Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το δώρο του Σοβιετικού στρατιώτη στον Γερμανό αντιφασίστα εργάτη το 1945

Επι­μέ­λεια Πάνος Αλε­πλιώ­της //

Αλη­θι­νές μνή­μες της Barbara Brädefors από την επο­χή που ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός πλη­σί­α­ζε στο Βερολίνο. 

Η Barbara είναι γερ­μα­νί­δα στην κατα­γω­γή, έζη­σε επί πολ­λά χρό­νια στην Λαϊ­κή Δημο­κρα­τία της Γερ­μα­νί­ας, DDR, και κατό­πιν μετα­κό­μι­σε στην Σου­η­δία. Είναι μέλος του ΚΚ Σουηδίας. 

Το άρθρο της στην εφη­με­ρί­δα Riktpunkt του ΚΚ Σου­η­δί­ας έχει τίτλο:

Απρί­λιος-Μάιος του 1945

Μετα­ξύ τρό­μου και απε­λευ­θέ­ρω­σης- προ­σω­πι­κές μνήμες. 

“Στον τοί­χο της κου­ζί­νας μου στην Στοκ­χόλ­μη εδώ και χρό­νια κρέ­με­ται ένα ξύλι­νο πιάτο. 

Έχει χαραγ­μέ­νο ένα δεμά­τι, ένα δρε­πά­νι και κάτι άλλο γεωρ­γι­κό εργα­λείο της επο­χής. Στο περι­θώ­ριο του πιά­του υπάρ­χει στο Κυριλ­λι­κό αλφά­βη­το χαραγ­μέ­νη η φρά­ση  “Τον άρτον ημών τον επιού­σιον δος ημίν σήμερον”

Το πιά­το αυτό δόθη­κε στον παπ­πού μου από ένα νέο Ουκρα­νό αξιω­μα­τι­κό του Κόκ­κι­νου στρα­τού που το τμή­μα του είχε στρα­το­πε­δεύ­σει στο χωριό Frauenhain μετα­ξύ Δρέσ­δης και Βερολίνου.

Εκεί μετα­κι­νη­θή­κα­με και μένα­με με όλους τους παπ­πού­δες και την μητέ­ρα μου, εγώ που ήμουν τότε 7 χρο­νών και ο αδελ­φός μου 2 μηνών μωρό, μετά την ολο­κλη­ρω­τι­κή κατα­στρο­φή της Δρέσ­δης τον Φεβρουά­ριο του 1945.

Εκεί­νες τις χαο­τι­κές μέρες με την προ­έ­λα­ση των Σοβιε­τι­κών άδεια­σε το χωριό λίγες εβδο­μά­δες πριν την πτώ­ση του Βερο­λί­νου στην ανα­μο­νή πολε­μι­κών επι­χει­ρή­σε­ων και οι κάτοι­κοι μετα­φέρ­θη­καν σε από­στα­ση 5 χιλιο­μέ­τρων στην πιο κοντι­νή κωμόπολη.

Περ­πα­τή­σα­με όλοι μαζί μέχρι μια εντυ­πω­σια­κή βίλα κάποιου υψη­λό­βαθ­μου Ναζί που είχε εγκα­τα­λει­φθεί άρον τον άρον, αφού βρή­κα­με ακό­μη και την μπου­γά­δα τους υγρή στην σκά­φη και μεί­να­με εκεί για μια εβδο­μά­δα. Η μητέ­ρα μου έφτια­ξε πάνες για τον μικρό αδερ­φό από την μπουγάδα. 

Στο Frauenhain συνα­ντή­σα­με και τους πρώ­τους Σοβιε­τι­κούς στρα­τιώ­τες. Πώς ο νεα­ρός αξιω­μα­τι­κός Pjotr, εμείς τον λέγα­με Peter, μας  βρή­κε εκεί δεν το ξέρω, αλλά καθό­ταν πολ­λές φορές στην κου­ζί­να με τον παπ­πού μου και τα λέγανε.

Είχε μάθει γερ­μα­νι­κά στο σχο­λείο μάλ­λον αλλιώς δεν θα είχε επι­κοι­νω­νία και ο βαθ­μός του μάλ­λον του επέ­τρε­πε να έχει επα­φή με Γερ­μα­νούς. Τι να λέγα­νε άραγε;

Για τον Χίτλερ, τον πόλε­μο, την παρά­δο­ση, την οικο­γέ­νεια του Pjotr στην πατρί­δα του;

Ο Ουκρα­νός συνά­ντη­σε έναν 60χρονο γερ­μα­νό Σοσιαλ­δη­μο­κρά­τη, που την 10ετία του 30 ήταν δήμαρ­χος σε ένα μικρό χωριό και καθαι­ρέ­θη­κε όταν δεν δέχθη­κε να γίνει μέλος στο Εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κό κόμ­μα του Χίτλερ. 

Ο παπ­πούς ήταν σιδη­ρο­δρο­μι­κός είχε χτί­σει μόνος του ένα μικρό σπί­τι και ήταν αντί­πα­λος του Χίτλερ. Ο Pjotr του είχε εμπι­στο­σύ­νη και όταν ήρθε το σήμα μετά από λίγες μέρες να μετα­κι­νη­θεί ο λόχος του έδω­σε ένα δώρο. Ο νεα­ρός Σοβιε­τι­κός στρα­τιώ­της έδω­σε δώρο το ξύλι­νο πιά­το στον ηλι­κιω­μέ­νο Γερ­μα­νό εργά­τη μέσα στην χώρα του εχθρού. 

Πώς μπο­ρού­σε να έχει ο Pjotr μαζί του ένα δώρο από την Ουκρα­νία; Είχε ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός δώρα να μοι­ρά­σει στους Γερ­μα­νούς αντι­φα­σί­στες σαν μια συμ­βο­λι­κή χει­ρο­νο­μία και ένα μήνυ­μα: Δεν ερχό­μα­στε σαν κατα­κτη­τές αλλά σαν απελευθερωτές;

Το ερώ­τη­μα δεν ξέρω να το απα­ντή­σω. Εμέ­να σαν 7χρονη, μου έδω­σε κάποια παι­χνί­δια που βρή­κε σε άλλα σπί­τια που πάνω στον πανι­κό τους είχαν εγκα­τα­λεί­ψει άλλες οικο­γέ­νειες επει­δή ερχό­ταν οι “Ρώσοι”. 

Ο παπ­πούς έγι­νε νέος αγρό­της, Neubauer, όταν έγι­νε ανα­δια­νο­μή της γης από τα μεγά­λα αγρο­κτή­μα­τα το 1945 και δού­λευε ό ίδιος για να βγά­λει τον “άρτον τον επιού­σιον”, μπή­κε στον γεωρ­γι­κό συνε­ται­ρι­σμό και έγι­νε μέλος στο Ενο­ποι­η­μέ­νο κόμ­μα που ιδρύ­θη­κε από τους κομ­μου­νι­στές και τους Σοσιαλδημοκράτες. 

Το ξύλι­νο πιά­το κρε­μό­ταν επί δεκα­ε­τί­ες στην κου­ζί­να των παππούδων. 

Πριν από μερι­κά χρό­νια από ανη­συ­χία μήπως οι νεό­τε­ρες γενιές δεν εκτι­μή­σουν την αξία αυτού του μονα­δι­κού δώρου ζήτη­σα να το κληρονομήσω”.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο