Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τουρλιά της ευχής, της μνήμης, της αγάπης, της ειρήνης

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //


Η μνή­μη, το παρελ­θόν μας, ότι και αν κάνου­με πάντα θα βρί­σκει τρό­πο να ζει, θα υπάρ­χει φανε­ρό κι αφα­νέ­ρω­το μέσα μας και μέσα σε μικρούς και μεγά­λους μύθους και θρύ­λους, στα ειπω­μέ­να και στ’ ανεί­πω­τα. Ένα δια­φο­ρε­τι­κό χρο­νι­κό της πέτρας, της φορ­τω­μέ­νης αλμύ­ρα και ήλιο ξετυ­λί­γε­ται κοντά στο Σίσι Λασι­θί­ου κάτω από τον επι­βλη­τι­κό ορει­νό όγκο της Σελέ­νας. Κρή­τη, για τη Ζωή Δικταί­ου, ο τόπος όσων γυρεύ­ουν τις αλή­θειες και τις αξί­ες, χωρίς να λογα­ριά­ζουν απο­στά­σεις, κόπο και κόστος. Εδώ δεν μπο­ρείς να χαθείς στη μικρή σου κρυ­ψώ­να, όχι, εδώ η όρα­ση δεν είναι στε­νή, εδώ η ψυχή ξεκα­θα­ρί­ζει φόβο και λήθη και χορεύ­ει ξυπό­λη­τη στην άκρη του γκρε­μού για να ανα­κα­λύ­ψεις τα κρυμ­μέ­να φτερά.

http://atexnos.gr/wp-content/uploads/2020/07/Τουρλιά-Χαρούλας-Βερίγου-gif.gif Χαρούλας Βερίγου gif

Εδώ στο Νότο θ’ απλώ­σω τα σύνερ­γα, τα παρά­πο­να, τις ανα­μνή­σεις μου, όλα, σε μια γωνιά τής ψυχής, ν’ αγγί­ξω σημά­δια και ξέφτια, ξέρεις εσύ, εδώ που η μνή­μη βαθαί­νει και οι νύχτες χτε­νί­ζουν τ’ αλά­τι στα βλέ­φα­ρα του αρχαί­ου θεού.

Εδώ στο Νότο μαζεύω τις πέτρες, δια­λέ­γω ονό­μα­τα, ώρα που πέφτει ο τελευ­ταί­ος λυγ­μός τού μεση­με­ριού κι βάφει νοσταλ­γία το πέλαγος.

Πέτρες λαξευ­μέ­νες και πέτρες ακα­τέρ­γα­στες σε διά­φο­ρα σχή­μα­τα και μεγέ­θη στη­ρί­ζο­νται χωρίς άλλο υλι­κό ενδιά­με­σα, η μια πάνω στην άλλη, μέχρι να δημιουρ­γη­θούν αρμο­νι­κά σχή­μα­τα και μορ­φές. Πέτρες που ισορ­ρο­πούν πότε ανά­με­σα στις ήρε­μες ρυτι­δώ­σεις του θαλασ­σι­νού αφρού και στις ανά­λα­φρες ριπές αέρα και πότε δοκι­μά­ζο­νται σε πιο άγριες και­ρι­κές συν­θή­κες. Παίρ­νουν μορ­φή και σχή­μα αντλώ­ντας από το βαθύ της φαντα­σί­ας, τις προ­φο­ρι­κές παρα­δό­σεις και το πεί­σμα της θέλησης.

Στο Σίσι επι­λέ­γεις να συντη­ρείς τη μνή­μη. Λίγες οι πέτρες οι σμι­λε­μέ­νες από το κύμα, περισ­σό­τε­ρες οι τρα­χιές, οι γεμά­τες «τζου­γκριά και τσου­νιά» όπως λένε οι ντό­πιοι. Όπως και να έχει αυτές οι άγριες πέτρες μιλη­μέ­νες και αμί­λη­τες, είναι που αφη­γού­νται ιστο­ρί­ες παλιές. Όλες έχουν κάτι να πουν, φτά­νει να θέλεις να τις αγγί­ξεις, να τις αφου­γκρα­στείς, να τις δια­βά­σεις όταν καί­ει ο ήλιος. Θα σε αφή­σουν να περά­σεις από μέσα τους, θα σου απο­κα­λύ­ψουν το πετρω­μέ­νο δάκρυ μιας αγά­πης ή και μιας οδυ­νη­ρής απώ­λειας. Μνη­μεία λίθι­να, μα όχι της λήθης και μνή­μες ακρι­βές. Πέτρες βυθι­σμέ­νες στην αγκα­λιά της γης και πέτρες αβύ­θι­στες στη θάλασσα.

Σε βλέ­πουν να δια­λέ­γεις με τις ώρες τις πέτρες κάτω από τον καυ­τό ήλιο, εσέ­να την παλιο­μο­δί­τισ­σα ψυχή, σε πλη­σιά­ζουν οι «μοντέρ­νοι» και σου απα­ριθ­μούν διά­φο­ρα σχε­τι­κά με την ισορ­ρο­πία της πέτρας. Ευγε­νι­κά θα παρα­δε­χτείς πως και για την ταπει­νό­τη­τά σου αυτή η δια­δι­κα­σία απο­τε­λεί σίγου­ρα τρό­πο εκγύ­μνα­σης στο πνεύ­μα, μα περισ­σό­τε­ρο είναι αφύ­πνι­ση της ψυχής, για­τί η ψυχή σου εδώ θυμά­ται πιο πολύ…

Τουρλιά Χαρούλας Βερίγου

Αλή­θεια πόσες πέτρες χρειά­ζε­σαι, πόσες ιστο­ρί­ες για να χτί­σεις ένα Τουρ­λί και τι είδους ιστο­ρί­ες μπο­ρεί να κρύ­βει κάθε πέτρα; Ένα Τουρ­λί μάζε­ψε τον εφιάλ­τη από τις οξει­δω­μέ­νες μνή­μες και τις εξό­ρι­στες υπο­σχέ­σεις, μια πέτρα θαλασ­σι­νή μαζεύ­ει ακό­μα τον και­ρό από τα φτε­ρά τής λύπης όσο ασύ­νο­ρη η θύμη­ση γυρί­ζει πίσω…

Στην ακτή οι πέτρες θαρ­ρείς ακι­νη­το­ποιούν τις στιγ­μές για να προ­λά­βουν την αιω­νιό­τη­τα, ίσως πάλι αυτά τα μικρά πέτρι­να μνη­μεία να κατα­φέρ­νουν να αιχ­μα­λω­τί­ζουν το καλό, ή να διώ­χνουν το κακό, να κρα­τούν την πρώ­τη ηλια­χτί­δα κρυμ­μέ­νη για να ταξι­δέ­ψει αύριο…

Οι βοσκοί της Σελέ­νας από τα ψηλά του Ορο­πε­δί­ου, ανά­με­σά τους και ο Κοκο­λιός, ο παπ­πούς, συνή­θι­ζαν όταν κατέ­βαι­ναν στην περιο­χή να χτί­ζουν πύρ­γους από πέτρες βάζο­ντας σημά­δια όχι μόνο στη δια­δρο­μή που ακο­λου­θού­σαν αλλά και στην ακτή. Αυτούς τους πύρ­γους που στοί­χειω­νε ο πόθος της ζωής και η αγά­πη ονό­μα­ζαν Τουρ­λιά. Οι εικό­νες της μνή­μης εξαί­ρε­τες προ­βά­λουν από παντού. Από κάθε σημείο και ένα δια­φο­ρε­τι­κό πλά­νο έρχε­ται να σε προ­κα­λέ­σει, τόσο που η φευ­γα­λέα προ­ο­πτι­κή επι­βάλ­λει στη σκέ­ψη την ανά­γκη της μνή­μης, αυτή την ανά­γκη που σε κάνει να σκέ­φτε­σαι ένα ένα τα σκα­λο­πά­τια προς την αιωνιότητα.

Κάποιες φορές, ιδί­ως τα μεση­μέ­ρια του καλο­και­ριού, κάτω από τον ουρα­νό με το σκλη­ρό γαλά­ζιο χρώ­μα, οι βαθυ­κόκ­κι­νες απο­χρώ­σεις με το γκρί­ζο των βρά­χων της ακτής, σε συν­δυα­σμό με το πρά­σι­νο της ελιάς στα μεγά­λα περι­βό­λια και τις ώχρες της άμμου δημιουρ­γούν ένα μονα­δι­κό έργο τέχνης στο Σίσι. Βυθί­ζεις τα χέρια στα ανεκ­δή­λω­τα νερά, ανα­ζη­τώ­ντας την υπερ­βα­τι­κό­τη­τα, διεκ­δι­κώ­ντας μια θέση στο τώρα με τη βεβαιό­τη­τα πως σε γνω­ρί­ζουν οι πέτρες, το τοπίο, η θάλασ­σα. Είσαι εδώ για να μην ξεχά­σεις πώς  μετριέ­ται η αγά­πη στο ανά­στη­μα του ανθρώ­που, για να βρί­σκουν δρό­μο τα λησμο­νη­μέ­να και ουρα­νό τα αλη­σμό­νη­τα, για να μετρούν τα σημα­ντι­κά και να γίνο­νται νερό κι αλά­τι τ’ ασήμαντα.

Στα αρμυ­ρί­κια ψάχνεις σκιά, εκεί που οι βιο­λε­τιές απο­χρώ­σεις του μπρούν­τζου σε καλούν να αφή­σεις για λίγο τον πυρω­μέ­νο ήλιο και να θαυ­μά­σεις τα έργα σου, τα δικά σου Τουρ­λιά εν ονό­μα­τι της μνή­μης και της αγά­πης. Μια μακρι­νή ανά­μνη­ση όλα αυτά που έχεις λόγο να συντηρείς.

Ιστο­ρία άγρα­φη είναι, μια ακό­μη και αυτή. Παρα­δό­σεις ξεχα­σμέ­νες, τι κρί­μα. Μνή­μες λες, παρα­μυ­θά­δων και τρε­λών, για αερι­κά και πνεύ­μα­τα ταξι­δευ­τές θεών και ανθρώ­πων και εκεί­νων των βοσκών που είδαν πριν φτά­σουν εδώ, στο καθα­ρό νερό που κατε­βαί­νει από τη Σελέ­να στον αρχαίο πλά­τα­νο στο Κρά­σι, να παίρ­νουν μορ­φές αγα­πη­μέ­νων οι αινιγ­μα­τι­κές κηλί­δες στην κρύα επι­φά­νεια, αυτές που λένε πως φανε­ρώ­νουν τα πεπρω­μέ­να της αγά­πης και μιλούν για τα μελ­λού­με­να του ανθρώ­που και του τόπου.

Μαγε­μέ­νο το νερό, αυτό που ξεδί­ψα­σε τον Καζαν­τζά­κη και τη συντρο­φιά του, ακό­μη και σήμε­ρα θα το δεις να γίνε­ται μπλε και μετά ζαφει­ρέ­νιο, να φαντά­ζει όπως το πρά­σι­νο του πάσπα­ρου με αση­μέ­νιες ανταύ­γειες  πριν η σκου­ριά στο ρίζω­μα του χαρα­κιού παρα­σύ­ρει αλλού τη ματιά και τη σκέ­ψη σου. Θα κρα­τή­σεις τις μορ­φές που αντί­κρι­σες και όταν έρθει η ώρα στην κάψα του μεση­με­ριού θα υψώ­σεις πύρ­γους πέτρι­νους στην ακτή και στο μικρό νησά­κι απέ­να­ντι ψιθυ­ρί­ζο­ντας ονό­μα­τα κόντρα στη λήθη.

Τουρ­λιά, τα δικά σου, τα δικά μου, κάθε πέτρα κι ένα όνο­μα, ορθώ­νουν ανά­στη­μα κόντρα στην κόντρα του μπα­γιά­τι­κου κόσμου. Τουρ­λιά χτι­σμέ­να με αγά­πη, φως, αλμύ­ρα και πέτρα, πέτρι­νη σιω­πή, πέτρι­νη προ­σευ­χή στη μνή­μη και στον έρωτα.

Κλεί­νεις τα μάτια. Βλέ­πεις τους μαυ­ρο­που­κα­μι­σά­δες βοσκούς της Σελέ­νας μονια­σμέ­νους, Βερί­γη­δες, Πυθα­ρού­λη­δες, Σπα­νή­δες, Τσα­μα­ντού­ρη­δες, Κοντο­γιάν­νη­δες, όλοι μαζί να κατε­βαί­νουν με τη μπρο­κα­δού­ρα στα στι­βά­νια τα χάλα­βρα, πριν την κατο­χή, ν’ αφή­νουν την άγρια πέτρα του βου­νού και να κατη­φο­ρί­ζουν το μονο­πά­τι των ήμε­ρων λόφων αυτών που παρεμ­βάλ­λο­νται ανά­με­σα στους πρό­πο­δες της μεγά­λης ορο­σει­ράς και της θάλασ­σας, ανα­ζη­τώ­ντας απά­νε­μη χαλέ­πα στο για­λό κοντά στα λιό­φυ­τα, στις καλα­μιές, τις λυγα­ριές και τις σκλή­θρες. Σ’ εκεί­να τα παλαιό­τε­ρα χρό­νια, τότε που δεν ένοια­ζαν τον κόσμο τα παρα­θα­λάσ­σια θέρε­τρα  όπως σήμερα…

Ταξι­δεύ­εις από το τώρα στο τότε, από το σήμε­ρα στο χθες. Ο προ­σα­να­το­λι­σμός σου είναι τέτοιος ώστε η καρ­διά να απο­λαμ­βά­νει το ταξί­δι και τα μάτια σου το φυσι­κό φως σε τού­τη την ακτή και υπό­σχε­σαι πάντα, Αύριο… Τώρα που οι παλιές επι­θυ­μί­ες σε απο­φεύ­γουν νομί­ζεις πως σώζε­σαι. Νομί­ζεις… Η θάλασ­σα σου βάζει ιδέ­ες! Γελάς, με ολό­φλο­γα μάτια αγνα­ντεύ­εις ασά­λευ­τη το πέλα­γος, προ­σπα­θείς να μάθεις από την πεθυ­μιά τού ανέ­μου και από τού κόσμου τα βάσα­να και­νού­ρια ανά­γνω­ση στη ζωή.

Τουρ­λιά, αυτά που δεν γερ­νούν στο κύμα και στη βρο­χή, αυτά που αγα­πούν την αρχαιό­τε­ρη γεύ­ση ζωής, την αλμύ­ρα, αυτά που ξέρουν τα μυστι­κά των παλιών ψυχών και κάνουν παρέα στ΄ αρμυ­ρί­κια, στον άνε­μο και στο φως.

Άλλο η ζωή και άλλο το όνει­ρο, άλλο ο λόγος και άλλο το έργο, άλλος και ο λόγος για όποιον απο­φα­σί­σει να φτιά­ξει τα δικά του Τουρ­λιά. Υψώ­νο­ντας πέτρι­νους πύρ­γους οι Τζερ­μια­δια­νοί βοσκοί, είχαν την πεποί­θη­ση πως μπο­ρού­σε να ενι­σχυ­θεί και να προ­στα­τευ­τεί η αγά­πη, αυτή που άφη­ναν πίσω τους όταν έφευ­γαν. Γεν­νή­μα­τα της φύσης οι ίδιοι, ορε­σί­βιοι καθώς ήταν, αγά­πη­σαν την πέτρα, πότε ασή­κω­τη και πότε ανά­λα­φρη, μα πάντα πέτρα και πεπρω­μέ­νο σαν σύμ­βο­λο, σαν μοιρόγραφτο.

Μετά τις εκτε­λέ­σεις βοσκών της Σελέ­νας το Νοέμ­βρη του χίλια εννια­κό­σια σαρά­ντα τρία, στη διάρ­κεια της Γερ­μα­νι­κής Κατο­χής, όσοι έμει­ναν και συνέ­χι­σαν να κατε­βαί­νουν στα επό­με­να χρό­νια στο Σίσι με τα κοπά­δια τους, συνέ­χι­σαν να χτί­ζουν και Τουρ­λιά, μόνο που οι πέτρες πια συμ­βό­λι­ζαν την εξε­γερ­μέ­νη σκέ­ψη και τη θυσία, συμ­βό­λι­ζαν εκεί­νους που εκτε­λέ­στη­καν. Στο σκλη­ρό πρό­σω­πο τού­του του κόσμου και στον αδιά­κο­πο αγώ­να τους για επι­βί­ω­ση είχαν ανα­πτύ­ξει ένα δικό τους προ­σω­πι­κό διά­λο­γο με την πέτρα  και όταν ύψω­ναν αυτούς τους πύρ­γους έδι­ναν στις πέτρες ονό­μα­τα, τα ονό­μα­τα εκεί­νων που χάθη­καν άδι­κα, μια πέτρι­νη κραυ­γή στον ουρα­νό και στη σιω­πή μια πέτρι­νη κραυ­γή στην αδια­φο­ρία και στη λήθη για να μην ξεχαστούν.

Εσύ δεν τρα­βάς νερό από το πηγά­δι της λήθης. Έχεις έντο­νη την εικό­να του Κοκο­λιού με τα μάτια γεμά­τα αλμύ­ρα, να λέει πως οι εκτε­λέ­σεις μπο­ρεί να τερ­μά­τι­σαν ζωές,  μα δεν κατά­φε­ραν να τερ­μα­τί­σουν συγ­γέ­νειες, φιλί­ες, σχέσεις…

Το τοπίο σε βεβαιώ­νει ακό­μη ό,τι αυτή η όμορ­φη, η συγκι­νη­τι­κή κραυ­γή της πέτρας μπο­ρεί να σημαί­νει πολ­λά, πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από όσα υπό­σχε­ται η σύγ­χρο­νη του­ρι­στι­κή μονά­δα που εκτεί­νε­ται στην ίδια ακτή δια­τει­νό­με­νη ότι έχει ιδιω­τι­κή πλαζ και που ενο­χλη­μέ­νη από τα δικά σου έργα, είχε στεί­λει τον Αύγου­στο που πέρα­σε, τον φύλα­κα των συμ­φε­ρό­ντων της, να γκρε­μί­σει με τα χέρια του, τα δικά σου Τουρ­λιά για­τί κρί­θη­καν επι­κίν­δυ­να, τόσο επι­κίν­δυ­να για τους Γερ­μα­νούς πελά­τες, όσο και η μνή­μη, η μνή­μη αυτή που αγιά­ζει και εξα­γνί­ζει μ’ ένα όνο­μα χαραγ­μέ­νο στο νου και στον άνε­μο, η πέτρα αυτή που συμ­βο­λί­ζει εκεί­νη τη θέλη­ση που μπο­ρεί να αντέξει …

Λυπή­θη­κες, εσύ ξέρεις πως η παρα­λία και ο για­λός είναι κοι­νά αγα­θά, που ανή­κουν στους πάντες. Δεν μπο­ρούν να είναι ιδιω­τι­κά, δεν επι­τρέ­πο­νται περι­φρά­ξεις μέχρι το κύμα ούτε και άλλες μέθο­δοι παρε­μπό­δι­σης. Μια σου­σου­ρά­δα, εκεί­νη που προ­τι­μά να κρα­τά τη δική της επι­κρά­τεια, εκεί­νη η ρομα­ντι­κή που μέσα στην αιώ­νια περι­πλά­νη­ση ενσαρ­κώ­νει την αγά­πη και τη θύμη­ση, μια σου­σου­ρά­δα ήταν εκεί­νη που ήρθε για να επι­στρέ­ψει το αχ και το παρά­πο­νο στον καθα­ρό ουρανό.

Μια σου­σου­ρά­δα ήταν πάντα οιω­νός συνά­ντη­σης και για τους βοσκούς, γι αυτό την ψάχνεις, επει­δή πιστεύ­εις σε αυτή τη συνά­ντη­ση, επει­δή περι­μέ­νεις αυτή τη συνά­ντη­ση χρόνια…

Σε τρέ­φει η ανά­μνη­ση, η ποι­η­τι­κή ιδέα της ψυχής, η θαλασ­σι­νή αύρα που πάλ­λε­ται μέσα σου, μια δια­μαρ­τύ­ρη­ση κόντρα στα ανού­σια, τα λίγα, τα γυα­λι­στά και τ’ αδιάφορα.

Η σου­σου­ρά­δα στα Τουρ­λιά, αυτό το ραντε­βού έχει άλλο χαρα­κτή­ρα, άλλο που ο χαρα­κτή­ρας και τα συμ­φέ­ρο­ντα δεν πάνε μαζί. Η μνή­μη σε τρο­φο­δο­τεί συνε­χώς. Αισθά­νε­σαι την αξία της στη ζωή. Έχει κρυμ­μέ­νες μαγι­κές ιστο­ρί­ες για όλους όσοι επι­μέ­νουν να ζουν και να ονει­ρεύ­ο­νται με τα μάτια ανοι­χτά. Και δεν είναι μόνο αυτό.  Σκα­λί­ζο­ντας το παρελ­θόν ο βιω­μέ­νος χρό­νος διδά­σκει από την αρχή την ψυχή. Ο νους ανα­θε­ω­ρεί τακτι­κά για­τί έρχε­ται και τον προ­κα­λεί η αλή­θεια και γίνε­ται ανά­γκη να διευ­ρυν­θεί η ταυ­τό­τη­τα του ανθρώ­που και η δική σου εννο­εί­ται, Ζωή Δικταίου.

Τι κι αν έμει­ναν ξεχα­σμέ­νες οι αιτί­ες στην σκιά τόσα χρό­νια, οι ιστο­ρί­ες κάτω από το σκο­νι­σμέ­νο μεσο­φό­ρι αυτής της σκιάς είναι συγκι­νη­τι­κές, ένα μεγά­λο βήμα ή μια μικρή δρα­σκε­λιά κάθε φορά πιο κοντά στην καρ­διά του ανθρώ­που. Οι πέτρες σου είναι δια­λεγ­μέ­νες μία προς μία, για να δημιουρ­γούν αντι­θέ­σεις, για να σχη­μα­τί­ζουν μορ­φές και όταν ο ήλιος τις χτυ­πά­ει ανε­λέ­η­τα και σηκώ­νε­ται η άμμος και ο καυ­τός αέρας θαρ­ρείς τις κάνει τρέ­μουν, να λυγί­ζουν και να μην πέφτουν. Και αν παρα­τη­ρή­σεις πιο προ­σε­κτι­κά μέσα από τα κύμα­τα της ζέστης το κατα­κα­λό­και­ρο, θα δεις να κατε­βαί­νουν από το μικρό νησά­κι και να προ­χω­ρούν όρθιοι στη θάλασ­σα ίσκιοι, σαν οπτα­σί­ες πλη­σιά­ζουν την ακτή και γυρεύ­ουν μερί­διο στο ιδρω­μέ­νο όρα­μα του μεσημεριού.

Βλέ­πεις ξαφ­νι­κά να περ­νούν μέσα από τα Τουρ­λιά, να βγαί­νουν από την πέτρα και να ξανα­μπαί­νουν πάλι σ’ αυτήν σαν  στο σπί­τι τους. Εδώ, τού­τος ο τόπος είναι που γεν­νά ακραία συναι­σθή­μα­τα, τού­τη η ακτή που είναι φορ­τι­σμέ­νη και φορ­τω­μέ­νη μνή­μη με το σακί. Δεν γίνε­ται να αλλά­ξεις εσύ, εσύ είσαι μια ανά­σα από την ανά­σα του τόπου και μοιά­ζει απίθανο.

Ας αλλά­ξουν οι άλλοι, οι ξένοι… Εσύ εδώ έρχε­σαι με την καρ­διά σου και θα συνε­χί­σεις να μοι­ρά­ζε­σαι στιγ­μές με εκεί­νους που ξέρουν να ζυγιά­ζουν τις σκέ­ψεις τους, να μετρούν τα λόγια τους, με όσους επι­θυ­μούν να τα δώσουν όλα και όχι να τα πάρουν όλα, σίγου­ρη ότι ένα χέρι θα βρε­θεί να σε κρατήσει.

Και­ρός παλιός φύση­ξε άλλη μια φορά. Βλέ­πει η ψυχή πιο μακριά, αφου­γκρά­ζε­ται όσα κάποιοι άλλοι δεν μπο­ρούν ν’ ακού­σουν. Απω­θη­μέ­να όνει­ρα, λυτοί οι αέρη­δες, αλή­θεια πόσες φορές να ξεστρά­τι­σε η ψυχή από τη συνεί­δη­ση, τού­τη η ψυχή που δεν έχει εγώ, στην εξου­σία της καρ­διάς πόσα θυσί­α­σε για να ’χει στα μάτια την ψυχή και στην ψυχή την Ιθάκη…

Η μνή­μη είναι μνή­μη! Ένας άνθρω­πος, μια ιστο­ρία, μια πλη­γή, ένας έρω­τας, ένας θάνα­τος και μια νέα αρχή. Πέτρα της μνή­μης αλμυ­ρή δική μου μόνο για τώρα, δική σου μνή­μη του νερού στην αιωνιότητα.

Είναι κάποιες φορές που όταν ξανα­δια­βά­ζεις τη ζωή από την αρχή, ο θόρυ­βος γύρω σου γίνε­ται αφόρητος.

Είναι κάποιες φορές που όταν θυμά­σαι, ο χώρος όποια άπλα κι αν έχει στε­νεύ­ει και ο χρό­νος της μνή­μης γίνε­ται ατελείωτος.

Είναι κάποιες φορές που ο εσω­τε­ρι­κός μονό­λο­γος καλεί όλες μαζί τις σκο­τει­νές σκιές και τα απο­τρό­παια πρό­σω­πα με τις αγγε­λι­κές μάσκες.

Είναι όμως και κάποιες φορές που ξυπνάς και αλλά­ζεις. Η παλιά πόρ­τα γίνε­ται πύλη. Φεύ­γεις, απο­χαι­ρε­τάς απο­φα­σι­στι­κά με τη σιω­πή κι ύστε­ρα απλώ­νεις τα χέρια προς τον ουρα­νό και η προ­γο­νι­κή αυγή σου χαρί­ζει και­νού­ρια ρόδα να μυρί­σεις και σου επι­στρέ­φει τις πιο προ­σφι­λείς, τις πιο βαθιά ριζω­μέ­νες αφο­σιώ­σεις σου.

Τουρλιά Χαρούλας Βερίγου

Οδοι­πό­ρος και εσύ στα χαλά­σμα­τα αυτού του μπα­γιά­τι­κου κόσμου, μην αφε­θείς, μην ξεχα­στείς, εδώ να μεί­νεις για μια τιμή και ένα όνο­μα με την ευχή αύριο να δημιουρ­γη­θεί ένα άλλο κλί­μα κατα­νό­η­σης ανά­με­σα στους ανθρώ­πους, ανά­με­σα στους φιλο­ξε­νού­με­νους και τους οικοδεσπότες.

Θα πιά­σει βοριάς, αυτός που ξέρει να σφυ­ρί­ζει όχι αδιά­φο­ρα, αλλά αλλιώς. Ίσως αυτός μόνο δικαιού­ται στη μάνη­τά του να ρίξει κάποιες πέτρες. Κι ύστε­ρα θα κατα­λά­βεις πως ένα μοι­ρο­λόι είναι αυτό που ακούς, η ιστο­ρία του τόπου γραμ­μέ­νη στην πέτρα, οι ιστο­ρί­ες αυτών που ένοιω­θαν και αγά­πη­σαν το χρέ­ος, το καθή­κον, τον άνθρω­πο. Οι πέτρες κρά­τη­σαν μέσα τους ονό­μα­τα και λέξεις και τη λαχτά­ρα του έρω­τα μαζί με το πάθος του ανθρώ­που που τις άγγιξε.

Τα Τουρ­λιά μιλούν ακό­μη, τόσο για τη ζωή, όσο και για το θάνα­το. Οι πέτρες μια μονα­δι­κή γλώσ­σα της φύσης ζώσα και ομι­λού­σα ακα­τά­παυ­στα. Stolperstein στα γερ­μα­νι­κά είναι η πέτρα που σκο­ντά­φτεις και εύχο­μαι τόσο πολύ να σκο­ντά­ψεις εδώ, στην Κρή­τη, στο Σίσι και να θυμη­θείς εσύ ξένε, πως τα ανεί­πω­τα εγκλή­μα­τα είναι αυτά που συνε­χί­ζουν να κάνουν την ανθρω­πό­τη­τα φτω­χό­τε­ρη σε φως και αξί­ες και φεύ­γο­ντας πάλι, να μην ξεχά­σεις πως εδώ και οι πέτρες το γνω­ρί­ζουν, πως αρχί­ζει η πραγ­μα­τι­κή ελευ­θε­ρία και ο σεβα­σμός προς τον ίδιο τον άνθρω­πο, πως εδώ ο αέρας ασά­ντα­λος κατε­βαί­νει από τα όρη και ξεση­κώ­νει πεθυ­μιές και θύμη­σες, καλεί εκεί­νη την νιό­τη την άλα­λη να ξεχά­σει πως ήταν μαλα­κός πηλός και να μπει ολό­φω­τη και ειρη­νι­κή στη λαμπα­δη­δρο­μία της ασέ­λη­νης νύχτας μαυ­λί­ζο­ντας με τ’ άναν­θα της αιω­νιό­τη­τας την αστρα­πή της Σελέ­νας πριν τα χεί­λη σβή­σουν τη δίψα στο παμπά­λαιο νερό, αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες στο άλφα της αγά­πης και στο ωμέ­γα της ζωής.

Στην Κρή­τη σε πολ­λά ακό­μη μέρη της, η ζωή, η φύση, ο ουρα­νός, τα όρη, η θάλασ­σα, οι άνθρω­ποι, εκπλη­ρώ­νουν ένα σημα­ντι­κό ρόλο αφού βιώ­νο­νται ως ο εγκό­σμιος  παρά­δει­σος. Εδώ ενυ­πάρ­χει στο μέγι­στο, η αντί­λη­ψη της ενό­τη­τας του ανθρώ­που με όλα αυτά που τον περι­βάλ­λουν. Δεν αφή­νουν περι­θώ­ρια διά­κρι­σης του ανθρώ­πι­νου από το φυσι­κό  περι­βάλ­λον, αλλά αντί­θε­τα συν­θέ­τουν με ποι­η­τι­κό­τη­τα το μυθι­κό πλαί­σιο ενός μικρού ενιαί­ου σύμπα­ντος που ονο­μά­ζε­ται Κρήτη.

Και ξέρεις κάτι τελευ­ταίο φίλε ξένε, εδώ το πρώ­το Τουρ­λί το χτί­ζω για να βρί­σκο­μαι πιο κοντά στον ήλιο, για­τί εγώ, τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο!

Τουρλιά Χαρούλας Βερίγου

Εγώ, τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο
κι εδώ στο Νότο ονει­ρεύ­ο­μαι να ζήσω
λίγο πριν βγει απ’ τον Σκορπιό
και δώσει η μάντισ­σα χρησμό,
στο σύνο­ρό του, από­ψε θα μεθύσω.

Φέγ­γουν τα μάτια δάκρυα νερά,
στη γη τού Κρό­νου ανά­βει πύραυ­να η Ρέα,
Κορύ­βα­ντες φυλά­νε τα ιερά
στον Οφιού­χο τα κρυμ­μέ­να, φανερά
για να για­τρέ­ψεις την πλη­γή τού Προμηθέα.

Στην ξαφ­νι­κή βρο­χή η ίδια σκέψη,
ο έρω­τας, η πιο μεγά­λη είναι ανταμοιβή,
μια Αριά­δνη που δεν θέλει να μισέψει
μαζί σου, θα χορέ­ψει ως την αυγή
να συλ­λα­βί­ζει η νύχτα τη μεγά­λη συντριβή.

Ρεμ­βά­ζει ο νους, παλιά, αρχο­ντι­κή σελήνη
γητεύ­τρα η Λύρα πάνω από την Τζόγια,
η Ρέα πέτα­ξε αετούς στη Σαντορίνη
θάλασ­σα μπλά­βη και πατρί­δα ποθητή,
φωνά­ζει τα παι­διά της δίχως λόγια.

Στους ώμους έβε­νος σγου­ρά μαλλιά,
σπό­ροι τού Νότου, λέξεις από αλμύρα,
μονά­χη μια στην άμμο Αμαρυλλίδα,
ας μετα­λά­βου­με στη Ζάκρο όπως παλιά
άλι­κο ρόδο στής αγά­πης τον χρωστήρα.

Στον Οφιού­χο τα κιτά­πια τού καιρού
παλιά παρά­πο­να και λόγια πετρωμένα
μήλο, κεδρό­μη­λο χρυ­σό τού Ασκληπιού,
ίχνη τής θύμη­σης και μνή­μη τού νερού
τις αυτα­πά­τες μην βαφτί­ζεις πεπρωμένα.

Τού κάτω κόσμου σκο­τει­νά σκαλιά,
και­νού­ρια λέξη ψιθυ­ρί­ζει η Ευρυδίκη,
πόσα σφρα­γί­ζουν καλο­καί­ρια τα φιλιά,
σημά­δι έχω, μα είναι μια ηλιοδαχτυλιά,
η νοσταλ­γία μου πλη­γή και καταδίκη.

Τέχνη ακρι­βή με δίδα­ξε η Κρήτη,
χιλιά­δες χρό­νια φίδια έχω στα χέρια
πυρ­σό αναμ­μέ­νο μού ’δωσε η Φοίβη,
ο μύστης Ήλιος φανε­ρώ­νει τον προφήτη,
στη Δίκτη φόρε­σα κατά­σαρ­κα τ’ αστέρια.

Πιο πάνω απ’ τη λαχτά­ρα μου το φως,
πιο κάτω δυό­σμο η Όστρια μυρίζει,
η θέλη­σή μου από­ψε μοιά­ζει κεραυνός
αυτός ο Έρω­τας δεν έμει­νε κρυφός
εδώ, αλή­στευ­τη η ψυχή  ξαναγυρίζει.

Τελ­χί­νες Δαί­μο­νες μαγεύ­ουν το νερό,
ασά­ντα­λη χορεύ­ει η Κόρη στη Σελένα
άπλη­στη η Άνοι­ξη, φεγ­γά­ρι φανερό,
ήρθα να γιά­νω το σπα­σμέ­νο μου φτερό
σημά­δια κι όνει­ρα στο χέρι χαραγμένα.

Τα χεί­λη αλά­τι συλ­λα­βί­ζουν, στην Λισσό
οι περα­σμέ­νοι όρκοι λόγια τής φυλής μου,
ποιά χέρια μού ’πλε­ξαν στε­φά­νι με κισσό
στην Ζώμιν­θο άστρο μού ’ταξες χρυσό
και στη Φαλάσ­σαρ­να σε γνώ­ρι­σε η ψυχή μου

Εγώ, τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο
σαν πορ­φυ­ρώ­νει τις κολώ­νες στην Κνωσό
βάφουν τα πέλα­γα , το φως ακολουθώ
μες στον λαβύ­ριν­θο να βρω τον τροπαιούχο,
όσο η Μέλισ­σα κρί­να τρυ­γά στην Αμνισό.

Έφτα­σα στον γκρε­μό τής αθω­ό­τη­τας μονάχη
στην Γόρ­τυ­να ποτέ δεν είναι φάρ­σα οι οιωνοί
αύριο θ’ ανοί­ξει το σεντού­κι τών αιώνων
μεγά­λω­σαν από­το­μα στη μονα­ξιά και οι βράχοι
κι εγώ με τη δική σου χίλια χρό­νια προσμονή.


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταί­ου
Σίσι, Αύγου­στος του 2019


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο…

 

 

 

 

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο