Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Του γκαβού του πουλιού του φτιάνει ο Χριστός φωλιά

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Προσκυνητήρι Χαρούλα ΒερίγουΔικά του κάστρα τα κατα­ρά­χια της Μουρ­γκά­νας. Εκεί που δικαιώ­νε­ται η αστρα­πή και μολο­γά η βρο­ντή, εκεί ροβό­λα­γε ο Τέλης, ψηλός, αδύ­να­τος μα γερο­δε­μέ­νος, με καστα­νά πυκνά μαλ­λιά και μάτια μεγά­λα αμέ­ρω­τα, παι­δί, το στερ­νο­πού­λι της Φώται­νας, της τυρα­γνι­σμέ­νης, που άγια­ζε κάθε μέρα στην πάλη της ζωής, η Φώται­να μια ψυχή κλει­δω­μέ­νη. Ο πατέ­ρας του ο Φώτος, ίσα πού ’χε σκα­πε­τή­σει τα τρι­γιά­ντα κι ύστε­ρα κιντυ­νε­μέ­νος σε και­ρό ειρή­νης, σια­πέ­ρα απ’ το γρέ­κι του Τσό­μη στην Πλό­κι­στα, εκεί­για είχε χαντα­κω­θεί, πήγε από νάρ­κη, μ’ ένα περ­δι­κού­λι στο χέρι τον ήβραν στα αίμα­τα. Τέτοιες κακο­τυ­χιές είχαν γένει πολ­λές, σάμα­τις δεν έφτα­ναν όλες οι άλλες πού ’χαν τρα­βή­σει οι νοι­κο­κυ­ραί­οι, κρί­μα­τα απ’ αυτά που δε λέγο­νται μ’ όξω φωνή τι έχει ο διά­γου­λος ο μεγά­λος ανοι­χτά τ’ αυτιά ακό­μη και βάζει την ουρά του.

Το παι­δί, ο Τέλης δηλα­δή, ακο­λου­θώ­ντας το μονο­πά­τι που ’παιρ­νε το φεγ­γά­ρι πότε πανή­δρο­μα και πότε κατή­δρο­μα από χαλα­σιά σε χαλα­σιά κι από λόγ­γο σε λόγ­γο αρέ­ντευε ανά­με­σα σε εγκα­τα­λειμ­μέ­να πολυ­βο­λεία, στε­νά περά­σμα­τα, τσέ­πια, ρόγ­για. Κι όταν σκό­ντα­φτε κι έπε­φτε κατα­ής ήγλε­πε λιω­μέ­να στρα­τιω­τι­κά άρβυ­λα,  ξασπρι­σμέ­να κόκ­κα­λα, καύ­κα­λα που στις κόγ­χες τους είχαν φυτρώ­σει χορ­τά­ρια κι αγριο­λού­λου­δα και δεν ήταν  μάταιη πλά­νη όλα τού­τα, παρά η σκλη­ρή αλή­θεια. Κι αν κάπο­τε έκα­νε να σκα­λί­σει το χώμα με μιας γιό­μι­ζε τις χού­φτες σκου­ρια­σμέ­νες  σφαί­ρες και πόνο ασι­γού­ρευ­το, ήταν πολ­λά βλέ­πεις τα ανα­πά­ντη­τα κι όσο κι αν συγκέ­ντρω­νε την ανά­σα του στα παγω­μέ­να δάχτυ­λα σε μια απε­γνω­σμέ­νη προ­σπά­θεια να μην συλ­λο­γά­ται δεν τα κατά­φερ­νε πάντα τόσο καλά.

Ο νους γύρι­ζε πίσω, εκεί που η μνή­μη κάπνι­ζε μπα­ρού­τι, τα μπα­λω­μέ­να ρού­χα μύρι­ζαν θειά­φι, εκεί που όταν κοί­τα­ζε αμί­λη­τος τις πολύ­πα­θες κορ­φές το παρα­μι­κρό σάλε­μα των φύλ­λων, ένα σύρ­σι­μο στα χόρ­τα, το φευ­γιό τ’ αγρι­μιού, όλα τον παγί­δευαν στη φτώ­χεια, το θάνα­το, την πεί­να, τ’ αδερ­φο­φά­γω­μα, τον πόλε­μο. Στον πάτο όμως θυμό­ταν μια κου­βέ­ντα της Μιχα­λι­βά­βαι­νας και την επα­να­λάμ­βα­νε θαρ­ρε­τά στον εαυα­τό του : «Του γκα­βού του που­λιού του φτιά­νει ο Χρι­στός φωλιά». Αυτό τού ’διω­χνε την αγκού­σα απ’ το γκιό­ξι, κάπως έπαιρ­νε κου­ρά­γιο, κι όταν του περό­νια­ζε τα κόκ­κα­λα τ’ οργιό, τήραε τον ουρα­νό, «αγά­ντα Τέλη, αγά­ντα και σού ράβουν μάλ­λι­νη πατα­τού­κα» έκρε­νε και τ’ άκουε μόνο αυτός, μα δεν τον πεί­ρα­ζε. Αν τύχαι­νε καέ­να άλλο κού­τσι­κο στο διά­βα του, ρώτα­γε για να σιγου­ρέ­ψει την ελπί­δα: «Eσύ μω φού­λη τι λες; Καί­κνως, για , «ώβυς;» Είχε επι­νο­ή­σει αυτές τις δυο λέξεις και τις χρη­σι­μο­ποιού­σε ρωτώ­ντας, η πρώ­τη ήταν για να επι­κυ­ρώ­σει αυτό που σχε­δί­α­ζε να κάνει ή περί­με­νε να συμ­βεί και η δεύ­τε­ρη για την απο­τυ­χία. Αν η απά­ντη­ση ήταν “καί­κνως” γέλα­γε με την καρ­διά του, αν όμως άκου­γε ώβυς, μαρά­γκια­ζε με την απογοήτευση.

Αη Γιώρης by Χαρούλα Βερίγου | Ζωή ΔικταίουΠαρη­γο­ριά πάντο­τε το συμπο­νε­τι­κό βλέμ­μα της χήρας μάνας με την άθι­κτη τιμή και το πολύ φιλό­τι­μο, που οι υπο­χρε­ώ­σεις της φαμί­λιας δεν την άφη­σαν να κρα­τή­σει πέν­θος τον άντρα της, να κάμει μακα­ρί­σμα­τα στο σπί­τι κατά πως έπρε­πε, να του παρα­στέ­κε­ται στο κιβού­ρι μ’ αναμ­μέ­νο καντή­λι και νεκρο­λού­λου­δα, παρά τον μοι­ρο­λό­γα­γε κρυ­φά στα ξέφω­τα, στις ποτα­μιές, στα βου­νά. Αυτά μονά­χα ήξε­ραν πώς ο πόνος μέστω­νε στα μηλίγ­για της κι η μονα­ξιά κορ­φο­λο­γού­σε σκο­τει­νιά και γκρε­μούς άφεγγους.
Γου­ρια­τό στο θεό που ’χε αφή­σει να γένει τόσο κακό, μα πάλι, έλε­γε με το μυα­λό της, παρη­γο­ριά, γένο­νται ορφα­νά μα κακο­γραμ­μέ­να δε γένο­νται, αυτός ο μεγά­λος δρα­γου­μά­νος αργεί μα βρί­σκει τρό­πο στον πάτο, κι άφη­νε το ξερο­βό­ρι να χτε­νί­ζει ψιλή — ψιλή την αλι­σά­χνη στα μάτια που ’τρε­χαν. Στα­λαγ­μα­τιές φαρ­μά­κι, τις κατά­πι­ναν τα ρέμα­τα. Πότε ζαλω­μέ­νη κλα­ρί για τα ζωντα­νά και πότε ξύλα για την ογνί­στρα, θαρ­ρείς το αλλο­παρ­μέ­νο από κού­ρα­ση και έγνοιες πρό­σω­πο άλλα­ζε σαν έφτα­νε απο­κα­μω­μέ­νη από την κού­ρα­ση στο σπί­τι, κάπως φωτί­ζο­νταν, κάπως γλύ­και­ναν οι βαθιές χαρα­κιές στο πρό­ω­ρα γερα­σμέ­νο μέτω­πο, έκα­νε πέτρα την καρ­διά να μην την δουν τα κού­τσι­κα και τα σκιά­ξει ο παλιός σιαϊ­τά­νης, ο ανα­θε­μα­τι­σμέ­νος ο πόλε­μος, που κάθε μέρα έβρι­σκε τον τρό­πο να αβγα­ταί­νει και να καινουργιώνει.
Αρμα­τω­μέ­νη με υπο­μο­νή η Φώται­να, σαν έκα­νε να τηρά­ξει τη φαμί­λια που της είχε απο­μεί­νει, τρί­για παι­διά καθι­σμέ­να στα κου­τσού­μπια, ολό­γυ­ρα στο σοφρά με το ντα­βά στη μέση, κι ήγλε­πε λευ­κές εξα­φτέ­ρου­γες φλό­γες να πετούν πάνω απ’ τα κεφά­λια τους, έπαιρ­νε ανά­σα βαθιά, σφά­λι­ζε τότες τα λαβω­μέ­να ματο­τσί­νο­ρα, λογά­ρια­ζε κακο­πό­ρε­ση κι ανά­γκη, βελό­νι­ζαν την ψυχή της τ’ άσπρα σκου­λή­κια που είχε δει κάπο­τε στα ξεσαρ­κω­μέ­να σώμα­τα τα βου­τηγ­μέ­να στο πηγ­μέ­νο αίμα, μα — θα σας νική­σω, εγώ θα σας νική­σω, εγώ θα σας λιώ­σω ξυπό­λη­τη, αλάρ­γα απ’ την πόρ­τα μου, διά­τα­νοι –  φοβέ­ρι­ζε, με την ψυχή να βρυ­χά­ται μυστι­κά για­τί τόσο μάτω­μα, τόσο πλά­ντα­μα κου­βα­λού­σε μέσα της.
Μετά ξεκρέ­μα­γε ένα κοκ­κι­νω­πό χαλ­κω­μα­τέ­νιο μαστρα­πά απ’ την γρε­ντέ, λογά­ρια­ζε πως ήτα­ντος γιο­μά­τος κρα­σί, τον ήφερ­νε στα ξερα­μέ­να χεί­λη, έκα­νε πως έπι­νε, πάγαι­ναν κάτω τα φαρ­μά­κια, έτσι με την ιδέα.«Μη μού φαρ­μα­κώ­νε­στε εσείς καμά­ρια, παι­δά­κια γραμ­μέ­να, χλω­ρο­σιές τση μάνας, αντρά­λα ήταν και πέρα­σε, εγώ είμαι εδώ­για» , ξερο­κα­τα­πί­νο­ντας το σάλιο της τό ’λεγε, κομπιά­ζο­ντας κατα­δί­κα­ζε τις μαυ­ρο­σκέ­ψεις σε μια ακα­τά­παυ­στη προ­σπά­θεια να στρι­μώ­ξει κάπου τη ζωή, να την κολ­λή­σει σε μια γωνία, να την ανα­γκά­σει να της χαμο­γε­λά­σει πλα­τιά, ν’ αφή­σει επι­τέ­λους ν’ ανθί­σει η αμυ­γδα­λιά στον οβο­ρό που είχαν γίνει οι εκτελέσεις.

Ο Νικό­λας, ο Πίπης, ο Τέλης, εκεί που δεν το περί­με­νε ρίχνο­νταν ψηλά στην αγκα­λιά της. Σήκω­νε εκεί­νη το απα­νω­κόρ­μι, φάρ­δαι­νε το στέρ­νο,  έλυ­νε το μαύ­ρο τσε­μπέ­ρι, τά ’σφιγ­γε στον κόρ­φο, ιστο­ρού­σε τα καλά από τα περα­σμέ­να, όσα ήτα­ντα, αυτά μάνα­χα, τ’ άλλα δεν τα μελέ­τα­γε ίτσιου, δεν τ’ ανα­θί­βα­νε. Κατό­πιν τα φίλα­γε τα καμά­ρια της με σεβα­σμό, όπως ασπά­ζο­νταν το εικό­νι­σμα του Χρι­στού, μ΄ εκεί­νο το φιλί υπό­γρα­φε άλλο συμ­βό­λαιο με την αγά­πη, με τον κόσμο, με τη ζωή, με το αύριο.
«Σύρ­τε όξω να μάσε­τε μπου­σου­λί­γκες, αϊντέ­στε λεβέ­ντες τση μάνας, ν’ ακού­σε­τε τα ρου­βέ­λια, τη στα­ρί­δα και την πέρ­δι­κα, να μαυ­λί­σε­τε το ζαρ­κά­δι,  να βρεί­τε τα πατή­μα­τα του λύκου, αϊντέ­στε στη θειά­κω Γιώρ­γαι­να να φάτε μαρα­γκού­λες, σύρε­τε και στη μπά­μπω Αλε­ξά­ντρα, μην την ξαστο­χή­σε­τε, γύρε­ψε να τση κόψε­τε φρά­ξο, να τον βάλει στο νερό να θαρα­πα­ούν τα κοτε­ρά π’ αρρώ­στη­σαν και τους τρέ­χουν οι μύτες. Σας δίνει τ’ αυγό ωρέ καμά­ρια, άϊντέ­στε, λύστε τον άλυσ­σο και πάρ­τε και τον Μπά­λιο σιμά. Άιντε να ξαχλιά­σε­τε» , πρό­στα­ζε όταν κατα­λά­βαι­νε πως ανέ­βαι­νε η θάλασ­σα στα μάτια της.Εκατοντάδες δέντρα, κου­μα­ριές, βελα­νι­διές, έλα­τα, κυπα­ρίσ­σια, γρά­βοι, κισ­σά­ρια, τσέ­ροι, πουρ­νά­ρια, υψώ­νο­νταν γυρεύ­ο­ντας μερ­τι­κό στον ουρα­νό. Καμιά φορά, όπως φύσα­γε ο αέρας κου­νού­σαν τα κλα­ριά δεξιά κι αρι­στε­ρά σαν χέρια, κινή­σεις νευ­ρι­κές γεμά­τες απελ­πι­σιά έλε­γες, θυμό­νταν βλέ­πεις ακό­μη κι αυτά, το κρί­μα και τ’ άδι­κο, τόσο μπόι είχαν πετά­ξει θρεμ­μέ­να απ’ τα νιά­τα που θάφτη­καν παρέ­κει στις ρίζες, τέτοια άγου­ρα μαυ­ρο­νιά­τα κι αχά­ρη­τα να πάνε πεσκέ­σι στον άλλο κόσμο αλι­βά­νι­στα, αδιά­βα­στα, ανε­γνώ­ρι­γα. Έγερ­ναν  κάπο­τε απο­στα­μέ­να, χαμή­λω­ναν και προ­σκύ­να­γαν τη γη, εκεί­να τα χώμα­τα που άλλα τέτοια να μην ξανα­γνω­ρί­σουν ποτέ. «Ωρέ αφέ­ντη θάνα­τε και Χάρο­ντα αδερ­φέ μου…» ,  αέρας έφερ­νε το λυγ­μό, άνοι­γαν τα κλει­δω­μέ­να χεί­λη, μολο­γού­σαν τ’ αλησμόνητα.

Ο Τέλης, παι­δά­κι αξε­σκό­λι­στο, άκουε τη μακρι­νή βουή, μα δεν τό ’βαζε κάτω. «Δικός μου ο φόβος, δική μου κι η αφο­βιά, σιγά μην κιο­τέ­ψω» , πεί­σμω­νε, είχε πάρει από τη μάνα, δεν άφη­νε να τον περο­νιά­σει η βουή. Έφερ­νε με σιγου­ριά την απα­λά­μη στην καρ­διά, αφου­γκρά­ζο­νταν το γρή­γο­ρο χτύ­πο, το πεί­σμα δυνά­μω­νε τη θέλη­ση κι η θέλη­ση την ψυχή. Μ’ εκεί­νη τη χλω­μή αγιο­σύ­νη που είχαν όλα τα παι­διά αμέ­σως μετά τη γενιά τού σαρά­ντα έτρε­χε ξοπί­σω από ό,τι είχε ζωή, δεν κρά­τα­γε η ψυχού­λα του άλλο να σκιά­ζε­ται, γύρευε αφορ­μή να βγά­λει φτε­ρά να πετά­ξει, να γλι­τώ­σει από τα γκρι­τζού­νια και τα σκιο­ρί­σμα­τα, από τα φαντά­σμα­τα που είχε αφή­σει προί­κα στα σπι­τι­κά τού συνό­ρου ο πόλεμος.Κάποτε με μια φέτα ζυμω­τό ψωμί στα χέρια,  τις τρύ­πιες γαλό­τσες στα ποδά­ρια δίχως κάλ­τσες, τα μάγου­λα κρυ­τσα­λι­σμέ­να απ’ την τσάφ­νη αλλά με την κρυ­φή ελπί­δα να σιγο­καί­ει στο καθα­ρό βλέμ­μα, στο δρό­μο  για τον τ’ Άη Γιώ­ρη, στη νερο­μά­να στην Καμί­τσια­νη συνά­ντη­σε τον πρό­ε­δρο του χωριού, συγ­γε­νής ήταντος.«Πού ’σαι μωρέ γραμ­μέ­νο, σύρε εδώ­για» , κοντο­στά­θη­κε ο άνθρω­πος. Το βαρύ του ανά­στη­μα αφού πρώ­τα ταλα­ντεύ­τη­κε κάπως, βολεύ­τη­κε στην ξερο­λι­θιά σιμά στη βρύ­ση. Ο Τέλης τον τήρα­γε στα μάτια. Κατα­με­σής στο μεσό­φρυ­δο θαρ­ρείς είχαν κονέ­ψει νυχτε­ρί­δες και νυχτε­ρί­δες, τό ’γλε­πες αυτό, δεν κρύ­βο­νταν τέτοια μαύ­ρα σημά­δια, δεν κρύ­βο­νταν οι απώ­λειες, οι ξενι­τιές, οι θύμη­σες οι φορ­τω­μέ­νες πόνο άσπλα­χνες μέρες.

Ήταν ένα μολυ­βέ­νιο μου­ντό χάρα­μα, ανή­με­ρα Πρω­το­χρο­νιάς, από εκεί­να που κάποιες ψυχές φαί­νο­νται πως απο­θη­κεύ­ουν περισ­σό­τε­ρο το γκρί­ζο, πως το πασπα­λι­σμέ­νο χιό­νι πέφτει ντού­νες – ντού­νες, πρώ­τα μέσα τους. Ένα μολυ­βέ­νιο, μου­ντό χάρα­μα, ανή­με­ρα Πρω­το­χρο­νιάς, σαν αυτά που μέσα στη σιω­πή σ’ αφή­νουν να μαντέ­ψεις τους άφω­νους χρη­σμούς σε κάθε τι ιερό, όπως τα μάτια ενός παιδιού.Ένα μολυ­βέ­νιο, μου­ντό χάρα­μα, ανή­με­ρα Πρω­το­χρο­νιάς, σαν αυτά που ο σκου­ρια­σμέ­νος κασ­σί­τε­ρος ξαφ­νι­κά απο­κτά τη χαμέ­νη του λάμ­ψη και φέγ­γει ολό­φω­το το κλει­δω­μέ­νο υπό­γειο της ψυχής.Ένα μολυ­βέ­νιο, μου­ντό χάρα­μα, ανή­με­ρα Πρω­το­χρο­νιάς, σαν κι αυτά που τα πικρα­μέ­να και τα χαι­ρά­με­να πηγαί­νουν μαζί, που οι καη­μοί αντα­μώ­νουν και τα παρά­πο­να υψώ­νο­νται σε λυπη­τε­ρό πολυ­φω­νι­κό τρα­γού­δι ίσα­με πέρα στη Δερό­πο­λη. «Αλη­σμο­νώ και χαί­ρο­μαι, θυμιού­μαι και λυπιού­μαι… » , από μακριά το κλαρίνο.

Έβγα­λε ο Γιάν­νης απ’ την τσέ­πη μια φέτα μαμά­τσα και μια χού­φτα μαύ­ρη στα­φί­δα, την άπλω­σε στο παιδί.«Ευχαριστώ» , συλ­λά­βι­σαν τα χεί­λη μ’ ευγνω­μο­σύ­νη πριν ριχτούν λαί­μαρ­γα να ρου­πώ­σουν την ξαφ­νι­κή λει­χου­διά. Άπλω­σε ο κοι­νο­τάρ­χης το χέρι, του χάι­δε­ψε το κεφά­λι, άγγιγ­μα γεμά­το τρυ­φε­ρό­τη­τα. Σαν πατέ­ρα τον αισθάν­θη­κε. Ένιω­σε τις παλά­μες του να τρέ­μουν, ιδρω­μέ­νες από πρω­τό­γνω­ρη συγκί­νη­ση. Μετά τον παρα­κο­λου­θού­σε που έσκυ­ψε, έλυ­σε το κόκ­κι­νο κορ­δό­νι κι άνοι­ξε τον τρί­χι­νο ντρου­βά. Τήρα­γε απο­ρη­μέ­νος. Έβγα­λε το μπό­γο τον απί­θω­σε στα γόνα­τα, έβα­λε στην άκρη κάτι φανέ­λες, ένα μαντί­λι, ένα φόρε­μα, ένα μπα­μπα­κε­ρό μεσο­φό­ρι, ξεδί­πλω­σε κατό­πιν ένα σκού­ρο πανω­φό­ρι, το τίνα­ξε στον αέρα, φάνη­κε το καρό της φόδρας, ο χοντρός για­κάς, τα μεγά­λα κου­μπιά, μύρι­σε ο τόπος ναφθα­λί­νη και νοσταλ­γία. Η μάλ­λι­νη κατσιού­λα και τα μανί­κια που ανέ­μι­σαν φοβέ­ρι­σαν το κρύο. Από ένστι­κτο ο Τέλης στά­θη­κε ορθός, έλυ­σε διστα­κτι­κά τα χέρια, τ’ άπλω­σε, κρε­μά­στη­καν κάπως ασή­κω­τα βαριά, δάγκω­σε τα χεί­λη, έσφι­ξε τα τσα­ού­λια ν’ ατσα­λω­θεί, να κρα­τη­θεί να μην κλά­ψει μπρο­στά σε τού­το το θάμα που τον τύλι­γε από τους ώμους  ίσα­με κάτω στα κακα­δια­σμέ­να από τα χτυ­πή­μα­τα γόνα­τα. Στη στιγ­μή ένα αγριο­πε­ρί­στε­ρο άνοι­ξε τα φτε­ρά του κι έγι­νε άγγε­λος. Ανοι­γό­κλει­σε τα μάτια ασά­λευ­τος, του φάνη­κε πως κάπου στο φευ­γιό και στο βλε­φά­ρι­σμα είχε δει τον πατέ­ρα που δεν είχε γνω­ρί­σει να του γνέ­φει κι ύστε­ρα τι απί­στευ­το, τι άγγιγ­μα ζεστό ήταν τού­το πού ’φερ­νε ο βου­νί­σιος αέρας, άγγιγ­μα από από­στα­ση, αύρα με αύρα, ψυχή με ψυχή και ψιθύ­ρι­ζε «καί­κνως, καί­κνως, καί­κνως… » Πριν δευ­τε­ρώ­σει τ’ ανοι­γο­κλεί­σι­μο, η μορ­φή του Φώτου με τη ματω­μέ­νη χλαί­νη αλα­φια­σμέ­νη ξεγλί­στρη­σε στην ομί­χλη. Ένα γρή­γο­ρο πετά­ρι­σμα στο στέρ­νο, ο οξύς ήχος από το σήμα­ντρο του μονα­στη­ριού, μια άλλη ηχώ μέσα του αυτή της αγά­πης που άλλο­τε βάθαι­νε κι άλλο­τε ψήλω­νε σφρά­γι­σαν εκεί­νη την Πρω­το­χρο­νιά. «Καί­κνως!» , φώνα­ξε ζωη­ρά κι ακού­στη­κε ως τη Σταρόδα.

Παρα­δό­θη­κε ακέ­ραια στη ζεστα­σιά, τέτοιο καλό σκου­τί δεν είχε ξανα­μα­τα­φο­ρέ­σει. Με φτε­ρά στα πόδια έτρε­ξε κι έτρε­ξε ολο­τρό­γυ­ρα τον τόπο κι ύστε­ρα από τη χαρά του σκαρ­φά­λω­σε στο γρά­βο πέρα στου Μπα­λι­λά­κου. Τι το ’χε να φτά­κει στην κορ­φή; Tίπο­τα, όμοια­ζε τη μάν­να και σ’ ταύ­το, κόλ­λα­γε στον κορ­μό κι ανε­βο­κα­τέ­βαι­νε στα δέντρα άφο­βα όπως η γκου­στα­ρί­τσα. Ήβρε ένα γρέν­τζου­λο μαρα­γκια­σμέ­νο στο κλή­μα που είχε σκα­λώ­σει ψηλά, τό ’φαγε, θαρα­παύ­τη­κε, ξαστό­χη­σε και τ’ οργιό που τον πάγαι­νε δάγκα πρω­τύ­τε­ρα, τυλί­χτη­κε σφι­χτά το πανω­φό­ρι, γέλα­γε ως τ’ αυτιά, τόση ήταν η χαρά του, που πίστε­ψε πως ούτε στην τσέρ­γα δεν είχε ποτέ τόση ζεστα­σιά. Μια μεγά­λη παπλα­μού­δα που τού ’πεσε στη μύτη δεν την λογά­ρια­σε ίτσιου. Κατή­βα­σε την κατσιού­λα. Μετά πήρε κι έσια­σε κάπως στρω­μα­τσά­δα τα κλα­διά και σαν  σιγου­ρεύ­τη­κε τ’ αλά­ρω­το, με τό ’να ποδά­ρι πάνω στ’ άλλο, βυθί­στη­κε στον ύπνο,  δει­λια­σμέ­νο κάπως, μα σίγου­ρο πως ο ύπνος ξυπνά το καλό και σβή­νει το κακό.Κι ως έκλει­σε τα βλέ­φα­ρα, είχε ζέψει λέει όλα τα γομά­ρια απ΄ την Πόβλα και τον Τσα­μα­ντά και γύρι­ζαν τη μαλα­μα­τέ­νια μυλό­πε­τρα του χρό­νου, κι ο Τέλης στο ήνο­ρο του, ήγλε­πε τις και­νούρ­γιες μέρες να κατε­βαί­νουν από τ’ αντί­πε­ρα βου­νά μηνώ­ντας του πως έρχο­νταν να τον βρουν φορ­τω­μέ­νες βιός και χαρές όπως τις είχε προ­στά­ξει, στο ήνο­ρο της Πρω­το­χρο­νιάς, ο Φώτος, ο πατέ­ρας του, ο αδι­κο­σκο­τω­μέ­νος. Και τού­τες τις μέρες δεν τις αμπό­δα­γε καείς, ως κι ο περ­δι­κλω­μέ­νος κισ­σός έλυ­νε τα ριζά­ρια του κι έκα­νε στην άκρη και απ’ αυτές τις καλο­ντυ­μέ­νες κυρά­δες, άλλες μοί­ρα­ζαν ζυμω­τές βασι­λο­κου­λού­ρες να ρου­πώ­σουν όλα τα κού­τσι­κα κι άλλες σκου­τιά και παπού­τσια να ποδε­θούν. Και χτυ­πού­σαν οι καμπά­νες στα βακού­φια χαρού­με­να πια, και λάλα­γαν τα κλα­ρί­να, και  τα γκρι­μά­δια ξανα­γέ­νο­νταν σπί­τια και κάπνι­ζαν όλες οι καμι­νά­δες μαζί, κι ένα λάγιο αρνί είχε ανέ­βει λέει κι αυτό στην κορ­φή του φτε­λιά περέ­κει και μολό­γα­γε «Καλή χρο­νιά, καλή χρο­νιά, καλή χρο­νιά» με λαλιά ανθρώ­πι­νη. «Καλή χρο­νιά», παι­δά­κι γραμ­μέ­νο και ζωγρα­φι­στό, ορκι­ζό­ταν πως τού ’χε πει ο πατέ­ρας στ’ αυτί πρώ­τη και τελευ­ταία φορά κι απέ­κει χάθηκε.

Οι Πρωταγωνιστές by Χαρούλα Βερίγου Ζωή ΔικαταίουΠρω­τα­γω­νι­στές … by Χαρού­λα Βερί­γου Ζωή Δικταίου


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Χαρού­λα Βερίγου
Κέρ­κυ­ρα, 1 Γενά­ρη του 2022

Από την υπό έκδο­ση συλ­λο­γή διηγημάτων
Σαν παπλα­μού­δες να χορεύ­ουν οι λέξεις Καί­κνως – Ώβυς


Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα

 

Προ­σω­πι­κές ποι­η­τι­κές συλλογές 

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα


facebook logo click

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο