Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Το αίμα νερό δεν γίνεται» (Διήγημα με αφορμή τη συζήτηση για το όνομα της ΠΓΔΜ)

Μέρες του 1992. Η αίθου­σα ήταν κατά­με­στη. Τα βλέμ­μα­τα των αιρε­τών που είχαν μαζευ­τεί από ολό­κλη­ρη τη Βόρεια Ελλά­δα γεμά­τα απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα σαν των ανθρώ­πων που δε σηκώ­νουν μύγα στο σπα­θί τους. Και πώς άρα­γε να μην ήταν έτσι. Η ανα­βί­ω­ση του λεγό­με­νου «μακε­δο­νι­κού ζητή­μα­τος», μετά τη διά­λυ­ση της ενιαί­ας Γιου­γκο­σλα­βί­ας, είχε μπει στην πρώ­τη γραμ­μή της επι­και­ρό­τη­τας σαρώ­νο­ντας στο διά­βα του κάθε άλλο τοπι­κό ή λαϊ­κό πρόβλημα.

Σαν αχι­βά­δες πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν σε κάθε πόλη οι περί­φη­μες «Παμ­μα­κε­δο­νι­κές Ενώ­σεις», ενώ οι ανα­κοι­νώ­σεις γεμά­τες «πατριω­τι­κή έξαρ­ση» στό­λι­ζαν τα πρω­το­σέ­λι­δα των τοπι­κών εφη­με­ρί­δων. «Η Μακε­δο­νία είναι μία και Ελληνική»,έγραφαν και ας η σύγ­χρο­νη ιστο­ρία άλλα είχε γράψει…

Είχε προη­γη­θεί και εκεί­νο το μεγά­λο συλ­λα­λη­τή­ριο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη , «του ενός εκα­τομ­μυ­ρί­ου λαού», όπως είχε γίνει γνω­στό από τους διορ­γα­νω­τές του και το κλί­μα είχε γίνει εξαι­ρε­τι­κά δυσμε­νές για κάθε φωνή που με βάση την ιστο­ρι­κή πεί­ρα, αλλά και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τόνι­ζε ότι αλλού ήταν το πραγ­μα­τι­κό πρό­βλη­μα, άλλες μαύ­ρες πόρ­τες άνοι­γαν στην περιο­χή των Βαλ­κα­νί­ων για τις μεγά­λες δυνά­μεις. Η λέξη «ανθέλ­λη­νας» τις συνό­δευε, ενώ δεν έλει­παν και οι φρα­στι­κές επι­θέ­σεις, αλλά και οι βαθυ­στό­χα­στες ερμη­νεί­ες για «επα­νά­λη­ψη των ιστο­ρι­κών λαθών του παρελθόντος».

Η συνά­ντη­ση των αιρε­τών, με την παρου­σία των πολι­τι­κών κομ­μά­των της επο­χής, είχε ως στό­χο τη «μεθό­δευ­ση των επό­με­νων βημά­των για να δια­τρα­νω­θεί η θέλη­ση του λαού της περιο­χής για τα ιερά και απα­ρα­βί­α­στα ιερά της φυλής μας». Οι δήμαρ­χοι «ως η αυθε­ντι­κή φωνή του λαού της περιο­χής» φόρε­σαν τις ένδο­ξες στο­λές των «μακε­δο­νο­μά­χων» έτοι­μοι να ξιφουλ­κή­σουν ενα­ντί­ον σε εχθρούς πραγ­μα­τι­κούς και κατασκευασμένους.

Ο ορι­σμός του, ως εκπρό­σω­πος του κόμ­μα­τος, ήταν τιμη­τι­κή ταυ­τό­χρο­να και γεμά­τη ευθύ­νες. Το να πηγαί­νει κανείς κόντρα στο ρεύ­μα, δια­τη­ρώ­ντας ταυ­τό­χρο­να και την ψυχραι­μία του, δεν είναι και το πιο εύκο­λο πράγ­μα στον κόσμο. Όμως εκεί­νη η προ­τρο­πή του πατέ­ρα του, ότι «τα σκυ­λιά ουρ­λιά­ζουν, αλλά το καρα­βά­νι προ­χω­ρά» τον συντρό­φευε όλα αυτά τα χρό­νια στα δύσκολα.
Ενώ πριν την έναρ­ξη οι χει­ρα­ψί­ες και οι αγκα­λιές μετα­ξύ των «επω­νύ­μων» πήραν τη μορ­φή χιο­νο­στι­βά­δας, κοντά του λίγοι πλη­σί­α­σαν και ακό­μη λιγό­τε­ροι ήταν αυτοί που του έσφι­ξαν το χέρι. «Ο φόβος φυλά­ει τα έρμα» ή απλά η αντι­με­τώ­πι­ση ενός «χολε­ρια­σμέ­νου»…

Στη μου­σι­κή ακου­γό­ταν το περί­φη­μο «Μακε­δο­νία ξακου­στή» φέρ­νο­ντας στο νου μέρες της στρα­τιω­τι­κής του θητεί­ας, που βγαί­νο­ντας στην ανα­φο­ρά παρα­πο­νού­με­νος, δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε για­τί κάποιοι δόκι­μοι τους είχαν υπο­χρε­ώ­σει να το τρα­γου­δή­σουν, παρά το ότι από την τότε κυβέρ­νη­ση της «αλλα­γής» είχε σιω­πη­ρά απα­γο­ρευ­τεί και αυτό μαζί με άλλα που χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν ως «εθνι­κι­στι­κά». Πώς αλλά­ζουν οι καιροί…

Απο­φα­σί­στη­κε να μιλή­σουν πρώ­τα οι αιρε­τοί και στη συνέ­χεια οι εκπρό­σω­ποι των κομ­μά­των για «να μπο­ρέ­σουν έτσι να αφου­γκρα­στούν καλύ­τε­ρα τη φωνή του λαού», όπως ειπώ­θη­κε από τους διοργανωτές.

Ο λόγος τους ήταν μονό­το­νος. Οι ιστο­ρι­κές ανα­φο­ρές για «την πατρί­δα του Μ. Αλε­ξάν­δρου» και για «τα προ­αιώ­νια δίκια της φυλής» το μόνι­μο μοτί­βο τους, ενώ δεν έλει­παν και πιο ακραί­ες ομι­λί­ες που έκα­ναν λόγο για «την δικτα­το­ρία του Τίτο» ή «για κρα­τί­διο που δεν έχει νόη­μα ύπαρξης».Και το χει­ρο­κρό­τη­μα πάντα θερ­μό επι­βρά­βευε τις από­ψεις τους. Άλλω­στε και η σύν­θε­ση του κοι­νού, πέρα από αυτούς που είχαν παρα­σύ­ρει ο εθνι­κι­στι­κός οίστρος των ημε­ρών, ήταν από τη γνω­στή εθνι­κό­φρο­να πλειο­ψη­φία της επαρ­χια­κής πόλης που μπο­ρεί να θεω­ρού­σαν φυσι­κό γεγο­νός την Ελλά­δα ως «το αγκι­στρω­μέ­νο ψάρι των ΗΠΑ», όμως για κανέ­να λόγο δεν δέχο­νταν να παρα­δώ­σουν «το όνο­μα Μακε­δο­νία, που είναι η ψυχή τους, στους σλά­βους παραχαράκτες».

Οι εκπρό­σω­ποι των κομ­μά­των, που είχαν κου­βα­λη­θεί από τη συμπρω­τεύ­ου­σα, για να δώσουν έτσι «μεγα­λύ­τε­ρο κύρος» στη συνά­ντη­ση, ήταν πιο προ­σε­κτι­κοί, χωρίς όμως να ξεφεύ­γουν από την παρα­πά­νω γραμ­μή. Άλλω­στε η αγω­νία τους για την ψήφο στις επό­με­νες εκλο­γές είναι πάντα πολύ μεγα­λύ­τε­ρη «από την αγω­νία του τερ­μα­το­φύ­λα­κα πριν από το πέναλτι»
Τι το ήθε­λε εκεί­νο ο γνω­στός ανά το πανελ­λή­νιο πολι­τι­κός λέγο­ντας «όλοι πλην Λακε­δαι­μο­νί­ων», λίγο πριν την τοπο­θέ­τη­ση του. Νόμι­ζε πως έτσι θα έκα­νε εντύ­πω­ση στο ακρο­α­τή­ριο, σε αντί­θε­ση με τους προη­γού­με­νους εκπρο­σώ­πους, που του­λά­χι­στον απέ­φυ­γαν δια­κρι­τι­κά να χαρα­κτη­ρί­σουν τη στά­ση του ΚΚΕ για το όλο ζήτημα;

Όταν ήλθε η ώρα του για ένα σύντο­μο χαι­ρε­τι­σμό, μία από­λυ­τη σιω­πή- σαν αυτή πριν το ξέσπα­σμα της καται­γί­δας – απλώ­θη­κε στην αίθου­σα. Περ­πά­τη­σε αργά προς το βήμα, ενώ δεν παρέ­λει­ψε να χαι­ρε­τή­σει τον προ­λα­λή­σα­ντα πολι­τι­κό. Για μια στιγ­μή κοί­τα­ξε το ακρο­α­τή­ριο ‚θαρ­ρείς και ήθε­λε να πάρει φόρα, και με στα­θε­ρή φωνή ξεκί­νη­σε την παρέμ­βα­ση του :
«Αν και πάπ­που προς πάπ­που σ’αυτό τον τόπο, χαρα­κτη­ρί­στη­κα εγώ και το κόμ­μα που έχω την τιμή να εκπρο­σω­πώ, ως Λακε­δαι­μό­νιος. Δεν είναι κακό ένας Μακε­δό­νας να χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως τέτοιος και μάλι­στα με τη μορ­φή της ειρω­νεί­ας, για­τί και οι 300 του Λεω­νί­δα, Λακε­δαι­μό­νιοι ήταν. Απλά μου θύμι­σε αυτό που έλε­γαν και οι αρχαί­οι φιλό­σο­φοι των οποί­ων είστε θαυ­μα­στής , «φιλο­κα­λού­με μετ’ ευτε­λεί­ας…» Φυσι­κά δεν είναι πρώ­τη φορά που το κόμ­μα μου χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως αντε­θνι­κό – προ­δο­τι­κό. Άλλω­στε μ’αυτή τη ρετσι­νιά χιλιά­δες μέλη του στή­θη­καν στα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα, θυσί­α­σαν τα καλύ­τε­ρα χρό­νια τους στις φυλα­κές και τις εξο­ρί­ες. Τους τίτλους πατριω­τι­σμού τους απέ­κτη­σαν σε και­ρούς δύσκο­λους για τον τόπο, όπως για παρά­δειγ­μα τον και­ρό της κατο­χής όταν οι σημε­ρι­νοί μας κατή­γο­ροι γίνο­νταν συνερ­γά­τες, μαυ­ρα­γο­ρί­τες, ή έφευ­γαν για Κάι­ρο. Ή αργό­τε­ρα όταν πάλευαν ενά­ντια στη μετα­τρο­πή της χώρας σε προ­τε­κτο­ρά­το, όταν οι σημε­ρι­νοί «υπερ­πα­τριώ­τες» έδι­ναν γη και ύδωρ στα αφε­ντι­κά πέραν του Ατλα­ντι­κού…». Συνέ­χι­σε με τον ίδιο ρυθ­μό την ομι­λία, αρα­διά­ζο­ντας παράλ­λη­λα μια σει­ρά επι­χει­ρή­μα­τα για το όλο ζήτη­μα, ενώ έβλε­πε στο ακρο­α­τή­ριο του να αρχί­σει μία…κινητικότητα, ενώ από την πλευ­ρά των επι­σή­μων μια έκδη­λη ανη­συ­χία. Το «χαλ­νά κανείς την σού­πα», σίγου­ρα προ­κα­λεί ανα­τρι­χί­λες σε όσους ήταν μαθη­μέ­νοι αλλιώς.

Το προ­ε­δρείο, άκομ­ψα είναι γεγο­νός, τον κάλε­σε να ολο­κλη­ρώ­σει . «Θα ολο­κλη­ρώ­σω στο δεκά­λε­πτο που μας δώσα­τε, αν και οι προη­γού­με­νοι που έφτα­σαν και στο μισά­ω­ρο, δεν δια­κό­πη­καν», απά­ντη­σε. «Ας ακου­στεί και μία δια­φο­ρε­τι­κή φωνή επι­τέ­λους στην αίθου­σα αυτή, και η ζωή θα απο­δεί­ξει ποιος τελι­κά έχει το δίκιο του με το μέρος».

Παρά το γεγο­νός ότι στο τέλος περί­με­νε και κάποια γιου­χα­ΐ­σμα­τα από μέρους μερί­δας του κοι­νού, σε αντί­θε­ση με τις ομι­λί­ες των προη­γού­με­νων που ολο­κλη­ρώ­νο­νταν πάντα με επευ­φη­μί­ες και ζωη­ρά χει­ρο­κρο­τή­μα­τα, η απο­χώ­ρη­ση του ήταν ήσυ­χη, εκτός από φαρ­μα­κε­ρά βλέμ­μα­τα που ένιω­σε τα τρυ­πούν το κορ­μί του σαν βέλη.

Και ω του θαύ­μα­τος, πριν καθί­σει στη θέση του, ακού­στη­κε και ένα μονα­χι­κό χει­ρο­κρό­τη­μα. Ποιος ήταν αυτός που έκα­νε αυτή την απο­κο­τιά σκέ­φθη­κε και γύρι­σε να δει τον τολμηρό.

Την είδε. Είχε χρό­νια να μιλή­σει μαζί της. Τα μαλ­λιά της ήταν κάτα­σπρα, είχε χρό­νια που βγή­κε στη σύντα­ξη, συνο­μή­λι­κη περί­που με τον πατέ­ρα του, που ήταν δεύ­τε­ρος ξάδελ­φος της. Από­ρη­σε. Ήταν γνω­στή για τις συντη­ρη­τι­κές της από­ψεις, ενώ συχνά τσα­κω­νό­ταν με τον ξάδελ­φο της και πατέ­ρα του, για τα πολι­τι­κά, ιδιαί­τε­ρα κατά τις προ­ε­κλο­γι­κές περιό­δους. Την πλη­σί­α­σε για να τη ευχα­ρι­στή­σει για τη στά­ση της.

«Δεν χρειά­ζε­ται» του είπε. «Τα λόγια που είπες με άγγι­ξαν στην καρ­διά και θεώ­ρη­σα υπο­χρέ­ω­σή μου να τα εκφρά­σω με ένα χει­ρο­κρό­τη­μα. Άλλω­στε είσαι και ανε­ψιός μου και πώς να το κάνου­με, το αίμα νερό δεν γίνεται».

_________________________________________________________________________________________________

Αλέκος Α. Χατζηκώστας  Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 6 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο