοι δεν μπορούν ν’ ακούσουν. Απωθημένα όνειρα, λυτοί οι αέρηδες, αλήθεια πόσες φορές να ξεστράτισε η ψυχή από τη συνείδηση, τούτη η ψυχή που δεν έχει εγώ, στην εξουσία της καρδιάς πόσα θυσίασε για να ’χει στα μάτια την ψυχή και στην ψυχή την Ιθάκη…
Η μνήμη είναι μνήμη! Ένας άνθρωπος, μια ιστορία, μια πληγή, ένας έρωτας, ένας θάνατος και μια νέα αρχή. Πέτρα της μνήμης αλμυρή δική μου μόνο για τώρα, δική σου μνήμη του νερού στην αιωνιότητα.
Είναι κάποιες φορές που όταν ξαναδιαβάζεις τη ζωή από την αρχή, ο θόρυβος γύρω σου γίνεται αφόρητος.
Είναι κάποιες φορές που όταν θυμάσαι, ο χώρος όποια άπλα κι αν έχει στενεύει και ο χρόνος της μνήμης γίνεται ατελείωτος.
Είναι κάποιες φορές που ο εσωτερικός μονόλογος καλεί όλες μαζί τις σκοτεινές σκιές και τα αποτρόπαια πρόσωπα με τις αγγελικές μάσκες.
Είναι όμως και κάποιες φορές που ξυπνάς και αλλάζεις. Η παλιά πόρτα γίνεται πύλη. Φεύγεις, αποχαιρετάς αποφασιστικά με τη σιωπή κι ύστερα απλώνεις τα χέρια προς τον ουρανό και η προγονική αυγή σου χαρίζει καινούρια ρόδα να μυρίσεις και σου επιστρέφει τις πιο προσφιλείς, τις πιο βαθιά ριζωμένες αφοσιώσεις σου.
Οδοιπόρος και εσύ στα χαλάσματα αυτού του μπαγιάτικου κόσμου, μην αφεθείς, μην ξεχαστείς, εδώ να μείνεις για μια τιμή και ένα όνομα με την ευχή αύριο να δημιουργηθεί ένα άλλο κλίμα κατανόησης ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στους φιλοξενούμενους και τους οικοδεσπότες.
Θα πιάσει βοριάς, αυτός που ξέρει να σφυρίζει όχι αδιάφορα, αλλά αλλιώς. Ίσως αυτός μόνο δικαιούται στη μάνητά του να ρίξει κάποιες πέτρες. Κι ύστερα θα καταλάβεις πως ένα μοιρολόι είναι αυτό που ακούς, η ιστορία του τόπου γραμμένη στην πέτρα, οι ιστορίες αυτών που ένοιωθαν και αγάπησαν το χρέος, το καθήκον, τον άνθρωπο. Οι πέτρες κράτησαν μέσα τους ονόματα και λέξεις και τη λαχτάρα του έρωτα μαζί με το πάθος του ανθρώπου που τις άγγιξε.
Τα Τουρλιά μιλούν ακόμη, τόσο για τη ζωή, όσο και για το θάνατο. Οι πέτρες μια μοναδική γλώσσα της φύσης ζώσα και ομιλούσα ακατάπαυστα. Stolperstein στα γερμανικά είναι η πέτρα που σκοντάφτεις και εύχομαι τόσο πολύ να σκοντάψεις εδώ, στην Κρήτη, στο Σίσι και να θυμηθείς εσύ ξένε, πως τα ανείπωτα εγκλήματα είναι αυτά που συνεχίζουν να κάνουν την ανθρωπότητα φτωχότερη σε φως και αξίες και φεύγοντας πάλι, να μην ξεχάσεις πως εδώ και οι πέτρες το γνωρίζουν, πως αρχίζει η πραγματική ελευθερία και ο σεβασμός προς τον ίδιο τον άνθρωπο, πως εδώ ο αέρας ασάνταλος κατεβαίνει από τα όρη και ξεσηκώνει πεθυμιές και θύμησες, καλεί εκείνη την νιότη την άλαλη να ξεχάσει πως ήταν μαλακός πηλός και να μπει ολόφωτη και ειρηνική στη λαμπαδηδρομία της ασέληνης νύχτας μαυλίζοντας με τ’ άνανθα της αιωνιότητας την αστραπή της Σελένας πριν τα χείλη σβήσουν τη δίψα στο παμπάλαιο νερό, αυτόπτες μάρτυρες στο άλφα της αγάπης και στο ωμέγα της ζωής.
Στην Κρήτη σε πολλά ακόμη μέρη της, η ζωή, η φύση, ο ουρανός, τα όρη, η θάλασσα, οι άνθρωποι, εκπληρώνουν ένα σημαντικό ρόλο αφού βιώνονται ως ο εγκόσμιος παράδεισος. Εδώ ενυπάρχει στο μέγιστο, η αντίληψη της ενότητας του ανθρώπου με όλα αυτά που τον περιβάλλουν. Δεν αφήνουν περιθώρια διάκρισης του ανθρώπινου από το φυσικό περιβάλλον, αλλά αντίθετα συνθέτουν με ποιητικότητα το μυθικό πλαίσιο ενός μικρού ενιαίου σύμπαντος που ονομάζεται Κρήτη.
Και ξέρεις κάτι τελευταίο φίλε ξένε, εδώ το πρώτο Τουρλί το χτίζω για να βρίσκομαι πιο κοντά στον ήλιο, γιατί εγώ, τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο!
Εγώ, τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο
κι εδώ στο Νότο ονειρεύομαι να ζήσω
λίγο πριν βγει απ’ τον Σκορπιό
και δώσει η μάντισσα χρησμό,
στο σύνορό του, απόψε θα μεθύσω.
Φέγγουν τα μάτια δάκρυα νερά,
στη γη τού Κρόνου ανάβει πύραυνα η Ρέα,
Κορύβαντες φυλάνε τα ιερά
στον Οφιούχο τα κρυμμένα, φανερά
για να γιατρέψεις την πληγή τού Προμηθέα.
Στην ξαφνική βροχή η ίδια σκέψη,
ο έρωτας, η πιο μεγάλη είναι ανταμοιβή,
μια Αριάδνη που δεν θέλει να μισέψει
μαζί σου, θα χορέψει ως την αυγή
να συλλαβίζει η νύχτα τη μεγάλη συντριβή.
Ρεμβάζει ο νους, παλιά, αρχοντική σελήνη
γητεύτρα η Λύρα πάνω από την Τζόγια,
η Ρέα πέταξε αετούς στη Σαντορίνη
θάλασσα μπλάβη και πατρίδα ποθητή,
φωνάζει τα παιδιά της δίχως λόγια.
Στους ώμους έβενος σγουρά μαλλιά,
σπόροι τού Νότου, λέξεις από αλμύρα,
μονάχη μια στην άμμο Αμαρυλλίδα,
ας μεταλάβουμε στη Ζάκρο όπως παλιά
άλικο ρόδο στής αγάπης τον χρωστήρα.
Στον Οφιούχο τα κιτάπια τού καιρού
παλιά παράπονα και λόγια πετρωμένα
μήλο, κεδρόμηλο χρυσό τού Ασκληπιού,
ίχνη τής θύμησης και μνήμη τού νερού
τις αυταπάτες μην βαφτίζεις πεπρωμένα.
Τού κάτω κόσμου σκοτεινά σκαλιά,
καινούρια λέξη ψιθυρίζει η Ευρυδίκη,
πόσα σφραγίζουν καλοκαίρια τα φιλιά,
σημάδι έχω, μα είναι μια ηλιοδαχτυλιά,
η νοσταλγία μου πληγή και καταδίκη.
Τέχνη ακριβή με δίδαξε η Κρήτη,
χιλιάδες χρόνια φίδια έχω στα χέρια
πυρσό αναμμένο μού ’δωσε η Φοίβη,
ο μύστης Ήλιος φανερώνει τον προφήτη,
στη Δίκτη φόρεσα κατάσαρκα τ’ αστέρια.
Πιο πάνω απ’ τη λαχτάρα μου το φως,
πιο κάτω δυόσμο η Όστρια μυρίζει,
η θέλησή μου απόψε μοιάζει κεραυνός
αυτός ο Έρωτας δεν έμεινε κρυφός
εδώ, αλήστευτη η ψυχή ξαναγυρίζει.
Τελχίνες Δαίμονες μαγεύουν το νερό,
ασάνταλη χορεύει η Κόρη στη Σελένα
άπληστη η Άνοιξη, φεγγάρι φανερό,
ήρθα να γιάνω το σπασμένο μου φτερό
σημάδια κι όνειρα στο χέρι χαραγμένα.
Τα χείλη αλάτι συλλαβίζουν, στην Λισσό
οι περασμένοι όρκοι λόγια τής φυλής μου,
ποιά χέρια μού ’πλεξαν στεφάνι με κισσό
στην Ζώμινθο άστρο μού ’ταξες χρυσό
και στη Φαλάσσαρνα σε γνώρισε η ψυχή μου
Εγώ, τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο
σαν πορφυρώνει τις κολώνες στην Κνωσό
βάφουν τα πέλαγα , το φως ακολουθώ
μες στον λαβύρινθο να βρω τον τροπαιούχο,
όσο η Μέλισσα κρίνα τρυγά στην Αμνισό.
Έφτασα στον γκρεμό τής αθωότητας μονάχη
στην Γόρτυνα ποτέ δεν είναι φάρσα οι οιωνοί
αύριο θ’ ανοίξει το σεντούκι τών αιώνων
μεγάλωσαν απότομα στη μοναξιά και οι βράχοι
κι εγώ με τη δική σου χίλια χρόνια προσμονή.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Σίσι, Αύγουστος του 2019
H Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου] γεννήθηκε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου. Στο Τζερμιάδο μεγάλωσε, εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Την κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα.
Μένει σταθερά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα, για να δικαιωθεί ταπεινά στη σιωπή και αθόρυβα στο καθαρό βλέμμα θυμίζοντας την αλμύρα, την πιο αρχαία γεύση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύει στην αγάπη. Συνηθίζει να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Η Αγάπη αντέχει το ρίσκο στ’ ανοικτά και τινάζει το χνούδι της λήθης στη βροχή. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη, για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολεμούν οι λέξεις. Γίνονται όχημα μαγείας, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέται πια «γιατί γράφω;» Όπως αναπνέει, μιλάει, ονειρεύεται, συμφιλιώνεται με τη ζωή και τον θάνατο μαγικά, έτσι και η ανάγκη της να γράφει. Ακουμπά στο παρελθόν, όμως η λέξη που την καθορίζει είναι το «Αύριο…