Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΤΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΓΥΑΡΟΥ

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

(Με αφορμή τον ψηφιακό δίσκο CD της ΚΕ του ΚΚΕ για τη Γυάρο)

«Η πιο καλή πατρίδα είναι η καρδιά»

Πέρα­σαν πολ­λά, πάρα πολ­λά χρό­νια , πολ­λές δεκα­ε­τί­ες από τότε που μαθη­τές μαθαί­να­με και τρα­γου­δού­σα­με το τρα­γού­δι «Της Πατρί­δος μου η σημαία/έχει χρώ­μα γαλανό/ και στη μέση χαραγμένο/ένα ολό­λευ­κο σταυ­ρό…». Και έμπλε­οι εθνι­κής υπε­ρη­φά­νειας δακρύ­ζα­με και ορκι­ζό­μα­σταν πίστη στην πατρί­δα, εμπι­στο­σύ­νη στους κυβερ­νώ­ντες και τυφλή υπα­κοή στους εθνο­σω­τή­ρες συνταγ­μα­τάρ­χες, χου­ντι­κούς και χου­ντό­φρο­νες, δικτά­το­ρες και δικτα­το­ρί­σκους, καθώς και στα διά­φο­ρα φασι­στοει­δή που «γαυ­γι­στί» μας ενη­μέ­ρω­ναν για τα καλά και τα αγα­θά της εθνο­σω­τή­ριου Επα­νά­στα­σης, που «έδω­σε ζωή» στα ακα­τοί­κη­τα νησιά, Γυά­ρος, Μακρό­νη­σος κλπ. και ανα­μορ­φώ­νει τους «απά­τρι­δες», «τα εθνι­κά μιά­σμα­τα και τους επι­κίν­δυ­νους για το έθνος», αφού εμφο­ρού­νταν από φρο­νή­μα­τα κατά της πατρίδος.

Κι όλοι, πολύ λίγο προ­βλη­μα­τι­ζό­μα­σταν «τι εστί πατρίς» και ποια είναι εκεί­να τα φρο­νή­μα­τα που λει­τουρ­γού­σαν αντί­θε­τα με την πατρί­δα και πώς επε­νερ­γεί μια τέτοια δρά­ση, του χαφιε­δι­σμού και των βασα­νι­στη­ρί­ων, υπέρ της πατρί­δας; Αν δέχε­ται δηλα­δή η πατρί­δα αυτή την δρά­ση. Απο­ρί­ες μαθη­τών, που δεν τολ­μού­σα­με φυσι­κά να τις δια­τυ­πώ­σου­με. Θα μας παρέ­πε­μπαν στον Ταγ­μα­τάρ­χη και αυτός θα επι­λαμ­βά­νο­νταν της ηθι­κής μας δια­παι­δα­γω­γή­σε­ως… Και ορθώ­νο­νταν οι απο­ρί­ες. Πατρί­δα είναι «η εδα­φι­κή έκτα­ση εντός των ορί­ων της οποί­ας ασκεί­ται η κρα­τι­κή εξου­σία;». Και ο Κώστας που είχε φύγει για τη Σου­η­δία, ποια πατρί­δα είχε; Άπα­τρις κι αυτός; Για­τί; Ασφα­λώς και να μην μολύ­νει την καθα­ρό­τη­τα της «Σου­η­δι­κής Φυλής» και του Σου­η­δι­κού ιθα­γε­νούς και ακέ­ραιου πολιτισμού;

Και γύρι­σε ο Κώστας και, όπως μας είπε έμει­νε Έλλη­νας, αλλά ένιω­σε και Σου­η­δός, αφού του φέρ­θη­καν καλά, δού­λε­ψε, σπού­δα­σε και απο­κα­τα­στά­θη­κε ουσια­στι­κά. Δεύ­τε­ρη πατρί­δα. Η πρώ­τη ήταν η Ελλά­δα. «Δεν είναι δυνα­τόν έλε­γα μέσα μου. Τι δίπορ­το το έχει; Δεν γίνο­νται αυτά τα πράγ­μα­τα. Μία είναι η πατρί­δα». Συνέ­χι­ζα τις σκέ­ψεις μου. Είναι αλή­θεια μία η πατρί­δα; Ένας ήλιος βγαί­νει γι’ αυτήν, που αλλιώς λάμπει. Τώρα, αν φωτί­ζει και τα μυα­λά, είναι άλλο θέμα. Είναι αυτό που λέμε στα βαθιά σκο­τά­δια δεν λέμε καλη­μέ­ρα. Και κει που μαθαί­να­με για «κου­κλί­τσες αλη­θι­νές» και «ξακου­στές πατρί­δες», που έδιω­ξαν βαρ­βά­ρους και εγκα­τέ­στη­σαν την ελευ­θε­ρία σ’ αυτά τα τοπία μαθαί­να­με πως σε άλλους αφαι­ρού­νταν η ιθα­γέ­νεια, η πατρί­δα δηλα­δή. Άλλο θέμα ποιος είχε τέτοιο δικαίωμα…

Και μαθαί­να­με πως «πατρί­δα σαν τον ήλιο σου, ήλιος αλλού δεν λάμπει», λες και η δική μας πατρί­δα είχε άλλη φέξη και των αλλο­νών ήταν άφεγ­γη, κι ακό­μα περισ­σό­τε­ρο το μαθαί­να­με και το λέγα­με «νιώ­θω για σε πατρί­δα μου στα σπλά­χνα χαλα­σμό». Εμείς κι όχι άλλοι. Οι άλλοι είναι … πίσω, σαν να μην έχουν πατρί­δα. Εμείς έχου­με και την προί­κα μας, τους αρχαί­ους ημών προ­γό­νους. Δεν είχα­με ξεχω­ρί­σει τι εννο­εί ο Σολω­μός όταν έγρα­φε «Ω θεϊ­κιά κι όλη αίμα­τα Πατρί­δα!» ούτε και αργό­τε­ρα κατα­λά­βα­με τα λόγια του τρα­γου­διού «η πιο καλή πατρί­δα είναι η καρ­διά!». Και βέβαια μόνο η δικιά μας καρ­διά χτυ­πά­ει για την πατρίδα.

Κάπο­τε ρώτη­σα τον Κώστα. «Μας λες ότι σε δέχτη­καν, σε φιλο­ξέ­νη­σαν, σπού­δα­σες, εργά­στη­κες και τώρα παίρ­νεις σύντα­ξη. Η πατρί­δα είναι εδώ. Τότε για­τί έφυ­γες;» Και η απά­ντη­ση ήταν πολύ απλή: «Για­τί θα με συλ­λάμ­βα­ναν και θα με έστελ­ναν στη Γυάρο».

Μάλι­στα. Σκέ­ψου είπα μέσα μου να σού ‘ρχο­νταν και οι βόμ­βες στο κεφά­λι. Τότε ούτε που θα κοί­τα­γες κατά πού θα πήγαι­νες. Αμ δεν θα κοί­τα­γες… Θα έμπαι­νες σ’ οποιο­δή­πο­τε σαπιο­κά­ρα­βο ή θα σε έβα­ζαν οι έμπο­ροι του θανά­του κι … «όσοι λαγά­ρι­ζαν στη στεριά».

Το πρό­βλη­μα είναι άλλο και μεγα­λύ­τε­ρο. Μιλά­με για τις βόμ­βες του φασι­σμού και του ρατσι­σμού. Αυτές κι αν είναι επι­κίν­δυ­νες… Αυτές βαρά­νε κατα­κού­τε­λα στη συνεί­δη­ση και απαν­θρω­πο­ποιούν τον άνθρωπο!

Η «Γυά­ρος» υπάρ­χει και λει­τουρ­γεί όσο εμείς δεν έχου­με πολι­τι­κή συνείδηση.

Σε καθη­με­ρι­νή βάση επι­βάλ­λε­ται να πραγ­μα­το­ποιού­με «Ρωγ­μές Αντί­στα­σης στο Θανατονήσι». 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο