Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το γαϊδούρι…

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Κάτοι­κος του Δήμου Ζίτσας ‑καταγ­γέλ­λε­ται μάλι­στα ότι πρό­κει­ται για αυτο­διοι­κη­τι­κό παρά­γο­ντα- έσερ­νε τον γάι­δα­ρο με το αγρο­τι­κό του αυτο­κί­νη­το για από­στα­ση μεγα­λύ­τε­ρη του ενός χιλιο­μέ­τρου. Και μένα συνειρ­μι­κά μού ήρθαν χίλια δυο στο μυαλό…

Τι είναι ο γάι­δα­ρος; Τι μάθα­με ότι είναι ο γάι­δα­ρος; Ο γάι­δα­ρος είναι ο αναί­σθη­τος, ο τεμπέ­λης, ο αδιά­φο­ρος, ο κοπρι­τα­ράς, το βόδι, ο Βου­κε­φά­λας και το γκτσουπ. Και επει­δή πάντα ταύ­τα τα άκου­γα σε μόνι­μη βάση, που με στό­λι­ζαν με αυτά τα κοσμη­τι­κά επί­θε­τα απα­ξά­πα­ντες στο χωριό, ρώτη­σα κάπο­τε τον παπ­πού. « Παπ­πού τι είναι το γκτσουπ και για­τί το ταυ­τί­ζουν με τον γάι­δα­ρο;». Είναι αλή­θεια πως για κάμπο­ση ώρα κατα­βυ­θί­στη­κε σε βαθιά συλ­λο­γή ‑όχι περι­συλ­λο­γή- και άρχι­σε να δίνει την ερμη­νεία του. «Γάι­δα­ρος είναι ο ασιου­μπέια­στος, ο πέρα βρέχ’, ο κάπα ντρου­βά και ντφέκ’, ο γομαρ­νός… Κατά­λα­βες;» Κατά­λα­βα, δεν κατά­λα­βα, τι να έκα­να, Κού­νη­σα το κεφά­λι και έφυγα.

Δεν μου λύθη­κε η απο­ρία. Πώς άλλω­στε να μου λυθεί αφού εγώ έβλε­πα συνε­χώς τα γαϊ­δου­ρά­κια, όλα όσα ήταν στο χωριό, πάντο­τε φορ­τω­μέ­να και αγόγ­γυ­στα να μετα­φέ­ρουν αλεύ­ρια, τσι­μέ­ντα, καρ­πούς και ανθρώ­πους. Με υπο­μο­νή, γκα­ρί­ζο­ντας κάπου κάπου είναι αλή­θεια, μα δύσκο­λα, πολύ δύσκο­λα έβγα­ζαν το ψωμά­κι τους. Ίσως και εγώ επει­δή «ήμουν το παι­δί των θελη­μά­των», ένας από τους αλη­θι­νούς, μα επί­ση­μους αγω­γιά­τες του χωριού, που φανε­ρά δεν γόγ­γυ­ζα ποτέ, κι από πίσω τους έπαιρ­νε και τους σήκω­νε όλους, γι’ αυτό με φώνα­ζαν γαϊδούρι!

Και κάπως έτσι δέθη­κα συναι­σθη­μα­τι­κά με τα γαϊ­δου­ρά­κια. Μιλά­με για αλη­θι­νό δέσι­μο. Δεν τα φόρ­τω­να πολύ, προ­τι­μού­σα να κάνω παρα­πά­νω δρο­μο­λό­για αρκεί να μην τα βαριο­φορ­τώ­σω. Τα πονού­σα και τα συμπονούσα.

Ιδιό­τυ­πη λοι­πόν σχέ­ση με τα γαϊ­δου­ρά­κια. Εκεί­νη τη χρο­νιά είχα πεί­σει και τη μητέ­ρα μου και αγο­ρά­σα­με ένα γλυ­κύ­τα­το γαϊ­δου­ρά­κι, τον «Μήτσο». Υπά­κουος ο «Μήτσος», μετα­φο­ρέ­ας πραγ­μα­τι­κός, παρα­γω­γι­κό αλη­θι­νά γαϊ­δου­ρά­κι. Υπο­μο­νή τερά­στια. Είχε όμως συνη­θί­σει μόνο εμέ­να. Φόρ­τω­μα, ξεφόρ­τω­μα δεχό­ταν μόνο από εμέ­να. Όποιος τόλ­μη­σε να το φορ­τώ­σει μόνος του, «έπα­θε την πλά­κα του». Του τα πέτα­γε κάτω αμέ­σως. Ήθε­λε τον δικό του άνθρω­πο… Ήταν ένα εξαι­ρε­τι­κό καλο­καί­ρι. Περά­σα­με ωραία με τον «Μήτσο», βγά­λα­με καλό μερο­κά­μα­το, βάλα­με και το κατι­τίς στην άκρη. Ήρθε ο Σεπτέμ­βρης. Άρχι­σαν τα σχο­λεία. Ανα­γκα­στι­κά τα πρω­ι­νά χωρι­ζό­μα­σταν με τον «Μήτσο».

Δεν είχαν περά­σει πάνω από δέκα μέρες από τη νέα σχο­λι­κή χρο­νιά, όταν έγι­νε το απί­στευ­το! Ενώ είχα­με μάθη­μα, συνε­χί­ζα­με τη Γραμ­μα­τι­κή «Να αντι­κα­τα­στα­θώ­σι τα κάτω­θι ρήμα­τα και να κλι­θώ­σι τα εξής ουσια­στι­κά», ακού­σα­με δυνα­τά χτυ­πή­μα­τα στην πόρ­τα. Ο καθη­γη­τής μας εκνευ­ρι­σμέ­νος λόγω της δια­κο­πής της διδα­σκα­λί­ας, φώνα­ξε δυνα­τά. «Εμπρός, εμπρός…». Τίπο­τε. Τα χτυ­πή­μα­τα όμως ήταν δυνα­τά και κόντευε να σπά­σει η πόρ­τα. Πήγε μόνος του και την άνοι­ξε, πράγ­μα ασύ­νη­θες, για­τί η πόρ­τα έπρε­πε να ανοί­γει και να κλεί­νει από μαθη­τή «άμα τη εισό­δω ή εξό­δω του καθη­γη­τού». Τι, να δού­με. Ο «Μήτσος» στην πόρ­τα. Μόλις με είδε άρχι­σε να γκα­ρί­ζει συνε­χώς ‑βουί­ζουν ακό­μη τα αυτιά μου. Πήρε δια­τα­γή «να εξέλ­θει της αιθού­σης», αλλά το γαϊ­δου­ρά­κι δεν έλε­γε να το κου­νή­σει ρού­πι από εκεί. Ακί­νη­το έμε­νε και γκά­ρι­ζε συνε­χώς. Τότε απο­φά­σι­σα, ε, δεν πάει άλλο είπα μέσα μου, σηκώ­θη­κα από το θρα­νίο και προ­χω­ρώ­ντας, με τη συνο­δεία συνε­χό­με­νων γκα­ρι­σμά­των από τον «Μήτσο», βγή­κα έξω από την αίθου­σα. Περιτ­τό να πω ότι με ακο­λού­θη­σε κατά πόδας.

Όταν όμως κατε­βαί­να­με τις σκά­λες, και αφού είχε ανα­στα­τω­θεί όλο το σχο­λείο, οι καθη­γη­τές, άλλοι στο διά­δρο­μο και άλλοι στις σκά­λες, και οι μαθη­τές είχαν βγει σχε­δόν όλοι από τις αίθου­σες και απο­λάμ­βα­ναν έκπλη­κτοι το θέα­μα, συνα­ντή­σα­με τον Γυμνα­σιάρ­χη. Του εξή­γη­σα, τι συνέ­βη και αυτός με ρώτησε.

-μόνο σε σένα υπή­κου­σε το γαϊδουριον;
‑Μάλι­στα κύριε Γυμνασιάρχα.
‑Ε, τα γαϊ­δού­ρια, με τα γαϊ­δού­ρια πάνε…
Αυτά μόνο είπε και ανέ­βη­κε στις σκάλες.

Μακά­ρι να έβρι­σκα κι έναν τέτοιο «Μήτσο» από το ανθρώ­πι­νο βασί­λειο, που να είναι αλη­θι­νός φίλος και να προ­σπα­θεί να αντα­πο­δώ­σει ευερ­γε­τι­κές γι’ αυτόν πρά­ξεις από τον φίλο του. Δύσκο­λο, αν όχι απίθανο…

toumpouros
Ο Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο