Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το Αναστάσιμο μήνυμα

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Η Ανά­στα­ση «εγκα­τα­στά­θη­κε» εντός μας και  εκδη­λώ­νε­ται… Οι άνθρω­ποι έκλει­σαν τις τηλε­ο­ρά­σεις κι άρχι­σαν να βλέ­πο­νται, να χαι­ρε­τιού­νται, να μιλούν και να συνο­μι­λούν, να τρα­γου­δούν και να ανα­στε­νά­ζουν… Κατα­νό­η­σαν το μέτρο και το λόγο ζωής. «Ένα σπί­τι για να γεννηθείς/ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις/ένας στί­χος για να κρυφτείς/ένας κόσμος για να πεθά­νεις». Τάσος Λειβαδίτης

Βγή­καν στις γει­το­νιές παρά τα μέτρα για τον κορω­νο­ϊό, άσχε­το, «συνο­μι­λούν» με τον ήλιο, με το φως, τον αέρα και τη ζωή. Τρα­γού­δια ακού­γο­νται με ανα­στε­νά­ρι­κη φωνή, εκκλή­σεις και ικε­σί­ες με απλό και καθά­ριο τρό­πο, «έβγα στο παρα­θύ­ρι κρυ­φά απ’ τη μάνα σου και κάνε πως ποτί­ζεις την μαν­τζου­ρά­να σου».   Και τις μαν­τζου­ρά­νες ποτί­ζουν οι κοπε­λιές και τα ασπρο­σέ­ντο­να απλώ­νουν ρίχνο­ντας ματιές, κλε­φτές ματιές και γεμί­ζο­ντάς τα στή­θη τους  με όνει­ρα και ελπί­δα προ­σμο­νής. Και συνα­ντώ­νται με τα ελπι­δο­φό­ρα όνει­ρα των αγο­ριών για ένα  Πασχα­λιά­τι­κο  ανοι­ξιά­τι­κο ξημέ­ρω­μα. Και το ξημέ­ρω­μα καθο­δη­γεί η Ανάσταση.

Και προ­χω­ρούν. Ο θάνα­τος δεν «πατιέ­ται» με τον θάνα­το. Με τη ζωή «πατιέ­ται» και την αντί­στα­ση. Με τον ακα­τά­παυ­στο αγώ­να για την ευτυ­χία.  Και «η ευτυ­χία είναι πράγ­μα απλό και λιτο­δί­αι­το-ένα ποτή­ρι κρα­σί, ένα κάστα­νο, ένα φτω­χό μαγκα­λά­κι, η βουή της θάλασ­σας. Τίπο­τα άλλο». (Ν.Καζαντζάκης). Αυτό είναι ευτυ­χία. Την κατέ­κτη­σαν και την απο­λαμ­βά­νουν.  Μ’ ένα απλό χαμό­γε­λο στο γεί­το­να, στον συνάν­θρω­πο, στον ομο­ε­θνή, στον αλλο­ε­θνή. Στον άνθρω­πο!  Με αγά­πη και σεβα­σμό στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του καθε­νός. Μονα­δι­κή και ανε­πα­νά­λη­πτη αξία.

Μα στά­σου. Κάπου εκεί, πιο πέρα, κάπου στην υφή­λιο «βουί­ζου­νε τα φλό­γι­στρα του πετρε­λαί­ου». Η σταυ­ρω­μέ­νη αλή­θεια της Ανά­στα­σης! Νύχτα. «Μέσα στη νύχτα κρυώ­νω και φοβά­μαι τη λησμο­νιά».   «Αλλά δεν παζαρεύω/κι ως τον ύστα­το χτύ­πο της καρ­διάς μου/θ’ αντιστέκομαι».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο