Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το αρνί …αλλιώς στα νησιά του Αιγαίου, λόγω παράδοσης και όχι λόγω κορονοϊού

Στα νησιά της Δωδε­κα­νή­σου, δεν θα χρεια­στεί να ισχύ­σουν μέτρα αστυ­νό­μευ­σης για τους οβε­λί­ες, διό­τι δεν απο­τε­λούν μέρος του παρα­δο­σια­κού πασχα­λι­νού τραπεζιού.

Σε όλα τα νησιά της Δωδε­κα­νή­σου σε αντί­θε­ση με τις περισ­σό­τε­ρες περιο­χές της Ελλά­δας στο πασχα­λι­νό τρα­πέ­ζι δεν περι­λαμ­βά­νο­νταν στο μενού ο οβε­λί­ας, τα κοκο­ρέ­τσια και τα συνα­φή εδέσματα.

Το παρα­δο­σια­κό τρα­πέ­ζι της Ανά­στα­σης περι­λαμ­βά­νει μαγει­ρί­τσα (το βρά­δυ του Μεγά­λου Σαβ­βά­του μετά το Χρι­στός Ανέ­στη) και την Κυρια­κή μεση­μέ­ρι τον «Λαμπριά­τη», που είναι αρνί ή κατσί­κι στο φούρ­νο γεμι­στό με ρύζι και εντό­σθια, που στα χωριά της Ρόδου ονο­μά­ζε­ται «καπ­πα­μάς». (σ.σ. προ­τι­μού­νται για το ψήσι­μο οι παρα­δο­σια­κοί θολω­τοί φούρ­νοι όπου υπάρχουν).

Στο νησί της Καλύ­μνου το γεμι­στό αρνί ονο­μά­ζε­ται «μουού­ρι» και στην Όλυ­μπο της Καρ­πά­θου (στο πιο παρα­δο­σια­κό χωριό της Δωδε­κα­νή­σου) ονο­μά­ζε­ται «βυζά­ντι» έχο­ντας σαφή ανα­φο­ρά στην γαστρο­νο­μία του Βυζαντίου.

Στο νησί της Καρ­πά­θου, αλλά και στο νησί της Χάλ­κης, το αρνά­κι ή το κατσι­κά­κι στον φούρ­νο, ονο­μά­ζε­ται «οφτό» και στο νησί της Αστυ­πά­λαιας «λαμπρια­νός».

Στο νησί της Καλύ­μνου «Μουού­ρι» ονο­μά­ζε­ται τόσο η δια­δι­κα­σία, η οποία ακο­λου­θεί­ται για να ετοι­μα­στεί το πασχα­λι­νό φαγη­τό, όσο και το ίδιο το φαγη­τό, που είναι ένα γεμι­στό αρνί ψημέ­νο σε φούρ­νο που σφρα­γί­ζε­ται με λάσπη. Οι ρίζες του, σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση, βρί­σκο­νται στην επο­χή των πει­ρα­τών, αλλά και της τουρ­κο­κρα­τί­ας, αφού με αυτό τον τρό­πο δεν φαί­νο­νταν τα σημά­δια του καπνού, ενώ η μυρω­διά του φαγη­τού δεν μαρ­τυ­ρού­σε ότι γιόρ­τα­ζαν το Πάσχα. Η προ­ε­τοι­μα­σία ξεκι­νά­ει το πρωί του Μεγά­λου Σαβ­βά­του. Αφού τοπο­θε­τη­θεί μέσα στο φούρ­νο το μουού­ρι, σφρα­γί­ζε­ται ο φούρ­νος με λάσπη.

Στην Όλυ­μπο της Καρ­πά­θου, ετοι­μά­ζουν αρνί ή κατσί­κι, γεμι­στό με μυρω­δι­κά και ρύζι ψημέ­νο μέσα σε πήλι­νο σκεύ­ος στον σφρα­γι­σμέ­νο με λάσπη ξυλό­φουρ­νο. Το φαγη­τό που ονο­μά­ζε­ται «βυζά­ντι» σιγο­ψή­νε­ται στο φούρ­νο όλη τη νύχτα και είναι έτοι­μο τις πρω­ι­νές ώρες της Κυρια­κής του Πάσχα. Αφού ανοι­χτεί, στή­νε­ται γλέ­ντι με καρ­πά­θιο κρα­σί και παρα­δο­σια­κούς χορούς.

Για το «Μουού­ρι» της Καλύ­μνου μια παρα­δο­σια­κή συντα­γή είναι να αλει­φθεί το αρνά­κι εξω­τε­ρι­κά και εσω­τε­ρι­κά με ένα μείγ­μα από τη σάλ­τσα πελ­τέ, το βού­τυ­ρο, το αλά­τι και το πιπέ­ρι. Τα εντό­σθια βρά­ζο­νται λίγο και ψιλο­κό­βο­νται, ενώ σε τηγά­νι τσι­γα­ρί­ζο­νται για λίγο με ελαιό­λα­δο τα κρεμ­μύ­δια. Οι μαγεί­ρισ­σες προ­σθέ­τουν λίγη ντο­μά­τα πελ­τέ, αλά­τι, πιπέ­ρι και ρίχνουν τα εντό­σθια ψιλο­κομ­μέ­να που τα αφή­νουν να ψηθούν για λίγο, ανα­κα­τεύ­ο­ντας συνε­χώς με ξύλι­νη κου­τά­λα. Μετά ρίχνουν το ρύζι στο μείγ­μα της γέμι­σης και προ­σθέ­τουν νερό και ανα­κα­τεύ­ο­ντας συνε­χώς, αλλά δεν πρέ­πει να βρά­σουν εντε­λώς. Με τρυ­πη­τή κου­τά­λα γεμί­ζουν το αρνί και το ράβουν και μετά βάζουν το αρνά­κι στο μουού­ρι (πήλι­νο σκε­πα­στό σκεύ­ος) ή σε βαθιά γάστρα με σκέ­πα­σμα. Το καλύ­πτουν με αλου­μι­νό­χαρ­το και το ψήνουν σε παρα­δο­σια­κό φούρ­νο με ξύλα από το από­γευ­μα της προη­γού­με­νης μέρας μέχρι το επό­με­νο πρωί (περί­που 12 ώρες).

Στην Αστυ­πά­λαια τη Μεγά­λη Εβδο­μά­δα μυρί­ζει κανέ­λα και σαφράν. Τα γαλα­το­κού­λου­ρα, με κατσι­κί­σιο γάλα, κανέ­λα και ζάχα­ρη, και τα κίτρι­να κου­λού­ρια, με το χλω­ρό ανθό­τυ­ρο και το περί­φη­μο ντό­πιο σαφράν, έχουν την τιμη­τι­κή τους, αλλά ιδιαί­τε­ρα είναι και τα λαζα­ρά­κια, που είναι ψωμά­κια σε σχή­μα ανθρώ­που. Στο νησί τρώ­νε επί­σης ψάρι με ζαφο­ρά και πιλά­φι, φτιά­χνουν λαμπρό­πι­τες (πιτά­κια με χλω­ρή και σαφράν), για­πρά­κια και αυγό­τες (πλε­κτή κοτσί­δα με κόκ­κι­να αυγά και μαύ­ρο σου­σά­μι). Πρω­τα­γω­νι­στής είναι ο λαμπρια­νός: το κατσί­κι με ρύζι και συκω­τά­κια που ψήνε­ται σε πήλι­νη γάστρα όλη τη νύχτα.

Πασχαλιάτικα αρνιά στο βόρειο Αιγαίο

Με τη βοή­θεια των μέτρων που λήφθη­καν για την αντι­με­τώ­πι­ση της δια­σπο­ράς του κορο­νοϊ­ού τις μέρες του Πάσχα, το βόρειο Αιγαίο ανα­κα­λύ­πτει ξανά τις παρα­δο­σια­κές συντα­γές που τα τελευ­ταία χρό­νια είχαν απω­θη­θεί από το πασχα­λιά­τι­κο τραπέζι.

Το εμβλη­μα­τι­κό αρνά­κι ή κατσι­κά­κι στο φούρ­νο, επι­στρέ­φει στον προ­γραμ­μα­τι­σμό του οικο­γε­νεια­κού τρα­πε­ζιού της γιορ­τής για τη μέρα της Λαμπρής. Απω­θώ­ντας το εισα­γό­με­νο ξένο για τα νησιά έθι­μο του σου­βλι­στού αρνιού. Το έθι­μο που κυριο­λε­κτι­κά οι νησιώ­τες έμα­θαν ότι υπήρ­χε στα μετα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια όταν ο ψητός στη σού­βλα οβε­λί­ας «εισέ­βα­λε» στα νησιώ­τι­κα σπί­τι μέσω της τηλε­ό­ρα­σης και των γνω­στών «Πάσχα στα στρατόπεδα»!

Στη Λήμνο βασι­λιάς της παρα­δο­σια­κής πασχα­λι­νής κου­ζί­νας είναι το «Κασπακ’νό» αρνί ή κατσί­κι στο φούρ­νο με ρύζι και λιω­μέ­νο φρέ­σκο λημνιό τυρί «καλα­θά­κι» από πάνω. Κατα­γω­γή του όπως μαρ­τυ­ρά και το όνο­μά του, από το χωριό Κάσπακας

Το ρύζι βρά­ζει με το ζωμό του ψημέ­νου κρέ­α­τος το οποίο τοπο­θε­τεί­ται πάνω στο ρύζι. Το μαγεί­ρε­μα ολο­κλη­ρώ­νε­ται με το ξανα­ψή­σι­μο με το τυρί σε ροδέ­λες κομ­μέ­νο να το σκε­πά­ζει μέχρι να ροδίσουν.

Στη Λήμνο επί­σης ψήνουν στο φούρ­νο αρνιά γεμι­στά με ρύζι στα­φί­δες, μάρα­θο, φρέ­σκα κρεμ­μυ­δά­κια, αλα­το­πί­πε­ρο ‚λάδι και άλλα μυρωδικά.

Το από­λυ­το πασχα­λι­νό φαγη­τό στη Λέσβο είναι το γεμι­στό αρνά­κι ή κατσι­κά­κι! Συκω­τά­κια ανα­κα­τε­μέ­να με ρύζι και μπό­λι­κα φρέ­σκα μυρω­δι­κά. Μυστι­κό της επι­τυ­χί­ας του το πολύ­ω­ρο ψήσι­μο σε χαμη­λή θερ­μο­κρα­σία για να απε­λευ­θε­ρω­θούν και να ανα­κα­τευ­τούν τα αρώ­μα­τα. Συνο­δεύ­ε­ται απο­κλει­στι­κά από σαλά­τες επο­χής. Σε κάποια μικρα­σιά­τι­κα σπί­τια στη Λέσβο το αρνί κυρί­ως μαγει­ρεύ­ε­ται και «φρι­κα­σέ» με μαρού­λια και αυγολέμονο.

Στη Χίο το Πασχα­λι­νό αρνί ψήνε­ται στο φούρ­νο πάνω σε ένα στρώ­μα από κληματόβεργες.

Τέλος στη Σάμο το αρνί ή το κατσί­κι είναι και εκεί γεμι­στό με ρύζι, φρέ­σκα και ξερά κρεμ­μυ­δά­κια, άνη­θο και τη συκω­τα­ριά του ζώου ψιλο­κομ­μέ­νη. Στη σαμιώ­τι­κη γέμι­ση χρη­σι­μο­ποιεί­ται και το πνευ­μό­νι του ζώου αφού προη­γου­μέ­νων βρά­σει. Σαμιώ­τι­κο μυστι­κό το ψιλο­κομ­μέ­νο ξινό μήλο και η λίγη κανέ­λα στη γέμιση.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο