Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Του «κύκλου τα γυρίσματα», ή αλλιώς Καρναβάλι, η γιορτή της γονιμότητας

Του «κύκλου τα γυρί­σμα­τα» πρέ­πει να γιορ­τά­ζο­νται. Το τέλος του χει­μώ­να και η επερ­χό­με­νη Άνοι­ξη πρέ­πει να γιορ­τά­ζε­ται. Η φου­σκω­μέ­νη κοι­λιά της γης, είναι έτοι­μη να δώσει τους καρ­πούς της μέσα σε ένα όργιο ανθο­φο­ρί­ας, χρω­μά­των και αρω­μά­των. Τα πάντα ξυπνούν από τη βαριά νάρ­κη του χει­μώ­να, το αίμα ζεστό πάλ­λε­ται στις φλέ­βες του κόσμου, τα πάντα ζευ­γα­ρώ­νουν, το κρά­τος και η εξου­σία της Άνοι­ξης κατά πως λέει ο ποι­η­τής κατα­λαμ­βά­νουν τα πάντα.

Η τάξη του κόσμου ανα­τρέ­πε­ται, ο δρό­μος της Φύσης δεί­χνει ότι επι­βάλ­λε­ται ν΄ ανα­τρα­πεί. Δίπλα στην τελε­τουρ­γία και η σάτυ­ρα. Δίπλα στην τελε­τουρ­γία και την σάτυ­ρα και η μύη­ση της νέας γενιάς στα μυστι­κά του κόσμου τού­του. Τώρα μπο­ρούν να ειπω­θούν τα ανεί­πω­τα, τώρα μέσα από το τρα­γού­δι μπο­ρούν να ομο­λο­γη­θούν τα ανο­μο­λό­γη­τα. Δεν υπάρ­χει τίπο­τα αισχρό η βρώ­μι­κο εδώ, για­τί υπάρ­χει μόνο ζωή.

Όλα τού­τα πρέ­πει να ειπω­θούν, πρέ­πει να γιορ­τα­στούν, πρέ­πει να τρα­γου­δη­θούν και να χορευ­τούν, σε τελε­τουρ­γί­ες συμ­βο­λι­κές, σε τελε­τουρ­γί­ες πανάρ­χαιες, η ζωή πρέ­πει να αντλή­σει δύνα­μη πατώ­ντας στο νωπό χώμα, αρχή και τέλος κάθε κύκλου. Ποιοι θα χορέ­ψουν, ποιοι θα μεθύ­σουν, ποιοι θα γιορ­τά­σουν; Μα οι άνθρω­ποι. Μόνο που σε τού­τη την γιορ­τή θα είναι ίδιοι και ταυ­τό­χρο­να δια­φο­ρε­τι­κοί, για­τί θα φορέ­σουν τις προ­σω­πί­δες τους, τις μάσκες τους για να ξορ­κί­σουν τα κακά και για να αντλή­σουν δύνα­μη από όλα εκεί­να τα όντα που επί χιλιε­τί­ες ολό­κλη­ρες τα θεω­ρού­σαν ανώ­τε­ρά τους, ένιω­θαν πως τους ξεπερ­νού­σαν, ήθε­λαν όμως να τα κατα­λά­βουν, να τα εννο­ή­σουν και να εκμε­ταλ­λευ­τούν την δύνα­μή τους για το δικό τους καλό.

Καρ­να­βά­λι, η γιορ­τή της γονι­μό­τη­τας, και οι άνθρω­ποι με τις μάσκες, οι παρά­ξε­νοι χορευ­τές τού­της της γιορτής.

Θάμβος

Αρκεί ένα παι­χνί­δι­σμα φωτός, μια σκιά, ένα από­το­μο θρόι­σμα φύλ­λων στο έδα­φος, ή το πέταγ­μα ενός που­λιού, ή μια καται­γί­δα, για να νιώ­σει ένας άνθρω­πος κάποιον αόρι­στο φόβο, να νιώ­σει ότι υπάρ­χει μια δύνα­μη που δεν την ελέγ­χει, μια δύνα­μη που τον ξεπερ­νά. Η πίστη στην ύπαρ­ξη αυτής της δύνα­μης είναι το πρώ­το και διαρ­κές στοι­χείο της αρχαί­ας ελλη­νι­κής θρη­σκεί­ας. Η ελλη­νι­κή γλώσ­σα έχει μια πολύ ωραία λέξη γι΄ αυτήν την ψυχι­κή κατά­στα­ση. Είναι η λέξη θάμ­βος. Ότι δεν μπο­ρού­με να κατα­νο­ή­σου­με, το θεο­ποιού­με. Είναι έξω από εμάς, και χαρά­ζου­με γύρω του ένα ιερό, άρα ανέγ­γι­χτο κύκλο.

Τόσο στον ελλη­νι­κό πολι­τι­σμό, όσο και σε άλλους αρχαί­ους πολι­τι­σμούς θα συνα­ντή­σου­με μια πολύ μεγά­λη ποι­κι­λία θεών, ηρώ­ων και τερά­των. Όλα αυτά τα πλά­σμα­τα είναι τοπο­θε­τη­μέ­να στον χώρο του υπερ­φυ­σι­κού που σημαί­νει ότι τα είχαν τοπο­θε­τή­σει σε χώρους που ξεπερ­νού­σαν τη δημιουρ­γη­μέ­νη φύση, ή τη φύση που μπο­ρεί να δημιουρ­γη­θεί από την ίδια της την ουσία.

Από αυτά τα πλά­σμα­τα, από αυτές τις θεό­τη­τες αντλούν την κατα­γω­γή τους οι πρώ­τες μάσκες.

Όμως όσο κι αν οι άνθρω­ποι χάρα­ζαν γύρω από ό,τι δεν κατα­νο­ού­σαν ένα ιερό κύκλο, άλλο τόσο ήθε­λαν να αγγί­ξουν το ιερό, να το κατα­νο­ή­σουν και να το ξεπε­ρά­σουν. Η μάσκα είναι ένα μέσο για να διεισ­δύ­σει ο άνθρω­πος στο υπερ­φυ­σι­κό, στο μέχρι στιγ­μής ανε­ξή­γη­το. Το γλωσ­σι­κό μόρ­φω­μα «μάσκο» έρχε­ται από την Προ­βηγ­γία και σημαί­νει μάγισσα.

Η μάσκα είναι η συμ­βο­λι­κή έκφρα­ση ορι­σμέ­νων όψε­ων του μετα­φυ­σι­κού. Η μάσκα όμως δεν πρέ­πει να εξε­τά­ζε­ται ως αντι­κεί­με­νο μόνη της, αλλά πάντο­τε σε σχέ­ση με τους μύθους και τις τελε­τουρ­γί­ες των φυλών. Μέσα σε αυτές τις τελε­τουρ­γί­ες μπο­ρού­σε να λει­τουρ­γή­σει, και γι΄ αυτό εξάλ­λου επι­νο­ή­θη­κε, έτσι ώστε όλη η κοι­νό­τη­τα να μπο­ρέ­σει να επι­κοι­νω­νή­σει με το ιερό.

Από την άλλη υπάρ­χουν δυνά­μεις που όντως ξεπερ­νούν τον άνθρω­πο- πάντα έχου­με υπό­ψη μας ότι μιλά­με για τον γυμνό άνθρω­πο προ χιλιά­δων χρό­νων, τον άνθρω­πο με τα υπο­τυ­πώ­δη εργα­λεία που πρέ­πει να παλέ­ψει με γυμνά χέρια για να κερ­δί­σει τη ζωή. Αλλά αυτό ισχύ­ει και για τον άνθρω­πο της σύγ­χρο­νης επο­χής. Ποιος μπο­ρεί με γυμνά χέρια να τα βάλει με ένα λιο­ντά­ρι ή με μια τίγρη;

Μέσω της μάσκας ο άνθρω­πος ήθε­λε να ιδιο­ποι­η­θεί ένα κομ­μά­τι από την δύνα­μη του θηρί­ου. Ταυ­τό­χρο­να η μεταμ­φί­ε­ση σε κάποιο ζώο ήταν και μια προ­σέγ­γι­ση της υπερ­φυ­σι­κής του δύνα­μης. Η ταύ­τι­ση αυτή είναι ισχυ­ρό­τα­τη και δια­τη­ρεί­ται και στους και­ρούς μας. Για παρά­δειγ­μα εξα­κο­λου­θού­με να έχου­με μάτι αετού και όχι γιγα­ντιαί­ου τηλεσκοπίου…

Γιορτή της γονιμότητας

Το Καρ­να­βά­λι είναι η αρχαιό­τε­ρη ελλη­νι­κή εορ­τή, είναι μια λατρευ­τι­κή λει­τουρ­γία προς τιμήν της γονι­μό­τη­τας που απο­τε­λεί έναν από τους κύριους στό­χους της λατρευ­τι­κής πρα­κτι­κής στην αρχαία ελλη­νι­κή θρη­σκεία. Ο Έρω­τας ήταν κυρί­αρ­χο στοι­χείο στην αρχαία ελλη­νι­κή κοσμο­α­ντί­λη­ψη, όπου τα πάντα έλκο­νται από το Κάλ­λος, την Ομορ­φιά, σμί­γουν ηδο­νι­κά και γεν­νούν τους καρ­πούς των ερώ­των τους. Η ελλη­νι­κή μυθο­λο­γία είναι γεμά­τη από αένα­ες ερω­τι­κές πρά­ξεις, θεοί και άνθρω­ποι σμί­γουν και γεν­νούν θεούς, ημί­θε­ους και ανθρώπους.

Στις μάσκες του αγρο­τι­κού καρ­να­βα­λιού κυριαρ­χεί η μορ­φή του τρά­γου, ως συμ­βό­λου του ανδρι­σμού, της άφθο­νης ζωτι­κό­τη­τας και της δημιουρ­γι­κής ενέρ­γειας. Η γίδα, η κατσί­κα αντι­προ­σω­πεύ­ει τη θηλυ­κή ανα­πα­ρα­γω­γι­κή ικα­νό­τη­τα, τη γονι­μό­τη­τα και την αφθο­νία. Από τους θεούς της αρχαιό­τη­τας, δύο είναι κατ΄ εξο­χήν συν­δε­δε­μέ­νοι με τις μάσκες. Ο Διό­νυ­σος και η Άρτε­μις. Ο άγριος τρά­γος ήταν αφιε­ρω­μέ­νος στην Αρτέ­μι­δα. Ο τρά­γος ήταν ανά­με­σα στα ζώα που συμ­βό­λι­ζε τον Διό­νυ­σο, ενώ τρα­γο­πό­δα­ροι και με κέρα­τα τρά­γων ήταν και οι συνο­δοί του, οι Σει­λη­νοί και οι Σάτυ­ροι. Η πατρί­δα των Σατύ­ρων ήταν η Πελο­πόν­νη­σος και ιδιαί­τε­ρα η Αρκαδία.

Οι Σει­λη­νοί κατά­γο­νταν από τη Θρά­κη και τη Φρυ­γία και αρχι­κά έμοια­ζαν πολύ με τους Κενταύ­ρους- με αυτιά, ουρά, οπλές και πόδια αλό­γου. Με το πέρα­σμα των χρό­νων η διά­κρι­ση μετα­ξύ Σει­λη­νών και Σατύ­ρων εξαφανίσθηκε.

Ιδιαί­τε­ρη θέση δίπλα στους συνο­δούς του Διο­νύ­σου, τις Μαι­νά­δες, τους Σάτυ­ρους και τους Σει­λη­νούς κατεί­χε ο Παν, ένας δαί­μο­νας με ιδιαί­τε­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα, τρα­γο­πό­δα­ρος και με κέρα­τα τρά­γου που έτρε­χε στα λιβά­δια μαζί με τις Νύμ­φες. Ο θεός των βοσκών, που λατρευό­ταν ιδιαί­τε­ρα στην Αρκα­δία, ενώ στο όρος Μαί­να­λο υπήρ­χε και Μαντείο του. Ιδιαί­τε­ρα λάγνος ο Πάνας έγι­νε και θεό­τη­τα της μου­σι­κής με την εφεύ­ρε­ση της σύριγ­γος, της φλογέρας.

Η άλλη θεό­τη­τα που η λατρεία της συνο­δεύ­ε­ται με μάσκες είναι η Άρτε­μις, μία από τις πιο πολύ­πλο­κες φιγού­ρες των αρχαί­ων θεών. Είναι θεά της Φύσης, και προ­στα­τεύ­ει τη Γεωρ­γία για­τί θεω­ρεί­ται ότι είναι δια­νο­μέ­ας της υγρα­σί­ας που γονι­μο­ποιεί τη γη. Σε αυτήν επί­σης οφεί­λο­νται οι πλού­σιοι θερι­σμοί και η ωρί­μαν­ση των καρ­πών. Είναι η θεά που απο­μα­κρύ­νει τις μάστι­γες των αγρών. Στη δικαιο­δο­σία της επί­σης υπά­γε­ται και το ζωι­κό βασί­λειο. Είναι επί­σης η θεά που ενδια­φέ­ρε­ται για τη νεό­τη­τα και αν και φαί­νε­ται αντι­φα­τι­κό, για­τί η θεά προ­σω­πο­ποιού­σε την παρ­θε­νι­κό­τη­τα, η Άρτε­μις ήταν η θεά των τοκε­τών. Τα ιερά της ήταν πάμπολ­λα, πάμπολ­λα ήταν και τα σύμ­βο­λά της.

Δίπλα στον Διό­νυ­σο και την Αρτέ­μι­δα και τους συνο­δούς τους, δίπλα στον Πάνα και τους άλλους δαί­μο­νες, θα προ­στε­θεί και ο Πρί­α­πος, θεό­τη­τα από τον Ελλή­σπο­ντο που θα έλθει στην Ελλά­δα με την κάθο­δο των Δωριέ­ων. Ο ιθυ­φαλ­λι­κός Πρί­α­πος, έτσι παρου­σιά­ζε­ται πάντα, με τον φαλ­λό δηλα­δή σε στύ­ση, συμ­βο­λί­ζει την ιδέα της γέν­νη­σης και της παρα­γω­γι­κής δύνα­μης της φύσης, τόσο στον άνθρω­πο, όσο και στο ζωι­κό και φυτι­κό βασίλειο.

Ο φαλ­λός, συν­δέ­ε­ται στις τελε­τουρ­γί­ες του καρ­να­βα­λιού, με το άρο­τρο και το υνί, σε μια άκρως συμ­βο­λι­κή και εντυ­πω­σια­κή λει­τουρ­γία ανα­πα­ρά­στα­σης της γονι­μο­ποί­η­σης της γης.

Οι μάσκες των αγρο­τι­κών εορ­τών προς τιμήν του Διο­νύ­σου ήταν ένα επί­χρι­σμα του προ­σώ­που με το κατα­κά­θι του και­νούρ­γιου κρα­σιού. Οι μεγά­λες γενειά­δες ήταν φτιαγ­μέ­νες από φύλ­λα και η βάση ήταν ένα επί­χρι­σμα ασβέ­στη ή γύψου που το χρω­μά­τι­ζαν κόκ­κι­νο ή μαύ­ρο. Η μάσκα έπρε­πε να κρύ­βει από τους μη μυη­μέ­νους το πρό­σω­πο εκεί­νου που τη φορού­σε, η μάσκα έπρε­πε να ορί­ζει αυτόν που την φορού­σε σαν εκπρό­σω­πο ή απε­σταλ­μέ­νο ενός υπερ­φυ­σι­κού κόσμου.

Από τον Διόνυσο στο θέατρο

Από τις θρη­σκευ­τι­κές λατρεί­ες προς τιμήν του Διο­νύ­σου γεν­νή­θη­κε το θέα­τρο. Τα πρώ­τα έργα του αρχαί­ου θεά­τρου παί­ζο­νταν από ένα μόνο ηθο­ποιό. Τον δεύ­τε­ρο τον εισή­γα­γε ο Αισχύ­λος, αυτό επέ­τρε­ψε να εμφα­νι­στεί στο θέα­τρο ο διά­λο­γος και η αντίρ­ρη­ση. Γύρω στα 449 π.Χ. εμφα­νί­στη­κε και τρί­τος. Τα πρό­σω­πα τα έκρυ­βαν τα προ­σω­πεία. Όσο πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν οι ηθο­ποιοί δανεί­ζο­νταν για προ­σω­πεία τις μάσκες των λατρευ­τι­κών εορ­τών του Διο­νύ­σου και της Αρτέμιδος.

Τα πρώ­τα προ­σω­πεία του θεά­τρου που εισή­γα­γαν ήταν τα γυναι­κεία για­τί οι ηθο­ποιοί ήταν άντρες. Ο Αθη­ναί­ος ζωγρά­φος Εύμα­ρος, μιμού­με­νος τους Αιγυ­πτί­ους έβα­ψε όλα τα γυναι­κεία πρό­σω­πα λευκά.

Μέχρι το 470 το προ­σω­πείο ήταν στε­ρε­ό­τυ­πο και η έκφρα­ση του προ­σώ­που αντα­να­κλού­σε μόνο μια πλευ­ρά της εσω­τε­ρι­κής ζωής. Τότε περί­που επι­νό­η­σαν το χαμό­γε­λο, στρέ­φο­ντας τις άκρες του στό­μα­τος προς τα πάνω, ενώ η θλί­ψη απει­κο­νι­ζό­ταν αντι­θέ­τως. Το 450 το χαμό­γε­λο εξα­φα­νί­ζε­ται, η ηθι­κή ζωή έπρε­πε να κατα­γρά­φε­ται σε ήρε­μο πρόσωπο.

Από την λατρεία του Διο­νύ­σου μετα­φέ­ρο­νται στο θέα­τρο ο Ασπρο­μάλ­λης Σάτυ­ρος και ο Γενειο­φό­ρος Σάτυ­ρος που έχουν πατη­μέ­νη μύτη, πλα­τιά, όρθια και μυτε­ρά αυτιά σαν του κατσι­κιού και είναι ανα­μαλ­λια­σμέ­νοι. Υπάρ­χει επί­σης ο Σάτυ­ρος χωρίς γένια και ο Πατέ­ρας Σει­λη­νός που έχει μακριά κυμα­τι­στή γενειά­δα. Είναι οι εκπρό­σω­ποι των χωρι­κών στην αρχαία Κωμω­δία που λένε την γνώ­μη τους για όσα συμ­βαί­νουν και εκφρά­ζουν τους πόθους των αγροτών.

Γύρω στο 350 π.Χ. τα προ­σω­πεία εγκα­τα­λεί­φθη­καν με την εμφά­νι­ση της Νέας Αττι­κής Κωμω­δί­ας. Τώρα το προ­σω­πείο έπρε­πε να είναι ένα τέχνα­σμα για να εμφα­νί­ζε­ται πάνω στα πρό­σω­πα ο χαρα­κτή­ρας. Η κόμ­μω­ση, το στό­μα και οι ρυτί­δες απο­κτούν εξέ­χου­σα σημα­σία και εμφα­νί­ζε­ται μια πραγ­μα­τι­κή χει­ρο­τε­χνία κατα­σκευ­ής προσωπείων.

Η λατρεία των νεκρών

Μια άλλη ιδιαί­τε­ρα ενδια­φέ­ρου­σα πλευ­ρά των εορ­τα­στι­κών λει­τουρ­γιών και των μετα­μορ­φώ­σε­ων του Καρ­να­βα­λιού είναι ότι αυτά τα αγρο­τι­κά δρώ­με­να συν­δέ­ο­νται από αρχαιο­τά­των χρό­νων και με την λατρεία των νεκρών. Ο θάνα­τος είναι ένα φοβε­ρό γεγο­νός για τους ανθρώ­πους. Θεω­ρεί­ται ότι ένα μέρος από τις μάσκες του Καρ­να­βα­λιού αντι­προ­σω­πεύ­ει δαι­μο­νο­ποι­η­μέ­νες ψυχές νεκρών που επι­στρέ­φουν, και αυτή η επι­στρο­φή συν­δυά­ζε­ται με τον φόβο. Εκεί­νο που φόβι­ζε περισ­σό­τε­ρο τους ζωντα­νούς είναι ότι θεω­ρού­σαν πως οι νεκροί ζήλευαν για­τί άφη­σαν τη ζωή, είτε επέ­στρε­φαν για να εκδι­κη­θούν για προ­σβο­λές που είχαν υπο­στεί όσο ακό­μα ζού­σαν. Η λατρεία και ο εξευ­με­νι­σμός των νεκρών γίνε­ται μέσω της προ­σφο­ράς τρο­φής σε αυτούς. Τρο­φή που πρέ­πει να πάρουν μαζί τους για να ξανα­φύ­γουν για το ταξί­δι στη χώρα των νεκρών.

Ταυ­τό­χρο­να, αυτός ο εξευ­με­νι­σμός των νεκρών κατα­λή­γει πάλι σε λατρεία της γης. Οι αγρο­τι­κές τελε­τουρ­γί­ες γίνο­νταν στο ύπαι­θρο, στο νωπό λόγω της επο­χής χώμα, στο χώμα που δέχε­ται τα νεκρά σώμα­τα, ενώ από το ίδιο χώμα θα βλα­στή­σει η και­νούρ­για ζωή. Πράγ­μα­τι, σε όλες αυτές τις τελε­τουρ­γί­ες είναι εκπλη­κτι­κός ο τρό­πος με τον οποίο απο­τυ­πώ­νε­ται η λαϊ­κή σοφία, το πώς κατα­φέρ­νει να ισορ­ρο­πεί και να κάνει τα πάντα σχε­τι­κά μέσα στον αέναο κύκλο της ζωής.

Αντί επιλόγου

Του «κύκλου τα γυρί­σμα­τα» πάντα προ­κα­λού­σαν δέος στους ανθρώ­πους, ιδιαί­τε­ρα το δια­φαι­νό­με­νο τέλος του χει­μώ­να και η αρχή της άνοι­ξης με την ανθο­φο­ρία της και την ανα­βλά­στη­ση της Φύσης. Οι άνθρω­ποι ένιω­θαν την ανά­γκη τελε­τουρ­γιών πιστεύ­ο­ντας ότι έτσι θα υπο­βοη­θή­σουν τη Φύση στο αιώ­νιο έργο της, ενώ από την άλλη όλες αυτές οι τελε­τουρ­γί­ες ήταν ένα ξέσπα­σμα που προ­ε­ξήγ­γει­λε και γιόρ­τα­ζε με ξέφρε­νους ρυθ­μούς την ανα­με­νό­με­νη γέν­νη­ση. Αυτές οι τελε­τουρ­γί­ες κοι­νές από χιλιά­δες χρό­νια σε όλους τους λαούς είναι ακρι­βώς η έκφρα­ση της πίστης στην δύνα­μη της Φύσης, είναι μια οργια­στι­κή γιορ­τή με καθαρ­τή­ριες φωτιές, συμπό­σια, μέθη, οργια­στι­κούς χορούς, χρή­ση ομοιω­μά­των γονι­μι­κών οργά­νων, ανα­πα­ρα­στά­σεις της γενε­τή­σιας πρά­ξης και μια σει­ρά τρα­γού­δια δια­κω­μω­δη­τι­κά που θα δια­τυ­μπα­νί­σουν την ώρα που πρέ­πει την κρυμ­μέ­νη πίσω από τις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις αλήθεια.

Τελε­τουρ­γί­ες αρχαί­ες, υπό­κλι­ση των ανθρώ­πων μπρο­στά σε φυσι­κές δυνά­μεις που δεν μπο­ρούν να ελέγ­ξουν, θα επι­θυ­μού­σαν όμως να κατέ­χουν ένα κομ­μά­τι της δύνα­μής τους, και σε αυτές τις τελε­τουρ­γί­ες το ιδιο­ποιού­νται συμ­βο­λι­κά μέσα από την χρή­ση των μασκών.

Ταυ­τό­χρο­να οι παρα­δο­σια­κές μεταμ­φιέ­σεις του αγρο­τι­κού καρ­να­βα­λιού, θεω­ρεί­ται ότι συμ­βο­λί­ζουν επί­σης, «δαι­μο­νο­ποι­η­μέ­νες» ψυχές νεκρών, καθώς όλη η λατρευ­τι­κή δρά­ση του αγρο­τι­κού καρ­να­βα­λιού διε­ξά­γε­ται στο ύπαι­θρο, στο νωπό, λόγω επο­χής, χώμα και δεν είναι τίπο­τα άλλο παρά η συμ­βο­λι­κή ανά­δει­ξη της γης ως υπο­δο­χέα των νεκρών σωμά­των και ταυ­τό­χρο­να ως μήτρα κάθε μορ­φής ζωής. Εξού και η ταύ­τι­ση της γονι­μό­τη­τας της γης με την γυναι­κεία γονι­μό­τη­τα και η συμ­βο­λι­κή ταύ­τι­ση του φαλ­λού με το αλέ­τρι και το υνί, ως «υπό­σχε­ση» αιώ­νιας γονι­μό­τη­τας. Και το πιο σημα­ντι­κό: Ταυ­τό­χρο­να η «έξο­δος» από τον χει­μώ­να, αυτή η «ανα­τρο­πή» της τάξης του χρό­νου, συνε­πι­φέ­ρει σε κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο την ιδέα της ανα­τρο­πής της «τάξης» του κόσμου, είναι ένα μήνυ­μα αμφι­σβή­τη­σης των αξιών και της ιεραρ­χί­ας, των ορί­ων και των καθιε­ρω­μέ­νων νόμων. Ο «νόμος» των τελε­τουρ­γιών της ανα­βλά­στη­σης της Φύσης, ο «νόμος» του Καρ­να­βα­λιού ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζει τα πάντα: ο δεμέ­νος, με κοι­νω­νι­κά δεσμά, με την γη λαός έχει την ευκαι­ρία μέσα από την εθι­μο­τυ­πία της «τρέ­λας» να δια­κω­μω­δή­σει τα πάντα και μέσω των μεταμ­φιέ­σε­ων να λοι­δω­ρή­σει την κοι­νω­νι­κή ιεραρ­χία και όλους τους καθιε­ρω­μέ­νους κοι­νω­νι­κούς ρόλους.

Πηγή: thepressroom/ΑΠΕ/Γιώργος Μηλιώνης

Πίνα­κας: Καρ­να­βά­λι στην Αθή­να 1930 ‑Εμμα­νου­ήλ Ζαϊρης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο