Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τους πραίπη να τους θιμώμασται… Ο λαϊκώς ζογράφως Μποστ

Επι­λέ­ξα­με να γρά­ψου­με τον τίτλο με την απα­ρά­μιλ­λη «ανορ­θο­γρα­φία» του που τσά­κι­ζε κόκ­κα­λα και απο­τε­λού­σε σήμα κατα­τε­θέν του Μποστ. Μονα­δι­κό φαι­νό­με­νο αυτο­δί­δα­κτου — έντε­χνου λαϊ­κού καλ­λι­τέ­χνη, εύστο­χος σαρ­κα­στής των πάντων — και του εαυ­τού του.

Με μονα­δι­κή δεξιο­τε­χνία καταγ­γέλ­λει και σαρ­κά­ζει τους υπαί­τιους της φτώ­χειας, της ανερ­γί­ας, της πεί­νας, της μετα­νά­στευ­σης του λαού μας στην επο­χή του.

mpost7

Ο Μέντης Μπο­σταν­τζό­γλου γεν­νή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη το 1918 και το 1939 εισήλ­θε στην Σχο­λή Καλών Τεχνών την οποία εγκα­τέ­λει­ψε μετά από έξι μήνες. Στη διάρ­κεια της Κατο­χής συμ­με­τεί­χε στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ. Ξεκί­νη­σε ως σκι­τσο­γρά­φος και εικο­νο­γρά­φος περιο­δι­κών και παι­δι­κών βιβλί­ων και το 1945 εξέ­δω­σε με δικά του έξο­δα το πρώ­το του βιβλίο με τίτλο «Ο Αγιος Φανού­ριος: Βοή­θη­μα διά την κατα­νό­η­σιν των Κινέ­ζων κλα­σι­κών… Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι».

mpost8

Το 1952 έπια­σε δου­λειά στην εφη­με­ρί­δα «Καθη­με­ρι­νή», στην οποία αρχι­κά εργα­ζό­ταν ως ταμί­ας και βιβλιο­θη­κά­ριος. Το 1954 ξεκι­νά να εργά­ζε­ται στο περιο­δι­κό «Εικό­νες». Στη συνέ­χεια απα­σχο­λεί­ται ως σκι­τσο­γρά­φος στο περιο­δι­κό «Ταχυ­δρό­μος». Το 1958 παρου­σί­α­σε στη στή­λη του, η οποία είχε τίτλο «Το μπο­στά­νι του Μποστ», τους τρεις πλέ­ον γνω­στούς ήρω­ές του: Μαμά — Ελλάς, Πει­να­λέ­ων και Ανεργίτσα.

mpost1

Τα «πρό­σω­πα» αυτά, που τα εμφα­νί­ζει το 1959 και τυπο­ποιεί τις φιγού­ρες τους, αντλώ­ντας στοι­χεία από την λαϊ­κή τέχνη και ιδιαί­τε­ρα τον Καρα­γκιό­ζη, πολύ γρή­γο­ρα έγι­ναν λαο­φι­λή, αλλά και «καρ­φί» στο μάτι της αστι­κής τάξης, των πολι­τι­κών εκφρα­στών και κυβερ­νή­σε­ών της, για­τί η «οικο­γέ­νεια» της Μαμάς Ελλάς ανα­πα­ρι­στού­σε τα πολι­τι­κά δρά­μα­τα της μετεμ­φυ­λια­κής Ελλά­δας. Οπως ο Καρα­γκιό­ζης, οι χαρα­κτή­ρες του Μποστ καυ­τη­ρί­α­ζαν τους τότε κρα­τού­ντες και την εξου­σία τους, όχι μόνο ως σκι­τσα­ρι­σμέ­να πρό­σω­πα αλλά και με το λόγο του Μποστ. Λόγος με μια πλη­θω­ρι­κά πνευ­μα­τώ­δη, σπαρ­τα­ρι­στής κωμι­κό­τη­τας γλώσ­σα που σκό­πι­μα ανα­κά­τευε την καθα­ρεύ­ου­σα με στοι­χεία δημο­τι­κής, με ασυ­ντα­ξί­ες και ηθε­λη­μέ­νες ανορ­θο­γρα­φί­ες για να σαρ­κά­σει το γλωσ­σι­κό συντη­ρη­τι­σμό της αστι­κής τάξης και του κρά­τους της, αλλά και την αμορ­φω­σιά των λαϊ­κών ανθρώ­πων που μιμού­νταν τους καθαρευουσιάνους.

mpost2

Η συνερ­γα­σία του με την Ελέ­νη Βλά­χου διε­κό­πη λόγω του κει­μέ­νου «Το επάγ­γελ­μα της μητρός μου» (1961), για το οποίο κατη­γο­ρή­θη­κε ότι είχε ξεφύ­γει από τα όρια της ευπρέ­πειας. Το 1966 άνοι­ξε το δικό του κατά­στη­μα δώρων με την επω­νυ­μία «Λαϊ­καί Εικό­ναι». Δια­κό­σμη­σε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκί­τσα και ζωγρα­φιές, καθώς και ανορ­θό­γρα­φες επι­γρα­φές, στι­χά­κια και αφιε­ρώ­σεις. Συνερ­γά­στη­κε μετα­ξύ άλλων με τα περιο­δι­κά «Ομά­δα», «Θεα­τής», «Ελευ­θε­ρία», με την προ­δι­κτα­το­ρι­κή «Αυγή», την «Κυρια­κά­τι­κη Ελευ­θε­ρο­τυ­πία» και άλλα έντυ­πα. Από τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1960 και μετά, αφιε­ρώ­θη­κε στη ζωγρα­φι­κή και το θέατρο.

Το 1973 δημο­σί­ευ­σε αντι­δι­κτα­το­ρι­κά σκί­τσα και κεί­με­να στα περιο­δι­κά «Αντί» και «Ταχυ­δρό­μος», με τα οποία συνερ­γά­στη­κε και τα πρώ­τα χρό­νια της μεταπολίτευσης.

mpost3

Από τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1960 και μετά, αφιε­ρώ­θη­κε στη ζωγρα­φι­κή και το θέα­τρο. Τα σατι­ρι­κά θεα­τρι­κά του έργα είναι γραμ­μέ­να σε δεκα­πε­ντα­σύλ­λα­βο, ενώ κατά δια­στή­μα­τα, μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση, ασχο­λή­θη­κε και πάλι με το σκί­τσο και την πολι­τι­κή γελοιο­γρα­φία, σε περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες, μετα­ξύ των οποί­ων και ο «Ριζο­σπά­στης». Πραγ­μα­το­ποί­η­σε επί­σης 16 προ­σω­πι­κές εκθέ­σεις και υπήρ­ξε υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής της ΕΔΑ (1964) και του ΚΚΕ (1981 και 1985).

Τα σατι­ρι­κά θεα­τρι­κά του έργα είναι γραμ­μέ­να σε δεκα­πε­ντα­σύλ­λα­βο, ενώ πραγ­μα­το­ποί­η­σε και 16 προ­σω­πι­κές εκθέ­σεις. Ο Μποστ κατά­φε­ρε να δημιουρ­γή­σει ένα εντε­λώς προ­σω­πι­κό σατι­ρι­κό ύφος, ενώ ένα από τα βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του έργου του είναι η γλώσ­σα του και τα επί­τη­δες ανορ­θό­γρα­φα κεί­με­νά του.

mpost4

Ο συγ­γρα­φέ­ας, μετα­ξύ άλλων της «Φαύ­στας» και του, κατά Μποστ, «Ρωμαί­ου και Ιου­λιέ­τας», ο στι­χουρ­γός των «Νεκρο­θα­πτών», της «Ρομ­βί­ας» και της «Νήσου των Αζο­ρών» «έφυ­γε» στις 13 Δεκέμ­βρη 1995.

(Με στοι­χεία από το Ριζοσπάστη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο